Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Δεν γράφει Ιστορία η δευτεράντζα



Η πιστοποίηση ότι «ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει», εισπράττεται, κατά κανόνα, σαν υποκειμενική εκτίμηση – γνώμη – άποψη. Κυρίως σαν «σχήμα λόγου», ενδεικτικό απαισιόδοξης ιδιοσυγκρασίας ή σκόπιμης υπερβολής. Η ρεαλιστική εκδοχή της πιστοποίησης απαιτεί απροκατάληπτη οξύνοια, κριτική οξυδέρκεια, σοβαρή κατάρτιση.
Ποιος να εξασφαλίσει τέτοιες προϋποθέσεις στον σημερινό Ελληνα; Το απάνθρωπα χρηστικό, ωφελιμοθηρικό σχολείο; Η στεγανά επαγγελματική, βιοποριστική προτεραιότητα που επενδύεται στις πανεπιστημιακές και μεταπτυχιακές σπουδές; Μήπως τα ραδιοτηλεοπτικά θεάματα, που μεθοδικά εξηλιθιώνουν τις μάζες με την ιδεολογική μικρόνοια και τον αμοραλισμό που στανικά επιβάλλουν; Βιβλία δεν διαβάζουν πια οι Νεοέλληνες, πολιτική προστασίας της εκδοτικής ποιότητας και της σοβαρής βιβλιοκρισίας δεν υπάρχει, μια εκδοτική «επιτυχία» είναι συνάρτηση υποχρεωτικού συμβιβασμού με την ευτέλεια, τον εντυπωσιασμό, το καλοπληρωμένο εγκώμιο που έχει υποκαταστήσει την κριτική.
Η οδυνηρή πιστοποίηση ότι «ο Ελληνισμός έχει ιστορικά τελειώσει» συνάγεται, δεκαετίες τώρα, και από τον ακάθεκτα συνεχιζόμενο πολεοδομικό εκβαρβαρισμό της χώρας: Τη βάναυση, άνευ όρων υποταγή μας στους επαγγελματίες κερδοσκόπους της «μεσοτοιχίας», της «αντιπαροχής», της «μεταφοράς συντελεστή δόμησης», την ακολασία «νομιμοποίησης των αυθαιρέτων». Συνάγεται ο θρίαμβος του πρωτογονισμού και από τη βάναυση προτεραιότητα που έχει στον βίο τού σημερινού Ελληνώνυμου το Ι.Χ. του, η ειδωλοποίηση της «ρόδας»: Αυτή ιεραρχεί την επαγγελματική επιτυχία, την κοινωνική καταξίωση, τελικά τη «χαρά» της ζωής.
Και μόνο οι τίτλοι των συμπτωμάτων της παρακμής – ντροπής μας χρειάζονται τόμο πολυσέλιδο για την καταγραφή τους: Ποιο ποσοστό του πληθυσμού συνταξιοδοτείται, ισοβίως, για τα ελάχιστα χρόνια που βρέθηκε χαριστικά διορισμένο σε δημόσιο υπούργημα. Γιατί ατιμώρητο το έγκλημα και θεσμοποιημένη η ατιμωρησία των καταχρήσεων, της ιδιοποίησης και καταλήστευσης κοινωνικού χρήματος. Γιατί αμνηστευμένοι οι πολιτικοί που οδήγησαν σε νομοτελειακή χρεοκοπία την οικονομία της χώρας και σε εφιάλτη στέρησης και απελπισμού τον λαό. Γιατί οι κρατικοί μας θεσμοί αναστέλλουν τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, όταν πρόκειται για βαρύτατα κοινωνικά εγκλήματα πρωθυπουργών, υπουργών, κομματικών αξιωματούχων. Είπαμε: χρειάζονται πολυσέλιδοι τόμοι προκειμένου να καταγραφούν έστω και μόνο οι τίτλοι των συμπτωμάτων παρακμής.
Ζούμε και πάλι («έτι και έτι») τον φόβο, την αγωνία, τον πνιγμό για επερχόμενο καινούργιο ακρωτηριασμό όσης επικράτειας απομένει, κουτσά-στραβά, ελληνόφωνη. Πριν ελάχιστες μέρες, ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Καρπάθιος στην καταγωγή, υπουργός «Επικρατείας» στην κυβέρνηση, αποφάνθηκε νηφαλιότατα ότι «τα εθνικά χωρικά μας ύδατα προσδιορίζονται στα έξι ναυτικά μίλια». Η φράση σήμαινε, πολύ απλά, ότι η δυσφόρητα επίπονη και τεράστιου κόστους κινητοποίηση του αμυντικού μηχανισμού της χώρας, για έναν ολόκληρο μήνα (με αφορμή το προκλητικό σουλάτσο του «Ορούτς Ρέις» στις ελληνικές θάλασσες), ήταν παντομίμα ή πρόσχημα. Σήμαινε η φράση του υπουργού ότι, πραγματικά, το ελληνικό όνομα έχει πάψει να παραπέμπει σε κάποια συλλογική αξιοπρέπεια και η Ελλάδα, όποια κυβέρνηση κι αν την κυβερνάει, είναι φρόκαλο στα παιχνίδια των ισχυρών του πλανήτη.
Τη δήλωση του υπουργού ακολούθησε όργιο φημών και φαντασιώσεων: Για ριζικό κυβερνητικό ανασχηματισμό, εκβιαστική πειθάρχηση της κυβέρνησης στις ντιρεχτίβες του ΝΑΤΟ, συμβιβασμό με τον Ερντογάν, μοιρασιά του Αιγαίου. Φυσικά, ως γνήσιος ελλαδίτης πολιτευόμενος ο υπουργός «Επικρατείας» έσπευσε να «διευκρινίσει», πως όταν μιλούσε για έξι μίλια, προφανώς εννοούσε δώδεκα, αφού «η Ελλάδα δεν επιτρέπει ποτέ τη δημιουργία τετελεσμένων». Φυσικά, για πόλεμο λέξεων επρόκειτο, ποιος θα κερδίσει τις εντυπώσεις.
Ο κατεστημένος τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του συλλογικού μας βίου συνεχίζεται ίδιος και απαράλλαχτος, όποιος κι αν κυβερνάει – σαν μαγαζί ή επιχείρηση με μισθωμένο προσωπικό επιβιώνουμε, όχι σαν λαός που γράφει Ιστορία. Για του λόγου το ασφαλές και μόνο, θα ενδιέφερε να εκμαιεύσει κανείς (και να μελετήσει) τις φιλοδοξίες των Ελλήνων σήμερα, των ανωνύμων του πλήθους και των «επωνύμων» της δημοσιότητας:
Ενας μεροκαματιάρης λ.χ. που παλεύει, από μέρα σε μέρα, για τη συντήρηση και τη χαρά της φαμίλιας του (μια χούφτα ανθρώπους που τους αγαπάει και τον αγαπούν), τι λογαριάζει πιο πολύτιμο: τη σχέση ή την ατομική άνεση, τους καλούς φίλους ή τους «συναγωνιστές» ομοϊδεάτες; Ενας έφηβος σήμερα, ποιο είδος «δόξας» εκτιμάει: τον στιγμιαίο, αλλά ισόβιο θρίαμβο της Βούλας Πατουλίδου («για την Ελλάδα ρε γαμώ το») ή τη χιλιοφθαρμένη κομματική αρχηγία και μακιγιαρισμένη ολιγότητα της Φώφης Γεννηματά. Ποιος, για τον έφηβο, πραγματικά «έγραψε Ιστορία» στις μέρες μας: ο Προκόπης Παυλόπουλος ή ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ποιος συγγραφέας είναι μέτρο ποιότητας στη λογοτεχνία μας: η Λένα Μαντά ή ο Χρήστος Βακαλόπουλος.
Σε τέτοιες συγκρίσεις και αντιδιαστολές ακονίζονται μαχαίρια ικανά να κόψουν «γόρδιους δεσμούς». Η Ιστορία δεν προχωράει με θορυβοποιούς φασουλήδες, εντυπωσιακά νταϊλίκια και δύσοσμες πια μεγαλοστομίες. Ούτε, φυσικά, με διδακτικούς νομικισμούς και ατομοκεντρικές θρησκοληψίες. Θέλει αρετή και τόλμη η ενεργός παραμονή στην πορεία της Ιστορίας. Την καλύτερη ανθρώπινη ποιότητα στο Παιδείας, Εξωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου