Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (1)

ΤΙ ΝΟΗΜΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ 

ΤΟΥ ENRICO BERTI.

Πριν απαντήσω σ’αυτή την ερώτηση, επιθυμώ να διευκρινίσω ότι δεν προτίθεμαι να αμφισβητήσω τον τρόπο, την αξία ή την δυνατότητα τής ιστορίας τής φιλοσοφίας, παρότι πρόκειται για ένα πρόβλημα το οποίο συζητείται σήμερα πάρα πολύ και είναι θεμελιώδους σημασίας, για την ίδια την φιλοσοφία! Η ιστορία τής φιλοσοφίας ενδιαφέρει σαν μία φόρμα τής έρευνας τής αλήθειας, δηλαδή σαν έρευνα στο παρελθόν κάποιου πράγματος το οποίο αξίζει για το παρόν. Μ’αυτό δεν θέλω να αρνηθώ την ιστορικότητα τής φιλοσοφίας, τήν εμφάνισή της δηλαδή πάντοτε σε μία συγκεκριμένη όσο και ανεπανάληπτη κατάσταση, αλλά καί προσλαμβάνοντας από αυτή τήν κατάσταση αναρίθμητους περιορισμούς. Αλλά ακριβώς η καταλληλότης μίας φιλοσοφίας σε μία συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση μπορεί να μας δώσει το μέτρο τής ικανότητός της να προσαρμόζεται γενικώς στην ιστορία και επομένως και σ’εκείνη την ιστορική και συγκεκριμένη κατάσταση που είναι η δική μας.

          Μία ιστορία τής φιλοσοφίας, η οποία δεν είναι ταυτοχρόνως και έρευνα τής αλήθειας, εννοημένης σαν αιώνιας αξίας, μπορεί να ενδιαφέρει, εάν δεχθούμε ότι είναι δυνατόν, τον ευρυμαθή λόγιο ή τον αρχαιομαθή, αλλά όχι τον άνθρωπο που θέλει να ασκήσει ολοκληρωτικώς τήν ανθρωπινότητά του. Όταν αναρωτιέμαι λοιπόν τί νόημα έχει σήμερα η μελέτη τής αρχαίας φιλοσοφίας, προτίθεμαι να συζητήσω ποια είναι η αλήθεια της, τί πράγμα μπορεί να πει ακόμη, άξιο για τον σημερινό άνθρωπο, ποιά σπουδαιότητα δηλαδή μπορεί να έχει για τον δικό μας τρόπο σκέψης.

          Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται ένα πρόβλημα αυτού τού είδους: οι διάφορες απαντήσεις που δόθηκαν στο παρελθόν μπορούν να ξαναοδηγήσουν σε δύο αντίθετα άκρα: τον κλασικισμό και τον ιστορικισμό.

          Για τον κλασικισμό εννοώ τήν αφηρημένη ιδεολογικοποίηση τής αρχαιότητος σαν ένα μοντέλο άχρονο, απολύτως τέλειο, απέναντι στο οποίο η μοναδική στάση που μπορούμε να πάρουμε είναι εκείνη της ποιο πιστής μιμήσεως.

          Ιστορικά ο κλασικισμός μπορεί να ανιχνευθεί ότι προέρχεται από το κύμα ενθουσιασμού για την αρχαία τέχνη, ο οποίος κυρίευσε την Ευρώπη στο δεύτερο μισό τού ‘700, σαν συνέπεια τών πρώτων αρχαιολογικών ανακαλύψεων. Ο μεγάλος δημιουργός αυτού τού ρεύματος υπήρξε ο Giovanni Gioacchino Winckelmann, ο θεμελιωτής τής μοντέρνας επιστημονικής αρχαιολογίας, ο οποίος με την “Ιστορία τής αρχαίας τέχνης”, δημοσιευμένης το 1764, έγραψε αυτή που μπορεί να θεωρηθεί η βίβλος τής κλασσικής αισθητικής. Εάν πράγματι οι καθαρά αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποίησε ο Winckelmann έδωσαν μία μεγαλύτερη ιστορική ψευδαίσθηση στην εικόνα τής αρχαιότητος που εκφράστηκε στον καιρό του και ίσχυσαν μ’αυτόν τον τρόπο να την χαρακτηρίσουν και να την εμπλουτίσουν απέναντι σε εκείνη που ανήκε στην Αναγέννηση, η αισθητική την οποία επεξεργάστηκε κατέληξε στην αποθέωση τής ελληνικής τέχνης σαν τής μοναδικής αποκαλύψεως τής αγνής ωραιότητος, η ενσάρκωση σχεδόν μίας πλατωνικής φόρμας.

          Μία τέτοια εξιδανίκευση, η οποία παρουσίασε τα έργα τών αρχαίων σαν μοντέλο αποκλειστικής μιμήσεως, αντί για πηγές έμπνευσης νέων πνευματικών δημιουργιών, προοριζόταν μοιραίως να παραμείνη άγονος από αυθεντικές αξίες. Αποτελούν απόδειξη ο μανιερισμός ενός Camora στην γλυπτική, ενός David στην ζωγραφική και τέλος μεγάλο μέρος τής αρχιτεκτονικής που ονομάστηκε “νεοκλασική”. Ποιο γόνιμος έργων υπήρξε ο ενθουσιασμός για τους Έλληνες στο πεδίο της λογοτεχνίας, ιδιαιτέρως στην Γερμανία, όπου, λόγω τής ιδιοφυΐας τού Γκαίτε, τού Σίλερ και του Χέλντερλιν, πραγματοποίησε μία αληθινή γερμανική αναγέννηση και μέσω τής πολιτικής και της ανανέωσης τής παιδείας από τον Humboldt, δημιούργησε μία μοντέρνα ανθρωπιστική σχολή!

          Το βασικό πρόβλημα τού κλασικισμού, παρά την προσπάθεια για μία μεγαλύτερη κατανόηση τής αρχαιότητος στην συγκεκριμένη της παραγωγή, σε αρμονία με την νέα ιστορική συνείδηση η οποία αναπτυσσόταν στην Ευρώπη στα τέλη του ‘700, παραμένει μία ανεπαρκής γνώση εκείνου που υπήρξε πραγματικά ο αρχαίος κόσμος, δηλαδή τού πνευματικού κλίματος, τού κοινωνικού και πολιτισμικού, στο οποίο έγινε η σύλληψη τών τόσο ένδοξων έργων τών Ελλήνων. Είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Winckelmann δεν γνώριζε αρκετά καλά τις πρωτότυπες δημιουργίες της γλυπτικής τών Ελλήνων, τίς οποίες είχε μελετήσει στα αντίγραφα που διέθετε η Ιταλία και προτιμούσε τα αριστουργήματα τής ελληνιστικής περιόδου από την κλασσική ελληνική εποχή, όπως τον Απόλλωνα τού Belvedere ή τον Λαοκόοντα!

          Στο πεδίο τής φιλοσοφίας ο κλασικισμός βρήκε μία εφαρμογή λιγότερο έμμεση και εντυπωσιακή από αλλού: σ’αυτό το πεδίο μπορούμε να εγγράψουμε την λατρεία τού Πλάτωνος από μέρους τού Σλαϊερμάχερ, ο οποίος παρ’όλα αυτά επειδή εννόησε επιτέλους την αδιάσπαστη ενότητα τού θεωρητικού περιεχομένου και τής διαλογικής μορφής, σημάδεψε την αρχή τής αληθινής ιστορικής κατανοήσεως τής πλατωνικής φιλοσοφίας. Έτσι επίσης αναδύει κλασικισμό καί η αρπαγή τού νεαρού Χέγκελ για τον ελληνικό κόσμο, τον οποίο είδε κάτω από την επιρροή τού Σίλερ και τού Χέλντερλιν, σαν την πλήρη πραγμάτωση τής αρμονίας ανάμεσα στο ανθρώπινο και το Θείο, φύσεως καί απολύτου, την οποία συμβολίζει η διατύπωση έν και πάν.

          Αλλά αυτή η κλασικιστική στάση μοιάζει να επιβιώνει ακόμη και σήμερα σε μερικές απαιτήσεις να επιστρέψουμε στην Ελληνική σκέψη ερμηνευμένη όμως μέσω τής μεσαιωνικής σχολαστικής, όπως και σε εκείνη την θέση σύμφωνα με την οποία όλα τα προβλήματα της φιλοσοφίας είχαν βρει την τελική και καθοριστική λύση. Μ’αυτόν τον τρόπο η αρχαία φιλοσοφία μειώνεται σε ένα αποκορύφωμα προτάσεων και θεωρημάτων σκληρά συνδεδεμένων, έτσι ώστε αντί να ερεθίσουν σε μια συνεχή και ανεξάντλητη έρευνα είναι αντικείμενο μόνον μίας κουραστικής και τυπικής επαναλήψεως!

          Εάν χάριν τής ιστορίας τής φιλοσοφίας θελήσουμε να δείξουμε το έλλειμα τών θέσεων κλασικιστικού τύπου, αυτό θα το βρούμε στο ελάχιστο ενδιαφέρον για τον πνευματικό humus και την κουλτούρα του από την οποία γεννήθηκαν οι μεγαλειώδεις δογματικές συνθέσεις τών Ελλήνων, στην αποστροφή για τις βιογραφικές περιπέτειες, για το περιβάλλον των πόλεων, για τους λογοτεχνικούς συνδυασμούς, τούς θρησκευτικούς και πολιτικούς, στην αποκλειστική προσήλωση στον “θεωρητικό πυρήνα” και στις διάφορες θεωρητικές θέσεις.

          Η αντίθετη στάση στον κλασικισμό είναι ο ιστορικισμός, δηλαδή η πεποίθηση ότι καμία αλήθεια δεν επιβιώνει τής ιστορίας, ότι κάθε έκφραση τής ανθρώπινης δραστηριότητος καθότι πραγματοποιήθηκε σε μία καθορισμένη ιστορική στιγμή, εξαντλεί σ’αυτή όλη της τήν αξία και πρέπει να θεωρηθεί ανεπανόρθωτα ξεπερασμένη και ανεπίκαιρη σε κάθε άλλη στιγμή! Η γένεση αυτής τής στάσης εντοπίζεται στην ιδέα τής προόδου τού διαφωτισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε πολιτισμός, κάθε δόγμα, κάθε πολιτισμική μορφή ξεπερνιέται σιγά-σιγά από τα επόμενα. Αλλά η απλοϊκότης τής κατανοήσεως τής αναπτύξεως τής ιστορίας σαν μία ευθεία πρόοδος αναιρέθηκε από τον ρομαντικό ιστορικισμό, χάρη σε μία πιο οργανική διαλεκτική σύλληψη.

Συνεχίζεται

ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ Ο ΚΛΑΣΙΚΙΣΜΟΣ, ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΙΟΥΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ, ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΙΔΑΝΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ '21 ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΙΝ 

ΚΑΙ Ο ΙΣΤΟΡΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΕΙ ΤΊΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΟΝΤΕΡΝΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΑΜΦΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ. ΑΛΛΑ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΤΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΟΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου