Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΑΜΑΝΟΣ
Συζητήσεις για
τον Χάιντεγκερ.
Των Antonio Gnoli και Franco Volpi.
Εισαγωγή.
Σε μερικές θρησκευτικές πρακτικές ο
“Σαμάνος” είναι ένας μεσάζων προικισμένος με εκπληκτικές ιδιότητες, ένας
θαυματουργός ικανός να θεραπεύσει ασθένειες, να υψωθεί στην έκσταση, να φέρει
σε επαφή με τις ουράνιες δυνάμεις και με αυτές της κολάσεως. Με ποια έννοια,
έστω μεταφορικά, ο Martin
Heidegger υπήρξε ο τελευταίος
“σαμάνος” τής σκέψης; Ο τελευταίος χαρισματικός αντιπρόσωπος τής
μεγάλης φιλοσοφίας; Ποιο είναι το μυστικό τής διαρκούς του παρουσίας στην
σύγχρονη πολιτισμική συζήτηση;
Δεν
υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει στην λίστα των πιο αντιλεγόμενων με την πιο δυνατή
επιρροή δασκάλων τού 1900, και ότι το έργο του αξίζει μία θέση ανάμεσα στους
κλασσικούς τής φιλοσοφίας όλων των εποχών. Και όμως, δεν πρόκειται μόνον
γι’αυτό. Εξ’αρχής, από τα πρώτα του θρυλικά μαθήματα που έκανε στήν φιλοσοφία
υπάρχει κάτι μαγικό. Στο σφυροκόπημά του και την διαμάχη του με τα κείμενα τής
δυτικής φιλοσοφίας, στην ικανότητα του να τους δώσει πνοή και ζωή καινούργια,
γινόταν αισθητή μία αύρα από την οποία αφέθηκαν να κυριευθούν ομάδες ολόκληρες
νέων φοιτητών, πολλοί από τους οποίους ήταν προορισμένοι να γίνουν
πρωταγωνιστές στην κουλτούρα του 1900. Karl Löwith και
Hans-Georg Gadamer, o
Hans Jonas και η Hannah Arendt, o Max Horkheimer και
ο Gunther Anders, o Leo Strauss και ο Herbert Marcuse,
o Emanuel Levinas και
ο Eugen Fink. Πολύ πριν την δημοσίευση τού Είναι και
Χρόνος, το αριστούργημα τού 1927 το οποίο με την πρώτη επέβαλλε τον Χάιντεγκερ
στην παγκόσμια προσοχή, κυκλοφόρησε στην Γερμανία η φωνή ότι ένα νέο άστρο
γενιόταν στο στερέωμα τής γερμανικής σκέψης. Λεγόταν ότι ήταν ο νέος
“θαυματουργός βασιλιάς” τής φιλοσοφίας.
Δεν εκπλήσσει
ότι μας το θύμισε με τόσο ενθουσιασμό η Hannah Arendt, ούτε ότι
σ’αυτή αναγνωρίσθηκαν όσοι ήταν θαυμαστές τού Χάιντεγκερ. Είναι ιδιαιτέρως
σημαντικό όμως, ότι στην ίδια κρίση συμφωνούν και όσοι υπήρξαν σκληροί
αντίπαλοι του και αυστηροί κριτικοί της σκέψης του. O Leo
Strauss, για παράδειγμα, ο οποίος θεωρούσε την φιλοσοφία του
Χάιντεγκερ σαν την πιο επικίνδυνη μορφή τού μηδενισμού, έχοντας παρακολουθήσει
τα μαθήματα του Weber και τού Χάιντεγκερ, έγραφε στον φίλο
του Rosenzqeig: “Ο Βέμπερ, σε σύγκριση με τον
Χάιντεγκερ μού μοιάζει σαν ένα ορφανό, όσον αφορά την ακρίβεια, το βάθος και
την επάρκεια”. Και συνέχιζε: “Έχω ακούσει την ερμηνεία τού Χάιντεγκερ σε ορισμένα
χωρία τού Αριστοτέλη και λίγο καιρό αργότερα άκουσα τον Werner
Jaeger στο Βερολίνο να ερμηνεύει τα ίδια χωρία: η καλοσύνη με
υποχρεώνει να περιορίσω την σύγκρισή μου στην παρατήρηση ότι δεν υπάρχει
σύγκριση”.
Αλλά ακόμη
πιο εύγλωττη είναι η μαρτυρία τού Karl Löwith, ο οποίος υπήρξε στην αρχή φίλος τού Χάιντεγκερ και
στην συνέχεια κριτικός και αντίπαλος. Τήν ανάκληση τής προσωπικότητος τού δασκάλου, γραμμένη σε μία αυτοβιογραφική μνήμη τού 1939-1940, επομένως πριν το
ξέσπασμα τού πολέμου, αξίζει να την θυμηθούμε σε όλη της τήν έκταση. “Ανάμεσα
μας, γράφει ο Löwith, o Χάιντεγκερ
ονομαζόταν “ο μάγος τού Meßkirch”….Ήταν ένας μυστηριώδης μικρομέγαλος άνθρωπος, ένας σοφός γητευτής, ικανός να
εξαφανίζει μπρος από τους ακροατές εκείνο που είχε μόλις φανερώσει. Η τεχνική
τής διδασκαλίας του συνίστατο στην οικοδομή ενός εννοιολογικού συστήματος το
οποίο στην συνέχεια ο ίδιος κατέστρεφε, για να θέσει τον αγχωμένο ακροατή
απέναντι σε ένα αίνιγμα και να τον αφήσει μετέωρο στο κενό. Στα μαθήματά του
μιλούσε χωρίς να χειρονομεί και χωρίς ρητορικά στολίδια, συγκεντρώνοντας το
βλέμμα πάνω σε χειρόγραφες σελίδες που κρατούσε μπροστά του. Η μοναδική
ρητορική πτυχή ήταν μία προσεκτική νηφαλιότης και μία ψυχρή εκφραστικότης, στήν έκθεση της σκέψης του, όπως και η υπολογισμένη ένταση που έδινε στην ακριβή
ανάπτυξη τών θέσεών του. Η γνώση του ήταν απέραντη όσο και η αμφιβολία από την
οποία πήγαζε. Ο καρπός αυτής τής αμφιβολίας ήταν μία θαυμάσια κριτική όλου
αυτού που παρέμενε ακόμη στα πόδια του από την παράδοση. Η επιστημονική του
κατάρτηση ήταν από πρώτο χέρι. Η βιβλιοθήκη του δεν ήταν μία συλλογή βιβλίων,
αλλά περιοριζόταν στα κλασσικά έργα τα οποία είχε μελετήσει βαθειά ακόμη από
την νεότητά του. Τα βασικά κείμενα του αρχαίου κόσμου, του μεσαίωνος και της
μοντέρνας εποχής τού ήταν όλα οικεία, ενώ σιχαινόταν την κοινωνιολογία και την
ψυχανάλυση. Η χωρίς όρια κριτική του σε κάθε τι που γνώριζε από δραστηριότητες
πολιτισμικές και μορφωτικές μας έλκυε και μας απωθούσε ταυτόχρονα. Τέλος έλεγχε
ο ίδιος γεμάτος υποψία τις εισόδους και τις εξόδους από την φωλιά τής αλεπούς,
στην οποία όμως δεν αισθανόταν καθόλου άνετος. Γιός ενός απλού σκευοφύλακα,
χάρη στο επάγγελμά του έγινε ο παθιασμένος εκπρόσωπος μιας τάξεως της οποίας
αρνείτο την νομιμότητα! Ιησουΐτης από κλίση, έγινε προτεστάντης λόγω αηδίας,
σχολαστικός δογματικός λόγω μορφώσεως και πραγματιστής υπαρξιστής λόγω
εμπειρίας, θεολόγος εκ παραδόσεως και άθεος σαν μελετητής, απαρνούμενος την
παράδοση του σαν ιστοριογράφος αυτής της ίδιας. Υπαρξιστής όπως ο Κίρκεγκαρντ,
με την συστηματική βούληση ενός Χέγκελ, τόσο διαλεκτικός στην μέθοδο όσο και
μονολιθικός στο περιεχόμενο, αποδεικτικός και καταφατικός λόγω του πνεύματος
της αρνήσεως, σιωπηλός με τους άλλους και όμως περίεργος όπως λίγοι, ριζικός
στα έσχατα πράγματα και έτοιμος στον συμβιβασμό στα προτελευταία: τόσο
διφορούμενο ήταν το αποτέλεσμα που έκανε στους μαθητές του, οι οποίοι παρ’όλα
αυτά έμεναν μαγεμένοι διότι ο ίδιος υπερείχε κατά πολύ με την ένταση της
φιλοσοφικής του βούλησης όλους τους άλλους πανεπιστημιακούς φιλοσόφους”.
Μία αλχημεία μίξεων και αντιθέσεων που
καθιστά γοητευτική και αινιγματική την φιλοσοφική προσωπικότητα του Χάιντεγκερ.
Σ’αυτόν συνυπάρχουν και συζούν προφανώς ψυχές στους αντίποδες και δυνάμεις
ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Εκείνη του ανθρώπου τής επιστήμης, ο οποίος γνωρίζει
και θέτει σε εφαρμογή την ακρίβεια της έννοιας και της ερωτήσεως και ταυτόχρονα
εκείνη του μάγου που παίζει τον αυλό του μυσταγωγού, του γητευτή που μαγεύει με
την μουσική του και τις λέξεις του. Ένας δάσκαλος και στις δύο πλευρές της
λογικής και της γοητείας της επιχειρηματολογίας και της φαντασίας, της νοήσεως
και του οράματος. Ο Χάιντεγκερ αισθανόταν απόστολος ενός χρέους και φύλακας
ενός μυστηρίου τού οποίου μόνον αυτός κατείχε τα κλειδιά. Γι’αυτόν η οδός που
φέρει στην αλήθεια δεν ήταν η υπέρτατη γνώση, προσβάσιμη σε όλους τους
ανθρώπους καλής θελήσεως. Η αλήθεια, το Είναι, ήταν γι’αυτόν κάτι που “αγαπά να
κρύβεται”, κάτι εκ’φύσεως μυστικό, το οποίο δεν κατακτάται μέσω της
λογικό-διαλογικής σκέψης αλλά το πολύ να μισοφανερώνεται και να το
διαισθανόμαστε. Αυτό που ο ποιητής ή ο στοχαστής μπορούν αν κάνουν απέναντι του
είναι το πολύ μία μικρή προμηθεϊκή κλοπή! Πέρασαν τριάντα χρόνια από τον θάνατό
του, τριάντα έντονα χρόνια, στα οποία η συσσώρευση των γεγονότων μίκρυνε
δραστικά τους χρόνους της μνήμης και τους ρυθμούς του στοχασμού. Και όμως η
σκέψη του Χάιντεγκερ είναι ακόμη εκεί προσφερόμενη στην ερώτηση και την ερμηνεία
σαν ένας μεγάλος κλασσικός, χωρίς να εξαντλείται από την σύγχρονη συζήτηση!
Συνεχίζεται
Η ερώτηση στον
χρόνο. (1)
Gennaro Sasso.
Θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε λέγοντας
ότι ο χρόνος και ο χώρος είναι το “σύστημα της πολλαπλότητος” και σαν
πολλαπλότητα να εννοήσουμε το βασίλειο των ορισμών όπου κάθε ένας αρνούμενος
τον άλλον σύμφωνα με τον συλλογισμό τής πλατωνικής αρνήσεως, αριστοτελικής,
Εγελιανής (λογική του Είναι) συνιστούν ένα σύστημα στο οποίο και με τον ίδιο
τρόπο, καθένας είναι αυτός ο ίδιος και όχι ο άλλος, καθένας συμφωνεί και
αρνείται: ένα σύστημα λοιπόν και όχι η ραψωδία ασυσχέτιστων αντιλήψεων, όπως
διαβάζουμε στον Kant. Αλλά δεν θα μπορούσαμε παρ’όλα αυτά να
πούμε ότι η πολλαπλότης “είναι”, “δίνεται”, διότι τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος
και αυτά “είναι” και “δίνονται” και ούτε και το αντίθετο, δηλαδή ο χρόνος και ο
χώρος είναι, δίνονται, διότι “είναι” και δίνεται η πολλαπλότης. Ούτε η
πολλαπλότης δηλαδή είναι καθαυτή, το θεμέλιο του χρόνου (και του χώρου) ούτε
αυτά είναι το θεμέλιο της πολλαπλότητος. Και γι’αυτό είναι απαραίτητο η ύπαρξη
και η δυνατότης υπάρξεως της πολλαπλότητος να ερευνηθούν προκαταβολικώς
καθαυτά: ξεκινώντας από την ερώτηση “εάν δεχθούμε ότι ο χρόνος δεν είναι το
θεμέλιο τής πολλαπλότητος και ότι αυτή δεν είναι το θεμέλιο του χρόνου και ότι
μπορούν να ερευνηθούν καθαυτά, πώς δεχόμαστε ότι υπάρχουν και δίνονται ο χρόνος
και η πολλαπλότης, για τα οποία αναρωτώμεθα εάν το Ένα είναι θεμέλιο του άλλου;
Ή επίσης: η ερώτηση δεν είναι: quid est tempus? Αλλά
“πώς είναι δυνατόν να θέσουμε αυτή την ερώτηση και επομένως να αναρωτηθούμε quid tempus sit? (που βρίσκεται ο χρόνος).
Συνεχίζεται
ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ. ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ. ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ, ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΛΕ ΣΑΝ ΣΚΕΨΗ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ ΜΑΣ.
Αμέθυστος
Από τους φιλοσόφους του Μηδενός στους ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ http://theodotus.blogspot.com/2018/01/blog-post_22.html
ΑπάντησηΔιαγραφή