Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (111)

Συνέχεια από Τετάρτη,7 Οκτωβρίου 2020

                                             PAUL FRIEDLȀNDER

                                                    ΠΛΑΤΩΝ

                                                ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                            ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                                           ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                             ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                        21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ

                                                              (14η συνέχεια)

                                           Η τελευταία άνοδος

Η χαρά τού βασιλιά υπολογίζεται ως 729 προς 1 απέναντι στη χαρά τού τυράννου – όπως ειπώθηκε προς το τέλος τής παρακμιακής «διαδρομής» τών πολιτευμάτων (587 DE). Παρόμοια είναι όμως και η σχέση ενός έτους (364,5 ημερών) προς μια (δωδεκάωρη) ημέρα, καθώς και ενός φιλολαϊκού «μεγάλου έτους» (με τους 729 μήνες του) προς έναν μήνα. Ο αριθμός 729 δεν είναι άρα μόνον «αληθινός», αλλά «εντάσσεται και στον ανθρώπινο βίο» (προσήκοντα βίοις), τον οποίον διάγουμε σε χρονικά διαστήματα ημερών, μηνών και ετών. Και δεν πρόκειται βέβαια για ένα «κενό» και μόνον «παιχνίδι». Ποικίλες σχέσεις αναπτύσσονται μεταξύ τού πόσο διαρκεί η ζωή ενός ανθρώπου και του πόσο καταφέρνει να φτάση σε μιαν ευτυχισμένη πληρότητα ο ίδιος αυτός άνθρωπος   ((Σημ. τ. μετ.: Θυμάμαι κάποιους αγγλικούς στίχους, σημειωμένους από μια νεαρή κοπέλλα, 18 χρόνων: «Στο τέλος όλα πάνε καλά· / κι αν δεν πάνε όλα καλά / δεν είναι ακόμα το τέλος, δεν είναι ακόμα το τέλος…»)). Μπορεί να θέλη να επισημάνη επίσης ο Πλάτων, ότι δεν πρόκειται μόνο για τις σπάνιες εξαιρέσεις τού βασιλιά και του τυράννου, αλλ’ ότι αυτός ο αγώνας για το δίκαιο προσδιορίζει γενικά την ανθρώπινη ύπαρξη. Λέει όμως προπάντων, ότι δεν υφίσταται οποιαδήποτε σύγκριση «χαράς» ανάμεσα σε μιαν εσωτερική, καλή «συγκρότηση» ή αρετή και στο αντίθετό της, ότι δεν υφίσταται δηλ. σ’ αυτήν την περίπτωση παρά μόνον αντίθεση, και καμμιά απολύτως σύγκριση.

       Ό,τι και να σκεφτόμαστε όμως εμείς για όλα αυτά, ο διάλογος έχει ήδη «μετακινηθή» κατά έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο: αντί για τον βασιλιά και τον τύραννο, η συζήτηση αφορά τώρα (588 Α 1)  στον δίκαιο και τον άδικο άνθρωπο. Κι ενώ δεν μπορούσε να αναμετρηθή η χαρά τού βασιλιά με τη «χαρά» τού τυράννου (729 προς 1!), δεν υφίσταται εδώ η παραμικρή δυνατότητα σύγκρισης στην   «αντιπαράθεση» ενός καλού και δίκαιου προς έναν κακό και άδικο άνθρωπο. Ο ίδιος άλλωστε ο μορφολογικός πλούτος τής Πολιτείας προήλθε απ’ αυτήν την πρωταρχική αντίθεση, που «κυριαρχούσε» στον διάλογο Θρασύμαχος, ο δε Πλάτων επιστρέφει, σχεδόν αναπόφευκτα, σε κείνην την «αρχή». Πρόκειται για μια «κυκλική», τρόπον τινά, επιστροφή στο ξεκίνημα του ΙΙ Βιβλίου και στο ερώτημα που τίθεται εκεί, αν ωφελή άραγες τον άνθρωπο το να είναι απολύτως άδικος, υπό το πρόσχημα (ωστόσο) της δικαιοσύνης (588 Β – 360 C). Ο ίδιος ο Πλάτων στρέφεται, «αναδρομικά», ενάντια στον Θρασύμαχο, του οποίου ο «βίαιος κυρίαρχος» ζητούσε να ασκήση την κυριαρχία του (ακόμα και) προς βλάβην τών κυριαρχουμένων. Αντιτάχθηκε βέβαια σ’ αυτό, στο Πρώτο ήδη Βιβλίο, ο Σωκράτης, με τρόπο που προανήγγειλε μάλιστα τη δημιουργία «μιας πολιτείας απολύτως καλών ανθρώπων, όταν θα μπορούσε να γίνη εφικτή μια τέτοια πολιτεία» (347 D 2). Όσον αφορά στην «εσωτερική, την εντός ημών πολιτεία», καθίσταται απολύτως σαφές, ότι αυτός που άρχει και κυριαρχεί δεν μπορεί να επιδιώκη, ακολουθώντας τη θεϊκή του φύση, τη βλάβη κανενός, κι ότι όλες οι δυνάμεις τής ψυχής υποτάσσονται εκούσια, ή θά ’πρεπε να υποταχθούν σ’ έναν τέτοιον «κυρίαρχο». Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο, ότι όλες αυτές οι αναφορές κατά την έναρξη του όλου έργου, δεν χάνονται ούτε στο τελευταίο του μέρος, κάτι που σημαίνει προφανώς ότι η εχθρική και αντίθετη δύναμη παραμένει μέχρι το τέλος παρούσα!   (( Σημ. τ. μετ.: Είναι εκπληκτική η διόραση εκείνων τών ανθρώπων, εν τω μέσω όλων τών ανθρωπίνων παθών, και ο μέχρι τέλους αγώνας τους για την αλήθεια. Πράγματι η ανθρωπότητα δεν μπορεί να ζήση ανθρώπινα, και δεν ζη ανθρώπινα, αν δεν σκύψη ταπεινά στα ίχνη εκείνα που προετοίμασαν την έλευση της Ίδιας της Αλήθειας στον κόσμο)) . 

      Η «διαπλαστική» όμως δύναμη του καλλιτέχνη, που ζητά να «ολοκληρώση» (να «στρογγυλέψη») εδώ το έργο του, θα έμενε κάτι το εντελώς εξωτερικό, χωρίς ένα αντίστοιχο περιεχόμενο. Μέχρι να φτάσουμε στον «υπολογισμό τής ευτυχίας», βρισκόμασταν στο «επίπεδο» της πόλης. Την (αν)οικοδόμηση της ιδανικής πόλης ακολούθησε η παρακμή της, και στις παρακμιακές πολιτείες αντιστοιχούσαν οι, πολιτικά επίσης θεωρούμενοι, ανθρώπινοι «τύποι» ή χαρακτήρες. Μετά τον «υπολογισμό τής ευτυχίας» ξαναβρεθήκαμε ωστόσο σε κείνην την πρωταρχική τρόπον τινά θεώρηση των πραγμάτων, απ’ την οποία και είχαν προέλθει όλες οι πολιτικές θωρήσεις. Μπορούμε άρα να μελετήσουμε σ’ αυτήν την κατ’ αρχήν «γενικότητα» τους γνήσιους νόμους που διέπουν την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως ισχύουν για όλους, έστω κι αν δεν «αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας» ούτε στην εικόνα τού βασιλιά ούτε στην εικόνα τού τυράννου ούτε και σε κάποιον ενδιάμεσο «τύπο» ή «εικόνα». Αυτό είναι άλλωστε και το πραγματικό νόημα της καλλιτεχνικής «ολοκλήρωσης», αλλά και το νόημα της μυθικής ιδιαιτέρως εικόνας τού πολύμορφου εκείνου «τέρατος», που ονομάζεται «άνθρωπος».   

      Αυτή η μυθική εικόνα παρουσιάζει την ύπαρξη, το Είναι τού ανθρώπου «περιπεπλεγμένο» με τρόπο που δύσκολα γίνεται αντιληπτός, αναθέτοντας την ίδια στιγμή στον άνθρωπο το έργο – γιατί ο πλατωνικός μύθος αποτελεί και ένα ηθικό ταυτόχρονα πρόσταγμα –

να διαμορφώση απ’ την πολλαπλότητα μια διαρθρωμένη ενότητα. Φανερώνει πως η ύπαρξη (το Είναι) του ανθρώπου είναι εντελώς ανεξάρτητη από κάθε κατάταξη στο πολιτικό οικοδόμημα, και γι’ αυτό ακριβώς, εντελώς ριζοσπαστική. Ο ριζοσπαστισμός, τον οποίον υφίσταται έτσι η «εσωτερική πολιτεία και η τάξη της», γίνεται «χειροπιαστός» στο τέλος αυτού τού επεισοδίου, στο τέλος δηλ. του ΙΧ Βιβλίου, καθώς θεωρούμε απ’ τη μια μεριά την εμπειρική, κι απ’ την άλλη την αληθινή πολιτεία. Όποιος έχει εναρμονίσει την εσωτερική του πολιτεία, διαφοροποιείται κατ’  ουσίαν πάντοτε από την πολιτεία στην οποία γεννήθηκε (όπως ο Πλάτων από τη σύγχρονή του Αθήνα) – «αν δεν μεσολαβήση βέβαια κάποια θεϊκή παρέμβαση» (λόγια που πρέπει να είπε, αναφερόμενος μάλλον στον εαυτό του, ο Δίων). Ένας τέτοιος άνθρωπος «ανήκει» μόνο στην αληθινή πολιτεία. Που «απομακρύνεται» ωστόσο τώρα από τη γήινη πραγματικότητα προς τον ουρανό, για να είναι εκεί πάντοτε ορατή ως ένα πρότυπο «ανώτερης» τάξης, στον τόπο όπου βασιλεύει η «ανώτερη» τάξη.

      Μετά τα διάφορα πολιτεύματα και τους αντίστοιχους ανθρώπινους «τύπους» ή πρότυπα, παρουσιάζεται λοιπόν μπροστά μας ο ίδιος ο άνθρωπος. «Συστέλλεται» η θεώρησή μας, «εγκαταλείποντας» κάθε εξωτερικήν έννοια πολιτικής ζωής, για να επικεντρωθή, ολοένα και περισσότερο, στην «εσωτερική πολιτεία». Γιατί δεν πρέπει βέβαια να  ξεχάσουμε, ότι και το πολιτικό οικοδόμημα ανεγέρθηκε με σκοπό να καταστή «καθαρώτερα» (με «μεγαλύτερα γράμματα») ορατή η δικαιοσύνη, και το αντίθετό της (368 D). Ενώ συνιστά λοιπόν η μυθική εικόνα στο τέλος τού ΙΧ Βιβλίου μια ριζοσπαστικοποίηση εν σχέσει προς αυτά που προηγήθηκαν, περικλείει ωστόσο και τον σπόρο για εκείνη την ακόμα πιο ισχυρή ριζοσπαστικοποίηση, στην οποία και θα κορυφωθή ο τελικός μύθος. Δύο πράγματα διαπιστώνονται τώρα σαφώς: το πρώτο, ότι ο «άνθρωπος» φέρει εντός του, στον εαυτό του, την «εσωτερική πολιτεία», κι ότι υπάρχει εκεί κάτι που «κυριαρχεί»: ο «εσωτερικός άνθρωπος» (589 Α 7), ή αλλιώς: το «θεϊκό στοιχείο» (589 D 1. 590 D 1). Περί τίνος ακριβώς πρόκειται, αυτό έχει ήδη φανερωθή  στα μισά τού όλου έργου, όσο μπορεί βέβαια  να φανερωθή κάτι τέτοιο με λόγια. Ονομάστηκε ωστόσο εκεί ως «το κάλλιστο της ψυχής» (532 C), και σκοπό είχε «να θεωρήση το κάλλιστο στην περιοχή τού όντος». Ο δρόμος προς αυτόν τον σκοπό επανέρχεται τώρα, εν συντομία, με τις λέξεις «αντικείμενα μαθήσεως» (μαθήματα 591 C 2) στη μνήμη. - Η δε δεύτερη «διαπίστωση» είναι, ότι η αληθινή πόλη «απομακρύνεται» τώρα απ’ τη γήινη πραγματικότητα, για να μείνη για πάντα ορατή «ως πρότυπο στον ουρανό» (592 Β 2). Αποτελεί ο ουρανός λοιπόν, αυτό το σύστημα «υψηλής» τάξεως, τον τόπο αυτής τής πόλης, και η προτύπωσή της στον ουρανό την ουσία της: υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην πόλη και στην Ιδέα. Υφίστανται εδώ, από τη μια η ψυχή, κι απ’ την άλλη ο «ρυθμισμένος» ουρανός, ως ο χώρος όπου αυτή η ψυχή υπάρχει και «θεωρεί»: στον τελικό μύθο θα συνενωθούν ωστόσο και τα δυό.

    ( συνεχίζεται ) 

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΞΕΚΑΘΑΡΑ; ΠΟΙΟΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΑΝΑΜΕΤΡΗΘΕΙ ΜΕ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΩ ΤΗΣ ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ;  ΠΟΙΟΣ ΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΘΗΤΕΥΣΕΙ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΟΥ, ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΣΕΙ ΣΤΟΥΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥΣ ΤΟΥΓΟΝΕΙΣ  ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ; ΠΡΟΤΙΜΑΤΑΙ Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΣΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ, ΠΟΥ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ.

ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΕΙ ΟΛΑ ΤΟΥ ΤΑ ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ; ΤΟΥΣ ΔΕΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου