Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (2)

 Συνέχεια από Δευτέρα, 1 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

6. ΜΑΚΡ. «Λοιπόν, πρέπει να αναζητήσουμε, λέει η δασκάλα, ποιό είναι το κατάλληλο σημείο, για ν’ αρχίσει η συνομιλία μας. Και αν θέλεις, μπορείς να υπερασπιστείς τα αντίθετα επιχειρήματα· διότι, παρατηρώ ότι η σκέψη σου προς αυτά γέρνει. Έπειτα, μετά την έκθεση των αντίθετων επιχειρημάτων, θ’ αναζητήσουμε την αλήθεια.

ΓΡΗΓ. Επειδή εκείνη έδωσε αυτή την εντολή, την παρακάλεσα να μην νομίζει ότι θεωρούσα τις αντιρρήσεις ως αληθείς· αλλά χρησιμοποιούσα τις απόψεις των αντιτιθεμένων σκόπιμα, για να αποδειχθεί απόλυτα στέρεο το δόγμα για την αθανασία της ψυχής.

«Στ’ αλήθεια, ρώτησα, όσοι δέχονται τις αντίθετες απόψεις δεν λένε ότι το σώμα είναι σύνθετο και διαλύεται οπωσδήποτε στα μέρη από τα οποία συνίσταται;

Και όταν το σώμα διαλυθεί στα συστατικά του στοιχεία, το καθένα πηγαίνει προς το όμοιό του σύμφωνα με τη φυσική του ροπή και αποδίδει το όμοιο στο όμοιο με βάση τον φυσικό προσανατολισμό του. Η θερμότητα π.χ. του δικού μας (σώματος) θα ενωθεί πάλι με τη θερμότητα, και το γήϊνο στοιχείο με τα στερεά στοιχεία· και τα υπόλοιπα στοιχεία θα ενωθούν με τα συγγενικά τους.

Η ψυχή, όμως, μετά τη διάλυση, πού θα είναι; Εάν κάποιος πει ότι είναι με τα στοιχεία, τότε υποχρεωτικά θα έχει την ίδια σύσταση μ’ αυτά. Διότι δεν μπορεί να γίνει ανάμειξη δύο διαφορετικών στη φύση τους στοιχείων· και αν γίνει μεταξύ αυτών, τότε η ψυχή θα φανεί να έχει ποικιλία στη φύση της, διότι θα είναι αναμειγμένη με πολλά αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία· και το ποικίλο δεν είναι απλό, αλλά σύνθετο σε κάθε περίπτωση. Και κάθε σύνθετο αναγκαστικά διαλύεται· και η διάλυση αποτελεί τη φθορά του συνθέτου όντος.

Και ό,τι φθείρεται δεν είναι αθάνατο. Διαφορετικά, και το σώμα θα ήταν αθάνατο, εφόσον ως σύνθετο θα διαλύονταν στα στοιχεία του. Εάν όμως υπάρχει κάτι άλλο εκτός απ’ αυτά (τα διαλυόμενα στοιχεία), δηλαδή η ψυχή, πού θα τη βάλει να υπάρχει η σκέψη μας; Διότι, μέσα στα στοιχεία, λόγω της ανομοιότητας της φύσεώς της, δεν είναι δυνατό να υπάρχει. Δεν υπάρχει επίσης τίποτε άλλο στον κόσμο, στο οποίο μέσα να μπορεί να ζήσει η ψυχή σύμφωνα με τη φύση της. Και εκείνο που δεν υπάρχει πουθενά, δεν υφίσταται και καθόλου.

7. ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα, ακούγοντας αυτά, αφού αναστέναξε απάντησε ήρεμα: «Ίσως αυτά και παρόμοια μ’ αυτά έλεγε η σύναξη των Στωϊκών και οι Επικουρείων στον Απόστολο (Παύλο) στην Αθήνα. Διότι ακούω ότι ο Επίκουρος υποστήριζε αυτές τις θεωρίες, ότι δηλαδή η φύση των όντων δημιουργήθηκε αυτόματα και τυχαία και ότι καμία πρόνοια δεν μεριμνά για τα πράγματα. Γι’ αυτό το λόγο, ως συνέπεια αυτής της θεωρίας, θεωρούσε την ανθρώπινη ζωή σαν μια φούσκα από αέρα·θεωρούσε το σώμα ως περιτύλιγμα κάποιου πνεύματος, για να κρατάει καλά ως περιέχον το πνεύμα· και όταν ο όγκος του σώματος θα κατέρρεε, κι αυτό που υπήρχε μέσα (περιεχόμενο) χανόταν.

Γι’ αυτόν (τον Επίκουρο) βάση της φύσεως των όντων αποτελούσε το φαινόμενο· και μέτρο της κατανοήσεως όλων ήταν η αίσθηση. Είχε κλείσει εξ ολοκλήρου τα αισθητήρια της ψυχής και γι’ αυτό δεν μπορούσε να δει κανένα νοητό ή ασώματο ον· όπως αυτός που είναι κλεισμένος σ’ ένα σπιτάκι και δεν μπορεί να δει κανένα από τα ουράνια θαύματα, διότι τον εμποδίζουν οι τοίχοι και η οροφή να δει προς τα έξω. Όλα τα αισθητά που φαίνονται είναι σαν γήϊνοι τοίχοι, οι οποίοι εμποδίζουν τους πιο μικρόψυχους να δουν με τον εαυτό τους τη θεωρία των νοητών.

8. Ο Επίκουρος βλέπει μόνο γη, νερό, αέρα και φωτιά. Από μικροψυχία όμως δεν μπορεί να δει από που προέρχεται το καθένα ή σε τί είναι ή από ποιο κρατιέται γύρω γύρω. Και όταν δει κάποιος ένα ρούχο, σκέφτεται τον υφαντουργό που το έκανε· και με το πλοίο σκέφτεται τον ναυπηγό· με τη θέα πάλι του οικοδομήματος, έρχεται στο νου όσων το βλέπουν το χέρι του οικοδόμου.

Αλλά αυτοί, ενώ βλέπουν προς τον κόσμο, κλείνουν τα μάτια προς Αυτόν τον οποίο φανερώνουν τα πάντα· έτσι παρουσιάζονται αυτά τα δήθεν σοφά και έξυπνα δόγματα από εκείνους που διδάσκουν ότι η ψυχή χάνεται· λένε ότι το σώμα είναι από τα στοιχεία και τα στοιχεία από το σώμα· ότι δεν μπορεί η ψυχή να υπάρξει από μόνη της, εάν δεν είναι ένα από τα στοιχεία ή μέσα σ’ αυτά.

Διότι, εάν νομίζουν οι αντιρρησίες ότι δεν υπάρχει πουθενά η ψυχή, εφόσον δεν έχει την ίδια φύση με τα στοιχεία, πρέπει αυτοί πρώτα πρώτα να δεχτούν ότι και η ζωή του σώματος είναι άψυχη. Διότι το σώμα δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύνθεση στοιχείων. Ας μη λένε, λοιπόν, ότι η ψυχή υπάρχει μέσα στα στοιχεία και ότι από μόνη της δίνει τη ζωή στο σύνθετο σώμα· διότι εάν, όπως νομίζουν, δεν είναι δυνατό μετά (τη διάλυση) να υπάρχει η ψυχή, εφόσον υπάρχουν μόνο τα στοιχεία, τότε οι ίδιοι αποδεικνύουν ότι η ζωή μας είναι νεκρή.

Εάν όμως δεν αμφιβάλλουν ότι υπάρχει τώρα η ψυχή μέσα στο σώμα, τότε πώς διδάσκουν την απώλειά της, ενώ το σώμα διατηρείται στα στοιχεία; Εξάλλου, πρέπει στη συνέχεια να τολμήσουν να πουν τα ίδια και για τη φύση του Θεού. Διότι πώς θα πουν ότι η νοερή, άϋλη και αιώνια Φύση εισχωρεί στα υγρά, τα μαλακά και τα σκληρά, για να δίνει συνοχή στα όντα, ενώ ούτε συγγενεύει μ’ αυτά που έρχεται σε επαφή, αλλά ούτε και αδυνατεί να είναι μέσα σ’ αυτά με τα οποία διαφέρει στη φύση. Λοιπόν, ας πετάξουν έξω από το πιστεύω τους και το Θεό, ο οποίος κυβερνά όλα τα όντα».

Συνεχίζεται

Αρχαίο Κείμενο

6. ΜΑΚΡ. «Οὐκοῦν ζητῆσαι χρὴ, φησὶν ἡ διδάσκαλος, ὅθεν ἂν ἡμῖν τὴν δέουσαν περὶ τούτων ἀρχὴν ὁ λόγος λάβῃ. Καὶ εἰ δοκεῖ, παρὰ σοῦ γενέσθω τῶν ἐναντίων δογμάτων ἡ συμμαχία· ὁρῶ γὰρ ὅτι σοι καὶ ὑποκεκίνηται πρὸς τοιαύτην καταφορὰν ἡ διάνοια. Εἶθ᾿ οὕτως ὁ τῆς ἀληθείας μετὰ τὴν ἀντίθεσιν ἀναζητηθήσεται λόγος.

ΓΡΗΓ. Ἐπειδὴ τοῦτο ἐκέλευσε, παραιτησάμενος αὐτὴν μὴ κατὰ ἀλήθειαν οἰηθῆναι τὰ παρ᾿ ἡμῶν ἀντιλέγεσθαι, ἀλλ᾿ ὑπὲρ τοῦ βεβαίως κατασκευασθῆναι τὸ περὶ ψυχῆς δόγμα, τῶν ἀντιπιπτόντων πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦτον ὑπεκλυθέντων· «Ἦ που, ἔφην, ταῦτα ἂν εἴποιεν οἱ τῷ ἐναντίῳ παριστάμενοι λόγῳ, ὅτι τὸ σῶμα σύνθετον ὂν, πάντως εἰς τὰ, ἐξ ὧν συνέστηκε, διαλύεται; Λυθείσης δὲ τῶν στοιχείων τῆς ἐν τῷ σώματι συμφυΐας, ἐπὶ τὸ οἰκεῖον ἐν ἑκάστῳ γίνεται κατὰ τὸ εἰκὸς ἡ ῥοπὴ αὐτῆς φύσεως τῶν στοιχείων, δι᾿ ὁλκῆς τινος ἀναγκαίας τῇ ὁμογενεῖ τὸ οἰκεῖον ἀποδιδούσης. Τῷ τε γὰρ θερμῷ πάλιν τὸ ἐν ἡμῖν ἑνωθήσεται, καὶ τῷ στεῤῥῷ τὸ γεῶδες, καὶ τῶν λοιπῶν ἑκάστῳ πρὸς τὸ συγγενὲς ἡ μεταχώρησις γίνεται.

Ἡ οὖν ψυχὴ μετὰ τοῦτο ποῦ ἔσται; Εἰ μὲν γὰρ ἐν τοῖς στοιχείοις εἶναί τις λέγοι, τὴν αὐτὴν εἶναι τούτοις κατ᾿ ἀνάγκην συνθήσεται. Οὐ γὰρ ἂν γένοιτό τις τοῦ ἑτεροφυοῦς πρὸς τὸ ἀλλότριον μίξις, καὶ, εἰ ταῦτα εἴη, ποικίλη τις πάντως ἀναφανήσεται ἡ πρὸς τὰς ἐναντίας μεμιγμένη ποιότητας, τὸ δὲ ποικίλον ἁπλοῦν οὐκ ἔστιν, ἀλλ᾿ ἐν συνθέσει θεωρεῖται πάντως. Πᾶν δὲ τὸ σύνθετον καὶ διαλυτὸν ἐξ ἀνάγκης· ἡ δὲ διάλυσις φθορὰ τοῦ συνεστῶτός ἐστι.

Τὸ δὲ φθειρόμενον οὐκ ἀθάνατον· ἢ οὕτως γε ἂν καὶ ἡ σὰρξ ἀθάνατος λέγοιτο, εἰς τὰ, ἐξ ὧν συνέστηκε, λυομένη. Εἰ δὲ ἄλλο τί που παρὰ ταῦτά ἐστι, ποῦ λόγος αὐτὴν εἶναι ὑποτίθεται, ἐν μὲν τοῖς στοιχείοις διὰ τοῦ ἑτεροφυῶς αὐτὴν ἔχειν οὐχ εὑρισκομένην; ἄλλου δὲ οὐδενὸς ἐν τῷ κόσμῳ ὄντος, ἐν ᾧ γένοιτ᾿ ἂν ἡ ψυχὴ καταλλήλως τῇ ἰδίᾳ φύσει ἐμβιοτεύουσα; Ὃ δὲ μηδαμῆ ἐστιν, οὐδέ ἐστι πάντως.

7. ΜΑΚΡ. Καὶ ἡ διδάσκαλος ἠρέμα τοῖς ῥηθεῖσιν ἐπιστενάξασα, «Τάχα που ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα, φησὶ, πρὸς τὸν Ἀπόστολον ἐν Ἀθήναις ποτὲ συστάντες προέφερον Στωϊκοί τε καὶ Ἐπικούρειοι. Καὶ γὰρ ἀκούω πρὸς ταῦτα μάλιστα τὸν Ἐπίκουρον ταῖς ὑπολήψεσι φέρεσθαι, τις καὶ αὐτόματος ἡ τῶν ὄντων ὑπενοήθη φύσις, ὡς οὐδεμιᾶς προνοίας διὰ τῶν πραγμάτων διηκούσης. Καὶ διὰ τοῦτο κατὰ τὸ ἀκόλουθον καὶ τὴν ἀνθρωπίνην ζωὴν πομφόλυγος δίκην ᾤετο πνεύματί τινι τοῦ σώματος ἡμῶν περιταθέντος, ἕως ἂν περικρατῆται τὸ πνεῦμα τῷ περιέχοντι, τῇ δὲ διαπτώσει τοῦ ὄγκου καὶ τὸ ἐναπειλημμένον συγκατασβέννυσθαι.

Ὅρος γὰρ τούτῳ τῆς τῶν ὄντων φύσεως τὸ φαινόμενον ἦν, καὶ μέτρον τῆς τοῦ παντὸς καταλήψεως ἐποιεῖτο τὴν αἴσθησιν, μεμυκὼς παντάπασι τὰ τῆς ψυχῆς αἰσθητήρια, καὶ πρὸς οὐδὲν τῶν νοητῶν τε καὶ ἀσωμάτων βλέπειν οἷός τε ὤν, ὥσπερ ὁ οἰκίσκῳ τινὶ καθειργμένος τῶν οὐρανίων θαυμάτων ἀθέατος μένει, τοῖς τοίχοις καὶ τῷ ὀρόφῳ πρὸς τὴν τῶν ἔξω θέαν ἐμποδιζόμενος. Ἀτεχνῶς γὰρ γήϊνοί τινές εἰσι τοῖχοι τὰ αἰσθητὰ πάντα, ὅσα ἐν τῷ παντὶ καθορᾶται, πρὸς τὴν τῶν νοητῶν θεωρίαν δι᾿ ἑαυτῶν τοὺς μικροψυχοτέρους διατειχίζοντες.

8. Γῆν ὁ τοιοῦτος βλέπει μόνην, καὶ ὕδωρ, καὶ ἀέρα, καὶ πῦρ· ὅθεν δὲ τούτων ἕκαστον, ἢ ἐν τίνι ἐστὶν, ἢ ὑπὸ τίνος περικρατεῖται, διιδεῖν ὑπὸ μικροψυχίας οὐ δύναται. Καὶ ἱμάτιον μέν τις ἰδὼν τὸν ὑφάντην ἀνελογίσατο, καὶ διὰ τῆς νηὸς τὸν ναυπηγὸν ἐνενόησεν, ἥ τε αὐτοῦ οἰκοδόμου χεὶρ ὁμοῦ τῇ τοῦ οἰκοδομήματος ὄψει τῇ διανοίᾳ τῶν θεωμένων ἐγγίνεται.

Οἱ δὲ πρὸς τὸν κόσμον ὁρῶντες πρὸς τὸν διὰ τούτων δηλούμενον ἀμβλυωποῦσιν, ὅθεν τὰ σοφὰ ταῦτα καὶ δριμέα παρὰ τῶν τὸν ἀφανισμὸν ψυχῆς δογματιζόντων προφέρεται· σῶμα ἐκ στοιχείων, καὶ στοιχεῖα ἐκ σώματος, καὶ τὸ μὴ δύνασθαι τὴν ψυχὴν καθ᾿ ἑαυτὴν εἶναι, εἰ μήτε τούτων τι εἴη, μήτε ἐν τούτοις.

Εἰ γὰρ ὅτι μὴ ὁμοφυὴς τοῖς στοιχείοις ἐστὶν ἡ ψυχὴ, διὰ τοῦτο οὐδαμοῦ εἶναι αὐτὴν οἱ ἀντιλέγοντες οἴονται· οὗτοι πρῶτον μὲν καὶ τὴν ἐν σαρκὶ ζωὴν ἄψυχον εἶναι δογματιζέτωσαν. Οὐ γὰρ ἄλλο τι τὸ σῶμά ἐστιν, εἰ μὴ συνδρομὴ τῶν στοιχείων· μὴ τοίνυν μηδ᾿ ἐν τούτοις τὴν ψυχὴν εἶναι λεγέτωσαν δι᾿ ἑαυτῆς ζωοποιοῦσαν τὸ σύγκριμα·εἴπερ οὐκ ἔστι μετὰ ταῦτα δυνατόν, καθὼς οἴονται, τῶν στοιχείων ὄντων καὶ τὴν ψυχὴν εἶναι, ὡς μηδὲν ἄλλο ἢ νεκρὰν τὴν ζωὴν ἡμῶν παρ᾿ αὐτῶν ἀποδείκνυσθαι.

Εἰ δὲ νῦν ἐν τῷ σώματι τὴν ψυχὴν εἶναι οὐκ ἀμφιβάλλουσι, πῶς τοῦ σώματος εἰς τὰ στοιχεῖα τὸν ἀφανισμὸν αὐτῆς δογματίζουσι, ἔπειτα δὲ καὶ κατὰ ταύτης τῆς θείας φύσεως τὰ ἶσα τολμάτωσαν. Πῶς γὰρ ἐροῦσι τὴν νοεράν τε καὶ ἄϋλον καὶ ἀειδῆ φύσιν εἰς τὰ ὑγρά τε καὶ μαλακὰ καὶ στερέμνια διαδυομένην ἐν τῷ εἶναι συνέχειν τὰ ὄντα, οὔτε συγγενῶς ἔχουσαν πρὸς τὰ ἐν οἷς γίνεται, οὔτε διὰ τὸ ἑτερογενὲς ἐν αὐτοῖς εἶναι ἀδυνατοῦσαν; Οὐκοῦν ἐξῃρήσθω καθόλου τοῦ δόγματος αὐτῶν καὶ αὐτὸ τὸ Θεῖον, ᾧ διακρατεῖται τὰ ὄντα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου