Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Διάλογος Περί Ψυχής και Αναστάσεως - Αγ. Γρηγορίου Νύσσης (5)

 Συνέχεια από Πέμπτη, 4 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ

15. ΓΡΗΓ. «Κι εγώ παραδέχομαι, είπα, ότι έτσι έχουν τα πράγματα· δηλαδή, το μη φαινόμενο δεν είναι το ίδιο με το φαινόμενο. Όμως δεν βρίσκω στο επιχείρημα αυτό την απάντηση που ζητώ. Διότι δεν μου είναι ακόμη ξεκάθαρο, τί είναι εκείνο που πρέπει να θεωρούμε ως μη φαινόμενο. Ότι δεν είναι ύλη, το έμαθα απ’ όσα λέχθηκαν. Δεν έμαθα όμως ακόμη τί ακριβώς πρέπει να λέω γι’ αυτό. Και θα επιθυμούσα πολύ περισσότερο να μάθω το εξής, τί είναι ακριβώς και όχι τί δεν είναι».

16. ΜΑΚΡ. Κι εκείνη απάντησε: «Μαθαίνουμε πολλά για πολλά πράγματα με τον εξής τρόπο· εξηγούμε ότι υπάρχει το ζητούμενο, χωρίς να λέμε ποτέ ότι αυτό ακριβώς είναι η ουσία του ζητουμένου. Όταν π.χ. λέμε κάποιον απόνηρο τον παρουσιάζουμε ως αγαθό· λέγοντας κάποιον άνανδρο τον χαρακτηρίζουμε ως δειλό· και πολλά παρόμοια παραδείγματα μπορούμε ν’ αναφέρουμε. Με αυτά ή παρουσιάζουμε την πιο ορθή έννοια με αποφατικό τρόπο (αναφέρουμε τι δεν είναι) ή πάλι παρουσιάζουμε τις κακές έννοιες και δείχνουμε το κακό με την μη αναφορά των καλών.

Έτσι, λοιπόν, και στον παρόντα λόγο εάν κανείς κατανοήσει έτσι τα πράγματα, δεν θα πέσει έξω στην ορθή έννοια αυτού που ψάχνει. Και ψάχνει τί πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι ο νους στην ουσία του. Εκείνος λοιπόν που δεν αμφιβάλλει ότι υπάρχει αυτός (ο νους) για τον οποίο συζητάμε και το στηρίζει στην ενέργεια που δείχνει σε μας· αλλά επιπλέον να μάθει τί ακριβώς είναι, θα ικανοποιούνταν εάν μάθαινε ότι δεν είναι αυτό που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, ότι δεν είναι χρώμα ή σχήμα ή σκληρό ή βάρος ή ποιότητα ή τρισδιάστατο, μήτε καταλαμβάνει χώρο, μήτε γενικά μπορεί να γίνει αντιληπτό με τα χαρακτηριστικά της ύλης ή είναι κάτι άλλο πέρα αυτά».

17 ΓΡΗΓ. Εγώ τότε, ενώ συνέχιζε αυτή να μιλάει, πετάχτηκα και είπα: «Δεν γνωρίζω πώς είναι δυνατόν, εάν όλα αυτά αφαιρεθούν από τον ορισμό (του νου), να μην γίνεται να εξαλειφθεί και αυτό που ζητάμε. Διότι, χωρίς αυτά, που θα βασιστεί η αντιληπτική ικανότητα; Πουθενά δεν βλέπω εγώ, σύμφωνα με την αντίληψή μου. Διότι παντού, στην αναζήτηση των όντων με την ερευνητική ικανότητα της διάνοιας, σχετικά με το ζητούμενο, όπως οι τυφλοί πιανόμαστε στους τοίχους, για να βρούμε την πόρτα· έτσι κι εδώ ακουμπάμε σ’ ένα από αναφερθέντα στοιχεία, είτε είναι χρώμα είτε σχήμα είτε ποιότητα είτε κάτι άλλο απ’ αυτά που απαρίθμησες παραπάνω. Όταν λοιπόν λέμε ότι το ζητούμενο δεν είναι κανένα απ’ αυτά, τότε από μικροψυχία οδηγούμαστε να πιστεύουμε ότι αυτό (ο νους) δεν είναι απολύτως τίποτε».

ΜΑΚΡ. Εκείνη στενοχωρήθηκε και στο μέσο του λόγου μου είπε: «Τί ανοησία! Σε ποιο επίπεδο πέφτει η στενόμυαλη και χαμηλή αυτή αντίληψη για τα όντα! Διότι, αν αφαιρεθεί από τα όντα κάθε τι που δεν γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, τότε εκείνος που ισχυρίζεται κάτι τέτοιο πρέπει να παραδεχτεί ότι δεν υπάρχει ούτε αυτή η δύναμη (Θεός) που επιστατεί και συγκρατεί τα όντα. Αλλά, αφού μάθει ότι η θεία φύση είναι ασώματη και αόρατη, θα συμπεράνει σύμφωνα μ’ αυτή τη συλλογιστική ότι δεν υπάρχει και καθόλου. Εάν όμως εκεί (στο Θεό), το ότι δεν υπάρχουν αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν σημαίνει ότι και Αυτός δεν υπάρχει, πώς ο νους του ανθρώπου αποκλείεται να υπάρχει σαν να χάνεται μαζί με τις σωματικές ιδιότητες που αποκλείστηκαν»;

18. ΓΡΗΓ. «Λοιπόν, είπα, με τη σειρά αυτή των επιχειρημάτων πηγαίνουμε από άτοπο σε άτοπο. Διότι τα επιχειρήματα του λόγου μας στρέφονται γύρω από την ταύτιση και του δικού μας νου με τη θεία φύση, αφού νοούμε και τον ένα και την άλλη με την αφαίρεση των ιδιοτήτων των αισθήσεων».

ΜΑΚΡ. Και η δασκάλα απάντησε: «Μη λές ότι ταυτίζονται (ο νους και ο Θεός)· αυτός ο λόγος είναι ασέβεια. Αλλά, όπως σε δίδαξε η Αγία Γραφή, να λές οτι αυτός (ο νους) είναι όμοιος μ’ εκείνον (το Θεό). Διότι εκείνο που δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα έχει ομοιότητα σε όλα με το αρχέτυπο: το νοερό με το νοερό, το ασώματο με το ασώματο· είναι απαλλαγμένο από κάθε όγκο όπως εκείνο· και δεν μετριέται με καμμία μέτρηση πάλι όπως εκείνο (αρχέτυπο)· αλλά στη φύση του είναι κάτι διαφορετικό από εκείνο.

Διότι, αν ήταν σε όλα ίδιο μ’ εκείνο, δεν θα ήταν εικόνα του· αλλά, όπως στις ιδιότητες της ακτίστου φύσεως βλέπουμε εκείνο (το κτιστό), παρόμοια και η κτιστή φύση δείχνει αυτό (άκτιστο). Και όπως πολλές φορές συμβαίνει σε μικρό γυάλινο κατασκεύασμα, όταν πέφτουν πάνω του οι ακτίνες του ήλιου, βλέπουμε όλο το δίσκο του ήλιου, όχι βέβαια στο πραγματικό του μέγεθος αλλ’ όσο το μικρό μέγεθος του αντικειμένου επιτρέπει τη θέα του ηλιακού δίσκου· έτσι γίνεται να καθρεφτίζονται στα μικρά όρια της δικής μας φύσεως εκείνες οι ανείπωτες ιδιότητες του Θεού· γίνεται έτσι, ώστε η σκέψη να καθοδηγείται απ’ αυτές (θείες ιδιότητες) και να μην αστοχεί να κατανοήσει το νου στην ουσία του, επειδή καθαρίζεται στην πορεία της έρευνάς της από τις σωματικές ιδιότητες. Ούτε πάλι να εξισώνει τη μικρή και πρόσκαιρη (ανθρώπινη) φύση με την αόρατη και καθαρή (θεία) φύση· αλλά, να θεωρεί ότι (ο νους) έχει νοητή ουσία. Επειδή όμως αυτός αποτελεί εικόνα νοητής ουσίας, να μην λέει ότι ταυτίζεται η εικόνα με το αρχέτυπο.

Συμβαίνει, λοιπόν, όπως με την άρρητη σοφία του Θεού που φαίνεται παντού· δεν αμφιβάλλουμε ότι η θεία φύση και δύναμη βρίσκεται μέσα σ’ όλα τα όντα, για να διατηρούνται αυτά στην ύπαρξη. Βέβαια, αν απαιτούσες τον ορισμό της θείας φύσεως, η ουσία του Θεού απέχει άπειρα από κάθε φαινόμενο και νοούμενο της κτίσεως. Παρ’ όλ’ αυτά όμως, όλοι δέχονται ότι αυτό που διαφέρει στη φύση (άκτιστο) βρίσκεται μέσα σ’ αυτά (κτιστά).

Έτσι, δεν είναι καθόλου απίστευτο ότι και η ουσία της ψυχής –η οποία οτιδήποτε κι αν υποθέτουμε ότι είναι, είναι κάτι άλλο καθ’ εαυτήν–, να μη συναντά εμπόδια υπάρξεως· παρόλο που, όσα στοιχειωδώς παρατηρούνται στον κόσμο, δεν συμβαίνουν και στη δική της φύση. Ούτε στα ζωντανά σώματα στα οποία, όπως είπαμε παραπάνω, η υπόσταση προέρχεται από τη σύγκραση των στοιχείων, υπάρχει από την πλευρά της ουσίας κάποια κοινωνία της απλής και χωρίς μορφή ψυχής με την παχύτητα του σώματος. Όμως, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι και σ’ αυτά (τα σώματα) βρίσκεται η ζωτική ενέργεια της ψυχής, η οποία αναμίχθηκε μ’ αυτά με τρόπο που ξεπερνά την ανθρώπινη αντίληψη.

Επομένως, ούτε όταν διαλυθούν μεταξύ τους τα στοιχεία που αποτελούν το σώμα, δεν χάνεται αυτό που τα συνδέει με τη ζωτική ενέργεια. Αλλ’ όπως, όταν το συγκρότημα που αποτελείται από τα στοιχεία παίρνει τη σύστασή του, τότε και το κάθε στοιχείο του σώματος παίρνει τη δύναμη της ψυχής· διότι η ψυχή εξίσου και με όμοιο τρόπο εισέρχεται σε όλα τα μέρη που συναποτελούν το σώμα· και κανείς δεν μπορεί να πει (για την ψυχή) ούτε ότι είναι στερεή και σκληρή καθώς είναι ενωμένη με τα γεώδη στοιχεία, ούτε ότι είναι υγρή ή ψυχρή ή ποιότητα αντίθετη στην ψυχρότητα· κι όλα αυτά, παρόλο που βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά (τα στοιχεία) και μεταδίδει στο καθένα τη ζωτική της δύναμη.

Έτσι, κι όταν διαλυθεί η σύνθεση του σώματος και τα στοιχεία του πηγαίνουν όπου ανήκουν, είναι εύλογο να θεωρούμε ότι, και μετά τη διάλυση, εκείνη η απλή και ασύνθετη φύση (της ψυχής) βρίσκεται σε κάθε διαλυόμενο μέρος. Και είναι εύλογο να θεωρούμε ότι (η ψυχή), που συνδέθηκε άπαξ με τρόπο απερίγραπτο με τα συστατικά στοιχεία του σώματος, θα παραμένει για πάντα μ’ αυτά που αναμίχθηκε, χωρίς ν’ αποσπάται με κανένα τρόπο με τη μία και μοναδική ένωσή της (με το σώμα). Διότι δεν συμβαίνει, επειδή διαλύεται η σύσταση των σωματικών στοιχείων, να κινδυνεύει να διαλυθεί ταυτόχρονα μαζί με το σύνθετο και το άμικτο και ασύνθετο (της ψυχής)».

Συνεχίζεται

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΛΟΙΠΟΝ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΝΟΥ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΔΗΛ.ΜΕ ΤΙΣ ΚΤΙΣΤΕΣ ΑΚΤΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΟΚΒΕ, ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΘΕ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΕΟ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΛΑΣΣΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΗΔΗ ΕΨΑΧΝΕ ΜΕ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΤΟΥ Ο ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ. ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ ΜΕ Ο,ΤΙ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ, ΜΕ ΤΟ ΧΙΜΑΙΡΙΚΟ ΕΓΩ.

Αρχαίο Κείμενο

15. ΓΡΗΓ. «Ἐγὼ δὲ, τοῦτο μὲν οὕτως ἔχειν φημὶ καὶ αὐτὸς, τὸ μὴ ταὐτὸν εἶναι τῷ φαινομένῳ τὸ μὴ φαινόμενον· οὐ μὴν τὸ ζητούμενον ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ βλέπω, οὔπω γάρ μοι δῆλόν ἐστιν, ὅ τί ποτε χρὴ νομίζειν ἐκεῖνο εἶναι τὸ μὴ φαινόμενον, ἀλλ᾿ ὅτι μὲν ὑλικόν τι οὐκ ἔστιν ἐδιδάχθην τῷ λόγῳ· οὐδέπω δὲ ἔγνων, ὅ τι περὶ αὐτοῦ προσήκει λέγειν· ἐγὼ δὲ τοῦτο μάλιστα ἐδεόμην μαθεῖν, οὐχ ὅτι οὐκ ἔστιν, ἀλλ᾿ ὅπερ ἐστίν.

16. ΜΑΚΡ. Ἡ δὲ, «πολλὰ, φησὶ, καὶ περὶ πολλῶν οὕτω μανθάνομεν ἐν τῷ μὴ τόδε τι λέγειν εἶναι αὐτὸ τὸ εἶναι τοῦ ζητουμένου, ὅ τί ποτέ ἐστι διερμηνεύοντες. Ἀπόνηρον γὰρ εἰπόντες τὸν ἀγαθὸν παρεστήκαμεν, καὶ ἄνανδρον ὀνομάσαντες τὸν δειλὸν ἐγνωρίσαμεν, καὶ πολλὰ τούτοις ἔστιν εἰπεῖν ὁμοιότροπα. Δι᾿ ὧν ἢ τὸ χρηστότερον ἀναλαμβάνομεν νόημα διὰ τῆς τῶν πονηρῶν ἀποφάσεως, ἢ τὸ ἔμπαλιν ἐπὶ τὸ χεῖρον ταῖς ὑπονοίαις τρεπόμεθα, τῇ τῶν καλῶν ἀφαιρέσει τὸ πονηρὸν ἐνδειξάμενοι.
Οὕτω τοίνυν καὶ ἐπὶ τοῦ παρόντος τις λόγου κατανοήσας, οὐκ ἂν τῆς δεούσης περὶ τὸ ζητούμενον ἐννοίας ἀποσφαλείη. Ζητεῖται δὲ τί χρὴ τὸν νοῦν οἴεσθαι κατ᾿ αὐτὴν τὴν οὐσίαν. Ὁ τοίνυν τὸ μὲν εἶναι τοῦτο, περὶ οὗ ὁ λόγος ἐστὶ, διὰ τῆς παρ᾿ αὐτοῦ δεικνυμένης ἡμῖν ἐνεργείας μὴ ἀμφιβάλλων, τὸ δὲ ὅ τί ἐστι γνῶναι βουλόμενος, ἱκανῶς ἂν εὕροιτο, μὴ τοῦτο μαθεῖν εἶναι αὐτὸ ὃ καταλαμβάνει ἡ αἴσθησις, μὴ χρῶμα, μὴ σχῆμα, μὴ ἀντιτυπίαν, μὴ βάρος, μὴ πηλικότητα, μὴ τὴν εἰς τρία διάστασιν, μὴ τὴν ἐπὶ τόπου θέσιν, μηδέ τι τῶν περὶ τὴν ὕλην καταλαμβανομένων ὅλως μηδὲν ἴδῃ, τί ἄλλο παρὰ ταῦτά ἐστιν».

17 ΓΡΗΓ. Ἐγὼ δὲ μεταξὺ διεξιούσης, «οὐκ οἶδα, ἔφην, πῶς ἔστι, πάντων τούτων ἀφαιρουμένων τοῦ λόγου, μὴ συνεξαλειφθῆναι τούτοις καὶ τὸ ζητούμενον. Τίνι γὰρ προσφυῇ δίχα τούτων ἡ καταληπτικὴ περιεργία, κατά γε τὴν ἐμὴν ὑπόληψιν οὔπω ὁρᾶται. Πανταχῆ γὰρ ἐν τῇ τῶν ὄντων ἀναζητήσει διὰ τῆς ἐξεταστικῆς διανοίας ὅσον τε τὸ ζητούμενον, ὥσπερ τινὲς τυφλοὶ διὰ τοίχων ἐπὶ τὴν θύραν χειραγωγούμενοι, ἑνὸς τῶν εἰρημένων πάντως θιγγάνομεν, ἢ χρῶμα εὑρίσκοντες, ἢ σχῆμα, ἢ πηλικότητα, ἤ τι τῶν παρὰ σοῦ νῦν ἀπηριθμημένων ἕτερον· ὅταν δὲ τούτων μηδὲν εἶναι λέγηται ἂν, εἰς τὸ μηδόλως τι εἶναι οἴεσθαι ὑπὸ μικροψυχίας περιαγόμεθα».

ΜΑΚΡ. Ἡ δὲ σχετλιάσασα μεταξὺ τοῦ λόγου, «Φεῦ τῆς ἀτοπίας, φησὶν, εἰς οἷον καταστρέφει πέρας ἡ μικροφυὴς αὕτη καὶ χαμαίζηλος περὶ τῶν ὄντων κρίσις. Εἰ γὰρ ἐξῄρηται τοῦ ὄντος ἅπαν ὃ μὴ τῇ αἰσθήσει γνωρίζεται, οὐδ᾿ ἂν αὐτὴν τὴν τοῦ παντὸς ἐπιστατοῦσαν καὶ περιδεδραγμένην τῶν ὄντων δύναμιν ὁμολογοίη πάντως ὁ τοῦτο λέγων, ἀλλὰ τὸ ἀσώματόν τε καὶ ἀειδὲς περὶ τῆς θείας φύσεως διδαχθεὶς, τὸ μὴ εἶναι αὐτὴν ὅλως ἐκ τῆς τοιαύτης πάντως ἀκολουθίας λογίζεται. Εἰ δὲ ἐκεῖ τὸ ταῦτα μὴ εἶναι περιγραφὴ τοῦ εἶναι οὐ γίνεται, πῶς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς τοῦ ὄντος ἐκθλίβεται τῇ ἀφαιρέσει τῶν σωματικῶν ἰδιωμάτων συνδαπανώμενος»;
18. ΓΡΗΓ. «Οὐκοῦν, εἶπον, ἐξ ἀτόπων μεταλαμβάνομεν ἕτερον ἄτοπον διὰ τῆς ἀκολουθίας ταύτης. Περίκειται γὰρ ὁ λόγος ἡμῖν εἰς τὸ ταὐτὸν οἴεσθαι τῇ θείᾳ φύσει καὶ τὸν νοῦν τὸν ἡμέτερον, εἴπερ τῇ ὑπεξαιρέσει τῶν κατ᾿ αἴσθησιν εὑρισκομένων νοεῖται ἑκάτερον».

ΜΑΚΡ. «Μὴ ταὐτὸν εἴπῃς, φησὶν ἡ διδάσκαλος ἀσεβὴς γὰρ καὶ οὗτος ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ὡς ἐδιδάχθης παρὰ τῆς θείας Γραφῆς, ὅμοιον εἰπὲ τοῦτο ἐκείνῳ. Τὸ γὰρ κατ᾿ εἰκόνα γενόμενον διὰ πάντων ἔχει πάντως τὴν πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ὁμοιότητα, νοερὰν τοῦ νοεροῦ, καὶ τοῦ ἀσωμάτου ἀσώματον, ὄγκου τε παντὸς ἀπηλλαγμένον ὥσπερ ἐκεῖνο, καὶ πᾶσαν ἐκφεῦγον διὰ σημαντικὴν καταμέτρησιν ὁμοίως ἐκείνῳ· ἄλλο δέ τι παρ᾿ ἐκεῖνο κατὰ τὴν τῆς φύσεως ἰδιότητα.
Οὐκέτι γὰρ ἂν εἴη εἰκὼν, εἰ ἐκείνῳ δι᾿ ἁπάντων εἴη ταὐτόν, ἀλλ᾿ ἐν οἷς ἐν τῇ ἀκτίστῳ φύσει καθορᾶται ἐκεῖνο, ἐν τοῖς αὐτοῖς ἡ κτιστὴ φύσις δείκνυσι τοῦτο· καὶ ὥσπερ πολλάκις ἐν μικρῷ ψήγματι ὑελίνῃ, ὅταν τύχῃ πρὸς ἀκτῖνα κείμενον, ὅλος ἐνορᾶται τοῦ ἡλίου ὁ κύκλος, οὐ κατὰ τὸ ἴδιον μέγεθος αὐτῷ ἐμφαινόμενος, ἀλλ᾿ ὡς χωρεῖ βραχύτης τοῦ ψήγματος τοῦ κύκλου τὴν ἔμφασιν· οὕτως ἐν τῇ βραχύτητι τῆς ἡμετέρας φύσεως τῶν ἀφράστων ἐκείνων τῆς θεότητος ἰδιωμάτων αἱ εἰκόνες ἐκλάμπουσιν, ὥστε διὰ τούτων τὸν λόγον χειραγωγούμενον, μήτε ἀποπίπτειν τῆς κατὰ τὴν οὐσίαν τοῦ νοῦ καταλήψεως, ἀποκαθαιρομένης ἐν τῇ ἐξετάσει τοῦ σκέμματος τῆς σωματικῆς ἰδιότητος· μηδ᾿ αὖ πάλιν εἰς ἶσον ἄγειν τῇ ἀορίστῳ τε καὶ ἀκηράτῳ φύσει, τὴν μικρὰν καὶ ἐπίκηρον· ἀλλὰ νοητὴν μὲν οἴεσθαι τὴν οὐσίαν· ἐπειδὴ καὶ νοητῆς οὐσίας ἐστὶν εἰκὼν, μὴ μέντοι τὴν αὐτὴν τῷ ἀρχετύπῳ τὴν εἰκόνα λέγειν.
Ὥσπερ οὖν διὰ τῆς ἀποῤῥήτου σοφίας τοῦ Θεοῦ τῆς τῷ παντὶ ἐμφαινομένης τὴν θείαν φύσιν τε καὶ δύναμιν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσιν εἶναι οὐκ ἀμφιβάλλομεν, ὡς ἂν ἐν τῷ εἶναι τὰ πάντα μένοι· καί τοί γε εἰ τὸν τῆς φύσεως ἀπαιτοίης λόγον, παμπλήθως ἀπέχει οὐσία Θεοῦ πρὸς τὰ καθ᾿ ἕκαστον ἐν τῇ κτίσει δεικνύμενά τε καὶ νοούμενα· ἀλλ᾿ ὅμως ἐν τούτοις εἶναι τὸ διεστὸς κατὰ τὴν φύσιν ὁμολογεῖται·
οὕτως οὐδὲν ἄπιστον καὶ τὴν τῆς ψυχῆς οὐσίαν, ἄλλο τι καθ᾿ ἑαυτὴν οὖσαν, ὅ τί ποτε καὶ εἶναι εἰκάζεται, μὴ ἐμποδίζεσθαι πρὸς τὸ εἶναι, τῶν στοιχειωδῶς ἐν τῷ κόσμῳ θεωρουμένων οὐ συμβαινόντων αὐτῇ κατὰ τὸν λόγον τῆς φύσεως· οὐδὲ ἐπὶ τῶν ζώντων σωμάτων, καθὼς ἤδη προείρηται, οἷς ἡ ὑπόστασις ἐκ τῆς τῶν στοιχείων ἐστὶ συγκράσεως, κοινωνία τις κατὰ τὸν τῆς οὐσίας λόγον ἐστὶ τῷ ἁπλῷ τε καὶ ἀειδεῖ τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν σωματικὴν παχυμερίαν· ἀλλ᾿ ὅμως τὸ ἐν τούτοις εἶναι τὴν ζωτικὴν τῆς ψυχῆς ἐνέργειαν, οὐκ ἀμφιβάλλεται, λόγῳ τινὶ κρείττονι τῆς ἀνθρωπίνης κατανοήσεως ἀνακραθεῖσαν.
Οὐκοῦν οὐδὲ ἀναλυσάντων πρὸς ἑαυτὰ τῶν ἐν τοῖς σώμασι στοιχείων, τὸ συνδέον αὐτὰ διὰ τῆς ζωτικῆς ἐνεργείας ἀπόλωλεν. Ἀλλ᾿ ὥσπερ συνεστῶτος ἔτι τοῦ τῶν στοιχείων συγκρίματος ψυχοῦται καὶ τὰ καθ᾿ ἕκαστον, ἴσως τε καὶ ὁμοίως πᾶσι τοῖς μέρεσι τοῖς συμπληροῦσι τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς ἐνδυομένης, καὶ οὐκ ἄν τις εἴποι, οὔτε στεῤῥὰν αὐτὴν καὶ ἀντίτυπον εἶναι, τῷ γεώδει συγκεκραμένην, οὔτε ὑγράν, ἢ ψυχρὰν ἢ τὴν τῷ ψυχρῷ ἀντικειμένην ποιότητα, τὴν ἐν πᾶσιν οὖσαν τούτοις, καὶ ἑκάστῳ τὴν ζωτικὴν δύναμιν ἐνιοῦσαν·
οὕτω, καὶ λυθέντος τοῦ συγκρίματος, καὶ εἰς τὰ οἰκεῖα πάλιν ἀναδραμόντος, τὴν ἁπλῆν ἐκείνην καὶ ἀσύνθετον φύσιν ἑκάστῳ παρεῖναι τῶν μερῶν, καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν οἴεσθαι, οὐδὲν τοῦ εἰκότος ἐστίν· ἀλλὰ τὴν ἅπαξ ἀῤῥήτῳ τινὶ συμφυεῖσαν λόγῳ τῷ τῶν στοιχείων συγκρίματι, καὶ εἰσαεὶ παραμένειν, οἷς κατεμίχθη, μηδενὶ τρόπῳ τῆς γινομένης ἅπαξ αὐτῇ συμφυΐας ἀποσπωμένην. Οὐ γὰρ ἐπειδὴ λύεται τὸ συγκείμενον, κινδυνεύει συνδιαλυθῆναι τῷ συνθέτῳ τὸ μὴ συγκείμενον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου