Στο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».
Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.
«Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης.
Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη.
Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.
Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας.
Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία.
Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες;
Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν.
Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους.
«Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης.
Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη.
Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.
Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας.
Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία.
Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες;
Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν.
Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
ε, σε αφήνει άφωνο μερικές φορές, δεν μπορεί
ΑπάντησηΔιαγραφή