Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

Ὁ π. Ἱερώνυμος ὁ Ἡσυχαστὴς τῆς Αἴγινας καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῶν ἐπαίνων

 

Ὁ π. Ἱερώνυμος ὁ Ἡσυχαστὴς τῆς Αἴγινας
Ὁ π. Βασίλειος (ἔτσι λεγόταν προτοῦ καρεῖ μεγαλόσχημος μοναχός) ἔφτασε στὴν Πόλη, πῆρε τὴν εὐλογία τοῦ πατριάρχη Ἰωακεὶμ τοῦ Γ΄ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ γράμμα τοῦ Μητροπολίτη Προκοπίου. Στὴ συνέχεια ξεκίνησε νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ προσευχηθεῖ σ` ὅλα τὰ ἱερὰ προσκυνήματα. Πῆγε στὴν Ἁγία Σοφία, στὸ ἁγίασμα τῆς Βλαχέρνας καὶ τοῦ Μπαλουκλῆ, προσκύνησε τὰ λείψανα τῆς ἁγίας Εὐφημίας, ἐπισκέφτηκε τὴ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή, τὴ Μονὴ τῆς Χώρας, τὴν Παμμακάριστο, τὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ἡ ψυχὴ του εὐφραινόταν. Δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ καὶ σκεφτόταν ὅτι ἐδῶ, σ` αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἅγιο, ὅπου ὑπάρχουν τόσες ἐκκλησίες, τόσοι ἱεράρχες, ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολὴ κ.ἅ., θὰ πρέπει νὰ ὑπάρχει ἔντονη πνευματικὴ ζωή. Ἂν στὴν πατρίδα μου, ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν γνώριζαν γράμματα, δὲν ἤξεραν καλὰ καλὰ τὰ ἑλληνικὰ καὶ δὲν εἶχαν πατερικὰ βιβλία νὰ διαβάσουν, ὑπῆρχε κάποια πνευματικὴ κατάσταση, ἐδῶ, ὁ π. Βασίλειος πίστευε πὼς θὰ βρεῖ ἁγίους πνευματικούς, ἀπ` τοὺς ὁποίους θὰ… μάθαινε ὅσα ὁ ἴδιος ἀγνοοῦσε. Ρωτοῦσε καὶ ὅπου ἄκουγε ὅτι ὑπάρχει κάποιος καλὸς πνευματικός, ἔτρεχε κοντά τοῦ. Γρήγορα ὅμως ἀπογοητευόταν. «Ὅπου καὶ νὰ πῆγα, ἄνθρωπον σὰν τὸν Μισαὴλ δὲν βρῆκα», μᾶς ἔλεγε. (Ὁ Μισαὴλ ἦταν ἕνας λαϊκὸς στὸ χωριό του, ἄνθρωπος πολὺ πνευματικὸς καὶ κατηχητής). Πολλοί, ὅταν τὸν ἄκουγαν νὰ ρωτάει γιὰ κατανυκτική, καρδιακὴ προσευχή, ἄρχιζαν νὰ τὸν βλέπουν παράξενα, σὰν νὰ `τᾶν πλανεμένος. 

Ὁ π. Βασίλειος στενοχωρήθηκε πολὺ μ` αὐτὴν τὴν ἔλλειψη ἔμπειρων πνευματικῶν ὁδηγῶν. Κι ἐπειδὴ δὲν εἶχε ποὺ νὰ ἐξομολογηθεῖ τὸν πόνο του, κάθισε κι ἔγραψε ἕνα γράμμα στὸν Μισαήλ. Τοῦ διηγήθηκε ὅλα τὰ θαυμαστὰ ποὺ εἶδε καὶ προσκύνησε στὴν Πόλη καὶ τοῦ διεκτραγωδοῦσε τὴν πνευματική της φτώχεια. «Ὅπου κι ἂν ἔψαξα, ἄνθρωπον σὰν κι ἐσένα δὲν εὗρον διὰ νὰ μὲ ὠφελήσει πνευματικῶς», τοῦ ἔγραφε, ἀνάμεσα στ` ἄλλα. 

Ὅσα δὲν κατάφεραν νὰ τὸν ὠφελήσουν οἱ πνευματικοί τῆς Πόλης, τὰ κατόρθωσε μία αὐστηρὴ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἀπ` τὸν Μισαήλ. Ἀφοῦ ξεκινοῦσε τὸ γράμμα του μὲ λόγια εὐγενικὰ καὶ ζεστά, γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει στὶς θλίψεις του, κατέληγε: «… Σύ, τέκνον μου, ἐπεχείρησες νὰ μὲ κρημνίσεις εἰς τὸν βυθὸν τῆς κολάσεως. Ἐὰν πάλιν μου γράψεις ὅτι ἄνθρωπον ὡς ἐμὲ δὲν εὖρες, ξανὰ δὲν σοῦ γράφω, μηδὲ προσευχήν σου κάμνω καὶ τὴν μνήμην σου θέλω ἐξαλείψει ἀπὸ τὸν νοῦν μου καὶ τὴν καρδίαν μου… Ἀλλὰ ἐγὼ ἔστησα ἐνώπιόν μου ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου καὶ δὲν ἐσαλεύθην». «Τί ἄνθρωποι ἦταν αὐτοί! μᾶς ἔλεγε ὁ Γέροντας. Ἕναν λόγον τοῦ εἴπα καί διὰ νὰ μὴν πειραχθεῖ ἐνεθυμήθη ὅλες του τὶς ἁμαρτίες. Ποῦ σήμερον τέτοιοι ἄνθρωποι! Ἂν δὲν τοὺς πεῖς λόγον ἐπαινετικόν, σὲ τὸν γυρεύουν. Τέρπονται κι εὐφραίνονται εἰς τοὺς ἐπαίνους». 
Ὁ π. Βασίλειος κατάλαβε τὸ νόημα τῆς ἀπάντησης τοῦ Μισαὴλ καὶ σ` ὅλη του τὴν ζωὴ προσπάθησε μὲ κάθε θυσία νὰ ἀποφύγει τοὺς ἐπαίνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου