Είναι έγκλημα να θυσιάζει μία οποιαδήποτε χώρα, όπως η Ελλάδα, την παραγωγική της οικονομία και τους πόρους της στο βωμό του χρέους – να ξεπουλάει δηλαδή τις επιχειρήσεις και τον ορυκτό ή άλλο πλούτο της, με στόχο τη μείωση του χρέους ή/και να εφαρμόζει μία πολιτική λιτότητας για να μην έχει ελλείμματα στον προϋπολογισμό της. Πόσο μάλλον όταν το δημόσιο χρέος της συνεχίζει να αυξάνεται τόσο σε απόλυτο μέγεθος, όσο και σε σχέση με το ΑΕΠ – με το κόκκινο ιδιωτικό της χρέος να έχει παράλληλα εκτοξευθεί στα ύψη: στα 235 δις € χωρίς τις επιβαρύνσεις του δημοσίου – εκ των οποίων τα 92 δις € είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα, τα 106 δις € προς τις εφορίες και τα 37 δις € προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ υπάρχουν ακόμη περισσότερα προς τη ΔΕΗ, απέναντι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις κλπ. Το αντίστοιχο το 2009 ήταν αμελητέο – τεκμηριώνοντας το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων, το οποίο δεν έχουν αντιληφθεί δυστυχώς ακόμη οι Έλληνες. Το επόμενο έγκλημα που επίσης δεν θα αντιληφθούν, θα είναι τα επακόλουθα του νέου πτωχευτικού νόμου που θα επιβληθεί σύντομα στην Ελλάδα – ενός νόμου που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «το PSI του ιδιωτικού τομέα», με το οποίο θα μεταφερθεί η ιδιωτική περιουσία στο κράτος και από εκεί στους δανειστές (στις τράπεζες επίσης), όπως ακριβώς η δημόσια. Ο παραλογισμός έγκειται κυρίως στο ότι, η χειρότερη στιγμή που μπορείς να υιοθετήσεις έναν νέο πτωχευτικό νόμο, ακόμη και αν θα ήταν ιδανικός, είναι όταν η χώρα είναι χρεοκοπημένη – όταν τα κόκκινα χρέη του ιδιωτικού της τομέα είναι ήδη υπέρογκα, ενώ αυξάνονται ακόμη περισσότερο από τον αποπληθωρισμό, στον οποίο έχει βυθιστεί.
Ανάλυση
Αναφέρεται συνεχώς πως το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι το δημόσιο χρέος – το οποίο, όσον αφορά τη Γενική Κυβέρνηση (=κεντρική + τοπική αυτοδιοίκηση + κοινωνική ασφάλιση) θα διαμορφωθεί στο 197,4% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020 σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού (γράφημα), ενώ της Κεντρικής Κυβέρνησης (υπουργεία, ΝΠΔΔ, περιφέρειες) στο 216,2%. Η παραπάνω διαπίστωση θα ήταν σωστή, μόνο εάν συμπληρωνόταν με τη φράση «υπό τις επικρατούσες συνθήκες» – εννοώντας τη μη ύπαρξη μίας εθνικής κεντρικής τράπεζας με το αντίστοιχο εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης τη γενικότερη αδυναμία του αποψιλωμένου παραγωγικού μας μηχανισμού να παράγει πλεονάσματα στο εμπορικό μας ισοζύγιο ή/και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, η ονομαζόμενη «πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία» του ελληνικού ευρώ, η οποία στηρίζεται στο κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος και καθορίζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, παρά το ότι αυξήθηκε με την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης εις βάρος των μισθών των εργαζομένων, συνεχίζει να είναι υψηλή – αφού δεν συνοδεύθηκε από επενδύσεις που στην κυριολεξία κατέρρευσαν μετά την επιβολή των μνημονίων. Δυστυχώς, σε πλήρη αντίθεση με αυτή του γερμανικού ευρώ (γράφημα), η οποία συνετέλεσε στην καταστροφή της βιομηχανίας των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης που δεν διατήρησαν ανταγωνιστικό το νόμισμα τους.
Υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες λοιπόν, οι οποίες εδραιώθηκαν με το PSI που μας στέρησε τη δυνατότητα επιστροφής σε ένα εθνικό νόμισμα, με τη μετατροπή του 90% των χρεών μας σε αυτό, αφού ήταν τότε εφικτή με μία απλή απόφαση της Βουλής (εκτός από την επιβολή του αγγλικού δικαίου στα ομόλογα μας, την υποθήκευση των πάντων κλπ.), το πρόβλημα του δημοσίου χρέους μας δεν είναι δυνατόν να επιλυθεί χωρίς τη διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του – καταδικάζοντας μας σε μνημόνια στο διηνεκές, αφού θα αυξάνεται συνεχώς από τα αέναα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας.
Όσον αφορά δε τα επιτόκια δανεισμού μας που μειώθηκαν λόγω των διεθνών συγκυριών (από τα 8,9 τρις € των ομολόγων της ΕΕ, τα 6 τρις € διαπραγματεύονται με αρνητικά επιτόκια), της στήριξης μας από την ΕΚΤ και των αυξημένων αγορών τους από τις ελληνικές τράπεζες, εις βάρος φυσικά της πραγματικής οικονομίας, στην ουσία παραμένουν ασύμφορα – εξαιτίας της θανατηφόρου ασθένειας του αποπληθωρισμού που έχει πλήξει την οικονομία μας (-1,9%).
Εν προκειμένω, τα πραγματικά επιτόκια δανεισμού μας, τα οποία διαμορφώνονται από τα ονομαστικά μείον τον πληθωρισμό ή συν τον αποπληθωρισμό, είναι εξαιρετικά υψηλά. Για παράδειγμα, με το 1,18% ονομαστικό επιτόκιο που δανεισθήκαμε τελευταία, το πραγματικό είναι 3,08% – όταν της χρεοκοπημένης Τουρκίας που δανείζεται με 13,3% έχοντας πληθωρισμό 11,75%, το πραγματικό είναι 1,55%.
Το πρόβλημα είναι ακόμη μεγαλύτερο για τις ελληνικές επιχειρήσεις που δανείζονται με μέσον όρο 4,6% – άρα με πραγματικό επιτόκιο 6,5%, γεγονός που σημαίνει πως είναι αδύνατον να ανταγωνιστούν τις ευρωπαϊκές, πόσο μάλλον τις γερμανικές. Επίσης για τα νοικοκυριά που δανείζονται με ακόμη υψηλότερα επιτόκια – οπότε το κόκκινο ιδιωτικό χρέος μας θα αυξάνεται παράλληλα με το δημόσιο, οδηγώντας μας στην πλήρη απώλεια των περιουσιακών μας στοιχείων, ταυτόχρονα με τη μετατροπή μας σε φθηνούς σκλάβους χρέους των ξένων.
Η κλασσική θεωρία και η Ιαπωνία
Περαιτέρω, υπό άλλες συνθήκες δεν θα ήταν πρόβλημα το ύψος του δημοσίου χρέους, παρά το ότι οι συντηρητικοί οπαδοί της κλασσικής θεωρίας και του «νοικοκυρέματος» επιμένουν στο αντίθετο – ισχυριζόμενοι πως διαφορετικά οι «αγορές» τιμωρούν τις χώρες με υψηλά επιτόκια που στη συνέχεια προκαλούν υπερπληθωρισμό, με αποχώρηση των επενδυτών κοκ. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την Ιαπωνία – η οποία υπερέβη το 100% του χρέους της ως προς το ΑΕΠ ήδη το 1992 (101%), το 2004 το 200% (201%), ενώ το 2019 έφτασε στο 237,7% όπως φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί με πηγή το ΔΝΤ.
Το πώς συνέβη αυτό φαίνεται από το επόμενο γράφημα – σύμφωνα με το οποίο από το 1993 και μετά, παράγει συνεχώς ελλείμματα στον προϋπολογισμό της που αυξάνουν ανάλογα το δημόσιο χρέος της. Προηγουμένως, η χώρα είχε βιώσει μία μαζική άνοδο του ιδιωτικού της χρέους – το οποίο από το 1988 έως και το 1992 συνοδευόταν από πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 όμως έσπασε η φούσκα των ακινήτων της, το χρηματιστήριο της κατέρρευσε, ακολούθησε η συνήθης τραπεζική κρίση, η συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και η στασιμότητα της οικονομίας της.
Η κυβέρνηση της τώρα, με στόχο να στηρίξει την οικονομία για να ξεφύγει από τη βαθιά ύφεση, με τη βοήθεια δημοσιονομικών μέτρων (=αύξηση των κρατικών δαπανών, μείωση των φόρων κλπ.), αύξησε σε μεγάλο βαθμό τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της (γράφημα) – με αποτέλεσμα την άνοδο των χρεών της.
Στη συνέχεια, ειδικά μετά το 2010, η κεντρική της τράπεζα που ανήκει στο δημόσιο κατά 100%, επενέβη στην αγορά ομολόγων – όπου ενώ το 2010 κατείχε μόλις το 8% όλων των ιαπωνικών ομολόγων, τον Ιούλιο του 2020 έφτασε να κατέχει το 43,2% (γράφημα).
Συνεχίζοντας, η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας, όπως επίσης η ΕΚΤ, επιτρέπεται να αγοράζει ομόλογα μόνο από τη δευτερογενή αγορά – όχι δηλαδή απ’ ευθείας από το ιαπωνικό κράτος που τα εκδίδει. Όταν όμως οι αγοραστές της πρωτογενούς αγοράς, οι εμπορικές τράπεζες και οι επενδυτές, γνωρίζουν πως μπορούν μετά από λίγο χρόνο να τα πουλήσουν χωρίς ρίσκο στην κεντρική, τότε τα σύνορα μεταξύ της άμεσης και έμμεσης χρηματοδότησης του κράτους «θολώνουν» – παύουν στην ουσία να υπάρχουν.
Εάν τώρα ίσχυαν τα επιχειρήματα των συντηρητικών οπαδών της κλασσικής οικονομίας, οι αγορές θα την τιμωρούσαν και τα επιτόκια δανεισμού της Ιαπωνίας θα εκτοξεύονταν στα ύψη – προκαλώντας μία εκρηκτική άνοδο του πληθωρισμού. Όπως φαίνεται όμως από το επόμενο γράφημα, δεν συνέβη τίποτα από όλα αυτά. Αντίθετα, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού της Ιαπωνίας μειώνεται συνεχώς από το 1992, με μοναδική εξαίρεση το 2014 – ευρισκόμενος κάτω από το 2% που επιδιώκει η κεντρική της τράπεζα, όπως άλλωστε και η ΕΚΤ.
Ακόμη περισσότερο, από το 1999 έως το 2005, από το 2009 έως το 2012, καθώς επίσης το 1995 και το 2016, ο πληθωρισμός της ήταν αρνητικός – είχε βυθιστεί δηλαδή σε αποπληθωρισμό, βασικό στοιχείο του οποίου, μία θανατηφόρος συνέπεια του καλύτερα που θα έπρεπε να μας απασχολεί σε μεγάλο βαθμό σήμερα στην Ελλάδα, είναι η άνοδος των πραγματικών χρεών. Το 2019 ο πληθωρισμός στην Ιαπωνία ήταν της τάξης του 0,5% συγκριτικά με το 2018 – σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο δηλαδή.
Εκτός αυτού, τα συνεχή ελλείμματα του προϋπολογισμού της Ιαπωνίας, οπότε η ανάλογη άνοδος των δημοσίων χρεών της, δεν αύξησαν καθόλου τα επιτόκια του δανεισμού της – τα δεκαετή ομόλογα της οποίας (γράφημα), από τα μέσα της δεκαετίας του 1995, είναι καθοδικά. Ειδικά μετά το 2007 διαγράφουν μία καθαρά αρνητική πορεία – ενώ το 2019 είχαν ένα μέσο επιτόκιο της τάξης του -0,09%.
Η εξέλιξη αυτή συνοδεύει την παράλληλη άνοδο των ελλειμμάτων και των δημοσίων χρεών της Ιαπωνίας στο ίδιο χρονικό διάστημα – ενώ, σύμφωνα με την κλασσική θεωρία, θα έπρεπε να ακολουθούν την ακριβώς αντίθετη πορεία. Να αυξάνονται δηλαδή, οδηγώντας τη χώρα στη χρεοκοπία. Λογικά λοιπόν, κατά τους κλασσικούς οικονομολόγους, η Ιαπωνία είναι μία χώρα που δεν μπορεί να υπάρχει στον πλανήτη – γεγονός που σημαίνει πως η συγκεκριμένη θεωρία δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσει τη σημερινή πραγματικότητα.
Ποιο είναι όμως το βασικό πλεονέκτημα της Ιαπωνίας; Η πραγματική της οικονομία που παράγει συνεχώς σημαντικά πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της (γράφημα) – τα οποία αυξάνουν αντίστοιχα τα συναλλαγματικά της αποθέματα που έχουν σχεδόν επταπλασιαστεί από το 2000 (πηγή).
Επομένως, είναι έγκλημα να θυσιάζει μία οποιαδήποτε χώρα, όπως η Ελλάδα, την παραγωγική της οικονομία και τους πόρους της στο βωμό του χρέους – να ξεπουλάει δηλαδή τις επιχειρήσεις και τον ορυκτό ή άλλο πλούτο της, με στόχο τη μείωση του χρέους ή/και να εφαρμόζει μία πολιτική λιτότητας για να μην έχει ελλείμματα στον προϋπολογισμό της. Πόσο μάλλον όταν το δημόσιο χρέος της συνεχίζει να αυξάνεται τόσο σε απόλυτο μέγεθος, όσο και σε σχέση με το ΑΕΠ – με το κόκκινο ιδιωτικό της χρέος να έχει παράλληλα εκτοξευθεί στα ύψη:
Στα 235 δις € χωρίς τις επιβαρύνσεις του δημοσίου – εκ των οποίων τα 92 δις € είναι μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα, τα 106 δις € προς τις εφορίες και τα 37 δις € προς τα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ υπάρχουν ακόμη περισσότερα προς τη ΔΕΗ, απέναντι σε ιδιωτικές επιχειρήσεις κλπ. Το αντίστοιχο το 2009 ήταν αμελητέο – τεκμηριώνοντας το εκ προμελέτης έγκλημα των μνημονίων (ανάλυση), το οποίο δεν έχουν αντιληφθεί δυστυχώς ακόμη οι Έλληνες.
Το επόμενο έγκλημα που επίσης δεν θα αντιληφθούν, θα είναι τα επακόλουθα του νέου πτωχευτικού νόμου που θα επιβληθεί σύντομα στην Ελλάδα – ενός νόμου που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «το PSI του ιδιωτικού τομέα», με το οποίο θα μεταφερθεί η ιδιωτική περιουσία στο κράτος και από εκεί στους δανειστές (στις τράπεζες επίσης), όπως ακριβώς η δημόσια.
Ο παραλογισμός έγκειται κυρίως στο ότι, η χειρότερη στιγμή που μπορείς να υιοθετήσεις έναν νέο πτωχευτικό νόμο, ακόμη και αν θα ήταν ιδανικός, είναι όταν η χώρα είναι χρεοκοπημένη – όταν τα κόκκινα χρέη του ιδιωτικού της τομέα είναι ήδη υπέρογκα, ενώ αυξάνονται ακόμη περισσότερο από τον αποπληθωρισμό, στον οποίο έχει βυθιστεί.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, ασφαλώς δεν μπορούμε να πείσουμε για την ύπαρξη ενός άλλου, βιώσιμου δρόμου, ανθρώπους που δεν έχουν οικονομικές γνώσεις, που ευρίσκονται σε κατάσταση σοκ και που πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις (ΤΙΝΑ) στα γερμανικά μνημόνια – τα οποία έχουν βαπτισθεί πλέον σε «οδηγίες της ΕΕ».
Μίας ΕΕ που μετατρέπεται σταδιακά σε γερμανική, όταν την ίδια στιγμή, με την ευκαιρία της νέας κρίσης του κορωναΐού, η Γερμανία υιοθετεί το κινεζικό μοντέλο – στην ουσία μία παραλλαγή του δικού της εθνικοσοσιαλιστικού (ανάλυση). Μόνο η Μ. Βρετανία το έχει καταλάβει, επιλέγοντας την έξοδο από την ΕΕ – αν και αργά, αφού έχει ήδη καταστραφεί η βιομηχανία της, αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τη γερμανική.
Εν τούτοις, πάντοτε υπάρχουν εναλλακτικές δυνατότητες – ενώ το πρόβλημα δεν μπορεί ποτέ να είναι η λύση. Ο χρόνος βέβαια λειτουργεί εις βάρος μας, ενώ δεν είναι πολλοί αυτοί που καταλαβαίνουν πόσο θανατηφόρος είναι ο αποπληθωρισμός (ανάλυση), στον οποίο έχουμε βυθιστεί ξανά – μεταξύ άλλων επειδή αυξάνει τα πραγματικά επιτόκια και τα χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, καταστρέφοντας την όποια ανταγωνιστικότητα έχει απομείνει στην οικονομία μας.
Ο τουρκικός επεκτατισμός υπό τον απόλυτο έλεγχο του ισλαμο-φασιστικού «μείγματος» που ελέγχει την εξουσία στην Άγκυρα, βρίσκεται σε παροξυσμό. Αιτία του παροξυσμού, η παταγώδης, στρατιωτική και διπλωματική αποτυχία των νέο-οθωμανικών φαντασιώσεων σε όλα ανεξαιρέτως τα μέτωπα (Κουρδικό, Συρία, Λιβύη, Αρμενία, Κύπρος, Ελλάδα κ.α.) με μια πρωτοφανή διεθνή απομόνωση της σημερινής Τουρκίας.
Η Τουρκία λειτουργεί ως παραγωγική βάση για πολλές βιομηχανίες παρέχοντας χαμηλότερου κόστους εργατικό δυναμικό, αδασμολόγητη πρόσβαση δίπλα στην ΕΕ αλλά χωρίς να υπόκειται στους Ευρωπαϊκούς περιορισμούς, τουλάχιστον όχι στον ίδιο βαθμό με τα πλήρη μέλη της ΕΕ.
Διαχρονικά δυο είναι οι βασικές αιτίες συστημικής μείωσης των τιμών , όταν οι κοινωνίες βιώνουν κρίσεις – υφέσεις και όταν η τεχνολογική πρόοδος μειώνει το κόστος παράγωγης .
από Βασίλης Βιλιάρδος
Είναι εξαιρετική, από οικονομικής πλευράς, η ανάλυση του κ. Βιλιάρδου. Μόνο που δεν είναι πολιτικός, και όσοι κατέχουν σήμερα την πολιτική εξουσία εφαρμόζουν πλέον όλο και πιο ακραίες μεθόδους επιβολής: μυστική διπλωματία, αποφασίζουμε και διατάζουμε κ.τ.λ. Μας βοηθά ωστόσο να μην ξεχνάμε, ότι το πολιτικό σύστημα που έφερε τη χώρα σ' αυτήν την κατάσταση, προσπαθεί το ίδιο, ή κάνει πως προσπαθεί, να τη βγάλει από εκεί, σκοπεύοντας ωστόσο κυρίως στη δική του "σωτηρία", να μην κληθή δηλ. ποτέ σ' αυτήν τη ζωή να απολογηθή... Η Ελλάδα πνέει, δυστυχώς, τα λοίσθια ως χώρα, μόνον ίσως ένα "θαύμα" του ανά την γη Ελληνισμού θα μπορούσε να τη διασώση... Ο μεγαλύτερος αντίπαλός μας παραμένει, δυστυχώς και πάλι, η Γερμανία, που πιστεύει πως μπορεί να παραχαράξη ακόμα και την ιστορία...
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς στήν Ελλάδα ο πολιτικός πού κερδίζει χαράχτηκε στήν συλλογική μας μνήμη μέ τά χαρακκτηριστικά τού Ανδρέα. Οπως συμβαίνει σήμερα στήν Τουρκία μέ τόν Ερντογάν. Στήν Ελλάδα δέν φαίνεται νά λειτουργεί πλέον ούτε η σκέψη, ούτε η λογική. Στόν κ. Βιλιάρδο οφείλουμε τήν λεπτομερέστερη ανάλυση τής παροιμιώδους ανικανότητος τών πολιτικών πού ψηφίζουμε. Τής απίστευτης θρασύτητος τών λαοπλάνων τύπου Βενιζέλου. Είναι μιά ελπιδοφόρος εξαίρεση.
ΑπάντησηΔιαγραφή