Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2020

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ; Παρερμηνεύουν τόν Χρυσόστομο τρεῖς ἐπίσκοποι καί Ἁγιορείτης ἡγούμενος

Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης

Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ. 

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΑΝ ΠΛΑΝΑΤΑΙ;

Παρερμηνεύουν τόν Χρυσόστομο

τρεῖς ἐπίσκοποι καί Ἁγιορείτης ἡγούμενος

Προλεγόμενα

Ἐδῶ καί ἀρκετό καιρό κυκλοφορεῖ στούς ἐκκλησιαστικούς καί θεολογικούς κύκλους μία ἐπικίνδυνη θέση γιά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ἄγνωστη στήν Ἁγία Γραφή καί στήν Πατερική Παράδοση. Δυσκολεύονται οἱ Οἰκουμενιστές καί Συγκρητιστές νά περάσουν στό πλήρωμα τίς Ἐκκλησίας τίς ἀντιευαγγελικές καί ἀντιπατερικές διδασκαλίες τους, μολονότι σέ ἐπίπεδο κορυφῆς ἔχουν ἀρκετές ἐπιτυχίες. Αὐτό φάνηκε στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης (2016), στό ψευδοαυτοκέφαλο τῆς Οὐκρανίας (2018) καί τώρα, μέ πρόσχημα τόν Κορωνοϊό, στό κλείσιμο τῶν ναῶν καί στήν κατασυκοφάντηση τοῦ ἁγιωτάτου καί ὑψίστου μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Ἡφαίστειο πού βράζει οἱ συνειδήσεις τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν, πού βλέπουν νά προδίδονται ἡ Πίστη καί τά θέσμια τῆς Ἐκκλησίας ἀπό δειλούς καί ἀνάξιους ἱεράρχες. Δύσκολα βρίσκουν οἱ τελευταῖοι πειστικά ἐπιχειρήματα. Καταφεύγουν λοιπόν κάποιοι στό κῦρος τῶν Ἁγίων Πατέρων καί λέγουν στούς πιστούς: Μήν ἀντιδρᾶτε καί μήν σκανδαλίζεσθε. Μήν σκέφτεστε ἀποτειχίσεις καί διακοπή κοινωνίας μέ τούς ἐπισκόπους. Ἀκόμη καί ἄν εἶναι σωστά αὐτά πού λέτε, ἀκόμη καί ἐάν ἐσεῖς ὀρθοτομεῖτε τόν λόγο τῆς ἀληθείας, καί ἡ Ἐκκλησία πλανᾶται, εἶναι καλύτερα νά εἶσθε μαζί τήν πλανώμενη Ἐκκλησία, παρά νά ὀρθοτομεῖτε καί νά εἶσθε ἐκτός αὐτῆς. Ἀποδίδουν μάλιστα αὐτήν τήν γνώμη στόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, παρερμηνεύοντας ἀλλά καί διαστρέφοντας κάτι πού εἶχε πεῖ σέ ἄλλη συνάφεια...............

..............................................

6. Ἀνασκευή καί διόρθωση τῆς παρερμηνείας

Παρατηροῦμε ἐν πρώτοις ὅτι ἡ παρερμηνευόμενη θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου δέν δίδεται μέ ὑπόδειξη τῆς πηγῆς ἀπό τήν ὁποία ἀντλήθηκε, δηλαδή μέ ἀκριβῆ παραπομπή στό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί σέ κάποια ἀπό τίς χρηστικές ἐκδόσεις τοῦ ἔργου, π.χ. στήν PG (Patrologia Graeca) τοῦ Migne ἤ στήν ἑλληνική ἔκδοση τῆς Θεσσαλονίκης τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου καί τῶν συνεργατῶν του, δηλαδή στήν ΕΠΕ (=Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας). Μόνον ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος, ὡς πανεπιστημιακός, αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά παραπέμψει, τό κάνει ὅμως λανθασμένα, διότι δέν ἀναφέρει σέ ποιό ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ὑπάρχει αὐτή ἡ γνώμη, ὥστε νά ἠμπορεῖ κανείς νά τήν βρεῖ σέ διαφορετικές ἐκδόσεις. Παραπέμπει σέ μία ἐλάχιστα γνωστή καί καθόλου διαδεδομένη ἔκδοση τοῦ «Ἑλληνικοῦ Ἐκδοτικοῦ Ὀργανισμοῦ» «Ἅπαντα Ἁγίων Πατέρων», ἡ ὁποία γρήγορα ἔπαυσε νά ἐκδίδεται, ἀντικατασταθεῖσα οὐσιαστικῶς ἀπό τήν ἔκδοση ΕΠΕ τῆς Θεσσαλονίκης, πού ἐμνημονεύσαμε. Μέ τήν ἀπόκρυψη τῆς πηγῆς οἱ πολλοί δύσκολα μποροῦν νά διαπιστώσουν τήν ὀρθότητα τῆς ἑρμηνείας, ὅταν μάλιστα δέν γνωρίζουν καί τήν συνάφεια τοῦ κειμένου. Ἐμεῖς θά δώσουμε ἐν πρώτοις τό ἀκριβές κείμενο καί στήν συνέχεια τίς ἑρμηνεῖες πού δίδονται μέ σχετικά σχόλια.

Κείμενο Χρυσοστόμου:

Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου[18].

Μετάφραση της ΕΠΕ:

Γιατί, κι ἄν ἀκόμη ἡ Ἐκκλησία διέπραττε σφάλμα, δέν θά ἦταν τό κατόρθωμα ἀπό τήν ἀκριβῆ τήρηση τῶν χρόνων τόσο μεγάλο, ὅσο εἶναι τό ἔγκλημα πού προέρχεται ἀπό τή διαίρεση καί τό σχίσμα[19].

Μητροπολίτης Ναυπάκτου

Παραθέτει τό κείμενο χωρίς μετάφραση. Συνάγει ὅμως κακῶς γενικά συμπεράσματα περί ὑπακοῆς καί εἰρήνης, ἐνῶ πρόκειται γιά τήν συγκεκριμένη παρέκκλιση τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα[20].

Μητροπολίτης Λεμεσοῦ:

Καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, παρά νά κάνεις τό σωστό καί νἆσαι ἐκτός Ἐκκλησίας[21].

Μητροπολίτης Γόρτυνος

Καί λάθος ἀκόμη νά κάνει ἡ Ἐκκλησία, νά ἀκολουθοῦμε τό λάθος καί ὄχι τήν κατά τή γνώμη μας ἀκρίβεια[22].

Καθηγούμενος Βατοπαιδίου

«Κρεῖττον πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας, παρά ὀρθοτομῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας[23].

Ἡ μετάφραση τῆς ΕΠΕ εἶναι γενικῶς καλή καί ἀκριβής, παραλείπει μόνον στό τέλος νά μεταφράσει τήν τελευταία λέξη τοῦ παραθέματος «τούτου», στή φράση «τοῦ σχίσματος τούτου». Ἡ παράλειψη εἶναι σημαντική, διότι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἀναφέρεται σέ συγκεκριμένο σχίσμα στήν Ἀντιόχεια καί δέν ὁμιλεῖ γενικῶς περί σχίσματος. Ἑπομένως ἡ μετάφραση τῆς τελευταίας περιόδου ἀντί νά εἶναι ὅπως τώρα, «πού προέρχεται ἀπό τήν διαίρεση καί τό σχίσμα», πρέπει νά εἶναι «πού προέρχεται ἀπό τή διαίρεση καί τό σχίσμα τοῦτο».

Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου ἀποφεύγει νά μεταφράσει ἤ νά ἀποδώσει ἐλεύθερα τό νόημα καί μολονότι ἀσφαλῶς θά ἀντελήφθη ἀπό τά συμφραζόμενα ὅτι ἀναφέρεται στό γνωστό πρόβλημα τῶν Ἰουδαϊζόντων Χριστιανῶν στήν Ἀντιόχεια πού ἑόρταζαν τό Πάσχα μαζί μέ τούς Ἑβραίους, καί ὄχι μέ βάση τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ ἐν Νικαίᾳ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, παρά ταῦτα συνάγει, γενικά, συμπεράσματα περί ὑπακοῆς «στή φωνή τῆς Ἐκκλησίας», μολονότι, ὅπως εἴπαμε καί θά ποῦμε περισσότερα, ὁ Χρυσόστομος στό συγγραφικό του ἔργο δέν εἰσηγεῖται τήν ἀδιάκριτη καί ἀπροϋπόθετη ὑπακοή οὔτε τήν ἐτήρησε ὁ ἴδιος στή ζωή του!

Ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ μεταφράζει ἐπί λέξει ὄχι αὐτά πού εἶπε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀλλά αὐτά πού εἶπε στήν ἀρχαΐζουσα ὁ καθηγούμενος τῆς Βατοπαιδίου, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν πλήρη παραποίηση καί παραμόρφωση τῶν λεχθέντων ἀπό τόν Ἅγιο Πατέρα. Λέγει στό κείμενο ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος τίς λέξεις «κρεῖττον» καί στή μετάφραση «καλύτερα»; Καί ὑπάρχει ἐπίσης ἡ ἔννοια τῆς πλάνης, ὅπως λέγουν οἱ δύο Πατέρες; «Κρεῖττον πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας» (Βατοπαιδίου) ἤ «καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία» (Λεμεσοῦ). Τό σφάλλεσθαι εἶναι πολύ ἐλαφρότερο τοῦ πλανᾶσθαι· εἶναι σφάλμα, εἶναι λάθος, δέν εἶναι πλάνη, πού σημαίνει αἵρεση, ἐκτροπή ἀπό τήν ἀλήθεια, ἐξαπάτηση. Ὁ μεταφραστής τῆς ΕΠΕ ὀρθῶς μεταφράζει τό «σφάλλεσθαι» ὡς «διαπράττειν σφάλμα», ὅπως καί ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος «νά κάνει λάθος». Πῶς προέκυψε τό πλανᾶσθαι; Νά ἀκολουθοῦμε λοιπόν τήν Ἐκκλησία καί στήν πλάνη στήν ἐκτροπή, στήν αἵρεση; Γι᾽ αὐτό δέν μᾶς ἀποκαλύπτουν οἱ δύο Πατέρες ποῦ τά βρῆκαν αὐτά, σέ ποιό ἔργο τοῦ Χρυσοστόμου καί σέ ποιά ἔκδοση, ὥστε κάτω ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου νά ἐκφέρουν ἀπό κοιλίας δικές τους ἀπόψεις καί νά παρασύρουν ἐπί χρόνια τόσους ἀνθρώπους στήν πνευματική ὕπνωση καί στήν ἀδράνεια; Ἐκκλησία πού πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία. Πῶς λοιπόν μπορεῖ νά πλανᾶται κανείς «μετά τῆς Ἐκκλησίας» ἤ «μαζί μέ τήν Ἐκκλησία»;

Ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος δέν διολισθαίνει στήν παραποίηση καί παραμόρφωση τῶν δύο προηγουμένων κληρικῶν, ἀποτυγχάνει ὅμως καί αὐτός νά μᾶς δώσει τό νόημα τοῦ κειμένου στήν συνάφεια καί παρασύρει τούς ἀναγνῶστες ἤ ἀκροατές στήν ἀδιάκριτη καί ἀπροϋπόθετη ὑπακοή ποῦ; Στήν Ἐκκλησία ἤ στήν Ἱεραρχία; Ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία; Δέν ἀνήκει στήν Ἐκκλησία καί ὁ λαός, τό πλήρωμα τῶν πιστῶν; Πόσες φορές στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἱεράρχες καί σύνοδοι παρεξέκλιναν ἀπό τήν ὀρθή Πίστη καί καταδικάσθηκαν ὡς αἱρετικοί; Νά ὑπακοῦμε καί στούς αἱρετίζοντες;

Καί μόνο γραμματικά καί συντακτικά ἄν βασανίσει κανείς τό κείμενο τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, ἀντιλαμβάνεται τήν λανθασμένη ἑρμηνεία του. Γνωρίζουμε ὅλοι μας, ὅπως διδασκόμαστε στά σχολεῖα, ὅτι μέ τόν ὑποθετικό σύνδεσμο «εἰ» καί τό ἐπιδοτικό «καί», δηλαδή μέ τό «εἰ καί», «ἄν καί», εἰσάγονται οἱ λεγόμενες παραχωρητικές ἤ ἐνδοτικές ἤ ἐναντιωματικές προτάσεις, μέ τίς ὁποῖες ὁ λέγων «παραχωρεῖ», ὑποχωρεῖ «ἐνδίδει» καί διατυπώνει κάτι τό ὁποῖο εἶναι ἀδύνατο ἤ ἀπίθανο, καί ἀντίθετο, «ἐναντιώνεται» πρός τήν πραγματικότητα, γι᾽ αὐτό καί ὀνομάζονται οἱ προτάσεις παραχωρητικές, ἐνδοτικές καί ἐναντιωματικές[24]. Οὐσιαστικῶς οἱ προτάσεις εἶναι ὑποθετικές. Ὁ λέγων διατυπώνει μία ὑπόθεση, δέν παρουσιάζει ἕνα πραγματικό γεγονός. Ἑπομένως τό «εἰ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου δέν μᾶς λέγει ὅτι «ἡ Ἐκκλησία σφάλλεται», ἀλλά «ἄν ἡ Ἐκκλησία ἐσφάλλετο». Μέ τήν προσθήκη δέ καί τοῦ συνδέσμου «καί» ἐνισχύεται ἡ ὑπόθεση καί τήν καθιστᾶ ἀδύνατη καί ἀπίθανη τήν ὑπόθεση, δηλαδή τό νά σφάλλει, νά κάνει λάθος ἡ Ἐκκλησία. Εἶναι δηλαδή σάν νά λέγει ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατο νά κάνει λάθος· ἄς ὑποχωρήσω ὅμως καί ἄς δεχθῶ τό ἀντίθετο ὅτι μπορεῖ νά κάνει λάθος, δηλαδή: «Ἀκόμη καί ἄν ἔκανε λάθος ἡ Ἐκκλησία». Εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἴδια παραχώρηση πού κάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Γαλάτες, ὅταν τούς λέγει: «ἀλλά καί ἐάν ἡμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾽ ὅ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω»[25]. Δηλαδή, «ἀλλά καί ἄν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό, σᾶς κηρύττει εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού σᾶς κηρύξαμε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος». Ἦταν ποτέ δυνατόν ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό νά ἀλλάξουν τό Εὐαγγέλιο, νά κηρύξουν «ἕτερον Εὐαγγέλιον»; Κάνει ὅμως αὐτή τήν ἀπίθανη ὑπόθεση ὁ μέγας Ἀπόστολος, γιά νά δείξει τήν ἀνάγκη νά τηρηθεῖ τό Εὐαγγέλιο ἀναλλοίωτο ἀκόμη, καί ἄν ὁ ἴδιος ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό ἐπιχειροῦσαν νά τό ἀλλάξουν. Δέν μπορεῖ κανείς ἑπομένως νά συμπεράνει, ἀπό αὐτό καί νά πεῖ ὅτι «κρεῖττον μετά τοῦ Παύλου πλανώμενος, παρά ὀρθοτομῶν χωρίς αὐτοῦ».

Δυστυχῶς ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ καί ὁ ἡγούμενος τῆς Βατοπαιδίου ἀφαιροῦν ἀπό τό νόημα τόν ὑποθετικό χαρακτήρα τῆς φράσης καί θεωροῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νά πλανηθεῖ. Στήν περίπτωση αὐτή, πού τήν θεωροῦν δυνατή καί πιθανή, «καλύτερα νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία παρά νά κάνεις τό σωστό καί νἆσαι ἐκτός Ἐκκλησίας» (Λεμεσοῦ), ἤ ἐπί τό ἀρχαϊκώτερον «κρεῖττον πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας, παρά ὀρθοτομῶν ἐκτός Ἐκκλησίας» (ἡγούμενος Βατοπαιδίου). Τόν ὑποθετικό χαρακτήρα τῆς φράσης μειώνει καί ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος, ἀφαιρώντας τό ὑποθετικό «εἰ» ἀπό τήν ἀπόδοση τοῦ νοήματος, χωρίς πάντως τό «κρεῖσσον» καί «καλύτερα» καί τό «νά πλανᾶσαι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία» καί «πλανώμενος μετά τῆς Ἐκκλησίας». ΟΧΙ! Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται ποτέ, ὥστε δέν ὑπάρχει ἡ πιθανότητα νά πλανηθεῖ κανείς μαζί της. Μπορεῖ νά πλανηθοῦν πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί, λαϊκοί, νά πλανηθεῖ ὅλη ἡ Ἱεραρχία, νά πλανηθοῦν σύνοδοι, ἀλλά ὄχι ἡ Ἐκκλησία. Στήν περίπτωση αὐτή «μαζί μέ τήν Ἐκκλησία», «μετά τῆς Ἐκκλησίας», μένει αὐτός πού δέν ἀκολουθεῖ τούς πλανώμενους πατριάρχες, ἐπισκόπους καί ἱερεῖς.

7. Ἡ Ἐκκλησία δέν πλανᾶται, εἶναι ἀλάθητη. Δέν ταυτίζεται ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἱεραρχία.


Εἶναι βασικό ἐκκλησιολογικό δόγμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη ὡς σύνολο, ὡς πλήρωμα, καί ὡς ἑνιαία διαχρονική ὀντότητα. Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός[26] καί δέν εἶναι δυνατόν ἡ κεφαλή, ὁ Θεάνθρωπος, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά ἐπιτρέψει τήν διάπραξη λαθῶν. Ὑποσχέθηκε ἄλλωστε στούς μαθητές του πού ἀπετέλεσαν τήν πρώτη Ἐκκλησία ὅτι θά μένει μετ᾽ αὐτῶν εἰς τούς αἰῶνας: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ᾽ ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[27]. Μετά τήν Ἀνάληψη ἀπέστειλε, ὅπως ὑποσχέθηκε, τόν ἄλλον Παράκλητον, τό Πανάγιον Πνεῦμα, ὥστε νά τούς ὁδηγήσει στό πλήρωμα τῆς ἀληθείας: «Ὅταν δέ ἔλθη ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν»[28]. Ὁ μεταξύ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων μέγας ἐκκλησιολόγος Ἀπόστολος Παῦλος, στόν ὁποῖο ὀφείλουμε τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς κεφαλῆς καί τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος, μᾶς διδάσκει ἐπίσης γράφοντας πρός τόν Τιμόθεο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «στῦλος καί ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας»[29].

Μεταξύ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὑπάρχει ἀδιάρρηκτη ὀντολογική ἑνότητα. Δέν ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή, τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή τῆς Ἐκκλησίας πού ζωογονεῖ τά μέλη καί τά συνδέει πρός τήν κεφαλή καί μεταξύ τους. Αὐτήν τήν ἀδιάρρηκτη ἑνότητα τονίζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος λέγει, ὅτι ὅπου εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ εἶναι καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ὅπου εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ὅλη ἡ Χάρη· «Ubi enim Ecclesia, ibi et Spiritus Dei, et ubi Spiritus Dei illic Ecclesia et omnis gratia»[30]. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διδάσκει ὅτι χωρίς τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν θά ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία· τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀποδεικνύει ὅτι παρίσταται τό Ἅγιο Πνεῦμα· «Εἰ μή Πνεῦμα παρῆν, οὐκ ἄν συνέστη ἡ Ἐκκλησία· εἰ δέ συνίσταται ἡ Ἐκκλησία, εὔδηλον ὅτι τό Πνεῦμα πάρεστιν»[31]. Τά πάντα μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι καρπός τῆς ἐνεργείας καί δράσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί αὐτό ἀποτελεῖ κοινό τόπο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀπό τόν ὁποῖο ἀπομακρύνονται ὅσοι νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἠμπορεῖ νά πλανηθεῖ καί μαζί της νά πλανηθοῦν καί κάποια μέλη της, ὅπως ἀφήνουν νά ἐννοηθεῖ οἱ κληρικοί πού παρερμηνεύουν θέση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Γράφει ὁ κλεινός καί μέγας πατριάρχης: «Τί γάρ εἰπέ μοι τῶν συνεχόντων τήν σωτηρίαν τήν ἡμετέραν οὐχί διά Πνεύματος ἡμῖν ᾠκονόμηται; Διά τούτου δουλείας ἀπαλλαττόμεθα, εἰς ἐλευθερίαν καλούμεθα, εἰς υἱοθεσίαν ἀναγόμεθα καί ἄνωθεν ὡς εἰπεῖν, ἀναπλαττόμεθα, τό βαρύ καί δυσῶδες τῶν ἁμαρτημάτων φορτίον ἀποτιθέμεθα· διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἱερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων ἔχομεν τάγματα· ἀπό τῆς ἐνταῦθα πηγῆς καί ἀποκαλύψεων δωρεαί καί ἰαμάτων χαρίσματα καί τά λοιπά πάντα ὅσα τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ κοσμεῖν εἴωθεν, ἐνταῦθα ἔχει τήν χορηγίαν»[32]. Καί ἄλλος ἐκ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀπαριθμώντας συχνά τίς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, κυρίως εἰς τό ἔργο του «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», λέγει ὅτι «οὐδέ γάρ ἐστιν ὅλως δωρεά τις ἄνευ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τήν κτίσιν ἀφικνουμένη»[33]. Αὐτό ἐπαναλαμβάνει καί ὁ πολύ ἀγαπητός εἰς τούς Ὀρθοδόξους ὕμνος τῆς Πεντηκοστῆς: «Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας».

Τήν βασική αὐτή δογματική διδασκαλία περί τοῦ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη, ἐπειδή ἔχει κεφαλή της τόν Χριστό, τόν μένοντα μετ᾽ αὐτῆς εἰς τόν αἰώνα, καί ἐπειδή καθοδηγεῖται «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθεια» ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο νά πλανηθεῖ, τήν ἐπιβεβαιώνουν καί νεώτερα δογματικά καί συμβολικά κείμενα ὡς καί ἐπιφανεῖς δογματικοί θεολόγοι. Ἔτσι στήν Ὁμολογία Πίστεως τοῦ Μητροφάνη Κριτόπουλου, πατριάρχη Ἀλεξανδρείας (17ος αἰών) λέγεται ὅτι πιστεύουμε στήν Ἐκκλησία «ὡς εἰς ἀληθεύουσαν κατά πάντα, ἅτε ὑπό τοῦ Θεοῦ ἀγομένην καί φερομένην καί τῆς εὐθείας παρατραπῆναι μή δυναμένην»[34]. Σαφέστερη καί ἐκτενέστερη εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, τήν ὁποίαν ἀναπτύσσει στόν β´ ἀλλά καί στόν ιβ´ ὅρο τῆς Ὁμολογίας Πίστεως (17ος αἰών ἐπίσης), ὅπου λέγει τά ἑξῆς: «Ἔπειτα ἄνθρωπον μέν ὅντιναοῦν, λαλοῦντα ἀφ᾽ ἑαυτοῦ, ἐνδέχεται ἁμαρτῆσαι καί ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι, τήν δέ Καθολικήν Ἐκκλησίαν, ὡς μηδέποτε λαλήσασαν ἤ λαλοῦσαν ἀφ᾽ ἑαυτῆς, ἀλλ᾽ ἐκ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (ὅ καί διδάσκαλον ἀδιαλείπτως πλουτεῖ εἰς τόν αἰῶνα), ἀδύνατον πάντη ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως ἀπατῆσαι καί ἀπατηθῆναι, ἀλλ᾽ ἔστιν ὡσαύτως τῇ Θείᾳ Γραφῇ ἀδιάπτωτος καί ἀέναον τό κῦρος ἔχουσα»[35] (β´ ὅρος). «Πιστεύομεν ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διδάσκεσθαι τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν. Αὐτό γάρ ἐστιν ὁ ἀληθής Παράκλητος, ὅν πέμπει παρά τοῦ Πατρός ὁ Χριστός τοῦ διδάσκειν ἕνεκα τήν ἀλήθειαν καί τό σκότος ἀπό τῆς τῶν πιστῶν διανοίας ἀποδιώκειν... Καί διά τοῦτο οὐ μόνον πεπείσμεθα, ἀλλά καί ἀληθές καί βέβαιον ἀναμφιβόλως εἶναι ὁμολογοῦμεν τήν Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀδύνατον ἁμαρτῆσαι ἤ ὅλως πλανηθῆναι ἤ ποτε τό ψεῦδος ἀντί τῆς ἀληθείας ἐκλέξαι»[36] (ιβ´ ὅρος).

Ἀπό τούς συγχρόνους δογματικούς θεολόγους ὁ καθηγητής Χρῆστος Ἀνδροῦτσος λέγει: «Καί ὅτι μέν ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἀλάθητος καί εἰς αἰῶνα ἀκατάλυτος τοῦτο πιστοῖ μέν ἡ Γραφή μαρτυροῦσα ὅτι ὁ Κύριος ἐπηγγείλατο καί ἀπέστειλε τό ἅγιον Πνεῦμα τό μένον μετά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν αἰῶνα καί ὁδηγοῦν αὐτήν εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν...». Στή συνέχεια μάλιστα ὑποστηρίζει ὅτι «τό δόγμα τῆς σωζούσης Ἐκκλησίας εἶναι φυσική ἀκολουθία τοῦ ἀλαθήτου, ἤτοι πεποιθυῖα ἡ Ἐκκλησία ὅτι αὕτη κατέχει τήν ὀρθήν πίστιν καί τήν πλήρη ἀλήθειαν τήν σώζουσαν, ἔδει φυσικῶς νά εἴπῃ ὅτι αὐτή κατέχει τά τῆς μακαριότητος μέσα “ἐκτός δ᾽ αὐτῆς δέν ὑπάρχει σωτηρία”»[37]Ὁ καθηγητής Ἰωάννης Καρμίρης λέγει σχετικῶς: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητος ὡς ὅλον, ὡς πλήρωμα, ὅπερ συναποτελοῦσιν ἅπαντες οἱ ὀρθοδόξως πιστεύοντες κληρικοί καί λαϊκοί... τό ὅλον ἤ τό πλήρωμα ἤ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας λογίζεται ἐν τῇ Ὀρθοδοξίᾳ ὡς φορεύς τοῦ ἀλαθήτου». Καί ἀλλοῦ[38]: «Πρέπει ἰδιαιτέρως νά ἐξαρθῇ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι ἀλάθητος, ἐφ᾽ ὅσον κεφαλή αὐτῆς εἶναι ὁ Χριστός, ὅστις εἶναι αὐτή ἡ ἀλήθεια, ψυχή δέ τό Ἅγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον εἶναι ὁμοίως τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, τό ποδηγετοῦν τήν Ἐκκλησίαν καί καθοδηγοῦν εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθεια»[39]. Ὁ καθηγητής Παναγιώτης Τρεμπέλας στήν τρίτομη Δογματική του ἀφιερώνει ὁλόκληρο ὑποκεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ Ἐκκλησία ὡς ἀλάθητος τῆς ἀληθείας φύλαξ καί διδάσκαλος», ὅπου προσφέρει πλούσιο ἁγιογραφικό καί πατερικό ὑλικό. Μεταξύ ἄλλων παρατηρεῖ ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ ἐποχή «καθ᾽ ἥν πλάνη ἤ αἵρεσις ἐκυριάρχησε συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας». Ἄν αὐτό συνέβαινε, θά ἐσήμαινε στήν περίπτωση αὐτή, ὅτι «ὁ Χριστός ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἐστερήθη τοῦ ἐπί γῆς σώματος αὐτοῦ, ὅπερ ἀποξενωθέν τῶν θείων προνομίων αὐτοῦ ὡς Ἐκκλησίας Θεοῦ ζῶντος, στύλου καί ἑδραιώματος τῆς ἀληθείας, μετέπεσε κατά τό Ἀποκ. β´ 9 εἰς “συναγωγήν τοῦ Σατανᾶ”. Ἀλλά τοῦτο θά ἦτο, ἀδιανόητον». Ἀκόμη καί στίς περιπτώσεις πού φαίνεται ὅτι «ἡ πᾶσα Ἐκκλησία κατακλύζεται ὑπό τῆς πλάνης», τό Ἅγιο Πνεῦμα παραμένει σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, καί λαλεῖ δι᾽ αὐτῶν, καί ὄχι μόνον διά τῶν ἐπισκόπων. Ὑπενθυμίζει ὁ καθηγητής ὅτι ὅταν ἐκυριάρχησε ἡ αἵρεση τοῦ Μονοθελητισμοῦ, «μόνοι δύο μοναχοί ἀντέστησαν κατ᾽ αὐτῆς, ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ὁ Σωφρόνιος, ὁ μετ᾽ ὀλίγον εἰς πατριάρχην Ἱεροσολύμων ἀναδειχθείς, περί οὕς ἐπισυνήχθησαν καί πᾶσα ἡ τό γνήσιον φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας διαφυλάττουσα μερίς τοῦ ποιμνίου»[40].

Ἀξίζει νά προσθέσουμε ὅτι ὅταν ἀνακριτές ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν στήν φυλακή νά ἐκφοβίσουν τόν Ἅγιο Μάξιμο νά δεχθεῖ τίς αἱρετικές μονοθελητικές θέσεις, τίς ὁποῖες εἶχαν δεχθῆ σχεδόν ὅλες οἱ ἐκκλησίες, τοῦ εἶπαν ὅτι μέ τήν διακοπή κοινωνίας πού ἔκανε βγάζει τόν ἑαυτό του ἐκτός Ἐκκλησίας, δέν εἶναι μαζί μέ τήν Ἐκκλησία, μετά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μετέτρεψαν τήν Χρυσοστομική θέση ὁ μητροπολίτης Λεμεσοῦ καί ὁ ἡγούμενος τῆς Βατοπαιδίου. Τοῦ εἶπαν λοιπόν: «Ποίας εἶ ὦ οὗτος Ἐκκλησίας; Βυζαντίου, Ρώμης, Ἀντιοχείας, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων; Ἰδού πᾶσαι μετά τῶν ὑπ᾽ αὐτάς ἐπαρχιῶν ἡνώθησαν. Εἰ τοίνυν εἶ τῆς καθολικῆς καί αὐτός Ἐκκλησίας, ἑνώθητι, μήπως ξένην ὁδόν τῷ βίῳ καινοτομῶν, πάθῃς ἅπερ οὐ προσδοκᾶς». Καί ὑπέστη βέβαια πολλές κακώσεις καί μαρτύρια στή συνέχεια, γιατί δέν ἑνώθηκε μέ τήν αἵρεση, δέν ἔκανε ὑπακοή στήν «Ἐκκλησία». Ἀπήντησε ὅμως «συνετῶς καί ἐπικαίρως», ὅπως λέγει τό κείμενο πού μᾶς διασώζει τά γεγονότα, καί εἶπε ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι οἱ διοικοῦντες, οἱ πατριάρχες, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ σύνοδοι, ἡ Ἱεραρχία, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ σωτήρια ὁμολογία τῆς πίστεως: «Καθολικήν Ἐκκλησίαν, τήν ὀρθήν καί σωτήριον τῆς πίστεως ὁμολογίαν, ὁ Κύριος εἶναι εἰπών, ἐπί τούτῳ καί Πέτρον καλῶς ὁμολογήσαντα ἐμακάρισεν»[41]. Ὅταν ἐπίσης σέ ἄλλη περίπτωση κρατικός ἄρχοντας ἀνακριτής, ὀνομαζόμενος Μηνᾶς, τοῦ εἶπε ὅτι μέ ὅσα λέγει προκαλεῖ σχίσμα στήν Ἐκκλησία, ὁ Ἅγιος Μάξιμος ἀπήντησε: «Ἄν αὐτός πού λέγει ὅσα διδάσκουν ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες σχίζει τήν Ἐκκλησία, αὐτός πού ἀναιρεῖ τά δόγματα τῶν Ἁγίων τί ἀποδεικνύεται ὅτι προκαλεῖ στήν Ἐκκλησία, δεδομένου ὅτι χωρίς τά δόγματα δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει ἡ Ἐκκλησία;»[42]. Προφανῶς δέν τήν σχίζει ἁπλῶς, ἀλλά τήν καταστρέφει, τήν ἐκμηδενίζει. Μόνο ὁ Διάβολος θέλει νά καταστρέψει τήν Ἐκκλησία.

Μετά ἀπό ἑπτά αἰῶνες, τόν 14ο αἰώνα, τά ἴδια ἀπήντησε καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς στόν αἱρετίζοντα πατριάρχη Ἀντιοχείας Ἰγνάτιο, ὑποστηρικτή τοῦ πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννη Καλέκα. Ὁ ᾽Ιγνάτιος ἀναχωρώντας ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἔγραφε ὅτι ἐπιστρέφει στήν ἐκκλησία του, στήν Ἀντιόχεια. Στήν Κωνσταντινούπολη εὑρισκόμενος ὑποστήριξε τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί ἐστράφη ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου. Ἀπαντᾶ λοιπόν στόν αἱρετίζοντα πατριάρχη ἀποφθεγματικά ὁ Ἅγιος Γρηγόριος καί τοῦ λέγει ὅτι δέν ἔχει πλέον ἐκκλησία, ἀφοῦ ὡς αἱρετίζων εἶναι ξένος πρός τήν Ἐκκλησία, ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι «οἱ τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εἰσί»[43]. Ἡ Ἐκκλησία βρίσκεται ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ἀλήθεια· ὅσοι δέν εἶναι μέ τήν ἀλήθεια εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας.

Πρέπει ἐπίσης νά γνωρίζει κανείς ὅταν ὁμιλεῖ γιά ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, ὅτι αὐτή δέν ἀποτελεῖται μόνον ἀπό τούς ζῶντες πιστούς, καί ἀπό αὐτούς πού διοικοῦν καί κατευθύνουν τώρα τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀπό ὅλους τούς προϋπάρξαντες Ἁγίους καί πιστούς, ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες καί Διδασκάλους, πού καθόρισαν καί ἀνέπτυξαν στά συγγράμματα καί στίς ἅγιες συνόδους τά τῆς Πίστεως καί τῆς Ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα μέ θαυμαστή ὁμοφωνία, ὥστε νά ὑπάρχει ἡ λεγομένη «συμφωνία τῶν Πατέρων» (Consensus Patrum). Ὅ,τι ἀποφασίζει σέ κάποια χρονική στιγμή ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία πρέπει νά εἶναι σύμφωνο πρός ὅσα οἱ Ἅγιοι Πατέρες συμφωνώντας διαχρονικά ἀποφάσισαν· νά κάνει ὑπακοή ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία στήν ἐν οὐρανῷ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων. Αὐτό ἐκφράζει καί ἡ διατυπωθεῖσα ἀπό τόν Βικέντιο τόν ἐκ Λειρίνης (ἤ Λειρίνου) δογματική ἀρχή σύμφωνα μέ τήν ὁποία κριτήριο Ὀρθοδοξίας τῶν ἀποφασιζομένων σέ κάθε ἐποχή εἶναι τό καθολικό, τό διαχρονικό, καί τό ὁμόφωνο, δηλαδή κρατοῦμεν ὅ,τι πανταχοῦ πάντοτε καί ὑπό πάντων ἐπιστεύθη· «Id teneamus, quod ubique, quod semper, quod ab omnibus creditum est»[44].

Ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία ὡς σύνολο, ὡς πλήρωμα, εἶναι ἀλάθητη, δέν ἀποκλείεται ὄχι μόνο μέλη τῆς Ἐκκλησίας νά πλανηθοῦν, πατριάρχες, ἐπίσκοποι, ἱερεῖς, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀλλά καί ὁλόκληρες τοπικές ἐκκλησίες παρασυρόμενες ἀπό τούς ἐπί κεφαλῆς τους προκαθημένους ἤ καί ἀπό τοπικές συνόδους. Καί ὄχι μόνο μία τοπική ἐκκλησία, ἀλλά καί ὁμάδα τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία εἶναι γεμάτη ἀπό παραδείγματα αἱρέσεων, ὅπως ὁ Ἀρειανισμός, ὁ Νεστοριανισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ἡ Εἰκονομαχία, οἱ ὁποῖες ἐπί μακρά χρονικά διαστήματα ἐκυριάρχησαν κατά τόπους ἤ καί καθολικά, ὁπότε τήν ἀληθινή Ἐκκλησία διέσωσαν ὅσοι, ὀλιγώτεροι ἤ περισσότεροι, δέν παρασύρθηκαν ἀπό τίς αἱρέσεις ἀλλά παρέμειναν στήν παραδεδομένη πίστη. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μεγάλης πληθυσμιακά τοπικῆς ἐκκλησίας πού παραδόθηκε στήν αἵρεση καί παραμένει μέχρι σήμερα σ᾽ αὐτήν εἶναι ὁ Παπισμός, ὁ ὁποῖος ἐγέννησε τοῦ κόσμου τίς αἱρετικές προτεσταντικές κοινότητες. Παπισμός καί Προτεσταντισμός ἀντιπροσωπεύουν σήμερα τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Μέ αὐτούς συμφύρεται δυστυχῶς καί ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία, ἡ ὁποία κινδυνεύει νά κυριαρχηθεῖ ἐπίσης ἀπό τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει καταργήσει τά ὅρια ὀρθοδοξίας καί αἵρεσης, ἀλήθειας καί πλάνης, ὅπως ὁλοφάνερα φάνηκε στήν ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016), ὅπου οἱ «Ὀρθόδοξοι» ὀνόμασαν τίς αἱρέσεις ἐκκλησίες. Παρουσιάσαμε καί ἄλλη φορά τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τούς Λατίνους, γιά τόν Παπισμό, καί δέν ὑπάρχει ἐδῶ χῶρος νά τήν ὑπενθυμίσουμε. Ἐπισημαίνουμε ὅμως αὐτό πού ταιριάζει στήν συνάφεια τῶν προβληματισμῶν μας. Συνέβη, λέγει, πολλές φορές σέ ὅλες τίς τοπικές ἐκκλησίες νά ἐκπέσουν ἀπό τήν Ὀρθοδοξία καί νά ὑποστοῦν βλάβη ἀπό τίς αἱρέσεις. Τό νά μήν ἐπανέλθουν ὅμως, νά μή σηκωθοῦν ἀπό τήν πτώση, συνέβη μόνο μέ τήν ἐκκλησία τῶν Λατίνων, μολονότι εἶναι μέγιστη καί κορυφαία στήν ἐξέχουσα περιωπή τῶν πατριαρχικῶν θρόνων: «Τό μέν οὖν τοῦ ὀρθοῦ διαπεσεῖν κοινόν ἐγένετο ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις, ἄλλοτε ἄλλῃ διά τοῦ μακροῦ χρόνου λυμηναμένου τοῦ χείρονος. Τό δέ διαπεσοῦσαν μηκέτ᾽ ἐπανελθεῖν μόνης τῆς τῶν Λατίνων ἐγένετο, καίτοι μεγίστης τε καί κορυφαίας οὔσης καί τῶν πατριαρχικῶν θρόνων ἐξόχου περιωπῆς»[45].

Εἶχαν γι᾽ αὐτό ἀπόλυτο δίκαιο οἱ Ὀρθόδοξοι πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, κωδικοποιώντας, θά λέγαμε, τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος, στήν ἀπάντησή τους πρός τόν πάπα Πίο τόν Θ´ τό 1848, νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι οὔτε πατριάρχες οὔτε σύνοδοι ἠμποροῦν νά καινοτομήσουν εἰς τά τῆς Ἐκκλησίας, διότι φύλακας τῆς Παράδοσης εἶναι ὁ λαός. Καί ἡ συνοδική αὐτή ἀπόφαση ἔχει περάσει στά Δογματικά καί Συμβολικά Κείμενα τῆς Ἐκκλησίας: «Ἔπειτα παρ᾽ ἡμῖν οὔτε Πατριάρχαι οὔτε Σύνοδοι ἐδυνήθησάν ποτε εἰσαγαγεῖν νέα, διότι ὁ ὑπερασπιστής τῆς θρησκείας ἐστίν αὐτό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτός ὁ λαός, ὅστις ἐθέλει τό θρήσκευμα αὐτοῦ αἰωνίως ἀμετάβλητον καί ὁμοιειδές τῷ τῶν Πατέρων αὐτοῦ»[46].

Ἑπομένως οἱ μέν θέσεις τοῦ μητροπολίτη Λεμεσοῦ καί τοῦ ἡγουμένου τῆς Βατοπαιδίου παραμορφώνουν σημαντικά σέ δύο σημεῖα ὅσα λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ἐν πρώτοις ἀφαιροῦν τόν ὑποθετικό, παραχωρητικό χαρακτήρα τῆς φράσης καί παρουσιάζουν τά λεγόμενα ὡς πιθανά νά συμβοῦν, εἶναι δηλαδή δυνατόν νά πλανηθεῖ ἡ Ἐκκλησία. Καί τό σημαντικώτερο ὅτι εἰσάγουν στά λεγόμενα τήν ἔννοια τῆς πλάνης, πού δέν ὑπάρχει στό κείμενο, καί ὅτι εἶναι «κρεῖσσον», «καλύτερα» νά ἀκολουθεῖ κανείς τήν πλανώμενη Ἐκκλησία, νά κάνει δηλαδή ὑπακοή στήν αἱρετίζουσα Ἐκκλησία. Ἀλλά Ἐκκλησία πού πλανᾶται δέν εἶναι Ἐκκλησία.

Ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος ἀφαιρεῖ καί αὐτός τόν ὑποθετικό χαρακτήρα τῶν λεγομένων τοῦ Χρυσοστόμου καί συνιστᾶ ἀπροϋπόθετη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή. Στήν ἴδια συνάφεια ἐπίσης αὐτῶν πού «ἐτόλμησε» ὄντως νά πεῖ μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο χρησιμοποίησε τίς λέξεις «Ἐκκλησία» καί «Ἱεραρχία», σάν νά ταυτίζονται. Εἶπε: «Θά κάνουμε ὅ,τι μᾶς πεῖ ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄν ἡ Ἐκκλησία μᾶς πεῖ νά φορᾶμε τήν μάσκα στόν Ναό γιά προστασία μας ἀπό τόν κορωνοϊό, θά τήν φορᾶμε. Ἄν μᾶς πεῖ νά μή τήν φορᾶμε, δέν θά τήν φορᾶμε». Ἄλλο ὅμως ἡ Ἱεραρχία, οἱ πατριάρχες καί οἱ ἐπίσκοποι, καί ἄλλο ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως εἴδαμε, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀλάθητη, ἐνῶ οἱ ἱεράρχες πλανῶνται ἀκόμη καί στίς συνόδους. Ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἦταν σύναξη κάποιων ἱεραρχῶν καί μάλιστα τῆς μειοψηφίας αὐτῶν, ὅπως καί ὅσοι ἱεράρχες στίς συνόδους τῶν ἐκκλησιῶν τους, μειοψηφία καί αὐτοί στό σύνολο τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας, ἀναγνώρισαν τό ψευδοαυτοκέφαλο τῶν Οὐκρανῶν σχισματικῶν. Καί στά δύο θέματα ἡ Ἱεραρχία ἐπλανήθη ὄχι ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία. Τόν ἑαυτό του δικαιολογεῖ μέ τά λεγόμενα ὁ μητροπολίτης Γόρτυνος;[47]

Ὁ μητροπολίτης Ναυπάκου ἀποφεύγει νά δώσει τό νόημα ἤ τήν μετάφραση τῶν ὅσων λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, καί ἔτσι δέν διακινδυνεύει ἐμφανῶς τήν παρερμηνεία καί τήν παρανόηση. Τά χρησιμοποιεῖ ὅμως στήν ἴδια νοηματική συνάφεια, νά ὑπακούουμε δηλαδή, ὅπως λέγει, «στήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας». Δέν ἐκφράζουν ὅμως ὅλες οἱ σύνοδοι, οὔτε ὅλοι οἱ Ἱεράρχες τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Στήν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης προσπάθησε νά ἐκφράσει ὁ Ναυπάκτου τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά πνίγηκε ἡ φωνή του ἀπό ἄλλες φωνές, πού συνοδικά ἀναγνώρισαν τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καί συνοδικά, γιά πρώτη φορά, ἐνέκριναν τή συμμετοχή μας στό προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», ἤγουν αἱρέσεων, καί ἐπήνεσαν τά γεμᾶτα πλάνες κοινά κείμενα τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων. Ἐξακολουθεῖ νά συμψάλλει μέ αὐτές τίς φωνές πού πνίγουν τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Στήν χορήγηση μάλιστα τοῦ ψευδοαυτοκεφάλου στήν σχισματοαίρεση τῶν Οὐκρανῶν ἔγινε πρωτοψάλτης. Ψάχνει νά βρεῖ «παραθεολογικούς ἰούς» στήν Ὀρθόδοξη Θεολογία, ἐνῶ ἡ οἰκουμενιστική ἴωση ἔχει σχεδόν καταστρέψει τούς θεολογικούς πνεύμονες τῶν περισσοτέρων Ἱεραρχῶν.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν συμβούλευσε ποτέ στά συγγράμματά του νά ἀκολουθοῦμε πλανώμενες ἱεραρχίες στήν ἀντιμετώπιση αἱρέσεων καί σχισμάτων, οὔτε προκύπτει κάτι τέτοιο στήν πράξη ἀπό τήν πολυτάραχη καί μαρτυρική ζωή του. Αὐτό πού λέγει στό κείμενο πού παρερμηνεύθηκε ἀφορᾶ σέ ἕνα μικρό ποιμαντικό καί λειτουργικό ζήτημα πού προέκυψε στήν Ἀντιόχεια σχετικά μέ τήν πρό τοῦ Πάσχα νηστεία καί δέν ἔχει σχέση μέ πλάνες, μέ αἱρέσεις καί σχίσματα. Σέ συνέδριο διορθόδοξο πού ὀργάνωσε στήν Ἀμερική, στό Σικάγο, μία ἀπό τίς μονές πού ἵδρυσε ὁ ὅσιος Γέροντας Ἐφραίμ, ἡ γυναικεία Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἀπό 14-16 Σεπτεμβρίου τοῦ 2007, μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 1600 ἐτῶν ἀπό τήν μαρτυρική του κοίμηση, εἴχαμε τήν εὐκαιρία νά ἀναπτύξουμε τό θέμα «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο». Στήν εἰσήγησή μας αὐτή παρουσιάσαμε α) τήν τοποθέτησή του ἀπέναντι στίς ἄλλες θρησκεῖες, β) τήν γνώμη του γιά τίς αἱρέσεις καί γ) τήν ἀντιμετώπιση τοῦ σχίσματος καί κάποιες παρανοήσεις τῆς σχετικῆς διδασκαλίας[48]. Βρίσκει κανείς ἐδῶ πολύ ὑλικό γιά ὅσα συζητοῦμε, τό ὁποῖο δέν χωράει ἐδῶ. Θά ἀναφερθοῦμε ὅμως σύντομα στό ποιμαντικό καί λειτουγικό πρόβλημα πού δημιουργοῦσε μία μικρή μερίδα πιστῶν στήν Ἀντιόχεια, σχετικά μέ τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, τό ὁποῖο ἔδωσε τήν ἀφορμή νά πεῖ ὁ Χρυσόστομος ὅσα παρερμηνεύθηκαν, καί σύντομα ἐπίσης θά δοῦμε ἐνδεικτικά ἄν συμβουλεύει τήν ἀπροϋπόθετη καί ἀδιάκριτη ὑπακοή σέ ὅσα ἀποφασίζουν οἱ ἱεράρχες καί οἱ σύνοδοι.

Ολόκληρη η μελέτη ΑΚΤΙΝΕΣ

ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ Η ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ;

ΣΤΟΝ ΠΙΣΤΟ ΛΑΟ; ΑΥΤΟΝΟΜΗΘΗΚΕ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΕΝΑ ΑΥΤΟΑΝΟΣΟ ΚΑΡΚΙΝΩΜΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ.

ΕΝΑ ΑΥΤΟΑΝΟΣΟ ΨΕΥΔΟΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΔΙΑΚΛΑΔΩΝΕΤΑΙ ΗΔΗ ΣΕ ΨΕΥΤΟ-ΟΔΗΓΟΥΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΤΥΠΟΥ ΚΟΝΑΝΟΥ ΚΑΙ ΛΙΒΥΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου