Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ – Ignace de la Potterie (40)

Συνέχεια από Πέμπτη, 11 Φεβρουαρίου 2021     

             IGNACE  DE LA POTTERIE, S. J.

           Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ

                            ΤΟΜΟΣ  1ος

   Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

                         ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ

                ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ

5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ :  Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

ΙΙ. Οι πέντε υποσχέσεις

Δ. Ο ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  (συνέχεια 2η)

3.Η ἒλεγξις του Παρακλήτου.

1. Ας ξεκινήσουμε με την παροχή μιας σύντομης αναφοράς στις διαφορετικές ερμηνείες των σχολιαστών. Από τις ερμηνείες του ρήματος ἐλέγχειν που παραθέσαμε, μόνο δύο μπορούν να ληφθούν όψη: η τρίτη («πείθω κάποιον για το σφάλμα του»), και η πέμπτη («μέμφομαι, επιπλήττω»). Υπάρχουν όμως αρκετές αποκλίνουσες απόψεις στο τρόπο που εφαρμόζουν οι ερμηνευτές αυτές τις εκδοχές στην πράξη.

     α) Η πλειοψηφία των συγγραφέων αντιλαμβάνεται το ρήμα με την αντικειμενική του έννοια, της «πειθούς περί του λάθους, της πειστικής απόδειξης του σφάλματος κάποιου». Αλλά αυτή η παρέμβαση γίνεται σχεδόν πάντοτε αντιληπτή σαν μια εξωτερική και δημόσια ενέργεια του Πνεύματος, δια της μεσολαβήσεως των αποστόλων (τις αγορεύσεις τους στα δικαστήρια, τα θαύματά τους, τα χαρίσματα). Μερικές φορές τονίζεται ότι αυτές οι αγορεύσεις θα αφήσουν τον κόσμο άφωνο, θα δημιουργήσουν δηλαδή σύγχυση.  

     β) Εγγύτερη στην προηγούμενη είναι η ερμηνεία που αποδίδει στο ἐλέγχειν το νόημα του «επικρίνω, κατακρίνω, επιπλήττω». Ορισμένοι μάλιστα υπογραμμίζουν ότι αυτές οι επικρίσεις μπορεί να οδηγήσουν τον κόσμο «είτε στην προσχώρηση, είτε στην σκλήρυνση».

     γ) Μια τρίτη ομάδα υποστηρίζει ότι η καταδίκη του κόσμου από τον Παράκλητο αποτελεί μια έκκλησης προς την μετάνοια. Μερικοί μάλιστα προχωρούν ακόμη περισσότερο: η απόδειξη της ενοχής του κόσμου, πιστεύουν, θα τον οδηγήσει στην αναγνώριση της αμαρτίας· με άλλα λόγια, ο κόσμος θα μετανοήσει και θα προσχωρήσει υπό την επήρεια του Παρακλήτου, στην πίστη.

     δ) Όλες αυτές οι ερμηνείες προϋποθέτουν ότι η ἒλεγξις του Παρακλήτου απευθύνεται στον ίδιο τον κόσμο δια μέσου των μαθητών. Τούτο συμβαίνει διότι πολλοί από τους σχολιαστές ερμηνεύουν, λίγο ως ελάχιστα συνειδητά, το κείμενο του Ιωάννη, στην βάση των απόκρυφων και των Πράξεων. Αυτό όμως είναι λάθος, διότι η ερμηνεία θα πρέπει να αναζητηθεί στην προοπτική της θεολογίας του Ιωάννη. Γι’ αυτό η νέα ερμηνεία, που πρότεινε ο P. Berrouard,  εμφανίζει το πλεονέκτημα μιας διεξόδου σε αυτό το δυσνόητο απόσπασμα. Όπως και άλλοι σχολιαστές, ερμηνεύει το ρήμα ἐλέγχειν ως «απόδειξη της αμαρτίας του κόσμου». Αλλά το καινούργιο στοιχείο της ερμηνείας του είναι ότι κατά την άποψή του, ότι η απόδειξη της ενοχής του κόσμου από τον Παράκλητο απευθύνεται μόνο στους πιστούς: πρόκειται για έναν εσωτερικό φωτισμό που συμβαίνει μόνο στις καρδιές των μαθητών. Ο Bultmann παραθέτει μιαν ανάλογη ερμηνεία· αλλά τονίζει λιγότερο από τον P.Berrouard την ψυχολογική πλευρά της ενέργειας του Παρακλήτου.

     Όπως θα αποδείξουμε στην συνέχεια του κεφαλαίου, αυτή είναι μάλλον η κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να αναζητηθεί η ερμηνεία της τέταρτης υπόσχεσης.


2. Ας ξεκινήσουμε  ερμηνεύοντας ένα παράλληλο κείμενο του Ιωάννη: έχει για μας ιδιαίτερη σημασία διότι υπάρχει μια παράλληλη διατύπωση με το απόσπασμα που ερευνούμε. Στην οξεία αντιπαράθεση του Ιησού με του Εβραίους, κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας ο Ιησούς λέγει: «τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;» Ο καθαρά αντικειμενικός χαρακτήρας της ἒλεγξις είναι εδώ εξαιρετικά σαφής: προσδιορίζει αποκλειστικά την απόδειξη μιας ενοχής, χωρίς να αναφέρεται σε καμιά υποκειμενική εκτίμηση των συνεπειών μιας τέτοιας απόδειξης. Η αμαρτία του Ιησού, την οποία οι Εβραίοι αδυνατούν να αποδείξουν θα ήταν ότι δεν αποκαλύπτει, δεν «λέγει την αλήθεια». Όμως ο Ιησούς απηλλάγη από αυτή την κατηγορία, και επομένως η συνέπεια θα ήταν, όσοι άκουσαν τους λόγους του να πιστέψουν. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο με τους Εβραίους: «οὐ πιστεύετέ μοι». Αυτό είναι το αμάρτημά τους. Η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται στον Μυστικό Δείπνο, και ιδιαίτερα στην τέταρτη υπόσχεση του Παρακλήτου. Οι ρόλοι τώρα αντιστρέφονται: οι Εβραίοι, όχι μόνο απέτυχαν να αποδείξουν την αμαρτία του Ιησού, αλλά ο ίδιος ο Ιησούς κατήγγειλε την δική τους αμαρτία: είναι αδικαιολόγητοι, διότι παρότι ο Ιησούς τους απεκαλύφθη (15,22), δεν αναγνώρισαν αυτόν που τον απέστειλε  (15,21), και μίσησαν αυτόν και τον Πατέρα του (15,23). Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν θα έλθει ο Παράκλητος, θα διαπιστώσει και αυτός την ενοχή του κόσμου, το αμάρτημα της απιστίας: ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας … ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ» (16, 8-9). Παντού σε αυτά τα κείμενα γίνεται λόγος μιας καθαρά αντικειμενικής απόδειξης της αμαρτίας.

3. Ας εξετάσουμε τώρα την ίδια την τέταρτη υπόσχεση. Το ερώτημα που τίθεται είναι σε τί συνίσταται η απόδειξη της αμαρτίας του κόσμου που θα προσφέρει ο Παράκλητος. Ο Ιησούς κατήγγειλε δια των λόγων την αμαρτία των Εβραίων. Πώς όμως θα ενεργήσει ο Παράκλητος, τον οποίο αποστέλλει ο Ιησούς για να συνεχίσει το έργο του;

     α) Δεν υπάρχει καμιά υπόδειξη στο κείμενο ότι θα παράσχει την απόδειξη δια των δημόσιων εξαγγελιών των μαθητών. Δεν αναφέρεται επίσης πουθενά ότι αυτή η απόδειξη απευθύνεται στον κόσμο. Υπάρχει μόνο μια ένδειξη που μπορεί να μας λύσει το πρόβλημα, αλλά είναι κεφαλαιώδης: ο Παράκλητος θα αποδείξει την αμαρτία του κόσμου δια της «ελεύσεώς»  του (ἐλθὼν, στ.8). Η περιγραφή δείχνει καθαρά ότι πρόκειται για μια έλευση προς τους μαθητές: το ἐλθὼν στην πραγματικότητα επαναλαμβάνει το ἐλεύσεται του στ. 7, στον οποίο διευκρινίζεται ότι ο Παράκλητος «θα έλθει» πρὸς ὑμᾶς (στ. 7γ), και παράλληλα προς αυτούς (πρὸς ὑμᾶς στ. 7δ) ο Ιησούς «θα αποστείλει» τον Παράκλητο. Τίποτε δεν προμηνύει μια ενέργεια του Πνεύματος στην μέλλουσα αποστολή των μαθητών. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι ο Παράκλητος, αν έρχεται προς τους μαθητές, η ἒλεγξις που θα διενεργήσει αφορά αυτούς τους ίδιους.

    β) Τούτο επιβεβαιώνεται και διευκρινίζεται από τα κείμενα που προηγούνται. Είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο ότι η έλευση του Παρακλήτου και η ἒλεγξις του αμαρτωλού κόσμου αποτελεί υπόσχεση του Ιησού, εξ αιτίας της θλίψης που θα προκαλέσει στους μαθητές η αντίθεση του κόσμου, και η αναχώρησή του. Η συνέχεια του αποσπάσματος έχει το ίδιο νόημα: οι στ. 12-15 δεν περιλαμβάνουν καμιά αναφορά σε ενέργεια του Παρακλήτου επί του κόσμου· όταν θα έλθει, τους μαθητές θα οδηγήσει «είς πάσαν την αλήθειαν» στ.13). Δεν μπορούμε επομένως να υποστηρίξουμε ότι σύμφωνα με τον στ. 8, το Πνεύμα θα αποδείξει στον ίδιο τον κόσμο την ενοχή του, δια του στόματος των μαθητών: με τέτοια ερμηνεία θα εισήγαγε στο απόσπασμα στοιχεία που είναι ξένα, και θα απέκοπτε τον στ. 8 από την συνέχεια του νοήματος του εδαφίου. Αλήθεια είναι ότι ο στίχος δεν αναφέρει ότι αυτή η απόδειξη θα απευθυνθεί στην συνείδηση των πιστών. Αλλά η επιμονή στην έκφραση πρὸς ὑμᾶς και η σύνδεση της ἒλεγξις του Παρακλήτου με την θλίψη των μαθητών μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι απευθύνεται σ’ αυτούς.

     γ) Μια ακόμη λεπτομέρεια, αρκετά διακριτική ίσως, ενισχύει το προηγούμενο συμπέρασμά μας· η μυστηριώδης αιτία την οποία ο Ιησούς προσθέτει στο τέλος του στ.10, για να εξηγήσει την ἒλεγξη του κόσμου: περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι… οὐκέτι θεωρεῖτέ με. Το πρώτο σκέλος του στίχου ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω, είναι εύκολο να ερμηνευτεί: το αντικειμενικό γεγονός της επιστροφής του Ιησού στον Πατέρα αποτελεί απόδειξη της αστοχίας του εχθρικού κόσμου, διότι σ’ αυτή την ένδοξη επιστροφή συνίσταται ο θρίαμβος του Ιησού. Είναι όμως προφανές ότι αυτή η ένδοξη επιστροφή αποκτά το νόημα της μόνο δια της πίστεως. Έτσι μόνο ερμηνεύεται ο λόγος «καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με» όπως γράφει ο Loisy: «Το ότι δεν θεωρείται ο Ιησούς σημαίνει ότι βρίσκεται μονίμως πλησίον του Πατρός». Τούτο όμως αληθεύει μόνο ως προς την πίστη· η αναχώρηση του Ιησού αποτελεί θρίαμβο μόνο για τους μαθητές, διότι μόνον αυτοί, μετά το Πάσχα, πιστεύουν πραγματικά ότι επέστρεψε στον Πατέρα. Αυτή επομένως η «απόδειξη» της αμαρτίας του κόσμου, ισχύει μόνο γι’ αυτούς. Εάν η ἒλεγξις αφορούσε τον ίδιο τον κόσμο, ο Ιωάννης θα έπρεπε να πει: «διότι ο κόσμος δεν θα με θεωρεί πλέον» (όπως στον στ. 14,19), και θα έπρεπε να υποθέσει ότι ο κόσμος θα προσχωρούσε στην πίστη, αφού θα μπορούσε τότε να αντιληφθεί το βαθύτερο νόημα της αναχώρησης του Ιησού. Βλέπουμε ότι μια τέτοια ερμηνεία, που είναι εν τούτοις αρκετά διαδεδομένη, υποχρεώνεται να βασιστεί σε υποθέσεις.

      Αντιθέτως, στην περίπτωση που η «απόδειξη» του Παρακλήτου απευθύνεται στην πίστη των μαθητών, η παράθεση αυτή αποκτά το νόημά της, που ενισχύεται αν το συγκρίνουμε με το παράλληλο εδάφιο 16,16-19, στο οποίο επανεμφανίζεται στο ίδιο πλαίσιο της θλίψης των μαθητών (στ.20-22). Ο Ιησούς αναγγέλλει πρώτα ότι οι μαθητές του δεν θα τον «βλέπουν» πλέον: στο αρνητικό της σκέλος αυτή η δήλωση αφορά ασφαλώς στην σωματική όραση. Προσθέτει όμως ότι θα τον «δουν» εκ νέου: αυτή τη φορά πρόκειται για ένας διαφορετικό είδος όρασης (η μετάβαση, επί τρείς συνεχείς φορές από το θεωρεῖτε στο ὄψεσθε στους στ. 16.17.19)· οι μαθητές θα τον «δούν» κατ’ αρχήν μετά την ανάσταση, κατά τις πασχάλιες εμφανίζεις του, και αργότερα, στους χρόνους της Εκκλησίας, όταν θα τον ατενίσουν «εν πίστει», παρόντα παρά του Πατρός, και ενεργούντα εδώ στην γη, στις κοινότητες των πιστών. Όλα αυτά έχουν νόημα μόνο για τους πιστούς. Επομένως, αφού η δήλωση οὐκέτι θεωρεῖτέ στο 16,10, εμφανίζεται ως ερμηνεία της  ἒλεγξις του κόσμου από τον Παράκλητο, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι αυτή η απόδειξη απευθύνεται άμεσα στους μαθητές: γνωρίζοντας δια της πίστεως ότι ο Χριστός βρίσκεται παρά του Πατρός, και ότι είναι ταυτόχρονα πνευματικώς παρών ανάμεσά τους, η θλίψη τους θα μεταστραφεί σε χαρά (στ.20-22)· και έχοντας πειστεί για τον θρίαμβο του Δασκάλου τους, θα έχουν επίσης πειστεί για την αμαρτία του κόσμου. Δεν υπάρχει πλέον καμιά αμφιβολία: η απόδειξη της αμαρτίας του κόσμου που θα καταθέσει ο Παράκλητος, είναι μια απόδειξη που απευθύνεται μόνο στην πίστη των μαθητών.

     δ) Μπορούμε τέλος να αναδείξουμε ένα τελευταίο επιχείρημα: τον παραλληλισμό του 16,8 με την Τρίτη υπόσχεση του Παρακλήτου (15,26-27). Όπως είπαμε αυτός ο παραλληλισμός είναι αξιοσημείωτος από κάθε άποψη: και στις δύο περιπτώσεις, η χρησιμοποιούμενη ορολογία υπενθυμίζει σαφώς το δικανικό περίγραμμα του μεγάλου δικαστηρίου που αντιπαραθέτει τον Ιησού στον κόσμο· οι λειτουργίες του Παρακλήτου και στα δύο κείμενα είναι παράλληλες και συμπληρωματικές: στο μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ  του στ. 15,26 αντιστοιχεί το ἐλέγξει τὸν κόσμον του στ. 16,8. Όπως είδαμε στην τρίτη υπόσχεση η μαρτυρία του Πνεύματος της αληθείας υπέρ του Ιησού δεν ήταν μια δημόσια μαρτυρία, ενώπιον δικαστηρίου, αλλά μια μαρτυρία εσωτερική, απευθυνόμενη στην πίστη. Στον στ. 15,27 γίνεται ασφαλώς αναφορά στην μαρτυρία που θα πρέπει να καταθέσουν οι μαθητές· αλλά ανάμεσα σε αυτή την εξωτερική μαρτυρία των μαθητών και αυτήν του Πνεύματος υπήρξε μια σαφής διάκριση, αν όχι μια αντίθεση. Στον στ. 16,8 δεν υπάρχει πλέον καμιά αναφορά σε αυτή την δημόσια μαρτυρία των μαθητών ή στην αποστολή τους. Ο λόγος αφορά αποκλειστικά στον Παράκλητο και τους αποστόλους. Τίποτε δεν μας οδηγεί επομένως στην ερμηνεία ότι η ἒλεγξις του κόσμου από τον Παράκλητο θα γίνει δια του στόματος των Αποστόλων· επομένως στο εδάφιο 16,18-11 γίνεται ακόμη σαφέστερο από ότι στο 15,26-27, ότι η δικανική ενέργεια του Παρακλήτου, να καταγγείλει δηλαδή την αμαρτία του κόσμου, απευθύνεται αποκλειστικά στην πίστη των μαθητών.

4.  Συνοψίζουμε. Σε τί συνίσταται τελικά αυτή «η απόδειξη της ενοχής του κόσμου» από τον Παράκλητο, απόδειξη που θα αφορά «την αμαρτία, την δικαιοσύνη και την κρίση»; Συνίσταται στην απόδειξη ότι η συμπεριφορά «του κόσμου» απέναντι στον Χριστό και τους οπαδούς του, είναι κατ’ ουσία εσφαλμένη και αμαρτωλή· αλλά μόνον οι μαθητές του Ιησού, και όλοι όσοι θα ήθελαν να είναι μαθητές του, αποδεχόμενοι την πίστη (στ. 14,17), θα είναι σε θέση να δεχτούν αυτή την διδασκαλία. Επομένως η  απόδειξη που θα καταθέσει το Πνεύμα της αληθείας έχει ταυτόχρονα εξωτερικό και εσωτερικό χαρακτήρα. Αντικειμενικό και υποκειμενικό.

     Είναι εξωτερική με την έννοια ότι απευθύνεται στην ορατή συμπεριφορά του αμαρτωλού κόσμου απέναντι στον Ιησού και τους οπαδούς του. Τούτο γίνεται σαφές αν θυμηθούμε την αντίληψη του Ιωάννη περί της κρίσεως: η κρίσις του κόσμου δεν αποτελεί μια επίσημη απαγγελία καταδικαστικής απόφασης· είναι μάλλον η αρνητική στάση του αμαρτωλού κόσμου, η πλήρης απιστία του, η άρνησή του να δεχθεί το φως (στ. 3,18.20). Σκοπός της ἒλεγξις του Παρακλήτου θα είναι απλώς να αναδείξει ότι ο κόσμος, αρνούμενος την αλήθεια, περιέπεσε στην αμαρτία.

     Υπάρχει όμως και η εσωτερική όψη της αποδείξεως: δεν αποτελεί καθαυτή μια εντυπωσιακή ενέργεια των μαθητών ενώπιον των δικαστηρίων, αλλά μια εσωτερική φώτιση, δια του Πνεύματος της αληθείας, που θα τους δώσει την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν την αρνητική συμπεριφορά του κόσμου  δια της χριστιανικής οδού. Ο Παράκλητος θα τους οπλίσει με μιαν ακλόνητη βεβαιότητα, απέναντι στην δοκιμασία που θα υποστεί η πίστη τους: ο κόσμος που καταδικάζει τον Ιησού αποδεικνύεται αμαρτωλός, ενώ η αλήθεια βρίσκεται με το μέρος του.

     Η ενέργεια του Παρακλήτου σ’ αυτές τις στιγμές της θλίψεως και της κρίσεως, θα συνίσταται στην ενδυνάμωση της πίστεως των μαθητών: από την θετική της άποψη, προσκολλώντας τους ακόμη περισσότερο στον Ιησού· από την αρνητική, προσφέροντας τους την βεβαιότητα ότι ο κόσμος που εχθρεύεται τον Ιησού είναι αυτός που σφάλει. Οπλισμένη με αυτή την βεβαιότητα η πίστη τους θα θριαμβεύσει του σκανδαλισμού που τους απειλεί, θα νικήσουν τον κόσμο: «καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (1η Επ. 5,4). Η απόδειξη που θα καταθέσει ο Παράκλητος, θα παγιώσει την νίκη των πιστών επί του αμαρτωλού κόσμου· θα πρόκειται όμως για μια νίκη εντελώς εσωτερική και πνευματική: δια της μυστικής ενέργειας του Παρακλήτου, οι μαθητές θα αποκτήσουν την δύναμη που θα τους αποτρέψει από την γοητεία του ψεύδους του κόσμου, παραμένοντας πιστοί στον Χριστό.

     Εδώ επανέρχεται το θέμα της μεγάλης δικής του Ιησού που αποτυπώνει ο Ιωάννης στην τρίτη υπόσχεση. Ενώ στο επίπεδο της ιστορίας οι μαθητές καταδικάζονται από τα ανθρώπινα δικαστήρια, το αντίθετο συμβαίνει στο επίπεδο της πίστεως και ενώπιον του Θεού: οι πιστοί κρίνουν τον κόσμο, και ο κόσμος είναι αυτός που καταδικάζεται.

4. Αμαρτία, δικαιοσύνη, κρίση.

     Μπορούμε τώρα να εξετάσουμε εν συντομία το υπόλοιπο μέρος της τέταρτης υπόσχεσης (16,9-11), αφού εμφανίζεται στην ουσία ως επεξήγηση του στ. 8.

     Σύμφωνα με τον στ. 8 η απόδειξη της ενοχής του κόσμου από τον Παράκλητο αναφέρεται σε τρείς τομείς: «περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως». Κατά την διάρκεια του δημόσιου βίου του, οι Εβραίοι αποκήρυξαν τον Ιησού· τελικά των καταδίκασαν και τον οδήγησαν στον θάνατο. Ρόλος του Παρακλήτου, του Υπερασπιστή του Ιησού, θα είναι η αναθεώρηση της δίκης: θα αποδείξει στους μαθητές, που υπόκεινται στον σκανδαλισμό, ότι η αμαρτία βρίσκεται στην πλευρά του κόσμου, ότι η δικαιοσύνη βρίσκεται στο πλευρό του Ιησού, και ότι ο αληθινός κατάδικος σε αυτή την μεγάλη θρησκευτική αντιπαράθεση, είναι ο Άρχοντας αυτού του κόσμου. Στους στ. 9-11 αναλύονται οι τρείς λόγοι για τους οποίους κατηγορείται  ο κόσμος.

1.  «Περὶ ἁμαρτίας μέν, ὅτι οὐ πιστεύουσιν εἰς ἐμέ» (στ.9).

     Ο στίχος αυτός συνοψίζει ολόκληρη την θεωρία του Ιωάννη περί της αμαρτίας. Στην αρχή του Ευαγγελίου ο Ιωάννης αναφέρεται στην αμαρτία γενικώς (1,29), σε σχέση με «το φως», που ήλθε στον κόσμο, αλλά ο κόσμος δεν το εγνώρισε, δηλαδή  δεν υποδέχθηκε τον Χριστό (1,10.11): αυτή είναι η θεμελιώδης αμαρτία του. Για τον Ιωάννη αμαρτία είναι ουσιαστικά η άρνηση της πίστεως στον Ιησού, η άρνηση της αλήθειας. Αυτή η εκτίμηση επανέρχεται ως επωδός στα περισσότερα επεισόδια του 4ου Ευαγγελίου (3,36· 8,21-24. 45-47· 9,41· 12,37-40· 15,22). Αυτή την κατ’ εξοχήν αμαρτία, την αμαρτία της απιστίας, ο Ιωάννης στην 1η Επιστολή την αποδίδει με ένα όνομα που αναδεικνύει όλη της τραγικότητά της, ολόκληρο το εσχατολογικό της βάθος: η ἀνομία (1η Επ. 3,4). Αποστολή του Πνεύματος είναι επομένως να βοηθήσει τους πιστούς να κρίνουν πάντοτε στον «κόσμο» (όπως τον εννοεί ο Ιωάννης), με τον ίδιο τρόπο που τον έκρινε και ο ίδιος ο Ιησούς, καταδικάζοντάς τον.

2.  « Περὶ δικαιοσύνης δέ, ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με» (στ.10).

     Η «δικαιοσύνη» εδώ δεν είναι αυτή των αποστόλων ή των χριστιανών, αλλά η δικαιοσύνη του ίδιου του Χριστού, διότι σε αυτόν αναφέρεται η επεξηγηματική φράση που ακολουθεί. Αλλά για να κατανοήσουμε ακριβέστερα το νόημα αυτής της δικαιοσύνης θα πρέπει να επισημάνουμε την απόχρωση που της αποδίδει ο Ευαγγελιστής. Ενώ στον στ. 8 οι τρείς όροι περὶ ἁμαρτίας, περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως συνδέονται μεταξύ τους μόνο με το καί, στον στ. 9 που αποτελεί και την ερμηνεία τους, συνοδεύονται αντίστοιχα από τα μέν…δέ…δέ…: είναι το μοναδικό παράδειγμα στο 4ο Ευαγγέλιο που ένα μέν συνοδεύεται από ένα διπλό δέ. Επιπλέον στον τρίτο όρο το δέ προηγείται:

                                  περὶ δικαιοσύνης δέ

                                  περὶ δέ κρίσεως

Με αυτή την ελάχιστη λεπτομέρεια ο συγγραφέας μοιάζει να επιθυμεί να αποδώσει στον τρίτο όρο (« περί καταδίκης») μια μεγαλύτερη έμφαση, αντιπαραθέτοντάς τον στον δεύτερο («περί δικαιοσύνης»). Με άλλα λόγια η λεκτική κατασκευή δείχνει, όπως φαίνεται, ότι η λέξη δικαιοσύνη, χάρη στο πρώτο δέ βρίσκεται κατ’ αρχήν σε αντίθεση με την αμαρτία· και ότι με το δεύτερο δέ στη συνέχεια, αντιπαρατίθεται στην κρίση. Η ερμηνεία επομένως που θα δώσουμε σε αυτή την δικαιοσύνη του Χριστού, είναι ότι θα πρέπει να είναι τέτοιας μορφής ώστε να αντιπαρατίθεται τόσο στην αμαρτία του κόσμου, όσο και στην καταδίκη του Άρχοντα αυτού του κόσμου.

     α) Επομένως η δικαιοσύνη του ίδιου του Ιησού δεν μπορεί να αποδωθεί μόνο στην ευθύτητα ή την αγιότητά του: παρότι αυτή η ερμηνεία τυγχάνει ευρείας αποδοχής, δεν μπορεί να αποδώσει την δεύτερη αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στην έννοια της δικαιοσύνης στον στ. 10 και σ’ αυτήν της κρίσεως στον στ. 11· η αντίθεση αυτή της κρίσεως του Άρχοντα του κόσμου τούτου, φαίνεται να προϋποθέτει ότι η δικαιοσύνη του Ιησού αναφέρεται κατά κάποιο τρόπο στην δόξα του.

     β) Υπάρχει όμως και μια περισσότερο ικανοποιητική ερμηνεία: η δικαιοσύνη του Χριστού αποτελεί την δικαίωση του σκοπού του, την απόδειξη της ορθότητας της αντίθεσής του προς τον κόσμο· ρόλος του Παράκλητου είναι επομένως να αποδείξει ότι ο Χριστός έχει το δίκαιο με το μέρος του, ενώ ο κόσμος βρίσκεται στο άδικο. Δυστυχώς όμως, σπανίως το δίκαιο του απολογουμένου σε μια δίκη, αποκαλείται στην βιβλική διάλεκτο δικαιοσύνη· και η ερμηνεία που απορρέει καθίσταται δυσνόητη, διότι η επιστροφή του Ιησού παρά του Πατρός (στ. 10β) δεν έχει το ίδιο νόημα με την δικαίωσή του απέναντι στον κόσμο· δεν αποτελεί αναγκαία μια απόδειξη.

     γ) Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, η λύση θα πρέπει να αναζητηθεί σε άλλες κατευθύνσεις· είναι προτιμότερο, και το περίγραμμα των στίχων το επιβεβαιώνουν, να δώσουμε εδώ στην έννοια δικαιοσύνη μια ιδιαίτερη απόχρωση, την οποία συναντάμε συχνά στην βιβλική και εβραϊκή παράδοση, και προσαρμόζεται απόλυτα στο συγκεκριμένο απόσπασμα: πρόκειται για ένα νόημα ανταμοιβής, θριάμβου, νίκης, ή δόξας. Αλλά ακόμη και σ’ αυτή την ιδιαίτερη ερμηνεία η απόχρωση της « ηθικής δικαιοσύνης» παραγκωνίζεται: διότι ο δίκαιος μόνο χάρη στην αγιοπνευματική-δικαιοσύνη κατακτά την ανταμοιβή της δοξαστικής δικαιοσύνης.

     Έτσι μόνο γίνεται απόλυτα κατανοητός ο στ. 16,10. Ο Παράκλητος είναι αυτός που θα προσφέρει στους αποστόλους την απόδειξη της «δικαιοσύνης» του Χριστού, δηλαδή της θριαμβεύουσας δικαιοσύνης, της νίκης του: αυτή είναι που θα λάμψει στον ουράνιο δοξασμό του. Αυτό είναι που ο Ιησούς εξηγεί λέγοντας: «ὅτι πρὸς τὸν πατέρα μου ὑπάγω καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με». Όταν οι μαθητές θα πάψουν να βλέπουν το Ιησού, θα γνωρίζουν δια της πίστεως ότι επέστρεψε παρά του Πατρός· η «εν δόξη» αυτή επιστροφή του Χριστού, μετά την ολοκλήρωση του έργου του, συνιστά ακριβώς τον θρίαμβό του. Βλέπουμε ξανά εδώ ότι αυτή η «απόδειξη» του θριάμβου του Χριστού, δια του Παρακλήτου, συνίσταται αποκλειστικά στην εσωτερική βεβαιότητα που θα μεταδώσει στους πιστούς.

     Παρατηρούμε επίσης ότι σε αυτή την ερμηνεία η λέξη δικαιοσύνη βρίσκεται σε άμεση αντιπαράθεση και με τα δύο ουσιαστικά που την πλαισιώνουν, όπως ακριβώς απαιτεί και η σύνταξη του κειμένου: αφ’ ενός, αυτή η (θριαμβεύουσα) «δικαιοσύνη» του Ιησού βρίσκεται στον αντίποδα της «κρίσης» του Άρχοντα του κόσμου τούτου· αφ ετέρου αντιπαρατίθεται, αν και δευτερευόντως, στην «αμαρτία» του κόσμου, στην οποία αναφέρεται ο προηγούμενος στίχος, αφού ο θρίαμβος του Ιησού θα αναδείξει ότι ἀδικία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν (στ. 7,18δ), και ότι οὗτος ἀληθής ἐστιν (στ.7,18γ) και απόλυτα πιστός στην αποστολή του της αποκάλυψης, ενώ ο κόσμος αμαρτάνει διά της απιστίας του.

     Ο Bernard μας καλεί σε έναν παραλληλισμό με το κείμενο του κώδικα Freer (W), στο τέλος του κατά Μάρκο Ευαγγελίου. Το κείμενο αυτό, που κατά τον Bernard αναδεικνύει μια διαφορετικό προέλευση των λόγων του Ιησού στον στ. 16, 2-11, προσφέρει πάντως μια ενδιαφέρουσα επιβεβαίωση της ερμηνείας που προτείνουμε εδώ, διότι εκεί υπάρχει η ίδια προσέγγιση των εννοιών της δικαιοσύνης και της δόξας. Το απόσπασμα διηγείται ότι μετά την ανάσταση οι μαθητές απολογούνται στον Ιησού για την απιστία τους, υποστηρίζοντας ότι η εποχή αυτή της αδικίας βρίσκεται υπό την επίδραση του Σατανά· και καλούν τον Ιησού να αποκαλύψει από τώρα την δικαιοσύνη του (ἀποκάλυψόν του τήν δικαιοσύνην ἢδη). Το επίρρημα ἢδη δίνει σαφώς την εντύπωση ότι η αναμενόμενη «δικαιοσύνη» συνδέεται  κατά κάποιο τρόπο με τον εσχατολογικό θρίαμβο του Χριστού επί των δυνάμεων του κακού. Ο Ιησούς απαντά ότι η εξουσία του Σατανά έλαβε τέλος· και καταλήγει υπενθυμίζοντας ποιο είναι το νόημα της σταύρωσής του για του αμαρτωλούς: «προκειμένου να προσχωρήσουν στην αλήθεια και να παύσουν να αμαρτάνουν, προκειμένου να κληρονομήσουν στους ουρανούς τήν πνευματικήν και ἂφθαρτόν  τ ῆ ς δ ι κ α ι ο σ ύ ν η ς  δ ό ξ α ν». Η «δικαιοσύνη» στο πρώτο απόσπασμα φαίνεται να είναι σχεδόν το αντίστοιχο της «δόξας της δικαιοσύνης» στο δεύτερο. Η δικαιοσύνη εδώ εκφράζει μια τίμια και ενάρετη συμπεριφορά, θεωρούμενη όμως από την σκοπιά των έσχατων συνεπειών της σε ότι αφορά την κατάληξή της, την άφθαρτη δόξα της μέλλουσας ζωής. Στον στ. 16,10, η επιστροφή του Ιησού παρά του Πατρός μπορεί να αποτελέσει την απόδειξη της «δικαιοσύνης» του, διότι η ουράνια δόξα του θα αποτελέσει την ανταμοιβή της επίγειας αυθεντικότητάς του.

3.   «Περὶ δὲ κρίσεως, ὅτι ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου κέκριται» (στ. 11).

     Επιλέξαμε να μεταφράσουμε εδώ την κρίση με τον όρο «καταδίκη». Διότι κατά τον Ιωάννη κρίση είναι η απόρριψη της αποκάλυψης που έφερε ο Ιησούς στον κόσμο, η άρνηση αποδοχής της αλήθειας του λόγου του (3,18-19· 5,24· 12,48)· αυτή η κρίση ισοδυναμεί με μια πραγματική καταδίκη, η κρίσις είναι στην ουσία κατάκρισις. Στην προκειμένη περίπτωση  η έννοια της «καταδίκης» ταιριάζει απόλυτα: αυτή η καταδίκη του άρχοντα του κόσμου τούτου βρίσκεται σε άμεση αντιπαράθεση με την «δικαιοσύνης δόξαν» του Ιησού.

     Πότε επέρχεται αυτή η κρίση; Η χρήση του παρατατικού κέκριται δείχνει ότι δεν πρόκειται για την ήμερα της παρουσίας. Όπως ακριβώς και σε άλλες περιπτώσεις εσχατολογικών γεγονότων, ο Ιωάννης προαναγγέλλει την κρίση: είναι μια ήδη παρούσα πραγματικότητα. Στο παράλληλο κείμενο του στ.12,31 ο Ιησούς το είχε δηλώσει με έμφαση οταν αναφερόταν στον μελλοντικό του θάνατό, αναδεικνύοντας το επίρρημα νῦν το οποίο επαναλαμβάνει δύο φορές: «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου τούτου, νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου ἐκβληθήσεται ἔξω». Σε αυτό το απόσπασμα η καταδίκη του άρχοντα του κόσμου τούτου αντιπαρατίθεται στην «ανύψωση» του Χριστού (στ.12,32), ανοίγοντας το δρόμο στο εδάφιο 16, 9-11 στο οποίο αντιπαρατίθεται  στην θριαμβεύουσα «δικαιοσύνη» του Ιησού. Όλα δείχνουν εδώ ότι ο Ιησούς μιλάει προκαταβολικά για την κρίση του κόσμου: αυτή η καταδίκη επέρχεται την στιγμή της ανύψωσης του Χριστού στον σταυρό, και συνιστάται στην απόρριψη του Χριστού από τον αμαρτωλό κόσμο.

     Ολοκληρώνοντας την μελέτη της τέταρτης υπόσχεσης συνοψίζουμε τα σημαντικότερα σημεία της. Όταν οι μαθητές θα καταβληθούν από την θλίψη που τους προξενεί το μίσος του κόσμου και η αναχώρηση του Ιησού, ο Παράκλητος θα τους προστατέψει από τον σκανδαλισμό και θα ενισχύσει την πίστη τους. Στο μέγα δικαστήριο που αντιπαραθέτει τον Ιησού στον κόσμο, ο Παράκλητος θα τους προσφέρει την εσωτερική βεβαιότητα ότι ο άπιστος κόσμος είναι αμαρτωλός, και ότι ο Χριστός ενίκησε τον κόσμο με την επιστροφή του στον Πατέρα. Ο ρόλος του Παράκλητου έχει ένα δικανικό χαρακτήρα διότι ενεργείται στο θεολογικό  πλαίσιο μιας μεγάλης δίκης που προκάλεσε η αντιπαράθεση του Ιησού με τον κόσμο. Από την πλευρά των μαθητών, η νίκη σ’ αυτή την δικαστική αναμέτρηση θα αποτελέσει μια νίκη διά της πίστεως. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, ακόμη και εδώ,  παρότι δεν αναφέρεται η έκφραση τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ο Παράκλητος ο οποίος θα ολοκληρώσει την ἒλεγξη του κόσμου θα είναι το Πνεύμα της αληθείας.

(συνεχίζεται)

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΣΤΗΡΙΞΕ ΤΗΝ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, ΕΜΕΙΣ ΣΗΜΕΡΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΣΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΘΗΚΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ.

ΕΤΣΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΑΠΟΜΕΙΝΕΙ ΤΙΠΟΤΕ, ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΤΗΚΕ, ΑΛΛΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΗ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ. ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΖΟΜΑΣΤΕ ΝΑ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΣΑΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΔΙΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου