Η «επιφυλλίδα» σε μια εφημερίδα είναι είδος δημόσιου λόγου με επικαιρικό χαρακτήρα, όχι οπωσδήποτε χρονογραφικό. Συνήθως παρακολουθεί την επικαιρότητα, όμως στοχεύει πρωτίστως στην κριτική ανάλυση, όχι στην πληροφόρηση. Θα έλεγα, ότι κυρίως επιδιώκει να ενισχύσει την κριτική αντίσταση του αναγνώστη στις ψυχολογικές προτεραιότητες της προπαγάνδας, της διαφήμισης, των ιδεολογικών δογμάτων.
Είναι μια συνειδητή και θελημένη αντίσταση η επιφυλλίδα στην απολυταρχία των εντυπώσεων – μάχεται αυτή τη λοιμική. Που σημαίνει, ότι είναι ένα είδος λόγου εξ ορισμού σε αντιπαλότητα με τις «βεβαιότητες» της εξουσιαστικής ρητορείας, της «διαφήμισης» (δηλαδή της κερδεμπορίας), της καταναλωτικής σαγήνης. Οφείλει η επιφυλλίδα να είναι συνεπής στην κριτική ανιδιοτέλεια.
Στις 23.5.2021 η επιφυλλίδα, που με τιμά η «Κ» να δημοσιεύω στο κυριακάτικο φύλλο της, είχε τίτλο (και θέμα): «Τουρισμός, η αυτοκαταδίκη μας». Προκάλεσε την αντίδραση (ακριβέστερα: την οργή) του κυρίου Σταύρου Ανδρεάδη, που υπογράφεται «Πρόεδρος του Ομίλου Sani/lkos» και «Επίτιμος Πρόεδρος του ΣΕΤΕ» (υποθέτω, Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων). Αυτή τη φορά, παραδόξως, η «Κ» δεν μου κοινοποίησε το κείμενο που με αφορούσε, ώστε ενδεχομένως να απαντηθεί.
Αλλά είναι και η πρώτη φορά που θεωρώ την απάντηση χρέος. Διότι ο κ. Σ.Α. δεν παραθέτει αντιρρήσεις, επιφυλάξεις, αμφισβητήσεις του περιεχομένου της επιφυλλίδας μου, αντιτάσσει μόνο χαρακτηρισμούς. Χαρακτηρίζεται η επιφυλλίδα μου «κείμενο που ξεπερνά κάθε όριο εμπάθειας, παραπληροφόρησης και προσβολών». Δεν καταγράφει, δυστυχώς, ποιες λέξεις, φράσεις, διατυπώσεις της επιφυλλίδας εκφράζουν εμπάθεια, ποιες συνιστούν παραπληροφόρηση, ποιες προσβάλλουν τον αναγνώστη.
Η υπέρβαση «κάθε ορίου» τεκμηριώνεται με τρεις καταγγελίες «ψεύδους» (!) που ακολουθούν: «Τεράστιο ψεύδος», το ποσοστό αλλοδαπών που στελεχώνουν τα μεγάλα ελληνικά ξενοδοχεία. «Τεράστιο ψεύδος», τα προκατασκευαζόμενα στην Κίνα ψωμάκια και φαγητά. «Ψεύδος» και το ότι οι τουρίστες δεν ψωνίζουν αρκετά από τα, made in Taiwan, «σουβενίρ».
Θα μου επιτρέψει, ο άγνωστός μου επιχειρηματίας τουρισμού, απλώς μια υπενθύμιση: Οτι τη λέξη ψεύδος, στην ελληνική γλώσσα, τη χρησιμοποιούμε για να εντοπίσουμε θελημένη σκοπιμότητα, εσκεμμένη ενέργεια, συνειδητή εξαπάτηση. Οταν ο συνομιλητής μας υποστηρίζει μιαν ανακρίβεια – αναλήθεια, του καταλογίζουμε λάθος, σφάλμα, ελλιπή πληροφόρηση. Οταν πεισθούμε ότι ξέρει την αλήθεια και σκόπιμα την αρνείται, τότε του καταλογίζουμε ψεύδος. Ακόμα και στον πιο αγροίκο και άξεστο συνομιλητή που μας καθυβρίζει, αντιτάσσουμε συνήθως το ερώτημα: «μήπως κάνετε λάθος;», μήπως έχετε εσφαλμένες πληροφορίες;
Η απάντηση που επιφύλαξε στην επιφυλλίδα μου, τη σχετική με τον τουρισμό, ο κ. Σ.Α. (και μάλιστα από τις σελίδες της ευπρεπέστερης εφημερίδας που διαθέτουμε) αποκλείει κάθε ενδεχόμενο συν-εννόησης, κόβει κάθε γέφυρα πιθανής προσέγγισης, αρνείται a priori οποιονδήποτε αντιρρητικό της δικής του αρράγιστης βεβαιότητας λόγο. Εχω την απορία: Αν ο κ. Σ.Α. διαγράφει (με τριπλή επανάληψη) σαν «τεράστιο ψέμα» τις συγκεκριμένες αγωνίες μιας περί τουρισμού επιφυλλίδας, τι άραγε θα καταλόγιζε στον Σεφέρη για κριτικές αποφάνσεις του, όπως: «Η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις… Στη βάση κάθε συζήτησης εξυπακούεται ένα σιωπηρό συμβόλαιο, εκείνη η βαθύτερη συμφωνία, χωρίς την οποία κάθε αντιγνωμία καταντά μια μάταιη ταραχή. Στην Ελλάδα, ίσως έχουμε πολλούς παράλληλους μονόλογους, αλλά δεν έχουμε διάλογο». («Πολιτικό Ημερολόγιο» – «Εισαγωγή στην Ερημη Χώρα»).
Αναφέρομαι ειδικά στον Σεφέρη, επειδή ζούμε ακόμα οι Ελληνώνυμοι με θαυμασμό, όχι για ό,τι αξιωθήκαμε να σαρκώνει στην ανθρώπινη ιστορία το όνομά μας, αλλά για ό,τι ελάχιστα αναγκάστηκε η Δύση να αναγνωρίσει στις μέρες μας σαν καθολικά πολυτίμητο αν και ελληνικό. Βλέπω, λοιπόν, να κολλάει θαυμάσια και στον τουρισμό μια ακόμα φράση του Σεφέρη:
«Είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω. Γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων να προχωρούν εμπρός». (Η γλώσσα στην ποίησή μας, 1964).
Ας μετρήσει, ο αναγνώστης, με το μέτρο αυτών των λόγων την άμεση απόρριψη ως «ψεύδους» την μέσω τουρισμού αυτοκαταδίκη μας των Ελλήνων.
Ο ''Τουρισμός'', τα ''Εμβόλια'', η ''Πράσινη ανάπτυξη'' , αποτελούν τις νέες αγιοποιήσεις, αν τις θίξεις μπορεί και να επαναφέρουν τον αδίκημα κακόβουλης βλασφημίας.
ΑπάντησηΔιαγραφή