Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (58)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Δευτέρα, 26 Οκτωβρίου 2020

                                           Jacob Burckhard

                                                 ΤΟΜΟΣ 2ος

                                           

IΙ.ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥΣ - 2  

      Μερικές επισημάνσεις τώρα σχετικά με τη μετέπειτα λατρεία τού Δία. Η ανάδυση του στοχασμού στη ζωή τών Ελλήνων προσβλέπει στην ενότητα της θείας φύσης, η οποία συχνά αποκαλείται θεότης, αλλά τις περισσότερες φορές Δίας. Αυτό ήταν μάλλον εύκολο να προβληθεί ως αίτημα μονοθεϊσμού, δύσκολο όμως να αποκτήσει και κύρος. Στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές διακρίνονται συχνά ευγενείς αναφορές, που αναφέρονται στον Δία ως κυρίαρχο του σύμπαντος. Οι Ικέτιδες του Αισχύλου φαίνεται να αποτελούν ένα έργο αφιερωμένο ιδιαιτέρως στο εγκώμιο του Παντοδύναμου, του Βασιλέως τών βασιλέων, του Μακαριότερου των μακαρίων, εκείνου στον οποίον ανήκει ο έλεγχος της πλάστιγγας (που κρίνει τη μοίρα τών ανθρώπων), του οποίου η δράση ακολουθεί ταχύτατα τον λόγο του και τα μονοπάτια της σκέψης του καλύπτονται από πυκνές σκιές, που κανένα βλέμμα δεν μπορεί να διαπεράσει, ως τη στιγμή που θα καταποντίσει τούς θνητούς από το ύψος τών προσδοκιών τους στο χάος, και ο οποίος  κρίνει και βασιλεύει ακόμη και στον Κάτω Κόσμο, σαν «άλλος Ζεύς». Θα πρέπει πάντως εδώ να θυμηθούμε ότι ο Αισχύλος και οι Αθηναίοι του συμβιβάστηκαν κάποια στιγμή, στον Προμηθέα, με έναν εντελώς διαφορετικό Δία, που εμφανίζεται στα υπόλοιπα πρόσωπα της τραγωδίας ως μοχθηρός, αλλά πολύ ισχυρός, και υποχρεώνει όποιον απευθύνεται στον Προμηθέα να υιοθετεί μια στάση επιφυλακτικής υπακοής. Καμιά αποκατάσταση στον απολεσθέντα Προμηθέα λυόμενο, που αποτελεί μέρος τής τριλογίας, δεν θα ήταν σε θέση να ανατρέψει αυτή την τρομακτική εντύπωση και να τη μετατρέψει σε δοξολογία τού μεγάλου Δία.

     Αλλά και στους φιλοσόφους, ξεκινώντας από τον Ξενοφάνη και τον Εμπεδοκλή, το αίτημα μιας ηθικής και παντοδύναμης θεότητας, μιας δύναμης συνέπειας και ευταξίας, αναδεικνύει μονοθεϊστικές τάσεις, που επικαλούνται ή δεν επικαλούνται τον Δία, που άλλοτε συνοδεύονται από επιφυλάξεις εξαιτίας τής λαϊκής θρησκείας, και άλλοτε σχεδόν καθόλου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Σχολής τών Στωικών με τον θεό τού σύμπαντος.

     Στην ίδια αυτή αρχαία πόλη, και θέατρο βιαίων συγκρούσεων, ακούστηκαν αργότερα κραυγές επίκλησης στον σεβασμό τού δίκαιου, ενώ αποδόθηκαν οι ύψιστες τιμές στον Δία, ως προστάτη αυτής τής δικαιοσύνης. Ο Δίας  είναι, σε γενικές γραμμές, ο θεός παραστάτης, ο παραλήπτης κάθε επιθυμίας στην καθημερινή ζωή, όπως τον σκιαγραφεί μεταξύ άλλων και ο Θέογνις.

     Αλλά στα μάτια τού λαού ο Δίας έπαψε με τον καιρό να είναι ο θεός τού ουρανού, διατηρώντας απλώς τη θέση τού θεού τών φυσικών φαινομένων, που βρέχει, αστράφτει, βροντάει και ρίχνει χαλάζι. Όταν αστράφτει, οι άνθρωποι αναφωνούν: «Ώ μεγάλε Αιθέρα, Ώ Δία !». Ακόμη και για έναν ποιητή τής Στοάς, όπως ο Άρατος, όλες οι σπουδαίες ιδιότητες για τις οποίες εγκωμιάζεται ο Δίας σε σχέση με τα φυσικά φαινόμενα και τους οιωνούς, παραπέμπουν κατά βάθος σε έναν απλό θεό τού αιθέρα και των αστερισμών. Αυτές οι κυρίαρχες ιδιότητες εξηγούν γιατί στις ψηλότερες βουνοκορφές, τις πλησιέστερες προς τους αιθέρες, υπάρχουν βωμοί αφιερωμένοι στον Δία, τους οποίους απέφυγαν να αγγίξουν αρχικά οι χριστιανοί «καταστροφείς».

     Η ελληνική συνείδηση όμως είχε προ πολλού συνδεθεί με τους αοιδούς, που απεικόνιζαν τη φύση τού θείου κόσμου με πολύ ζωηρά χρώματα. Στη Θεογονία τού Ησιόδου ο Δίας ζει σε έναν εξαιρετικά αναστατωμένο κόσμο, συνυπάρχοντας με όντα, τα οποία εξαιτίας τής προέλευσής τους είναι ισότιμα μ’ αυτόν, και εμφανίζεται ως ένας σφετεριστής, που δεν έχει ακόμη εξασφαλίσει την απόλυτη εξουσία· και όπως είδαμε, το ελληνικό πνεύμα εκμεταλλεύτηκε στη συνέχεια αυτή την ιδιότητα του θεού, χωρίς όμως να του αναγνωρίσει και διαρκή κυριαρχία. Ο Όμηρος είναι αυτός που έδωσε τη χαριστική βολή στον Δία και τους άλλους θεούς, κάτι που το αποδεικνύει ακόμη και μόνη η όγδοη ραψωδία τής Ιλιάδας. Ο Δίας παραμένει ο βασιλεύς και πατήρ τού Ολύμπου, αλλά τίποτε περισσότερο απ’ αυτό. Σε κάποιες δε πόλεις, όπου υπάρχει πλήθος ναών, αναγείρονται κάποια στιγμή και, ενίοτε υπερμεγέθη, ιερά προς τιμήν τού Δία, π.χ. στην Αθήνα, στα Μέγαρα, στον Σελινούντα, στην Κόρινθο και στη Σπάρτη· αλλά και μόνον το ότι ονομάζονται «Ολυμπιεία», υπονοεί πως αναφέροντα στον βασιλέα τών θεών τού Ολύμπου, και όχι πλέον στον μοναδικό θεό. 

     Υπήρχαν επίσης, σε πολύ πρώιμα ήδη χρόνια, ολόκληρες περιοχές με διαφορετικούς κυρίαρχους και προστάτες θεούς από τον Δία, οι οποίοι στα μέρη αυτά αποκαλούνταν «μεγάλοι». «Η πόλη τών Αθηνών και ολόκληρη η Αττική γη είναι αφιερωμένες στην Αθηνά», λέει ο Παυσανίας· «παρότι οι δήμοι λατρεύουν και άλλους θεούς, τιμούν ωστόσο και την Αθηνά». Το πρώτο που αντίκριζε κανείς, ερχόμενος από τη θάλασσα, ήταν άλλωστε ο ναός της, στο ακρωτήριο του Σουνίου. Κι αυτό συνέβαινε σε μια περιοχή, όπου στις περισσότερες βουνοκορφές υπήρχαν βωμοί αφιερωμένοι στον Δία. Στον δε δυτικό δήμο τών Κεφαλών, οι Διόσκουροι αποκαλούνταν «μεγάλοι». Όσο για την Πελοπόννησο, υπήρχε ανέκαθεν η πίστη ότι ανήκει στον Ποσειδώνα, που την είχε επιλέξει ως κατοικία του. Οι Σικελοί γνώριζαν από τούς προγόνους τους την πανάρχαια παράδοση, ότι το νησί τους είναι αφιερωμένο στη Δήμητρα και την Περσεφόνη· σύμφωνα μάλιστα με τους ποιητές, η Σικελία προσφέρθηκε από τον Δία ως γαμήλιο δώρο στην Περσεφόνη, όταν νυμφεύθηκε τον Πλούτωνα. Αλλά και αυτή η παράδοση έχει ως αντίποδα τις ισχυρές τοπικές λατρείες, όπως είναι εκείνη για τους Παλαιούς θεούς, ενώ η περιοχή γύρω από την πόλη τής Ιμέρας ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, και η νήσος Ορτυγία έξω από τις Συρακούσες είχε δοθή από τούς θεούς ως δώρο στην Άρτεμη. Ο Στράβων αναφέρεται αποκλειστικά σε ναούς αφιερωμένους στον Απόλλωνα, τόσο στις τρωικές όσο και στις αιολικές ακτές, και είναι σαφές ότι εδώ ο Απόλλων θεωρείτο «μέγας»· στη δε Λυκία ήταν ο πραγματικός εθνικός θεός. Στην Καρία κυριαρχούν πάντως οι ναοί τού Δία, και οι δύο κοινοί ναοί τών απανταχού Καρών είναι αφιερωμένοι σ’ αυτόν, ενώ ο ναός τών απανταχού Ιώνων, το Πανιώνιον της Μυκάλης, ανήκει στον Ελικώνειο Ποσειδώνα, και τρείς αχαϊκές πόλεις είχαν έναν κοινό επίσης ναό, της Τρικλαρίας Αρτέμιδος. Στην Αρκαδία και τη Μεσσηνία, η πανίσχυρη λατρεία τών «μεγάλων θεαινών» μοιάζει να έχει επισκιάσει όλες τις άλλες, ακόμα και εκείνες τού Δία και του Ποσειδώνα. Η επικράτηση, σε μεμονωμένες περιοχές, μιας τοπικής λατρείας απέναντι σε μιαν ολόκληρη θρησκεία είναι κάτι που συναντάται και σε άλλες εποχές και χώρες. Η κραυγή: «Μεγάλη η Άρτεμις των Εφεσίων», απευθύνεται στην Αρτέμιδα από «ολόκληρη την Ασία και την οικουμένη», αλλά και σε πολλές μικρές πόλεις ορισμένοι θεοί αποκαλούνται «μεγάλοι», με την έννοια ότι καμιά άλλη λατρεία δεν είχε κατά βάθος νόημα για τους κατοίκους τους.

     Τίποτα απ’ αυτά δεν θα συνέβαινε, αν ο Δίας είχε  επικρατήσει κάποια στιγμή στην ελληνική ιστορία ως ο μοναδικός θεός. Κάτι στο οποίο δεν τον βοήθησαν ούτε οι μονοθεϊστικές προτροπές ορισμένων ποιητών και φιλοσόφων. Την εποχή τής ρωμαϊκής κυριαρχίας, ο Δίας λατρευόταν κατ’ επιταγήν ως ο αυτοκρατορικός Jupiter, ενώ δοξάστηκε και ως θεός τού σύμπαντος στα εγκώμια του Δίωνος Χρυσοστόμου και του Αριστείδη τού Ρήτορα. Αλλά, αν πιστέψουμε τον Λουκιανό, ο Δίας θα ένοιωθε ικανοποιημένος αν του προσφερόταν έστω και μια θυσία, πέρα από τις καθιερωμένες τελετές τών ολυμπιακών εορτών.

     Αν ο πολυθεϊσμός διαθέτει την ισχύ και τον πλούτο που εμφανίζει στους Έλληνες, είναι πολύ πιθανό να αποτέλεσε και το αρχέγονο θεμέλιο της πίστεως. Μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο να αντιστρέψουμε τη διαδικασία, ακολουθώντας μιαν αντίθετη πορεία, και θα χρειαζόταν αμέτρητος ιστορικός χρόνος για να εμφανισθεί το ενδεχόμενο μιας τόσο πλούσιας και ευρύτατης διαμόρφωσης τόσων πολλών, άλλων θεών, κοντά σε έναν πρωιμώτερο και μοναδικό θεό, τον Δία.

     Οι Έλληνες δεν διέθεταν καμιά γραπτή αποκάλυψη, καμιά εξωτερική επιταγή όσον αφορά στους θεούς τους, ούτε κάποιο επιβεβλημένο δόγμα για τη θρησκεία τους. Οι βασικές προϋποθέσεις δημιουργίας μιας θεολογίας ήταν, ανέκαθεν, παντελώς απούσες. Ούτε οι ίδιοι οι θεοί τούς απεκάλυψαν ποτέ κάτι τέτοιο· το ίδιο το μαντείο τών Δελφών, που έδωσε τόσες απαντήσεις σχετικά με τη λατρεία επιμέρους θεών, δεν διατύπωσε ποτέ μια θρησκευτική αλήθεια καθολικής ισχύος, και κανένας απ’ αυτούς που απευθύνθηκαν στο μαντείο, τουλάχιστον κατά την καθαρά ελληνική εποχή, δεν θεώρησε ότι ο θεός (ο Απόλλων) θα συναινούσε σε μια τέτοια αλήθεια. Το ότι επέτρεπε να χαράσσονται με χρυσά γράμματα στο ιερό του τα αποφθέγματα των Επτά Σοφών, αυτό συνέβαινε σε μιαν εποχή όπου οι Δελφοί υπήρξαν ο κινητήριος άξονας του έθνους· και ήταν επίσης αναμενόμενο το να υποβάλλονται, σε μεταγενέστερους αιώνες, κατά τούς οποίους επικράτησε ο στοχασμός, ενίοτε στα μαντεία ερωτήματα ευρύτερης θρησκευτικής φύσεως.

     Η ελληνική πίστη είναι κατ’ εξοχήν δημιούργημα του καθεαυτού έθνους, και διπλά πολύμορφη, όπως κι αυτό: μέσα από τον εξαιρετικό πλούτο τών ίδιων των μορφών της, αλλά και την ποικιλία τών θρύλων που σχετίζονται μ’ αυτές τις μορφές και διαδικασίες. Είναι ένας πολυθεϊσμός, που επισκιάζει κυρίως κάθε απόπειρα ενοποίησης της θείας φύσεως.

     Η σύγχρονη έρευνα περιόρισε στο ελάχιστο τα ξένα δάνεια, εξαιρώντας ασφαλώς θεούς, των οποίων η αρχέγονη μορφή υπάρχει τόσο στους Έλληνες όσο και σε άλλους Άριους λαούς. Η μοναδική ξένη μορφή που κατώρθωσε να διεισδύσει αυτούσια στην Ελλάδα είναι η φοινικική ή απλώς σημιτική Αστάρτη-Αφροδίτη, που διέθετε ήδη τα δικά της ιερά πέρα από τις ελληνικές ακτές, όταν ο εκεί λαός βρισκόταν ακόμη σε πρωτόγονη κατάσταση. Ίσως δε να είχε μαζί της και τον Άδωνη.

     Παρότι οι θεοί είναι σχεδόν αποκλειστικά εθνικοί, δημιουργήματα καθαυτά τού ελληνικού λαού, θεωρούνται, κατά μιαν απλοϊκή αντίληψη, κυρίαρχοι του σύμπαντος, επειδή την εποχή που παγιωνόταν η θρησκεία, ο γνωστός κόσμος ταυτιζόταν με τις ιδιαίτερες κατοικίες τους. Οι θεοί λούζονται στον θεωρούμενο εξαιρετικά μακρινό Ωκεανό, γλεντούν στη γη των Αιθιόπων, ενώ ο Απόλλων ταξιδεύει τακτικά στη χώρα τών Υπερβορείων, και ο Πρωτέας κατοικεί στην Αίγυπτο. Αργότερα οι Έλληνες γνώρισαν τους θεούς και άλλων, μακρινότερων εθνών, αναζητήθηκαν συγγένειες μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, ενώ εισέβαλαν, στην ελάχιστα προστατευόμενη ελληνική θρησκεία, στοιχεία ξένα, ή κατά το ήμισυ ξένα, συμπληρωματικές δηλ. μορφές θεοτήτων, όπως η Βένδις, η θρακική μορφή τής Αρτέμιδος, η φρυγική Κορυττώ, ο Σαβάζιος, μικρασιατικός συγγενής τού Διονύσου, κ.ο.κ. , καθώς και μορφές από τις λατρείες τών δούλων και των μετοίκων, που υιοθετήθηκαν από τούς Έλληνες, στις μεγάλες τουλάχιστον πόλεις. Όμως η διείσδυση της Μητέρας τών φρυγικών θεών (της Κυβέλης) κρίθηκε απαράδεκτη για τους Έλληνες, που διέθεταν ήδη ανάλογες μορφές, όπως η Γαία, η Δήμητρα και η Ρέα. Ο πρώτος που επιχείρησε να μυήσει στην Αττική τις γυναίκες στη λατρεία τής Μητέρας είναι σίγουρο πως θανατώθηκε, και πως το πτώμα του ρίχτηκε στο βάραθρο·  ο χρησμός ωστόσο που ζητήθηκε, λόγω τής επιδημίας που ενέσκηψε στην περιοχή, καλούσε τούς κατοίκους να συμφιλιωθούν με τον νεκρό, και την εποχή τών Πεισιστρατιδών αναγέρθηκε ναός στη θεά, το Μητρώον. Καταβλήθηκαν βέβαια προσπάθειες να παρουσιαστεί η Κυβέλη ως Δήμητρα, τις οποίες συμμερίστηκε και ο Ευριπίδης, αλλά οι Αθηναίοι κατηγορήθηκαν ότι αποδέχθηκαν, όπως και σε άλλες περιστάσεις, με ευκολία αλλόθρησκους θεούς· υπήρχε γενικά η αντίληψη, ότι τα Κράτη που παραχωρούσαν με ευκολία το δικαίωμα του πολίτη, ήταν περισσότερο επιρρεπή στην αποδοχή ξένων θεοτήτων. Δεν είχαν ασφαλώς όλοι το σθένος τών Καυνίων, που εκστράτευσαν όλοι μαζί οπλισμένοι στα σύνορα της χώρας τους, και έδιωξαν, χτυπώντας με τα δόρατά τους τον αέρα, τους ξένους θεούς από το έδαφός τους ! Το Κράτος διατηρούσε θεωρητικά το δικαίωμα να αποδεχτή μια ξένη λατρεία, αλλά υπήρχαν πρακτικές ασάφειες. Γνωρίζουμε επίσης ότι, παρότι ο Σωκράτης κατηγορήθηκε για την εισαγωγή νέων θεών, υπονοώντας το γνωστό και αθώο δαιμόνιό του, η αιτία τού μίσους εναντίον του είχε τελείως διαφορετική προέλευση. Αναφέρουμε επίσης απλώς, χωρίς να υπεισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες, ότι επισυμβαίνει αργότερα, την εποχή τών Διαδόχων τού Μ. Αλεξάνδρου και των Ρωμαίων, μια μεγάλη επιμειξία θεών.    

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου