Σάββατο 26 Ιουνίου 2021

Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ (1).

Η ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΣΕΛΛΙΝΓΚ .

Τού CLAUDIO CIANCIO.

1. Η νοητική διαίσθηση και η πτώση.


 
Ένα από τα πιο χρήσιμα κλειδιά για την ανάγνωση τής στοχαστικής διαδρομής του Σέλινγκ είναι η ανάλυση τής χρήσης, τών μεταμορφώσεων και της εγκατάλειψης τής πλατωνικής έννοιας τής ανάμνησης σαν αρχετύπου τής φιλοσοφικής γνώσης. Αυτό το κλειδί θα φανερωθεί, ιδιαιτέρως κατάλληλο καθότι θα μας επιτρέψει να φωτίσουμε τόσο την μεγάλη πρωτοτυπία τής τελευταίας φιλοσοφίας τού Σέλινγκ όσο και την λανθάνουσα ύπαρξή του στις προηγούμενες φάσεις αυτών τών θεμάτων και εκείνων τών θέσεων που παρήγαγαν αυτή την πρωτοτυπία.

          Ήδη στα "Φιλοσοφικά Γράμματα" τού 1795 βρίσκουμε μία σύντομη νύξη στην πρωτογενή (καταγωγική) θεωρία τού νοητού κόσμου, σχετικά με την νοητική διαίσθηση σαν ενέργεια με την οποία το Εγώ, εγκαταλείποντας κάθε χρονικότητα και κάθε εξωτερικότητα, επιστρέφει στον εαυτό του για να ξαναβρεί το αληθινό Είναι, αιώνιο και απόλυτο. Η ερμηνεία με τον Πλατωνικό όρο τής θεμελιώδους πράξεως τής φιλοσοφίας τονίζεται στο σύστημα τής ταυτότητος, στο οποίο ξεκαθαρίζει η σημασία, αναμφίβολα διαφορετική από τού Φίχτε, τής νοητικής διαίσθησης τού Σέλινγκ, καθότι χάνει τον χαρακτήρα φαινομενικώς υποκειμενικό τής απλής αυτοσυνειδήσεως, τής αυτοτοποθέτησης τού απολύτου Εγώ, για να αποκτήσει εκείνον τής διαίσθησης τού Απολύτου σαν ταυτότητα. Το θέμα τής ανάμνησης είναι παρόν για παράδειγμα στον Bruno (1802) όπου αναφέρεται όμως στα μυστήρια, τής οποίας το δόγμα τής κάθαρσης θα έδειχνε τον τρόπο αφύπνισης τής καταγωγής (προηγούμενης τής καθόδου τής ψυχής στο σώμα) σάν “άμεση διαίσθηση ή εποπτεία των ιδεών και των πρωτότυπων μοντέλων των πραγμάτων”. Με τον ίδιο τρόπο ορίζεται το αντικείμενο τής φιλοσοφίας στα μαθηματικά στην "Μέθοδο τής ακαδημαϊκής μελέτης" (1803): η απόλυτη ενότης η οποία αποκτάται από την νοητική διαίσθηση ή την “άμεση διανοητική εποπτεία” απλώνεται σ ’εκείνες τις ιδιαίτερες ενότητες, διαθέτουσες την ίδια απολυτότητα, οι οποίες ονομάζονται “ιδέες ή αιώνια μοντέλα τής καταγωγής τών πραγμάτων”. Στην "Φιλοσοφία και Θρησκεία" (1804) η απεικόνιση τής νοητικής διαίσθησης έχει εκ νέου πλατωνικά κίνητρα. Η φιλοσοφία απαιτεί μία απόσταση από το αισθητό μέσω του οποίου η ψυχή επανέρχεται σ’εκείνη την άμεση σχέση με το Απόλυτο στην οποία συνίσταται η καταγωγική της (πρωταρχική) φύση.

          Η απόσταση τής ψυχής από το αισθητό (πού στον Σέλλινγκ όμως δεν σημαίνει μία εγκατάλειψη τής φύσης) είναι μία από τις πιο κοντινές πλατωνικές όψεις τής θεωρίας τής νοητικής διαίσθησης. Το δοκίμιο “Σχετικά με την σχέση τής φυσικής φιλοσοφίας και τής φιλοσοφίας γενικά” (1802) αναφέρεται καθαρά στον Φαίδρο για να υπογραμμίσει την απαίτηση τής αρνητικής στιγμής τής κάθαρσης τής ψυχής σαν συνθήκης τής πρόσβασης στην αληθινή γνώση: η κάθαρση, ηθική και θεωρητική μαζί, είναι δυνατή και αναγκαία, διότι η ψυχή έχει την πατρίδα της στον κόσμο τών ιδεών!

          Αλλά η κάθαρση προϋποθέτει με την σειρά της μία άλλη και αντίθετη αρνητική κίνηση, τήν απόσπαση τής ψυχής από τον νοητό κόσμο. Και στο “Φιλοσοφία και θρησκεία”, ίσως το πιο πλατωνικό έργο του Σέλλινγκ, όπου όλες οι πλευρές τής θεωρίας τής ανάμνησης εφαρμόζονται και αναπτύσσονται: δεν εκφράζεται μόνον η στιγμή τής ανάβασης τής επιστροφής τής ψυχής στον κόσμο τών ιδεών, αλλά όλη η περιπέτεια τής ψυχής, όχι μόνον η Μνήμη αλλά και η προϋπόθεσή της, η πτώση από τον ιδανικό κόσμο. Μένοντας πιστός στο πλατωνικό δόγμα ο Σέλλινγκ γράφει ότι τα θεμελιώδη φιλοσοφικά προβλήματα (εκείνα δηλαδή που αφορούν την σχέση τού πεπερασμένου με το Απόλυτο και η καταγωγή του από αυτό) λύνονται οριστικά από το αρχαίο ιερό δόγμα ότι οι ψυχές κατεβαίνουν από τον νοητό κόσμο στον αισθητό, όπου βρίσκονται φυλακισμένες στο σώμα, αλυσοδεμένες για να εξιλεωθούν για την ανεξαρτησία τους και για μία αμαρτία την οποία διέπραξαν προηγουμένως (με την ιδανική έννοια όχι με την χρονολογική) από αυτή την ζωή. Και βεβαίως οι ψυχές φέρουν μαζί τους την ανάμνηση τής αρμονίας τού αληθινού σύμπαντος αλλά μέσα στο αισθητό θόρυβο τού κόσμου που τις περιτριγυρίζει, το αντιλαμβάνονται μόνον διαταραγμένα με παραφωνίες και αντιθετικούς ήχους. Έτσι όμως επίσης είναι ικανές να γνωρίσουν την αλήθεια όχι καθαυτή ή όπως μοιάζει να είναι, αλλά μόνον σ’αυτό που ήταν γι’αυτές και στο οποίο πρέπει να προσπαθήσουν να επιστρέψουν, δηλαδή στον νοητό κόσμο”!

          Όπως είναι γνωστό Φιλοσοφία και Θρησκεία ήταν προορισμένο να γεμίσει ένα κενό στο σύστημα τής ταυτότητος, εξηγώντας δηλαδή την γέννηση τού πεπερασμένου χωριστά από το Απόλυτο και μ’αυτό να εξηγήσει την γέννηση τού κακού. Αλλά όπως συμβαίνει συνήθως στον Σέλλινγκ, η θέση ενός νέου προβλήματος καταλήγει στην τροποποίηση τού ίδιου τού πλαισίου στοχασμού στο εσωτερικό τού οποίου είχε τεθεί. Και στην πρώτη διστακτική απομάκρυνση από την φιλοσοφία τής ταυτότητος ακριβώς η αυθεντία του Πλάτωνος στάθηκε βοήθεια στον Σέλλινγκ. Η έννοια τής πτώσης-στην οποία αφομοιώθηκε και η έννοια τού προπατορικού αμαρτήματος-είναι πραγματικά το κλειδί τής καταστάσεως το οποίο επιτρέπει να κρατηθούν μαζί το άθικτο τού Απολύτου και η δημιουργία τού πεπερασμένου χαμένου στον χωρόχρονο. Είναι επίσης και η έννοια που εξηγεί, με την υπόθεση μίας διαφορετικής καταστάσεως της ψυχής που προηγείται τής πτώσεως, την δυνατότητα μίας επανεύρεσης τού Απολύτου και γι’αυτό και της φιλοσοφίας. Μαζί όμως φανερώνει την αρνητικότητα τής ανθρώπινης συνθήκης, η οποία επιβάλλει στην έρευνα ένα αρνητικό σημείο εκκινήσεως “η πορεία στην φιλοσοφία που προηγείται εκείνη της γνώσης (του Απολύτου) μπορεί να είναι μόνον αρνητικό”-καθότι η ψυχή πρέπει να εγκαταλείψει πρώτα την συνθήκη της προσκόλλησης της στον φαινομενικό κόσμο, στην οποία βρίσκεται. Η πτώση είναι ένα θέμα που γεννά ανησυχία. Τόσο ανήσυχο δε όσο γιατί αυτή η πτώση, αντλεί κατά κάποιο τρόπο την καταγωγή της από την Ελευθερία.

          Το θέμα της πτώσεως δεν είναι εντελώς καινούργιο στην σκέψη του Σέλινγκ. Ήδη τα "Φιλοσοφικά γράμματα" μιλούσαν για μία έξοδο από το Απόλυτο, αρχής γενομένης από την οποία δημιουργείται στο ανθρώπινο πνεύμα μία διχόνοια, στην οποία βασίζεται εκείνη η άλλη διαφωνία η οποία αντιπαραθέτει τα διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα. Η μάχη τών συστημάτων παύει μόνον ξανακερδίζοντας το Απόλυτο μέσω τής διανοητικής εποπτείας, η οποία, όπως και η πλατωνική ανάμνηση, μας επαναφέρει στην καταγωγική (πρωταρχική) ενότητα, η οποία προηγείται τού χωρισμού και τής αντιθέσεως υποκειμένου και αντικειμένου, στις οποίες βασίζεται η αντίθεση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον ρεαλισμό. Αναλόγως οι ιδέες (1797) τοποθετούν σε έναν διαχωρισμό, ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο, την συνθήκη και μάλιστα την ίδια την γέννηση τής φιλοσοφίας η οποία όμως διατηρώντας σκοτεινές μνήμες, κινείται στην επανασύσταση της πρωταρχικής ενότητος. Η ελευθερία είναι αυτό που βρίσκεται στην καταγωγή τού διαχωρισμού και ταυτοχρόνως είναι η δύναμι η οποία παρακινεί την υπέρβασή του. Το δοκίμιο “Για την σχέση” όμως, κινούμενο από την αναγνώριση τού χαρακτήρος ουσιαστικώς θρησκευτικού τής φιλοσοφίας-μία φιλοσοφία η οποία στην αρχή της δεν είναι ήδη θρησκεία, δεν την αναγνωρίζουμε σαν φιλοσοφία-τοποθετεί τον διαχωρισμό στην σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο. Η συνειδητοποίηση αυτού του διαχωρισμού, μαζί με την πίστη στην υπέρβασή του, ανήκει στον Χριστιανισμό. Στην φιλοσοφία παραμένει το χρέος να πραγματοποιήσει αυτό που στον Χριστιανισμό είναι μόνον πιστευτό, δημιουργώντας μία νέα θρησκεία στην οποία ανακοινώνεται “τό ευαγγέλιο της καταλλαγής ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο”.

Συνεχίζεται

ΑΡΝΟΥΜΕΝΟΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, ΤΟ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΑΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΕΛΛΙΝΓΚ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΡΩΣΟΥΣ ΣΟΦΙΟΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΑΜΕ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΙΖΕΡΗ ΜΕΤΑ-ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου