Ο Χριστός ενθαρρύνει την Αγία Βαρβάρα. Η Ιουλιανή
Από τον βίο της Αγίας
Ε’ Ο Διόσκορος ψάχνοντας να βρει και να συλλάβει την κόρη του Βαρβάρα, συνάντησε δύο βοσκούς και τους ρώτησε αν ξέρουν κάτι γι’ αυτήν. Ο ένας, όντας φιλεύσπλαχνος και φιλάνθρωπος, δεν έκρινε πρέπον να προδώσει την καταδιωκώμενη. Έτσι, αρνήθηκε πάραυτα και υποκρίθηκε ότι δεν ήξερε τίποτε, προτιμώντας, θα έλεγε κάποιος, το σωτήριο ψεύδος αντί για την αλήθεια που θα έβλαπτε. Ο άλλος βοσκός όμως, όντας κακοηθέστατος, δεν μίλησε μεν, για να μην τον ακούσουν και εκτεθεί· με το δάχτυλο του όμως έδειξε στον Διόσκορο τον δρόμο που οδηγούσε εκεί που βρισκόταν η Αγία. Την πράξη του όμως αυτή δεν την ανέχτηκε η θεία δικαιοσύνη, και για το κακούργημα του επέφερε κατ’ αυτού βαριά τιμωρία…
Λοιπόν, ο μανιώδης Διόσκορος, ακολουθώντας τις υποδείξεις εκείνου του κακοηθέστατου βοσκού, βρήκε την Αγία στο όρος και την συνέλαβε. Και πρώτα, έτσι όπως ήταν εξοργισμένος, τη μαστίγωσε ανηλεώς και της καταπλήγωσε ολόκληρο το σώμα. Ακολούθως την άρπαξε από τα μαλλιά και, τραβώντας την με βία, την έκλεισε σε έναν οικίσκο… και όσο μπορούσε πιο γρήγορα πήγε στον ηγεμόνα Μαρκιανό,και του εξέθεσε με κάθε λεπτομέρεια τα σχετικά με την κόρη του Βαρβάρα. … Έτσι λοιπόν αυτός πρόσταξε να τη δέσουν και να της καταπληγιάσουν το σώμα χτυπώντας την ανηλεώς με σκληρά βούνευρα. Έπειτα, θέλοντας να την κάμει να αισθάνεται δριμύτερους τους πόνους, πρόσταξε να τρίβουν με τρίχινα υφάσματα τις πληγές της. Μετά την ανελέητη μαστίγωση της αγίας Μάρτυρος, ο ηγεμόνας ήθελε να σκεφτεί σε τι είδους τιμωρία εν συνεχεία θα την παρέδιδε. Για τον λόγο αυτό πρόσταξε και την έκλεισαν προσωρινά στη φυλακή.
Ζ. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ένα ολόλαμπρο ουράνιο φως περιέλαμψε την Αγία και εμφανίστηκε σ’ αυτήν ο Χριστός, ο Οποίος της έδωσε πολύ θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται καθόλου τα κακά που προέρχονται από ανθρώπους. «Εγώ είμαι μαζί σου», της είπε, «και θα είσαι ασφαλισμένη κάτω από τη σκιά των πτερύγων μου». Δεν είχαν δε ακόμη τελειώσει οι λόγοι του Χριστού προς την Μάρτυρα, και βρήκε την εκπλήρωσή του σ’ αυτήν εκείνο που έχει ειπωθεί από τον προφήτη Ησαΐα (Ησ. λε’ 4)*, αφού γρήγορα ανέτειλε η ίασή της και οι πληγές της, ωσάν να μην υπήρχαν εξαρχής, εξαφανίστηκαν από το σώμα της και δεν φαινόταν ούτε ίχνος. Διακατείχε δε την Αγία χαρά και αγαλλίαση, και ευφροσύνη αιώνιος στεφάνωνε τρόπον τινά την κεφαλήν της, για να λεχθεί πάλι το του Ησαΐα (Ησ. λε’ 10)*. Τότε μία γυναίκα θεοσεβής και φοβούμενη τον Θεό, ονόματι Ιουλιανή, η οποία συναναστρεφόταν τότε με τη Μάρτυρα, μόλις είδε τα θαυμαστά και παράδοξα που συνέβησαν σ’ αυτήν και με ποιόν τρόπο εξαφανίστηκαν τάχιστα οι πληγές της, δοξολόγησε τον Θεό και, συμφωνώντας πέρα ως πέρα με όλα εκείνα που πίστευε και η αγία Βαρβάρα, προετοίμαζε και εκείνη τον εαυτό της προς πληγές και μαστιγώσεις.
Ο ηγεμόνας Μαρκιανός πρόσταξε να του φέρουν και πάλι ενώπιον του την άγια Βαρβάρα… όλοι όσοι την είδαν εξεπλάγησαν και τους έπιασε δέος, διότι στο σώμα της δεν διακρινόταν ούτε ο ελάχιστος μώλωπας. Ο ηγεμόνας εξοργίστηκε παράφορα από την παρρησία της αγίας Βαρβάρας και πρόσταξε να ξεσκίσουν με σιδερένια νύχια τις πλευρές της Μάρτυρος και να της κατακαίνε με λαμπάδες πυρός τα ξεσκισμένα από τα σιδερένια νύχια μέλη της και επιπλέον να της χτυπάνε με σφυρί την τίμια κεφαλή της.
Βλέποντας δε η θεοσεβής Ιουλιανή τα μαρτύρια που υφίστατο η αγία Βαρβάρα, ένιωθε μεγάλο πόνο στην ψυχή της και επειδή δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, έπραττε αυτό που της ήταν δυνατόν: έδειχνε σ’ αυτήν την αγάπη της, χωρίς να στρέφεται εναντίον των βασανιστών και του άρχοντα, αλλά χύνοντας από τα μάτια της ποτάμι τα δάκρυα. Κάποια στιγμή όμως ο Μαρκιανός έστρεψε το βλέμμα του στην Ιουλιανή και ζήτησε να μάθει ποια ήταν. Και μόλις άκουσε ότι και αυτή ήταν χριστιανή και ότι υπέφερε και πονούσε η ψυχή της από συμπάθεια προς τη Βαρβάρα, πρόσταξε να συλληφθεί και αυτή, να κρεμαστεί σε ξύλο και να καταξεσκιστούν οι πλευρές της με σιδερένιους ξυστήρες, παραπλήσια προς την αγία Μάρτυρα, τη Βαρβάρα. Οι δήμιοι έσπευσαν αμέσως και εκτέλεσαν την προσταγή.
Τότε λοιπόν η πολύαθλη Βαρβάρα ύψωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Εσύ, καρδιογνώστα Θεέ μου, γνωρίζεις ότι εγώ, ποθώντας Εσένα και αγαπώντας τους νόμους Σου, Σου προσέφερα ολόκληρο τον εαυτό μου και τον εξάρτησα από τη δεξιά Σου, Εσύ λοιπόν, Δέσποτα, μη μας εγκαταλείπεις, αλλά βοήθησέ μας κατά το ελεός Σου και ενίσχυσε μας να φέρουμε εις πέρας και οι δυό μας τον παρόντα δρόμο». Μετά τα λόγια αυτά η Μάρτυς του Χριστού ικέτευε τον Κύριο, για τον Οποίον υπέμεινε τα βασανιστήρια αυτά, και ζητούσε τη βοήθεια Του, για να ξεπεραστεί η ασθένεια της ανθρώπινης φύσης. Γνώριζε δηλαδή η Αγία ποιος αψευδώς είπε: «Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ’ 41 και Μαρκ. ιδ’ 38).
Ο τύραννος για να εξουδετερώσει την ανδρεία της ψυχής της Βαρβάρας και της Ιουλιανής επινόησε περίσσεια βασανιστηρίων.
Ένα από αυτά είναι ότι διαχώρισε τη μία από την άλλη και πρόσταξε τη μεν Ιουλιανή να την κλείσουν στη φυλακή, τη δε Βαρβάρα να τη γυμνώσουν και να τη διαπομπεύσουν, περιφέροντάς την σε όλη την πόλη• και επιπλέον να της μαστιγώσουν το σώμα. Η Μάρτυς όμως, γελοιοποιούμενη με την εξευτελιστική αυτή περιφορά, έπραττε πάλι εκείνα που συνήθιζε, δηλαδή έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό και είπε: «Βασιλεύ παντοδύναμε, που περιβάλλεις με τα νέφη τον ουρανό και σπαργανώνεις με την ομίχλη τη γη, Εσύ σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάμε τα μέλη μου να γίνουν αθέατα στα μάτια των ασεβών, ώστε εγώ η δούλη Σου, Χριστέ μου, να μη γίνω μυκτηρισμός και χλευασμός από αυτούς που στέκονται γύρω». Και από το Ναό τον άγιο Του ο ταχύς της βοήθειας Κύριος άκουσε την προσευχή της αγίας Μάρτυρος και, αφού εμφανίστηκε πάραυτα σ’ αυτήν, πλημμύρισε την καρδιά της από χαρά και αγαλλίαση αφενός και αφετέρου την περιέβαλε με μια αόρατη στολή• και αφού η Αγία έτσι πέρασε τη διαπόμπευση, παρέστη και πάλι στον μιαρό Μαρκιανό.
Ύστερα από όλα αυτά, ο Μαρκιανός κατάλαβε πλέον ότι δεν μπορούσε ούτε με υποσχέσεις αγαθών ούτε με επινοήσεις βασανιστηρίων να πείσει, ούτε κατ’ ελάχιστο, την αγία Βαρβάρα και την ομόφρονά της και πανέμορφη Ιουλιανή. Για τούτο λοιπόν, προκειμένου αυτός να μην εξευτελιστεί περισσότερο επιχειρώντας τα αδύνατα και εκτρεπόμενος σε φανερή ανοησία, αποφάσισε την καταδίκη και των δύο σε θάνατο και πρόσταξε να τους κόψουν με ξίφος τα κεφάλια.
Τα ιερά σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής τα πήρε με ευλάβεια ένας ευσεβής και φιλόθεος άνδρας, ονόματι Ουαλεντίνος, και αφού τα τίμησε πρεπόντως με ιερά άσματα, τα ενταφίασε σεμνοπρεπώς και θεοφιλώς σε έναν τόπο που ονομάζεται Γελασσός (κοντά στην Ηλιούπολη της Συρίας).
Πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο Συμεών του Μεταφραστού, Η άθληση και το μαρτύριο των αγίων Αγάθης -Βαρβάρας-Ευφημίας-Θέκλας- Ιουλιανής – Σοφίας και των θυγατέρων της, εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2002
iconandlight
Read more: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.com/#ixzz6fhZ74J1u
https://pneumatoskoinwnia.blogspot.com/2020/12/blog-post.html?
ΑπάντησηΔιαγραφή