Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (28)

Συνέχεια από Τετάρτη, 21 Απριλίου 2021

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

  6.  ΥΠΗΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟ: ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΑ ΣΕ «ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ»

          5. Η υγεία ως ένα δημόσιο αγαθό

      Ο αμφισβητούμενος εδώ σκοπός είναι η υγεία, και υπό κριτικήν άποψη η ίδια η ζωή – σημαντικά προφανώς αγαθά, τα οποία ο γιατρός υπηρετεί άμεσα δια της θεραπείας και ο ερευνητής έμμεσα δια της γνώσεως, που προκύπτει απ’ τα πειράματά του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ούτε για τον ανώτατο βαθμό τού «αγαθού», το οποίο προάγεται, ούτε για το «κακό», που καταπολεμείται – την ασθένεια και τον πρόωρο θάνατο. Αγαθό και κακό όμως για ποιον; Επιδιώκοντας να δοθή το σωστό κύρος στον ιατρικό πειραματισμό (πιστεύοντας πως μια αξία γίνεται μεγαλύτερη όταν είναι συλλογική, αντί για ατομική), το κοινωνικό σύνολο αντιμετωπίζει την υγεία και την ασθένεια σαν να ήταν η ίδια η κοινωνία η οποία, στο πρόσωπο των μελών της, χαίρεται με τα μεν και υποφέρει με τα δε. Για τους σκοπούς τού προβλήματός μας ανταγωνίζονται τότε το δημόσιο με το ιδιωτικό συμφέρον, το κοινό με το ατομικό καλό. Έχω ακούσει πράγματι να ονομάζεται η υγεία ένα εθνικό αγαθό – κάτι το οποίο συμβαίνει βέβαια, χωρίς να είναι ωστόσο το πρώτιστο.

      Για να φωτιστή κάπως το ασαφές αυτής τής εννοιολόγησης, συλλογίστηκα πάνω σε μια διατύπωση, που χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα σε ένα αμερικανικό συνέδριο μ’ αυτό το αντικείμενο, με τη μορφή ενός ρητορικού κατ’ αρχάς ερωτήματος: «Μπορεί άραγες η κοινωνία να προχωρήση, στο να “απορρίψη” τούς ιστούς και τα όργανα (αλλιώς: να τα αφήση να “εξευτελιστούν”) ενός ανεπιστρεπτί πλέον α-συνείδητου ασθενούς, όταν αυτά θα μπορούσαν να χρησιμoποιηθούν  για την αποκατάσταση ενός απελπιστικά αλλιώς ασθενούς,  διασωζόμενου όμως ακόμα ατόμου;»  Η απάντηση είναι αρνητική, τη στιγμή μάλιστα που ως σκοπός τής αξιοποίησης ιστών και οργάνων παρουσιάζονται, εκτός απ’ τη διάσωση άλλων ασθενών, η έρευνα και τα πειράματα. Θα θέλαμε λοιπόν να προσεγγίσουμε περισσότερο κάποιες απ’ αυτές τις έννοιες.                                                    

 6.  Τί μπορεί να δεχθή η κοινωνία.

       «Μπορεί να το δεχθή αυτό η κοινωνία…;»  Ποιο; Το να αφήση, μένοντας η ίδια «άθικτη», ανθρώπους να πεθάνουν, «παρακρατώντας» έτσι για άλλους κάτι, που το χρειάζονται απεγνωσμένα, και χωρίς το οποίο θα έπρεπε κι αυτοί να πεθάνουν; Αυτοί οι δυστυχείς «άλλοι» δεν μπορούν πράγματι να ανταπεξέλθουν χωρίς τα νεφρά, την καρδιά ή άλλα όργανα του ασθενή που πεθαίνει δίπλα τους, απ’ τον οποίον και εξαρτάται η ζωή τους. Τους δίνει όμως αυτό κάποιο δικαίωμα; Και υποχρεώνει άραγες την κοινωνία, να τους εξασφαλίση αυτό που χρειάζονται; Και είναι υποχρεωμένος αυτός που βρίσκεται σε κώμα, να παραχωρήση τα όργανά του σε «άλλους»; Ανήκει π.χ. το σώμα κάποιου, αν δεν μπορή να «διασωθή» πλέον γι’ αυτόν τον ίδιον, στην κοινωνία; Ας αφήσουμε στην άκρη το τί επιτρέπεται ή οφείλει να κάνη η κοινωνία, κι ας πούμε μόνον ότι μπορεί ασφαλώς να «(απο)δεχθή» την απώλεια των μελών της με τον φυσικό θάνατο, ότι είναι μάλιστα δομημένη για την εκ φύσεως εξισορρόπηση θανάτου και γέννησης. Αυτό είναι ασφαλώς πολύ γενικό εν σχέσει προς το ερώτημά μας, αλλά αξίζει να το θυμηθούμε, γιατί δείχνει ότι στο ερώτημα για μιαν οριακή παράταση της ζωής με τόσο «έκτακτα» μέσα όπως είναι η μεταμόσχευση οργάνων, δεν θα έπρεπε να εμπλέκεται καθόλου η «ευημερία» τής κοινωνίας, η οποία είναι εξαιρετικά «εύρωστη» και «ακμαία» για να δεχθή κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν ο καρκίνος, οι καρδιακές παθήσεις και άλλες οργανικές (μη μεταδοτικές) ασθένειες, ιδιαιτέρως εκείνες που πλήττουν περισσότερο τους ηλικιωμένους απ’ ό,τι τούς νέους, εξακολουθούν να αυξάνουν με αμετάβλητη συχνότητα τον θανατηφόρο τους «φόρο υποτελείας»  (ακόμα κι εκείνον τού ιδιωτικού φόβου και βασάνου), η κοινωνία μπορεί (θα μπορούσε), παρ’ όλ’ αυτά, με κάθε τρόπο να ευδοκιμή.

     Ας δούμε τώρα και μερικά παραδείγματα γι’ αυτό που η κοινωνία δεν μπορεί στην πραγματικότητα και με νηφάλια αλήθεια να ανεχθή. Δεν μπορεί να ανεχθή την ανεμπόδιστη έξαρση μιας επιδημίας· κανένα σταθερό, αναλογικό πλεόνασμα αυτών που πεθαίνουν απέναντι σ’ αυτούς που γεννιούνται· και κανένα όμως υπερβολικό πλεόνασμα – πρέπει να προσθέσουμε – των γεννήσεων απέναντι, αναλογικά, στους θανάτους· κανέναν επίσης υπερβολικά χαμηλό μέσον όρο ζωής, ακόμα κι αν αυτός εξισώνεται δημογραφικά από μιαν υψηλή γονιμότητα· ούτε όμως και το αντίθετο, μιαν εξαιρετικά μεγάλη δηλ. γενική διάρκεια ζωής, με τον αναγκαίο αντίστοιχα περιορισμό τής νεότητας από το κοινωνικό γίγνεσθαι· κανένα επίσης «καταρρακωμένο» επίπεδο της γενικής κατάστασης της υγείας· και άλλα παρόμοια. Πρόκειται για σαφείς περιπτώσεις, όπου η γενική κατάσταση της κοινωνίας ζητά μια κριτική «συμπάθεια», και το δημόσιο, κοινό συμφέρον μπορεί να εγείρη τις επιτακτικές του απαιτήσεις. Ο «μαύρος θάνατος» τον 14ον αιώνα  ήταν μια κοινή, βαρειά συμφορά· οι εξαντλητικές αποδεκατίσεις τού πληθυσμού λόγω τής ενδημικής ελονοσίας (μαλάριας) σε κάποιες χώρες είναι κι αυτές συμφορές μέσα στον χρόνο. Μια κοινωνία δεν μπορεί «να ανεχθή» ως σύνολο τέτοιες καταστάσεις, οι οποίες μπορεί να καταστήσουν αναγκαία κάποια μέτρα θεραπείας, συμπεριλαμβανομένης και της «εισβολής» σε ιδιωτικούς και απαραβίαστους «χώρους».

     Δεν πρόκειται βέβαια για μιαν υπόθεση αποκλειστικά αριθμών και «ποσοτικών» αναλογιών. Η κοινωνία δεν μπορεί να «ανεχθή», με μια λεπτότερη έννοια, έστω και μια καταδίκη αθώου, μια διαστρέβλωση  νόμου, ακόμα και την προσβολή τών ανθρωπίνων δικαιωμάτων τής ελαχιστότερης μειονότητας, γιατί κάτι τέτοιο υποσκάπτει την ηθική βάση, στην οποία στηρίζεται η ίδια η ύπαρξή της. Για παρόμοιο ωστόσο λόγο δεν μπορεί να «ανεχθή» και την απουσία συμπόνιας στο εσωτερικό της, την εξαφάνιση της προσπάθειας να μετριασθούν οι «πόνοι», εκτεταμένοι ή και σπάνιοι – όπως είναι η προσπάθεια να νικηθούν κάθε είδους αρρώστιες, αδιάφορο αν σημαίνουν ή δεν σημαίνουν κάτι αριθμητικά για την κοινωνία. Η κοινωνία δεν μπορεί, εν ολίγοις, να «ανεχθή» την έλλειψη αρετής στο εσωτερικό της, με την ετοιμότητά της τής θυσίας για ένα ορισμένο «εκείθεν» χρέος. Καθώς όμως η παρουσία τής αρετής, η παρουσία άρα ενός προσωπικού ιδεαλισμού, μένει τελικά, σε κάθε είδους αγωγή, ένα ανυπολόγιστο μυστήριο, βρισκόμαστε μπροστά στο «παράδοξο», η κοινωνία να εξαρτάται ως προς την υπόστασή της από τούς αστάθμητους παράγοντες μιας «θρησκευτικής» τάξης, την οποία μπορεί βέβαια να καλλιεργή και στην οποία μπορεί να ελπίζη, μη μπορώντας όμως να την «εκβιάση» (να την απαιτήση εκβιαστικά). Οφείλοντας, πολύ περισσότερο, να διαφυλάξη από κάθε κατάχρηση αυτό το ύψιστα πολύτιμο «κεφάλαιο».

     Για ποιους σκοπούς τής βιο-ιατρικής «σφαίρας» θα έπρεπε να «προσβάλλεται» αυτό το «κεφάλαιο» - για την αναζήτηση και χρήση τών υπηρεσιών ανθρωπίνων, π.χ., πειραματικών υποκειμένων;  Έχουμε την αξίωση, να μην πρόκειται για γενικώς μόνον αποδεκτούς σκοπούς, όπως είναι αναμφισβήτητα η υγεία τού καθενός μας, αλλά για σκοπούς με αυξημένη απαίτηση κοινωνικής επικύρωσης. Ας σκεφτούμε εδώ  εκείνες κατ’ αρχάς τις περιπτώσεις που μόλις περιγράψαμε, που επηρεάζουν κρίσιμα ολόκληρη την παρούσα και μελλοντική κατάσταση της κοινότητας. Μια δημόσια κατάσταση ανάγκης, στην οποίαν αίρονται προσωρινά ορισμένες, απαράβατες διαφορετικά, απαγορεύσεις και «ταμπού», μπορεί να «εξηγηθή» παρομοιαζόμενη με  πολεμική κατάσταση. Ας παρατηρήσουμε δε εδώ, ότι η αποσόβηση μιας «συμφοράς» βαραίνει πάντοτε περισσότερο απ’ την προαγωγή ενός «αγαθού». Ένας έκτακτος κίνδυνος δικαιολογεί και έκτακτα μέσα. Κι αυτό ισχύει και για τα φυσικά πειράματα σε ανθρώπους, τα οποία θα μπορούσε να τα συνυπολογίση κανείς στο κοινό καλό υπό τις έκτακτες μάλλον παρά τις «τακτικές» μορφές μιας δημόσια απαιτούμενης υπηρεσίας. Εφ’ όσον η πρόβλεψη και η μελλοντική ευθύνη ανήκουν, φυσικά, στην ουσία μιας εγκαθιδρυμένης κοινωνίας, η απόκρουση μιας καταστροφής μπορεί να επεκταθή και σε μακροπρόθεσμη αποτροπή, παρ’ όλο που η ελάττωση του επείγοντος επιτρέπει λιγότερο ριζοσπαστικές απαιτήσεις (εκ μέρους τής «κοινωνίας»).

     ( συνεχίζεται, με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Η κοινωνία και η υπόθεση της προόδου» )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου