Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (4)

 Συνέχεια από: Τετάρτη, 3 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

12. ΓΡΗΓ. «Τί, λοιπόν, είναι η ψυχή; ρώτησα. Είναι δυνατόν με κάποια λόγια να περιγραφεί η φύση της, ώστε να μπορούμε με τον λεκτικό ορισμό ν’ αντιληφθούμε τί είναι;».

ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα απάντησε: «Προσπάθησαν πολλοί, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, σύμφωνα με την αντίληψη τους, να ορίσουν τον ορισμό της· ο δικός μας ορισμός γι’ αυτήν είναι ο εξής: Η ψυχή είναι κτιστή ουσία, ζώσα, νοερή που μεταδίδει από μόνη της στα όργανα και τις αισθήσεις του σώματος δύναμη ζωής και αντίληψη των αισθητών, έως εκεί που φτάνει η συνεκτική φύση τους».

Και ενώ έλεγε αυτά, δείχνει με το χέρι το γιατρό που καθόταν δίπλα της για τη τη θεραπεία του σώματός της και είπε: «Η απόδειξη των όσων λέμε είναι μπροστά μας. Πές μου, πώς αυτός (ο γιατρός) ακουμπώντας με τα δάχτυλα την αρτηρία, ακούει κατά κάποιο τρόπο με την αίσθηση της αφής τον οργανισμό να του φωνάζει και να του διηγείται τις ασθένειές του; Να διηγείται δηλαδή ότι η αρρώστια βρίσκεται σε έξαρση στο σώμα και ξεκίνησε από το τάδε σπλάγχνο και για τόσο καιρό θα παραταθεί η κρίση του πυρετού;

Εξίσου μ’ αυτά ο γιατρός διδάσκεται και από το μάτι, παρατηρώντας από τη μια το σχήμα της κατακλίσεώς του κι από την άλλη την αδυναμία του σώματος. Παρατηρεί την εσωτερική κατάσταση του σώματος, το είδος του χρώματός του, αν αν είναι ωχρό ή πρασινωπό, και το βλέμμα των οφθαλμών, που αυτόματα φανερώνει τη λύπη και τον πόνο.

Αλλά και η ακοή διδάσκει το γιατρό για παρόμοια πράγματα· κάνει διάγνωση της νόσου με την πυκνότητα της αναπνοής και με το στεναγμό που βγαίνει ταυτόχρονα μ’ αυτήν. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι ούτε η όσφρηση του επιστήμονα μένει αχρησιμοποίητη στη διάγνωση της ασθένειας· με την ποιότητα της αναπνοής βρίσκει την αρρώστεια που κρύβεται στα σπλάγχνα του σώματος.

Άρα, λοιπόν, αν δεν ήταν παρούσα σε κάθε αισθητήριο μια δύναμη νοητική, τί θα μπορούσε να μας διδάξει από μόνο του το χέρι, αφού δεν θα καθοδηγούσε η νόηση την αφή στη γνώση του υποκειμένου; Σε τί, επίσης, θα συνέβαλε στη γνώση του ζητουμένου η ακοή, εφόσον ήταν ξέχωρα από τη νόηση, ή το μάτι ή η μύτη ή κάποια άλλη αίσθηση, εάν η καθεμιά ενεργούσε από μόνη της; Αλλά, το πιο αληθινό είναι εκείνο το οποίο αναφέρουν ότι είπε κάποιος απότους μορφωμένους της κοσμικής (έξω, θύραθεν) παιδείας· ότι, δηλαδή, ο νους είναι εκείνος που βλέπει και ακούει.

Και εάν κανείς δεν δεχόταν ότι αυτό είναι αλήθεια, πές μου, πώς εσύ, βλέποντας τον ήλιο, όπως σου έμαθε να τον βλέπεις ο δάσκαλός σου, θα έλεγες ότι αυτός στο μέγεθος της περιφέρειάς του δεν είναι τόσο μεγάλος όσο νομίζουν οι πολλοί, αλλά ξεπερνά σε πολλαπλάσιο αριθμό το μέγεθος όλης της γης; Δεν ισχυρίζεσαι με αυτοπεποίθηση ότι έτσι είναι τα πράγματα, διότι μελέτησες με τη νόηση τα φαινομένα, την οποιαδήποτε κίνηση, τα χρονικά και τοπικά διαστήματα και τις αιτίες των εκλείψεων;

Και όταν βλέπεις την έλλειψη ή το γέμισμα της σελήνης, διδάσκεσαι άλλες αλήθειες από τα φαινόμενα του σχήματος της σελήνης· ότι στη φύση της είναι είναι αφεγγής (ετερόφωτη) και περιφέρεται γύρω από τη γη· λάμπει με το φως που δέχεται από τις ακτίνες του ήλιου –όπως συμβαίνει με τους καθρέφτες που δέχονται πάνω τους τον ήλιο και δεν εκπέμπουν δικό τους φως, αλλ’ αντανακλούν προς τα πίσω το ηλιακό φως εξαιτίας τη λείας και στιλπνής επιφάνειάς τους. Αυτοί όμως που βλέπουν τα πράγματα χωρίς να τα εξετάσουν καλά, πιστεύουν ότι το φως προέρχεται από την ίδια τη σελήνη.

Αποδεικνύεται βέβαια ότι η σελήνη δεν έχει δικό της φως από το ότι, όταν βρίσκεται εκ διαμέτρου αντίθετα στον ήλιο, φωτίζεται σ’ όλο της τον κύκλο που βλέπουμε εμείς· επειδή όμως το διάστημα που περιφέρεται είναι μικρότερο, κάνει πιο γρήγορα τον κύκλο του εαυτού της, προτού ο ήλιος κάνει το δικό του μία φορά· έτσι περιτρέχει τον εαυτό της περισσότερο από δώδεκα φορές.

Γι’ αυτό συμβαίνει να μην είναι γεμάτη πάντα με φως η σελήνη· διότι η θέση της δεν διατηρείται συνεχώς απέναντι στον ήλιο λόγω της ταχείας περιστροφής της. Ενώ ο ήλιος κάνει πολύ χρόνο να περιστραφεί γύρω από τον εαυτό του, η σελήνη κάνει πολύ λίγο και περιστρέφεται πολλές φορές. Έτσι, όπως η θέση ακριβώς απέναντι από τον ήλιο, κάνει να φωτίζεται από τις ακτίνες του όλο το μέρος της σελήνης που βλέπουμε εμείς, έτσι και όταν βρίσκεται στα πλάγια του ήλιου, τότε το ημισφαίριο της σελήνης που βρίσκεται απέναντι από τον ήλιο δέχεται τις ακτίνες του, ενώ το στραμμένο σε μας αναγκαστικά βρίσκεται στη σκιά· η λαμπρότητα αφαιρείται από το μέρος εκείνο της σελήνης που δεν μπορεί να βλέπει προς τον ήλιο και δίνεται σ’εκείνο το μέρος που είναι πάντα απέναντι από τον ήλιο· έως ότου η σελήνη περάσει κατευθείαν απέναντι στον ήλιο και δεχθεί τις ακτίνες του στο νότιο μέρος της, οπότε φωτίζεται το πάνω απ’ αυτό ημισφαίριο και γίνεται αόρατο το δικό μας, διότι από τη φύση του το δεύτερο είναι χωρίς φως. Το φαινόμενο αυτό λέγεται ολική μείωση του σώματος της σελήνης. Εάν πάλι περάσει τον ήλιο στη διαδρομή της κινήσεώς της και δεχθεί πλάγια τις ακτίνες του, τότε αυτό που πριν λίγο ήταν αφώτιστο αρχίζει να λάμπει, διότι οι ακτίνες πέφτουν από το φωτισμένο στο πρώην αφώτιστο μέρος της.

Βλέπεις πόσα πράγματα σου διδάσκει η όραση; Μόνη της δεν θα σου πρόσφερε τη γνώση όλων αυτών, εάν δεν υπήρχε κάτι που βλέπει με τα μάτια· αυτό χρησιμοποιεί τα δεδομένα των αισθήσεων σαν κάποιο οδηγό ώστε να να εισέλθει μ’ αυτά που βλέπει σ’ αυτά που δεν βλέπει. Πρέπει ακόμη να προσθέσουμε τις γεωμετρικές μεθόδους, οι οποίες με τα φαινομενικά σχήματα μας οδηγούν στα υπεραισθητά· και πέρα απ’ αυτές μύρια άλλα, τα οποία αποδεικνύουν ότι με τις σωματικές μας ενέργειες κατανοούμε την κρυφή μέσα στη φύση μας νοερή ουσία».

13. ΓΡΗΓ. «Τί, είπα εγώ, εάν όπως είναι κοινό στοιχείο στη φύση των αισθητών η ύλη αλλά και η διαφορά της ύλης σε κάθε είδος είναι μεγάλη εξαιτίας της ιδιαιτερότητας των χαρακτηριστικών του και η κίνησή τους παρουσιάζει αντιθέσεις, διότι άλλο πάει προς τα πάνω, άλλο πάλι πάει προς τα κάτω και το είδος τους δεν είναι το ίδιο και η ποιότητά τους διαφορετική, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η δύναμή τους είναι συσσωματωμένη σύμφωνα με το λόγο τους και ενεργεί τις νοητικές αυτές φαντασίες και κινήσεις από τη φυσική ιδιότητα και δύναμη των στοιχείων;

Παραδείγματα τέτοια βλέπουμε πολλά να κάνουν οι μηχανικοί, οι οποίοι με τη τεχνική τους κάνουν την ύλη να μιμείται τη φύση. Δεν δείχνει την ομοιότητα μόνο στο σχήμα αλλά και σε άλλα· διότι και κινείται και παράγει κάποιο φθόγγο, ο οποίος ηχεί στο φωνητικό μέρος του μηχανήματος και πουθενά στα γινόμενα δεν φανταζόμαστε κάποια νοητική δύναμη που στο καθένα να δημιουργεί το σχήμα, το είδος, τον ήχο και την κίνηση.

Κι αν αυτά λέμε ότι συμβαίνουν στα μηχανικά όργανα της φύσεώς μας, χωρίς να υπάρχει καμιά νοητική ουσία που να είναι συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της· αλλά με το να υπάρχει στη φύση των στοιχείων μας κάποια δύναμη που δίνει κίνηση, και αποτέλεσμα της ενέργειάς της είναι τίποτε άλλο παρά μια κίνηση ορμητική που ενεργεί για να γνωρίσει τα πράγματα που ερευνά· με αυτό τί θα αποδεικνύονταν περισσότερο, ότι η νοητή εκείνη και ασώματη ουσία της ψυχής υπάρχει αφ’ εαυτού της ή ότι δεν υπάρχει καθόλου;».

14. ΜΑΚΡ. Εκείνη είπε: «Το παράδειγμά σου ταιριάζει με τα επιχειρήματά σου, αλλά όλη η επιχειρηματολογία της αντιρρήσεως στα δικά μας που παρουσιάζεται, θ’ αποτελέσει μεγάλη επιβεβαίωση των απόψεών μας».

ΓΡΗΓ. «Πώς ισχυρίζεσαι κάτι τέτοιο;».

ΜΑΚΡ. «Διότι, απαντά εκείνη, το να γνωρίζεις να χρησιμοποιείς και να διαθέτεις την άψυχη ύλη κάπως έτσι, ώστε η τέχνη που συγκροτεί τα μηχανήματα να έχει σχεδόν τη θέση της ψυχής στην ύλη και να δημιουργεί μ’ αυτά κίνηση, ήχο, σχήματα και τις παρόμοιες απομιμήσεις, αυτό αποτελεί απόδειξη ότι κάτι τέτοιο υπάρχει και στον άνθρωπο. Μ’ αυτό παρουσιάζεται ο άνθρωπος, με τη θεωρητική και εφευρετική δύναμή του, να επινοεί μέσα του και να προκατασκευάζει με τη σκέψη τα μηχανήματα· έπειτα, με την τέχνη, τα θέτει σε ενέργεια και υλοποιεί εκείνο που είχε στο νου του.

Και πρώτα αντιλήφθηκε ότι είχε ανάγκη από αέρα για να δημιουργήσει την εκφώνηση. Έπειτα, για να παράγει αέρα με το μηχάνημα, εξέτασε πρώτα με τη σκέψη και ερεύνησε τη φύση των στοιχείων· βρήκε ότι δεν υπάρχει κανένα κενό στα όντα, αλλά το ελαφρύτερο θεωρείται κενό μόνο σε σύγκριση με το βαρύτερο. Διότι, και ο ίδιος ο αέρας στην ιδιαίτερη ιδιοσυστασία του είναι γεμάτος και πλήρης. Καταχρηστικά μάλιστα λέμε ότι το δοχείο είναι άδειο. Κι όταν είναι άδειο από το υγρό περιεχόμενό του, ο μορφωμένος άνθρωπος πάλι θα πει ότι είναι γεμάτο, από αέρα.

Απόδειξη αυτού αποτελεί και το ότι, όταν ρίξουμε έναν αμφορέα στη λίμνη, να μη γεμίζει αμέσως νερό αλλά στην αρχή να επιπλέει· διότι ο περιεχόμενος αέρας συγκρατεί το κοίλο δοχείο προς τα πάνω, έως ότου πιεστεί ο αμφορέας από το χέρι αυτού που αντλεί νερό· έτσι βυθίζεται, και τότε γεμίζει νερό από το στόμιο. Μ’ αυτά αποδεικνύεται ότι το δοχείο δεν είναι κενό πριν γεμίσει με νερό.

Στο στόμιο του δοχείου γίνεται ένα είδος μάχης μεταξύ των δύο στοιχείων· το νερό από τη μια σαν βαρύτερο πιέζεται προς τα κάτω και ρέει μέσα στο δοχείο· κι από την άλλη ο αέρας που βρίσκεται μέσα στο δοχείο, επειδή πιέζεται από το νερό, ανεβαίνει προς το ίδιο στόμιο με ορμή και εμποδίζει την είσοδο του νερού· γι’ αυτό, με τη δύναμή του ο αέρας, κάνει το νερό να φουσκώνει και ν’ αφρίζει.

Όλα αυτά, λοιπόν, τα κατανόησε ο άνθρωπος. Γι’ αυτό επινόησε τρόπο πώς, με τα στοιχεία της φύσεως, θα εισέρχεται ο αέρας στο μηχάνημα. Κατασκεύασε ένα κοίλωμα από στερεή ύλη και περιόρισε απ’ όλες τις πλευρές τον αέρα, να μην μπορεί να βγει έξω. Έπειτα, έχυσε νερό από το στόμιο στο κοίλωμα, αφού το μέτρησε να είναι στην απαιτούμενη ποσότητα· κατόπιν, δίνει με τον παρακείμενο αυλό διέξοδο στον αέρα από την αντίθετη πλευρά· και ο αέρας με την πίεση του νερού γίνεται δυνατός άνεμος, ο οποίος εξερχόμενος παράγει ήχο με την κατασκευή του αυλού.

Αποδεικνύεται, λοιπόν, ξεκάθαρα από τα φαινόμενα ότι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο νους, διαφορετικός από τα ορατά· ο νους, με την αόρατη και νοερή φύση του, προκατασκευάζει με την σκέψη του αυτά (τα φαινόμενα) και στη συνέχεια με την ύλη παρουσιάζει προς τα έξω εκείνα που σχεδίασε με το νου του. Έτσι δεν είναι;

Διότι, εάν, σύμφωνα με όσα λένε οι αντιτιθέμενοι, ήταν δυνατόν αυτά τα θαυμαστά γεγονότα να τ’ αποδώσουμε στη φύση των στοιχείων, τότε από μόνα τους θα δημιουργούνταν τα μηχανήματα. Δεν θα περίμενε ο χαλκός την τέχνη για να σχηματίσει άγαλμα, αλλά ευθύς από τη φύση του θα γινόταν. Ούτε ο αέρας θα χρειαζόταν τον αυλό για να παράγει ήχο, αλλά πάντοτε από μόνος του θα τον παρήγε με την ρέουσα κίνησή του. Ούτε πάλι το νερό, για νά τρέξει προς τα πάνω, θα πιέζονταν από σωλήνα με τεχνική πίεση που σπρώχνει το νερό να κινηθεί με τρόπο που ξεπερνά τη φύση του· αλλά, από μόνο του θ’ ανέβαινε το νερό προς το μηχάνημα, γιατί θα το έσπρωχνε προς τα πάνω η ίδια η φύση του.

Εάν, λοιπόν, τίποτε απ’ αυτά δεν γίνεται αυτόματα και δεν ενεργεί από τα ίδια τα στοιχεία της φύσεως, αλλά το καθένα ενεργείται σύμφωνα με τη θέληση, με τη δύναμη της τέχνης· και τέχνη είναι διάνοια σταθερή που ενεργεί για κάποιο σκοπό μέσω της ύλης, ενώ διάνοια είναι φυσική κίνηση και ενέργεια του νου· επομένως, απέδειξε η εξέταση των αντιθέτων επιχειρημάτων στα δικά μας, ότι ο νους είναι κάτι το διαφορετικό από τα φαινόμενα (ορατά)».

Συνεχίζεται

Αρχαίο κείμενο


12. ΓΡΗΓ. «Τί οὖν, εἶπον, ἐστὶν ἡ ψυχή; εἰ δυνατὸν λόγῳ τινὶ τὴν φύσιν ὑπογραφῆναι, ὡς ἄν τις γένοιτο ἡμῖν τοῦ ὑποκειμένου διὰ τῆς ὑπογραφῆς κατανόησις».

ΜΑΚΡ. Καὶ ἡ διδάσκαλος, «ἄλλοι μὲν ἄλλως, φησὶ, τὸν περὶ αὐτῆς ἀπεφήναντο λόγον, κατὰ τὸ δοκοῦν ἕκαστος ὁριζόμενοι, ἡ δὲ ἡμετέρα περὶ αὐτῆς δόξα οὕτως ἔχει· Ψυχή ἐστιν οὐσία γεννητὴ, οὐσία ζῶσα, νοερὰ, σώματι ὀργανικῷ καὶ αἰσθητικῷ, δύναμιν ζωτικὴν καὶ τῶν αἰσθητῶν ἀντιληπτικὴν δι᾿ ἑαυτῆς ἐνιοῦσα, ἕως ἂν ἡ δεκτικὴ τούτων συνέστηκε φύσις».

Καὶ ἅμα ταῦτα λέγουσα δείκνυσι τῇ χειρὶ τὸν ἰατρὸν τὸν ἐπὶ θεραπείᾳ τοῦ σώματος αὐτῇ προσκαθήμενον, καί φησιν· «Ἐγγὺς ἡμῖν τῶν εἰρημένων ἡ μαρτυρία. Πῶς γὰρ, εἶπεν, οὗτος ἐπιβαλὼν τῇ ἀρτηρίᾳ τὴν τῶν δακτύλων ἁφὴν, ἀκούει τρόπον τινὰ διὰ τῆς ἁπτικῆς αἰσθήσεως τῆς φύσεως πρὸς αὐτὸν βοώσης, καὶ τὰ ἴδια πάθη διηγουμένης, ὅτι ἐν ἐπιτάσει ἐστὶ τῷ σώματι τὸ ἀῤῥώστημα, καὶ ἀπὸ τῶνδε τῶν σπλάγχνων ἡ νόσος ὥρμηται, καὶ ἐπὶ τοσόνδε παρατείνει τοῦ φλογμοῦ ἡ ἐπίτασις;

Διδάσκεται δὲ καὶ ὑπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἄλλα τοιαῦτα, πρός τε τὸ σχῆμα τῆς κατακλίσεως βλέπων, καὶ πρὸς τὴν τῶν σαρκῶν τηκεδόνα. Καὶ ὡς ἐπισημαίνει τὴν ἔνδον διάθεσιν, τό τε εἶδος τοῦ χρώματος, ὕπωχρόν τε ὂν καὶ χολῶδες, καὶ ἡ τῶν ὀμμάτων βολὴ περὶ τῶν λυπούντων καὶ ἀλγύνον αὐτομάτως ἐγκλινομένη.

Ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ ἀκοὴ τῶν ὁμοίων διδάσκαλος γίνεται, τῷ δὲ πυκνῷ τοῦ ἄσθματος, καὶ τῷ συνεκδιδομένῳ μετὰ τῆς ἀναπνοῆς στεναγμῷ τὸ πάθος ἐπιγινώσκουσα. Εἴποι δ᾿ ἄν τις μηδὲ τὴν ὄσφρησιν τοῦ ἐπιστήμονος ἀνεπίσκεπτον εἶναι τοῦ πάθους, ἀλλὰ διὰ τῆς ποιᾶς τοῦ ἄσθματος ἰδιότητος ἐπιγινώσκειν τὸ ἐγκεκρυμμένον τοῖς σπλάγχνοις ἀῤῥώστημα.

Ἆρ᾿ οὖν εἰ μή τις δύναμις ἦν νοητὴ ἡ ἑκάστῳ τῶν αἰσθητηρίων παροῦσα; Τί ἂν ἡμᾶς ἡ χεὶρ ἀφ᾿ ἑαυτῆς ἐδιδάξατο, μὴ τῆς ἐννοίας πρὸς τὴν τοῦ ὑποκειμένου γνῶσιν τὴν ἁφὴν ὁδηγούσης; Τί δ᾿ ἂν ἡ ἀκοὴ διανοίας διεζευγμένη, ἢ ὀφθαλμὸς, ἢ μυκτὴρ, ἢ ἄλλο τι αἰσθητήριον πρὸς τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ ζητουμένου συνήργησεν, εἰ ἐφ᾿ ἑαυτοῦ μόνου τούτων ἕκαστον ἦν; Ἀλλ᾿ ὃ πάντων ἐστὶν ἀληθέστατον, ὃ καλῶς τις τῶν ἔξω πεπαιδευμένων εἰπὼν μνημονεύεται, τὸν νοῦν εἶναι τὸν ὁρῶντα, καὶ νοῦν τὸν ἀκούοντα.

Εἰ γὰρ μὴ τοῦτο δοίη τις ἀληθὲς εἶναι, πῶς, εἰπὲ σύ, πρὸς τὸν ἥλιον βλέπων, καθὼς ἐδιδάχθης παρὰ τοῦ διδασκάλου βλέπειν, οὐχ ὅσος φαίνεται τοῖς πολλοῖς, τοσοῦτον αὐτὸν φῂς εἶναι τῷ μεγέθει τοῦ κύκλου, ἀλλ᾿ ὑπερβαλεῖν πολλαπλάσια τῷ μέτρῳ πᾶσαν τὴν γῆν; Οὐκ ἐπειδὴ τῇ ποίᾳ κινήσει, καὶ τοῖς χρονικοῖς τε καὶ τοπικοῖς διαστήμασι, καὶ ταῖς ἐκλειπτικαῖς αἰτίαις τῇ διανοία διὰ τῶν φαινομένων ἀκολουθήσας, θαῤῥῶν ἀποφαίνων τὸ οὕτως ἔχειν;

Καὶ τῆς σελήνης μείωσίν τε καὶ αὔξησιν βλέπων, ἄλλα διδάσκει διὰ τοῦ φαινομένου περὶ τὸ στοιχεῖον σχημάτων, τό, ἀφεγγῆ τε εἶναι αὐτὴν κατὰ τὴν ἰδίαν φύσιν, καὶ τὸν πρόσγειον κύκλον περιπολεῖν· λάμπει δὲ ἀπὸ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων, ὡς ἐπὶ τῶν κατόπτρων γίνεσθαι πεφυκέναι τὸν ἥλιον, ἐφ᾿ ἑαυτῶν δεχόμενα οὐκ ἰδίας αὐγὰς ἀντιδίδωσιν, ἀλλὰ τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς ἐκ τοῦ λείου καὶ στίλβοντος σώματος εἰς τὸ ἔμπαλιν ἀνακλωμένου. Ὥσπερ τοῖς ἀνεξετάστως βλέπουσιν ἐξ αὐτῆς δοκεῖ τῆς σελήνης εἶναι τὸ φέγγος.

Δείκνυται δὲ τὸ μὴ ἔχειν, ὅτι γινομένη μὲν ἀντιπρόσωπος τῷ ἡλίῳ κατὰ διάμετρον ὅλῳ τῷ πρὸς ἡμᾶς βλέποντι κύκλῳ καταφωτίζεται· ἐν ἐλάττονι δὲ τῷ κατ᾿ αὐτὴν τόπῳ θᾶττον περιοῦσα τὸν ἐν ᾧ ἐστι κύκλον, πρὶν ἅπαξ τὸν ἥλιον περιοδεῦσαι τὸν ἴδιον δρόμον, πλέον ἢ δωδεκάκις αὐτὴ τὸν κατ᾿ αὐτὴν περιέρχεται.

Διὸ συμβαίνει μὴ ἀεὶ πεπληρῶσθαι φωτὸς τὸ στοιχεῖον· οὐ γὰρ μένει ἐν τῷ πυκνῷ τῆς περιόδου διηνεκῶς ἀντιπρόσωπος τῷ διά πολλοῦ περιιόντι τόν ἴδιον πόλον, ἡ δι᾿ ὀλίγου πολλάκις τόν ἑαυτῆς περιθέουσα· ἀλλ᾿ ὥσπερ ἡ κατ᾿ εὐθεῖαν ὡς πρός τόν ἥλιον ἀντιπρόσωπος θέσις, ἅπαν τὸ πρὸς ἡμᾶς τῆς σελήνης μέρος διὰ τῶν ἡλιακῶν ἀκτίνων πεφωτισμένον ἐποίησεν, οὕτως ὅταν ἐπὶ τὰ πλάγια γίνεται τοῦ ἡλίου τοῦ ἀεὶ κατ᾿ αὐτὸν γινομένου τῆς σελήνης ἡμισφαιρίου διαλαμβανομένου τῇ τοῦ ἀκτίνων περιβολῇ, τὸ πρὸς ἡμᾶς κατ᾿ ἀνάγκην ἀποσκιάζεται, ἀντιμεθισταμένης τῆς λαμπηδόνος ἀπὸ τοῦ μὴ δυναμένου πρὸς τὸν ἥλιον βλέπειν μέρους ἐπὶ τὸν ἀεὶ κατ᾿ ἐκεῖνον γινόμενον, ἕως ἂν ὑποβᾶσα κατ᾿ εὐθεῖαν τὸν ἡλιακὸν κύκλον κατὰ νώτου τὴν ἀκτῖνα δέξηται, καὶ οὕτω τοῦ ἄνωθεν ἡμισφαιρίου περιλαμφθέντος ἀόρατον ποιεῖ τὸ πρὸς ἡμᾶς μέρος, τὸ εἶναι καθόλου τῇ ἰδίᾳ φύσει ἀφεγγὲς καὶ ἀφώτιστον· ὅπερ δὴ παντελὴς τοῦ στοιχείου μείωσις λέγεται. Εἰ δὲ παρέλθῃ πάλιν τὸν ἥλιον κατὰ τὴν ἰδίαν τοῦ δρόμου κίνησιν, καὶ ἐκ πλαγίου γένοιτο τῇ ἀκτῖνι, τὸ πρὸ ὀλίγου ἀλαμπὲς ὑπολάμπειν ἄρχεται, τῆς ἀκτῖνος ἀπὸ τοῦ πεφωτισμένου πρὸς τὸ τέως ἀφανὲς μετιούσης.

Ὁρᾷς οἷόν σοι γίνεται ἡ ὄψις διδάσκαλος, οὐκ ἄν σοι παρασχομένη δι᾿ ἑαυτῆς τῶν τοιούτων τὴν θεωρίαν, εἰ μή τι οὖν τὸ διὰ τῶν ὄψεων βλέπων, ὃ τοῖς κατ᾿ αἴσθησιν γινωσκομένοις οἷόν τισιν ὁδηγοῖς κεχρημένον διὰ τῶν φαινομένων, ἐπὶ τὰ μὴ βλεπόμενα διαδύεται; Τί δεῖ προστιθέναι τὰς γεωμετρικὰς ἐφόδους διὰ τῶν αἰσθητῶν χαραγμάτων, πρὸς τὰ ὑπὲρ αἴσθησιν ἡμᾶς χειραγωγούσας, καὶ μυρία ἐπὶ τούτοις ἄλλα, δι᾿ ὧν συνίσταται διὰ τῶν ἐν ἡμῖν σωματικῶς ἐνεργουμένων τῆς ἐγκεκρυμμένης τῇ φύσει ἡμῶν νοερᾶς οὐσίας τὴν κατάληψιν γίνεσθαι».

13. ΓΡΗΓ. «Τί δὲ, εἶπον, εἰ ὥσπερ κοινὸν μέν ἐστιν ἐπὶ τῆς αἰσθητῆς τῶν στοιχείων φύσεως τὸ ὑλῶδες, διαφορὰ δὲ κατὰ τὸ ἰδίαζον ἐν ἑκάστῳ εἴδει τῆς ὕλης πολλὴ ἥ τε γὰρ κίνησις αὐτοῖς ἐκ τοῦ ἐναντίου ἐστὶν, τοῦ μὲν ἀνωφεροῦς ὄντος, τοῦ δὲ ἐπὶ τοῦ κάτω βρίθοντος, τὸ δὲ εἶδος οὐ τὸ αὐτό, καὶ ἡ ποιότης διάφορος ἔν τινι, τούτων κατὰ τὸν λόγον συνουσιωμένην τις εἶναι λέγοι δύναμιν, τὴν τὰς νοητικὰς ταύτας φαντασίας τε καὶ κινήσεις, ἐκ φυσικῆς ἰδιότητός τε καὶ δυνάμεως ἐνεργοῦσαν;

Οἷα δὴ πολλὰ βλέπομεν ὑπὸ τῶν μηχανοποιῶν ἐνεργούμενα, ἐφ᾿ ὧν ἡ ὕλη τεχνικῶς διατεθεῖσα μιμεῖται τὴν φύσιν, οὐκ ἐν τῷ σχήματι μόνῳ φθόγγον τινὰ δεικνῦσα τὸ ὅμοιον, ἀλλὰ καὶ ἐν ἄλλοις· καί γάρ ἐν κινήσει γίνεται, καὶ φθόγγον τινά ὑποκρίνεται, ἠχοῦντος ἐν τῷ φωνητικῷ μέρει τοῦ μηχανήματος, καὶ οὐδέ που νοητήν τινα δύναμιν γινομένοις ἐνθεωροῦμεν τὴν καθ᾿ ἕκαστον ἐργαζομένην τὸ σχῆμα, τὸ εἶδος, τὸν ἦχον, τὴν κίνησιν.

Εἰ ταῦτα λέγομεν καὶ περὶ τὸ μηχανικὸν τοῦτο τῆς φύσεως ἡμῶν ὄργανον, μηδεμιᾶς κατὰ τὸ ἰδιάζον νοητῆς οὐσίας ἐγκεκραμένης γίνεσθαι, ἀλλά τινος τῇ φύσει τῶν ἐν ἡμῖν στοιχείων κινητικῆς δυνάμεως ἐγκειμένης, καὶ τῆς τοιαύτης ἐνεργείας ἀποτέλεσμα εἶναι ἢ οὐδέν ἄλλο ἢ κίνησίς τις ὁρμητική περί τήν γνῶσιν τῶν σπουδαζομένων ἐνεργουμένη, τί ἄν μᾶλλον διά τούτου τό εἶναι ἐφ᾿ ἑαυτῆς τὴν νοητὴν ἐκείνην καὶ ἀσώματον τῆς ψυχῆς οὐσίαν ἀποδεικνύοιτο, ἢ τὸ μηδόλως εἶναι;».

14. ΜΑΚΡ. «Ἡ δὲ, Συμμαχεῖ, φησὶ, τῷ λόγῳ καὶ τὸ ὑπόδειγμα, καὶ ἡ κατασκευὴ πᾶσα τῆς ἀνθυπενεχθείσης ἡμῖν ἀντιῤῥήσεως οὐ μικρὰ συντελέσει πρὸς τὴν τῶν νοηθέντων ἡμῖν βεβαιότητα».

ΓΡΗΓ. «Πῶς οὖν τοῦτο λέγεις;».

ΜΑΚΡ. «Ὅτι τοι, φησὶ, τὸ οὕτως εἰδέναι μεταχειρίζεσθαί τι καὶ διατιθέναι τὴν ἄψυχον ὕλην, ὡς τὴν ἐναποτιθεῖσαν τοῖς μηχανήμασι τέχνην μικροῦ δεῖν ἀντὶ τῆς ψυχῆς τῇ ὕλῃ γίνεσθαι, δι᾿ ὧν κίνησίν τε καὶ ἦχον, καὶ σχήματα, καὶ τὰ τοιαῦτα καθυποκρίνεται, ἀπόδειξις ἂν εἴη τοῦ εἶναί τι τοιοῦτον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ, ᾧ ταῦτα πέφυκε διὰ τῆς θεωρητικῆς καὶ ἐφευρετικῆς δυνάμεως κατανοεῖν τε ἐν ἑαυτῷ καὶ προκατασκευάζειν τῇ διανοίᾳ τὰ μηχανήματα, εἶθ᾿ οὕτως εἰς ἐνέργειαν διὰ τῆς τέχνης ἄγειν, καὶ διὰ τῆς ὕλης δεικνύειν τὸ νόημα.

Πρῶτον γὰρ ὅτι πνεύματός ἐστι χρεία πρὸς τὴν ἐκφώνησιν, κατενόησεν· εἶθ᾿ ὅπως ἂν ἐπινοηθείη πνεῦμα τῷ μηχανήματι τῷ λογισμῷ προεξήτασε, τὴν τῶν στοιχείων φύσιν ἐπισκεψάμενος, ὅτι οὐδὲν κενὸν ἐν τοῖς οὖσίν ἐστιν, ἀλλὰ πρὸς τὸ βαρύτερον παραθέσει κενὸν τὸ κοῦφον νομίζεται, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς ἐφ᾿ ἑαυτοῦ κατ᾿ ἰδίαν ὑπόστασιν μεστός τε ὁ ἀὴρ καὶ πλήρης ἐστί. Διάκενον γὰρ τὸ ἀγγεῖον ἐκ καταχρήσεως λέγεται. Ὅταν γὰρ τοῦ ὑγροῦ κενὸν ᾖ, οὐδὲν ἧττον μεστὸν ἀέρος πεπαιδευμένος καὶ τοῦτο λέγει.

Σημεῖον δὲ τὸν ἐπαχθέντα τῇ λίμνῃ ἀμφορέα μὴ εὐθὺς πληροῦσθαι τοῦ ὕδατος, ἀλλ᾿ ἐπιπολάζειν τὰ πρῶτα, τοῦ ἐναπειλημμένου ἀέρος ἐπὶ τὸ ἄνω τὸ κοῖλον ἀνέχοντος, ἕως ἂν πιεσθεὶς ὁ ἀμφορεὺς τῇ χειρὶ τοῦ ἀρυομένου ἐν τῷ βάθει γίνεται, καὶ τοῦτο δέξηται τῷ στόματι τὸ ὕδωρ· οὗ γινομένου δείκνυται τὸ μὴ κενὸν αὐτὸν εἶναι καὶ πρὸ τοῦ ὕδατος.

Μάχη γάρ τις περὶ τῷ στόματι τῶν δύο στοιχείων ὁρᾶται, τοῦ μὲν ὕδατος ὑπὸ βάρους ἐπὶ τὸ κοῖλον βιαζομένου τε καὶ εἰσρέοντος, τοῦ δὲ ἀέρος τοῦ ἐναπειλημμένου τῷ κοίλῳ διὰ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐπὶ τὸ ἔμπαλιν συνθλιβομένου περὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ἀναῤῥέοντος, ὡς καὶ ἀνακόπτεσθαι διὰ τούτου καὶ ἀνακοχλάζειν τὸ ὕδωρ περιαφρίζον τῇ βίᾳ τοῦ πνεύματος.

Ταῦτα οὖν κατενόησε, καὶ ὅπως ἂν ἐντεθείη πνεῦμα τῷ μηχανήματι διὰ τῆς τῶν στοιχείων φύσεως ἐπενόησε. Κοῖλον γάρ τι ἐκ στεγανῆς ὕλης κατασκευάσας, καὶ πανταχόθεν τὸν ἐν αὐτῷ ἀέρα περισχὼν ἀδιάπνευστον, ἐπάγει τὸ ὕδωρ διὰ στόματος τῷ κοίλῳ, κατὰ τὸ μέτρον τῆς χρείας τὸ ποσὸν συμμετρήσας τοῦ ὕδατος, εἶθ᾿ οὕτως ἐπὶ τὸν παρακείμενον αὐλὸν δίδωσι κατὰ τὸ ἀντικείμενον τῷ ἀέρι τὴν δίοδον, ἐκθλιβόμενος δὲ τῷ ὕδατι βιαιότερον ὁ ἀὴρ πνεῦμα γίνεται· ὅπερ ἐκπίπτον τῇ κατασκευῇ τοῦ αὐλοῦ τὸν ἦχον ποιεῖ.

Ἆρ᾿ οὐ φανερῶς δείκνυται διὰ τῶν φαινομένων, ὅτι ἔστι τις ἐν τῷ ἀνθρώπῳ νοῦς ἄλλο τι παρὰ τὸ φαινόμενον, ὁ τῷ ἀειδεῖ τε καὶ νοερῷ τῆς ἰδίας φύσεως ταῦτα ἐν ἑαυτῷ προκατασκευάζων ταῖς ἐπινοίαις, εἶθ᾿ οὕτως διὰ τῆς ὑλικῆς ὑπηρεσίας εἰς τὸ ἐμφανὲς ἄγων τὴν ἔνδον συστᾶσαν διάνοιαν;

Εἰ γὰρ ἦν κατὰ τὸν ἀντιτεθέντα λόγον ἡμῖν τῇ φύσει τῶν στοιχείων τὰς τοιαύτας θαυματοποιίας λογίζεσθαι, αὐτομάτως ἂν ἡμῖν συνέστη πάντως τὰ μηχανήματα· καὶ οὔτε ὁ χαλκὸς τὴν τέχνην ἀνέμενεν εἰς τὸ γενέσθαι ἀνδροείκελον, ἀλλ᾿ εὐθὺ ἂν τοιοῦτος ἐκ φύσεως ἦν· οὐδ᾿ ἂν τοῦ αὐλοῦ πρὸς τὸν ἦχον ὁ ἀὴρ ἐδεήθη, ἀλλὰ πάντοτε ἂν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ ἤχει κατὰ τὸ συμβᾶν, ῥέων τε καὶ κινούμενος· τοῦ τε ὕδατος οὐκ ἂν ἦν βεβιασμένη διὰ σωλῆνος ἡ πρὸς τό ἄνω φορὰ, τῆς τέχνης ἐκ πιεσμάτων εἰς τὸ παρὰ φύσιν ἀναθλιβούσης τὴν κίνησιν· ἀλλ᾿ αὐτομάτως ἀνίη τὸ ὕδωρ πάντως πρὸς τὸ μηχάνημα, τῇ ἰδίᾳ φύσει ἐπὶ τὸ ἄνω ὀχετηγούμενον.

Εἰ δὲ τούτων κατὰ τὸ αὐτόματόν ἐστιν οὐδὲν ὑπὸ τῆς τῶν στοιχείων φύσεως ἐνεργούμενον, ἀλλὰ τέχνῃ πρὸς τὸ δοκοῦν ἕκαστον ἄγεται· ἡ δὲ τέχνη διάνοιά ἐστιν ασφαλής πρός τινα σκοπόν ἐνεργουμένη διά τῆς ὕλης, ἡ δέ διάνοια νοῦ τίς ἐστι οἰκεία κίνησίς τε καὶ ἐνέργεια, ἄρα καὶ διὰ τῶν ἀντιθέτων ἡμῖν τὸ ἄλλο τι παρὰ τὸ φαινόμενον εἶναι τὸν νοῦν ἡ ἀκολουθία τῶν εἰρημένων ἀπέδειξεν».

ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΧΟΜΑΣΤΕ ΠΑΘΗΤΙΚΑ ΣΤΟΧΑΣΤΕΣ ΕΙΣ ΤΥΠΟΝ ΚΑΙ ΤΟΠΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΟΠΩΣ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ, ΝΑ ΔΗΛΩΝΟΥΝ ΟΤΙ Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΥΤΗ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΟΥΜΕ ΟΤΙ Ο ΣΚΟΠΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΔΙΟΤΙ Ο ΝΟΥΣ ΔΙΑΘΕΤΕΙ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΖΩΝΤΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου