Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: ΣΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΙΩΑΝΝΗ Η΄ ΕΩΘΙΝΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ [Ιω.20,11-18]

 Μπορεί να είναι εικόνα 5 άτομα(το οποίο διαβάζεται κατά την Κυριακή του Τυφλού)

Όπου εκτίθεται και ότι μεγάλων δωρεών θα αξιωθούν όσοι παραμένουν έως το τέλος με ευλάβεια στις ιερές συνάξεις.

Ο Ιωάννης ο Παρθένος είναι ο μόνος που απέκτησε και πλούτισε κατά χάρη μητέρα την μόνη από τις μητέρες Παρθένο, ο εξαιρετικά αγαπημένος του Χριστού, ο περισσότερο από τους άλλους ευαγγελιστές θεωρούμενος ως υιός βροντής, την οποία ο Κύριος ανέβηκε στους ουρανούς και κρότησε· γι΄αυτό, χρησιμοποιώντας πιο μεγαλόφωνο κήρυγμα, για να μας διατρανώσει το συμβάν της δεσποτικής αναστάσεως από τους νεκρούς και να ιστορήσει τον τρόπο της φανερώσεως μετά την ανάστασή Του, την περασμένη Κυριακή[:Κυριακή της Σαμαρείτιδος, ανάγνωση στον όρθρο του Ζ΄ Εωθινού Ευαγγελίου, Ιω.20,1-10] ακούστηκε να λέγει δια της περικοπής του ευαγγελικού συγγράμματός του: «Τῇ δὲ μιᾷ τῶν σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. τρέχει οὖν καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς(:Αφού πέρασε το Σάββατο, την επόμενη ημέρα, που ήταν η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, η Μαρία η Μαγδαληνή έρχεται στο μνημείο πρωί, όταν ήταν ακόμη σκοτάδι, και βλέπει ότι ο λίθος που έφραζε την είσοδο του τάφου ήταν σηκωμένος από το μνήμα. Όταν λοιπόν είδε το μνήμα ανοιχτό, τρέχει κι έρχεται στον Σίμωνα Πέτρο και στον άλλο μαθητή τον οποίο αγαπούσε ο Ιησούς)»[Ιω.20,1-2], δηλώνοντας στο σημείο αυτό τον εαυτό του.
Τώρα δε[:εδώ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρεται στο όγδοο εωθινό ευαγγέλιο, Ιω. 20,11-18, το οποίο διαβάζεται κατά τον όρθρο της Κυριακής του Τυφλού] τον ακούσαμε να λέγει: «Μαρία δὲ εἱστήκει πρὸς τῷ μνημείῳ κλαίουσα ἔξω(:Η Μαρία όμως στο μεταξύ στεκόταν κοντά στο μνημείο και έκλαιγε έξω απ’ αυτό, χωρίς να φαντάζεται ποτέ ότι ο Ιησούς αναστήθηκε)»[Ιω.20,10]. Πραγματικά ο ίδιος ο Ιωάννης μαζί με τον Πέτρο, αφού την άκουσαν και έτρεξαν στο ζωαρχικό μνημείο, είδαν και, αφού πίστεψαν με τεκμήρια και θαύμασαν, απήλθαν στα δικά τους.Η δε Μαρία, παραμένοντας, στεκόταν έξω κοντά στο μνημείο κλαίγοντας, πράγμα που υποδηλώνει ότι δεν είχε ακόμη λάβει καμία πληροφορία για την Ανάσταση του Δεσπότη, αν και είχε ήδη έλθει δύο φορές με άλλους στο μνημείο· δηλαδή πρώτα με την Θεομήτορα, όπως ιστόρησε ο Ματθαίος, γράφοντας: «Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας(:Αργά λοιπόν τη νύχτα του Σαββάτου, την ώρα που ξημέρωνε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία για να δουν τον τάφο. Και ξαφνικά, έγινε σεισμός μεγάλος)» [Ματθ.28,1-2] και τα εξής. Έπειτα, έρχεται τώρα μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι πιστεύοντας με όσα είδαν και θαυμάζοντας, απήλθαν. Ήλθε λοιπόν μαζί με άλλους στον τάφο δύο φορές και ενώ, όλοι εκείνοι που ήλθαν μαζί πίστεψαν και βεβαιώθηκαν, αυτή, μην έχοντας λάβει καμία βεβαιότητα ακόμη, κλαίει απαρηγόρητη.
Αυτό θα το δει κανείς να γίνεται και στους αγώνες για την αρετή· πραγματικά άλλους μεν από τους αγωνιζομένους η χάρη τούς συναντά αμέσως και τους παρέχει επιβεβαίωση για τους αρραβώνες, δίνοντάς τους μια γεύση για τα έπαθλα που τους έχει υποσχεθεί ο Θεός για τους αγώνες τους, σαν να τους προτείνει φιλάνθρωπο χέρι, να τους δεξιώνεται και να τους γυμνάζει για τα υπόλοιπα· άλλων όμως περιμένει το τέλος του αγώνα, ετοιμάζοντας πάντως γι’ αυτούς τους στεφάνους της υπομονής, ώστε κάποιος από τους θεοφόρους πατέρες να πει ότι «άλλοι δέχονται τις ιερές αμοιβές πριν από τους καμάτους, άλλοι κατά τη διάρκεια των καμάτων και άλλοι κατά την έξοδο».
Συμβαίνουν δε αυτά, διότι η πάνσοφη πρόνοια του Θεού οικονομεί τα πράγματά μας ποικιλοτρόπως και απονέμει στον καθένα με φιλανθρωπία το κατάλληλο και επωφελές, τόσο επί των έργων της αρετής, όσο και επί των μυστηρίων της πίστεως. Έτσι λοιπόν, οικονομώντας και τα σχετικά με τη Μαγδαληνή Μαρία, με σοφία και φιλανθρωπία ο δεσπότης, όρισε να μη λάβει ακόμη τότε την επιβεβαίωση της Αναστάσεώς Του, οδηγώντας και προτρέποντας μέσω αυτής και τους έπειτα μαζί σε υπομονή. Ας ακούσουμε ποιων θεαμάτων αξιώθηκε έπειτα λόγω της καρτερίας της και του επίμονης παραμονής της δίπλα στο μνήμα: «Ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ(:Ενώ λοιπόν εξακολουθούσε να κλαίει, έσκυψε μια στιγμή στο μνημείο αναζητώντας και πάλι το σώμα του Ιησού. Βλέπει τότε δύο αγγέλους με λευκά ενδύματα, ένδοξους και ακαταγώνιστους φρουρούς του τάφου. Αυτοί κάθονταν ως υπηρέτες του αναστημένου Κυρίου, ο ένας προς το μέρος του κεφαλιού και ο άλλος προς το μέρος των ποδιών, όπου πιο πριν ήταν τοποθετημένο κάτω στη γη το σώμα του Ιησού)»[Ιω.20, 12].
Το να σκύβει και να στρέφει τα μάτια περιπαθώς προς το μνήμα είναι δείγμα της άκρας ευαισθησίας· εκείνο λοιπόν πρέπει πρώτο να εξετάσουμε, το πώς δηλαδή, ενώ ήταν ακόμη σκοτεινά, όπως λέγει παραπάνω ο ευαγγελιστής, αυτή τα έβλεπε ακριβώς όλα και χωριστά το καθένα, κα μάλιστα από έξω όσα βρίσκονταν μέσα στο σπήλαιο. Είναι λοιπόν φανερό ότι έξω μεν ήταν σκοτεινά, επειδή δεν είχε ακόμη φέξει τελείως η αισθητή ημέρα, το σπήλαιο όμως εκείνο ήταν γεμάτο από το φως της Αναστάσεως, το οποίο βλεπόμενο με θεϊκό τρόπο από τη Μαρία, επαύξανε τον πόθο της προς τον Χριστό και χορηγούσε δύναμη να αντιλαμβάνεται με τα μάτια εκείνης, αγγελική οπτασία, και όχι μόνο να βλέπει, αλλά και να μπορεί να συνομιλεί με αγγέλους· διότι τέτοιας λογής ήταν εκείνο το φως.
Τους είδε λοιπόν ενδεδυμένους στα λευκά όχι μόνο εξαιτίας του καθαρού και φωτοειδούς της φύσεως των αγγέλων, αλλά και διότι διαλευκαίνουν και διασαφηνίζουν το μυστήριο της αναστάσεως, συγχρόνως δε και διότι στην πράξη συνεορτάζουν μαζί μας την πραγματικά λαμπροφόρο ημέρα της δεσποτικής Αναστάσεως. Και τους είδε καθισμένους, για να γνωρίσει καλά ότι δεν ήλθαν τότε, αλλά ήσαν και προηγουμένως παρόντες, αν και δεν φαίνονταν προηγουμένως, και να αντιληφτεί την αξία τους, αφού αναλογιστεί ποιοι είναι αυτοί, οι οποίοι αν και παρόντες, δεν βλέπονταν. Νομίζω δε ότι τους έκανε να κάθονται και ο πόθος να προσεγγίζουν περισσότερο στον τόπο όπου προηγουμένως ήταν τοποθετημένο το δεσποτικό Σώμα· διότι ήταν σαν να προσφύονται στο μνήμα από την αγάπη, καθίζοντας ο ένας προς την κεφαλή και ο άλλος προς τα πόδια και δείχνοντας ότι είναι εξίσου ποθητό και πολύτιμο για τους αγγέλους και η θεότητα του Χριστού, της οποίας σύμβολο είναι ο τόπος της κεφαλής, και η ενανθρώπησή Του, της οποίας τύπος είναι ο τόπος των ποδιών.
«Καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι· γύναι, τί κλαίεις;(:Της λένε τότε εκείνοι: ‘’Γυναίκα, γιατί κλαις;’’)»[Ιω.20,13]. «Βλέπεις το σπήλαιο να έχει γίνει ουρανός, μάλλον δε ουράνιος ναός αντί επιγείου τάφου και δεσμωτηρίου, γεμάτος ουρανίους αγγέλους αντί επιγείους φύλακες, που το σεμνύνουν εξόχως σαν τόπο Θεού ζωοδότη και τον μεταχειρίζονται με χαρά αδειανό. Εσύ όμως γυναίκα, γιατί κλαις;». Την ρωτούν για την κατάστασή της, όχι διότι αγνοούν, αλλά για να την καταστήσουν κυρία των λογισμών της παύοντας το πένθος της και να βρουν ευκαιρία να εκτελέσουν το έργο τους· έργο δε αγγέλων που παρακάθονται στον τάφο του Ζωοδότη είναι να εξαγγέλλουν τη δόξα του Αναστάντος.
Αλλά, όταν οι άγγελοι ρώτησαν για ποιον λόγο κλαίει, εκείνη λέγει: «ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω(:‘’Διότι πήραν τον Κύριό μου από τον τάφο και δεν ξέρω πού τον έβαλαν’’. Και αφού τα είπε αυτά, στράφηκε πίσω)»[Ιω.20,13-14]. Τι ήταν αυτό που έκανε τη Μαρία να στραφεί προς τα πίσω; Οπωσδήποτε η δουλική κίνηση και προσοχή των αγγέλων προς τον επιφανέντα Δεσπότη. Εκείνη τον αποκαλούσε κύριο μόνο του εαυτού της και υποψιαζόταν κλοπή και μεταφορά το σώματος, επιδεικνύοντας μεν ψυχική διάθεση προς Αυτόν, χωρίς όμως να φρονεί τίποτε θεοπρεπές γι’ Αυτόν. Εκείνοι παριστάνουν με πράξεις ότι ο Χριστός είναι Κύριος και αυτών των αγγέλων του Θεού· διότι όταν ακόμη δεν φαινόταν Εκείνος, αυτοί παρακάθονταν στον τάφο, όταν δε ο Δεσπότης εμφανίστηκε αντίκρυ, αμέσως σηκώθηκαν και κοίταξαν Αυτόν, ατενίζοντάς Τον με ευλάβεια και θαυμασμό σε υπηρετική στάση.
Η Μαρία αφού στράφηκε τότε να δει τι είναι αυτό που και μόνο με την εμφάνισή του εξέπληξε τους αγγέλους, βλέπει τον Ιησού να στέκεται, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς, διότι δεν είχε ακούσει ακόμη για την Ανάσταση και δεν θα την παραδεχόταν εύκολα. Επειδή αφενός μεν το εξωτερικό φως της ημέρας ήταν ακόμη αμυδρό, αφετέρου δε ο Κύριος δεν επιδείκνυε σε αυτήν ακόμη τη θεία λαμπρότητα, ώστε να αναγνωριστεί ότι είναι Εκείνος που έπαθε, η Μαρία δεν Τον αναγνώρισε, αλλά υπέθεσε ότι είναι κηπουρός για τα εκεί φυτά, Αυτός ο Γεωργός των ψυχών, ο Δημιουργός του σύμπαντος. Όταν δε Εκείνος, φωνάζοντας και αποκαλώντας την με το όνομά της, «Μαρία», γνωστοποίησε τον εαυτό Του, εκείνη στρέφοντας τη γνώμη της, αποκρίθηκε και λέγει: «Ῥαββουνί», που σημαίνει «Διδάσκαλέ μου», χωρίς ούτε τότε, αν και Τον έβλεπε ζωντανό, να σκεφτεί κάτι θεοπρεπές, αλλά απλώς θεωρώντας τον ως άνθρωπο του Θεού και διδάσκαλο των θείων. Γι΄αυτό από την αγάπη όρμησε όχι μόνο να γονατίσει, αλλά και να πιάσει τα πόδια του, αλλά ακούει από Αυτόν: «Μή μου ἅπτου (:Μη με αγγίζεις)». «Επειδή δηλαδή», λέγει, «η διάνοιά σου δεν άγγιξε το ύψος του σχετικά με Εμένα μυστηρίου, ότι ενώ είμαι Θεός, τώρα βλέπομαι σε σώμα για σένα, και μάλιστα θεοειδές, γι΄αυτό μην με αγγίζεις».
Έπρεπε άλλωστε να φυλαχθεί και αυτό για τη Μητέρα του Θεού, το να αγγίξει αυτή μόνη από τις γυναίκες μετά την Ανάσταση το σώμα του από αυτήν ενανθρωπήσαντος Θεού για μας, πράγμα που έγινε, όπως ιστορεί ο ευαγγελιστής Ματθαίος· διότι γι’ αυτήν λέγει ο Ματθαίος ότι «προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ(:Αυτές τότε, αφού πλησίασαν, με ευλάβεια πολλή έπιασαν τα πόδια Του και Τον προσκύνησαν)»[Ματθ.28,9], ενώ στη Μαρία λέγει «Μή μου ἅπτου· οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου(:Μη μ’ αγγίζεις. Μη συμπεριφέρεσαι πλέον σε μένα σαν να πρόκειται να είμαι και πάλι ανάμεσά σας με αυτήν τη μορφή, με τη μορφή της ταπεινώσεως και της ασθενείας, όπως ζούσα μαζί σας πριν από το Πάθος. Μη μ’ αγγίζεις, διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)»[Ιω.20,17].
Αυτό είναι συναρτημένο με τα λόγια που απευθύνονται έπειτα προς τους μαθητές Του, ότι «ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου»· «οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου (:διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)». Και λέγει αυτό, για να τους καταστήσει εμφρόντιδες και επιμελεστέρους και για να τους διεγείρει προς επιπόθηση και επιζήτηση της θέας Του. Έχει δε σχέση και προς τη Μαγδαληνή Μαρία, διότι λέγει «Μη με αγγίζεις»· «διότι το σώμα που με περιβάλλει τώρα είναι τέτοιο, ώστε να είναι ανωφερέστερο και δραστικότερο από το πυρ και να μπορεί να ανεβαίνει όχι μόνο προς τον ουρανό, αλλά και προς τον ίδιο τον επουράνιο Πατέρα». «Οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου (:διότι δεν ανέβηκα ακόμη προς τον Πατέρα μου)», λέγει, διότι δεν φανέρωσε ακόμη τον εαυτό Του στους μαθητές Του μετά την Ανάσταση.
«Πήγαινε λοιπόν προς τους αδελφούς μου αυτούς· διότι όλοι είμαστε ενός Πατρός, αν και όχι όλοι κατά τον ίδιο τρόπο· Εγώ μεν ως γνήσιος Υιός και ομοφυής με Εκείνον, εκείνοι δε ως γενόμενοι μέσω Εμένα υιοποίητοι σε Αυτόν»: «Πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν(:Πήγαινε όμως στους αδελφούς μου και πες τους: ‘’Ανεβαίνω προς τον Πατέρα μου, τον Οποίο δι’ εμού και εσείς έχετε κατά χάριν Πατέρα. Αυτός έγινε και Θεός μου από τότε που έγινα άνθρωπος, όπως είναι Θεός δικός σας)»[Ιω.20,17]. Όπως δηλαδή σε εμάς μεν είναι Πατήρ κατά χάρη δια του Πνεύματος της υιοθεσίας, Εκείνου δε Πατήρ φυσικώς κατά την θεότητα, έτσι σε μας μεν είναι Θεός ως Δημιουργός της φύσεως, Εκείνου δε λόγω της οικονομίας κατά το ανθρώπινο· και γι΄αυτό το είπε χωριστά, για να εννοήσουμε εμείς την κατάλληλη διαφορά. Παρακινούσε δε και εκείνους με αυτό το μήνυμα ότι δηλαδή ανεβαίνει προς τον Πατέρα, να εννοήσουν περί του σώματός Του ότι είναι τέτοιο, ωσάν να αναστρέφεται επάνω στη γη πάντοτε όπως και προηγουμένως και να συνυπάρχει με αυτούς διαπαντός.
Αλλά η μεν Μαγδαληνή Μαρία, την οποία υμνούμε και ως μία από τις μυροφόρες του Χριστού, και στην οποία, αφού απελάθηκαν από τον Χριστό τα επτά πνεύματα της πονηρίας, εγκαταστάθηκε οπωσδήποτε η κατά επτά τρόπους ενεργούσα θεία χάρη του Πνεύματος· αυτή λοιπόν η Μαγδαληνή Μαρία, αφού λόγω της επίμονης παραστάσεώς της αξιώθηκε αγγελική οπτασία και συνομιλία, γίνεται απόστολός Του προς τους αποστόλους, και αφού διδάχθηκε και διαβεβαιώθηκε τελείως από το ίδιο το θείο στόμα απέρχεται προς τους Αποστόλους, για να απαγγείλει σε αυτούς ότι είδε τον Κύριο, που της είπε αυτά.
Εμείς πάντως ας προσέξουμε, αδελφοί μου, πόσο απείχε η Μαγδαληνή Μαρία κατά την αξία από τον Πέτρο τον κορυφαίο απόστολο και τον Ιωάννη τον αγαπημένο του Χριστού Θεολόγο, και πόσο μεγαλύτερες από αυτούς δωρεές αξιώθηκε τότε. Πραγματικά εκείνοι, όταν έτρεξαν προς τον τάφο, είδαν μόνο τα σινδόνια και το σουδάριο, αυτή όμως εξαιτίας της ενδιάθετης και επίμονης καρτερίας, αφού παρέμεινε έως το τέλος στη θύρα του σπηλαίου, είδε πριν από τους Αποστόλους όχι μόνο τους αγγέλους, αλλά και τον ίδιο τον Κύριο των αγγέλων Αναστάντα από τους νεκρούς κατά τη σάρκα και έγινε αυτήκοος Αυτού και διάκονος των από το θείο Του στόμα προσταγμάτων.
Ο ναός αυτός, όπου βρισκόμαστε τώρα είναι τύπος του σπηλαίου εκείνου όπου βρισκόταν ο τάφος του Κυρίου, μάλλον δε έχει και κάτι περισσότερο του τύπου, διότι είναι σχεδόν ένα άλλο εκείνο· διότι έχει τόπο, στον οποίο τοποθετείται το Δεσποτικό Σώμα, το εσωτερικό του παραπετάσματος και την μέσα σε αυτό πανίερη Τράπεζα. Όποιος λοιπόν προστρέχει νοερά στο θείο πραγματικά και θεοδόχο αυτό σπήλαιο και παραστέκει και παραμένει έως το τέλος, συγκεντρώνοντας και κατευθύνοντας τη διάνοιά του προς τον Θεό, όχι μόνο θα αποκτήσει επίγνωση των λόγων της θεόπνευστης Γραφής που υπάρχουν σε αυτήν την Τράπεζα, σαν να είναι άγγελοι που διακηρύσσουν τη θεότητα και ανθρωπότητα του Λόγου του Θεού που ενανθρώπησε για μας, αλλά θα δει και αυτόν τον Κύριο ασφαλώς με τους οφθαλμούς της διανοίας, δεν θα είναι δε υπερβολικό να πούμε και του σώματος. Διότι αυτός που βλέπει με πίστη τη μυστική Τράπεζα και τον Άρτο της ζωής που προτίθεται σε αυτήν, βλέπει τον ίδιο τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού, που έγινε σάρκα για μας και κατασκήνωσε μέσα μας· κι αν παρουσιάσει τον εαυτό του άξιο για υποδοχή, όχι μόνο τον βλέπει, αλλά γίνεται και μέτοχος αυτού και τον αποκτά ένοικο μέσα του και γεμίζει από τη θεία χάρη που εκπέμπεται από Αυτόν. Και όπως η Μαρία είδε εκείνα που επιθυμούσαν τότε να δουν οι Απόστολοι, έτσι αυτός αξιώνεται να βλέπει εκείνα και να απολαύσει εκείνα, στα οποία θέλουν κατά τον απόστολο να κρυφοκοιτάξουν οι άγγελοι, και δια της θέας προς αυτά και μεθέξεως καθίσταται ολόκληρος θεοειδής.
Επομένως, αδελφοί, ανορθώστε τα παράλυτα προς την αρετή χέρια σας και τα παραλυμένα γόνατα [πρβ. Ησ. 35,3: «Ἰσχύσατε, χεῖρες ἀνειμέναι καὶ γόνατα παραλελυμένα(:λάβετε δύναμη, χέρια εξασθενημένα και γόνατα παραλυμένα)»], κατασκευάστε ίσιες τροχιές για τα πόδια σας[Εβρ. 12,13: «Καὶ τροχιὰς ὀρθὰς ποιήσατε τοῖς ποσὶν ὑμῶν, ἵνα μὴ τὸ χωλὸν ἐκτραπῇ, ἰαθῇ δὲ μᾶλλον(:Και ας βαδίσουν σε ίσιους δρόμους τα πόδια σας, για να μην χειροτερεύσει η αναπηρία σας, αλλά να γιατρευτεί. Αποκτήστε δηλαδή ορθά φρονήματα, διότι κινδυνεύετε να πλανηθείτε μακριά από τον ίσιο δρόμο της πίστεως)»], βαδίζοντας τις ευθείες οδούς του Κυρίου, δηλαδή τη δικαιοσύνη, τη σωφροσύνη, την αγάπη, την ταπείνωση, την αλήθεια· είναι δε οπωσδήποτε διεστραμμένες οδοί και στραβές, το μίσος, το ψεύδος, ο δόλος, ο φθόνος, η πλεονεξία, η υπερηφάνεια, και τα παρόμοια με αυτά, τα οποία όχι μόνο πραττόμενα, αλλά και μόνο αγαπώμενα και μελετώμενα νοερώς, καθιστούν τον άνθρωπο άξιο της θείας αποστροφής, επειδή βέβαια ο μεν άνθρωπος βλέπει στο πρόσωπο, ο δε Θεός στην καρδιά και Αυτός είναι που ερευνά τις καρδιές και τα νεφρά[Αποκ.2,23: «Καὶ γνώσονται πᾶσαι αἱ ἐκκλησίαι ὅτι ἐγώ εἰμι ὁ ἐρευνῶν νεφροὺς καὶ καρδίας, καὶ δώσω ὑμῖν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν(:Και έτσι θα μάθουν οι Εκκλησίες από αυτά τα πράγματα ότι Εγώ είμαι Αυτός που ερευνώ νεφρούς και καρδιές, δηλαδή τα πιο απόκρυφα βάθη της ψυχής του ανθρώπου˙ και θα δώσω στον καθένα σας ανάλογα με τα έργα σας)»].
Αλλά εμείς, συναθροιζόμενοι στον ναό του Θεού, «ἀναζωσάμενοι τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν νήφοντες(:αφού περιμαζέψετε από τη διάχυση τις διάνοιές σας και συγκεντρώσετε τις σκέψεις σας ελευθερώνοντας την ψυχή σας από καθετί, που την εμποδίζει να υπηρετεί τον Θεό, και κάνοντας εγκράτεια σε όλα)», κατά τον λόγο του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, «τελείως ἐλπίσατε ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει Ἰησοῦ Χριστοῦ(:ελπίστε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό ότι θα λάβετε τη χάρη της σωτηρίας, την οποία σας φέρνει ο Ιησούς Χριστός κατά την ημέρα της δεύτερης μεγαλοπρεπούς αποκαλύψεως και παρουσίας Του)»[Α΄Πέτρ.1,13]·διότι δεν είναι δυνατό, αυτός που στέκεται στην ιερή εκκλησία του Θεού, που συγκεντρώνει τον νου του και τον ανυψώνει προς τον Θεό, που διαλογίζεται και αφιερώνεται στο νόημα των ιερών ασμάτων από την αρχή έως το τέλος, να μην υποστεί τη θεία αλλοίωση, αναλόγως με τον διαλογισμό προς τον Θεό και τα θεία λόγια. Με αυτόν τον διαλογισμό γεννάται στην καρδιά κάποια θέρμη, που σβήνει τους πονηρούς λογισμούς σαν μύγες και προκαλώντας στην ψυχή πνευματική ειρήνη και παρηγορία και παρέχοντας στο σώμα τον αγιασμό, σύμφωνα με αυτόν που είπε: «ἐθερμάνθη ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ. (:ερεθίστηκε η καρδιά μου στο εσωτερικό μου· άναψε φωτιά μέσα μου από τη μελέτη που έκανα και οι φλόγες του πυρός αυτού αυξήθηκαν)» [Ψαλμ.38,4]. Και αυτό είναι αυτό που και κάποιος από τους θεοφόρους πατέρες μας δίδαξε λέγοντας: «Κάνε κάθε προσπάθεια, ώστε η εσωτερική σου εργασία να είναι κατά Θεόν και τότε θα νικήσεις τα εξωτερικά πάθη». Προς αυτό προτρέποντάς μας και ο μέγας Παύλος, λέγει: «Λέγω δέ, πνεύματι περιπατεῖτε καὶ ἐπιθυμίαν σαρκὸς οὐ μὴ τελέσητε(:Και με αυτά που σας λέω, εννοώ ότι πρέπει να συμπεριφέρεστε σύμφωνα με τις εμπνεύσεις του Αγίου Πνεύματος, και τότε δεν θα εκπληρώσετε την επιθυμία της σάρκας, και συνεπώς δεν θα δαγκώνει ο ένας τον άλλο, ούτε θα υπάρχει μίσος μεταξύ σας)» [Γαλ.5,16].
Γι’αυτό αλλού παραγγέλλει, γράφοντας: «Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ (:Σταθείτε λοιπόν στην παράταξη του αγώνα. Ζωστείτε την αλήθεια σαν ζώνη, ώστε ο φωτισμός της αλήθειας να σας δίνει πνευματική δύναμη και ευκινησία)» [Εφ.6,14]· διότι όταν ο λογισμός στρέφεται γύρω από τα θεία και παραμένει στην κατά τον Θεό αλήθεια, συγκρατώντας και καθοδηγώντας στις σαρκικές επιθυμίες, και πάψουν σε μας οι σαρκικοί λογισμοί, τότε η χάρη του Πνεύματος παραλαμβάνει την ψυχή ήρεμη και την κάνει να γεύεται με τα μελλοντικά εκείνα απόρρητα αγαθά, τα οποία οφθαλμός εμπαθούς και αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και σε καρδιά τέτοιου ανθρώπου δεν ανέβηκαν [Α΄Κορ.2,9: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν(:αυτά που ετοίμασε ο Θεός για αυτούς που τον αγαπούν μάτι δεν τα είδε και αυτί δεν τα άκουσε και ανθρώπινος νους δεν τα φαντάστηκε)»]. Και η γεύση αυτή είναι αρραβώνας αυτών και η καρδιά που δέχεται τους αρραβώνες αυτών γίνεται πνευματική και λαμβάνει διαβεβαίωση για τη σωτηρία της. Επομένως, εάν θέλει κανείς να αποκτήσει αυτή τη διαβεβαίωση και να μάθει ακριβώς για τους πνευματικούς αυτούς αρραβώνες, ας πολιτεύεται όπως δίδαξε και υπέδειξε τώρα ο λόγος· διότι έτσι θα είναι συμπολίτης των αγίων του Θεού και μέτοχος των αιωνίων και αρρήτων αγαθών που έχουν γίνει αντικείμενο υπόσχεσης σε εκείνους.

Αυτά είθε να επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον Οποίο πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον άναρχο Πατέρα Του και το ζωοποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου