Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (112)

Συνέχεια από Τρίτη,27 Οκτωβρίου 2020

                                         PAUL FRIEDLȀNDER

                                                    ΠΛΑΤΩΝ

                                            ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ

                                            ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –

                                         ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                            ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

                                                     21. ΠΟΛΙΤΕΙΑ

                                                      (14η συνέχεια)

                                           Η τελευταία άνοδος

                               

      Δεν μπορούσε όμως να εδραιωθή ακόμα ο τελικός μύθος. – Ποια είναι εντέλει η ουσία του; Το ότι διευρύνει την ύπαρξη της ψυχής σ’ ένα «Επέκεινα», πέρα απ’ τα περιορισμένα «σύνορα» αυτής τής ζωής. Το πολύμορφο όμως «τέρας», ο άνθρωπος, που η εσωτερική του πολιτεία καλείται να ρυθμιστή, είχε θεωρηθή σαφώς, περιορισμένο σωματικά – επειδή έπρεπε να υποταγή ακριβώς, η σωματική στην ψυχική αρμονία (591 D) –, περιορισμένο άρα και χρονικά: τίποτα το «σπουδαίο» και «υψηλό» δεν μπορεί πράγματι να συμβή στο μικρό χρονικό διάστημα απ’ την παιδική μέχρι την ηλικία τού γήρατος (608 C). Έπρεπε λοιπόν να εμφανιστή μια νέα «όψη» τής ψυχής, που δεν θα κατέστρεφε την προηγούμενη, αλλά θα την υπερύψωνε, θεμελιώνοντας  τον τελικό μύθο τού Διαλόγου.

     Δεν υπάρχει ασφαλώς κάποια φυσικο-φιλοσοφική θεωρία που να αναδεικνύη  αυτήν την καινούργια «άποψη» - όπως στον Φαίδρο. Η οποία προέρχεται από μια βασική θέση τού έργου (της αποστολής) τής Πολιτείας, απ’ την αντίθεση μεταξύ «δικαίου» και «αδίκου». Το σώμα  χαρακτηρίζεται από μιαν ιδιαίτερη «κακότητα», μιαν εσφαλμένη διάθεση (πονηρία), την αρρώστια ή ασθένεια, που όταν είναι ακραία, το καταστρέφει. Η ψυχή «διαθέτει» κι αυτή μιαν ιδιαίτερη «κακότητα», την αδικία, και γενικά την κακία. Που δεν μπορεί όμως, ακόμα και στην πιο ακραία περίπτωση – και εντελώς αντίθετα απ’ ό,τι στο σώμα –, να την καταστρέψη. Γιατί η ψυχή είναι ακατάλυτη, αθάνατη και υπάρχει για  πάντα. Εδώ καταλήγει και η «απόδειξη περί αθανασίας τής ψυχή». Χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και την ειρωνεία, με την οποία υποστήριζε κατ’ αρχάς ο Σωκράτης, πως δεν είναι «καθόλου δύσκολη» μια τέτοια απόδειξη, προκαλώντας έτσι αμφιβολία στον συνομιλητή του – αλλά και σε μας (608 D). Γιατί ως απόδειξη με «γεωμετρικό τρόπο» (more geometrico), είναι ασφαλώς παράλογο και «ανόητο» ένα τέτοιο συμπέρασμα, ως «παρατήρηση» όμως στην ουσία τόσο τού Καλού και του Κακού όσο και της ψυχής, «βαθύνοο». Η ψυχή είχε θεωρηθή μέχρι τώρα, ακόμα κι όταν εμφανιζόταν ως πολυκέφαλο «τέρας», αναλογικά προς το σώμα. Την τιμούσαν μεν περισσότερο (τιμιωτέρα  591 Β), ο παραλληλισμός όμως ανάμεσα στην υγεία τού σώματος και το «υγιές φρόνημα», τη σωφροσύνη (Sophrosyne) τής ψυχής, φαινόταν αδιατάρακτος. Βρισκόμαστε ωστόσο τώρα στο σημείο εκείνο – παρόμοια προς το τρίτο και ύψιστο επίπεδο του Φαίδωνα όπου παύει κάθε αναλογία, και η ψυχή διακρίνεται ριζικά απ’ το σώμα. Το σώμα έχει την «τύχη», να μπορή να απελευθερωθή, διαλυόμενο, απ’ όλα τα βάσανά του. Δεν συμβαίνει ωστόσο το ίδιο με την ψυχή. Το ακατάλυτό της είναι κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που νομίζουν οι «φοβισμένες ψυχές»: καμμιά σωτηρία απ’ το Τίποτα, αλλά η μεγάλη, μοναδική μάλιστα απειλή και το μεγάλο, μοναδικό επίσης καθήκον. Και δεν αποφεύγουμε αυτήν την απειλή κι αυτό το καθήκον, λέγοντας έτσι «απλά»: σε λίγο θα έχουν όλα τελειώσει. Καθώς βεβαιώνομαι για το γεγονός ότι υπάρχει δίκαιο και άδικο, καλοσύνη και βαναυσότητα, γνώση και άγνοια – και καθώς γνωρίζω, απ’ την Πολιτεία, ότι μ’ αυτές τις λέξεις εκφράζονται οι δυό βασικές δυνατότητες της ψυχής, δηλ. του ανθρώπου – και καθώς γνωρίζω, πάλι απ’ την Πολιτεία, τί είναι το δίκαιο και το καλό, δηλ. ιδέα και μορφή αιώνια – τότε δεν αντιλαμβάνομαι την ψυχή ως κάτι απλώς συνδεδεμένο με το σώμα,  αθάνατο (έστω) και αγωνιζόμενο για το δίκαιο και το άδικο, αλλά ως το αιώνιο και ακατάλυτο πεδίο μάχης ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό. Η βασική αντίθεση της Πολιτείας απαιτεί και εγγυάται λοιπόν την αιωνιότητα της ψυχής. Φτάνοντας σε μιαν καινούργια «άποψη», με την οποία δεν αναιρέθηκε, αλλά εξυψώθηκε η προηγούμενη «άποψη» της ψυχής. Ο δρόμος απ’ το ένα επίπεδο στο άλλο παραμένει ωστόσο στο ημίφως. Και τον υποδηλώνει (611 C κ.ε.) η μυθική και μόνον εικόνα τού θαλάσσιου δαίμονα, που μεταβλήθηκε ως προς την αρχική του φύση μέχρι το σημείο να μην  αναγνωρίζεται πια, ζώντας μέσα στη θάλασσα   (( Σημ. τ. μετ.: Η ψυχή μετά την πτώση… )) . Έργο και καθήκον τής ψυχής καθίσταται έτσι η επιστροφή της στην αρχή, στη συγγενική προς τον θεό φύση της, άρα ο εξαγνισμός της. Έχουμε σχεδόν αγγίξει τα πρώτα όρια του μύθου τής ψυχής, όπου και θα περιγραφή η οδός εξαγνισμού της, ως αιώνιας ψυχής.

     «Σχεδόν», αλλά όχι εντελώς. Το ερώτημα για την «ευτυχία» τού δίκαιου και του άδικου ανθρώπου παρουσιάστηκε, από τον λόγο ακόμα τού Γλαύκωνα στην αρχή τού ΙΙ Βιβλίου, στον πνευματικό μας ορίζοντα. Ο Πλάτων δεν σκέφτηκε ποτέ να «αποποιηθή» ένα τέτοιο ερώτημα. Εφ’ όσον εκφράζι έναν πόθο και μιαν ορμή τής ίδιας της ζωής. Στο VI Bιβλίο, κι όταν είχε πια φτάσει η αγωγή τής ψυχής, περνώντας κλιμακωτά μέσα απ’ τις διάφορες περιόδους τής ζωής, στην ηλικία τού γήρατος και στην ευδαιμονία (Eudaimonie) που τη συνοδεύει, η ευδαιμονία προχώρησε για μια στιγμή πέρα και απ τα «σύνορα» αυτής τής ζωής, σ’ ένα αντίστοιχο προς εκείνην την ευδαιμονία Επέκεινα, και σε μια μελλοντική αναγέννηση, όπου οι φιλοσοφικές γνώσεις που είχαν μέχρι τότε αποκτηθή, βρήκαν τη συνέχειά τους. Με τον «υπολογισμό τής ευτυχίας», που κατακλείει στο ΙΧ Βιβλίο το κεφάλαιο για τα αποτυχημένα πολιτεύματα, παρουσιάζεται λοιπόν εκ νέου αυτή η «άποψη», καθώς το Σύνολο παίρνει πια τον δρόμο για την τελική του «ριζοσπαστικότητα». Οι δυό όψεις τής ψυχής (η δίκαιη και η άδικη) «αναπτύσσονται» πάλι μπροστά μας, ενώ ξανατίθεται και το ερώτημα για την «ανταμοιβή» της, για την ευτυχία ή την ευδαιμονία της, εφ’ όσον αποσαφηνίστηκε κατ’ αρχάς η φύση τής ψυχής (612 ΑΒ). Είναι άλλωστε η πρώτη τώρα φορά, όπου ένα τέτοιο ερώτημα δεν αποτελεί πια σκάνδαλο (νύν ήδη ανεπίφθονον  612 ΑΒ). Ενώ δεν είναι δυνατόν φυσικά, με κανέναν τρόπο να «αποφευχθή».

     Στις δυό όψεις τής ψυχής αντιστοιχούν οι δυό βαθμίδες τής ανταμοιβής της, τόσο ελάχιστα βέβαια, όσο ελάχιστα αντιστοιχούσε και ο φόβος, με τον οποίον αυτές οι δυό όψεις διαχωρίστηκαν. Η δεύτερη  βαθμίδα, όπου η «ίδια η ψυχή» μπορεί να συναντήση την «ίδια τη δικαιοσύνη» (612 Β), συμπεριλαμβάνεται πλέον στον μύθο, καθώς το ερώτημα περί ανταμοιβής και τιμωρίας στον περιορισμένο χώρο τού ανθρώπινου βίου αποτέλεσε το τελευταίο τμήμα τού διαλόγου, με το οποίο και μεταφερθήκαμε τελικά στον μύθο.

 

   ( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου