Δηλαδή η σκέψη μας, ο λογισμός μας κινείται στα άκρα και ποτέ στην μέση οδό. Ότι κι εάν συμβεί στην καθημερινότητα μας, ότι και εάν σκεφτούμε μέσα στο μυαλό μας, το τραβάμε στα άκρα, «όλα ή τίποτα», π.χ κάνουμε ένας λάθος σε μια σχέση μας, αντί να πούμε, «αυτό που έκανα ήταν λάθος, δεν χρειαζόταν…», λέμε «είμαι ανάξια για σχέσεις, δεν ξέρω να κάνω σχέσεις.. τι θέλω εγώ με αυτά αφού δεν το έχω…». Η άλλο παράδειγμα, έρχεται κάποιος χωρισμός από μια σχέση, και αντί να πούμε ότι αυτό συμβαίνει στην ζωή, μπορεί και οι δυο άνθρωποι να είναι υπέροχοι αλλά στο τέλος να μην τα βρίσκουν, χωρίς να σημαίνει ότι σώνει και καλά πρέπει να υπάρχει ένα κάθαρμα στην υπόθεση, ή ότι ενδεχομένως εγώ ή αυτός δεν εκτιμήσαμε καλά τον σύντροφο μας, αρχίζουμε.. «καμία σχέση δε μου πάει καλά, δεν πρόκειται ποτέ να κάνω μια καλή σχέση, δεν αξίζω τίποτα…». Ούτε καν περνάει από το μυαλό μας, ότι μπορεί ο άλλος να μην κατάφερε να εκτιμήσει αυτό που είσαι, γιατί σώνει και καλά πρέπει να φταις εσυ και μάλιστα να μην αξίζεις κατι καλό;
Αυτές οι σκέψεις όμως και οι λογισμοί είναι ακριβώς οι ίδιοι και στην πνευματική ζωή. Στην εν Χριστώ προσπάθεια μας. Δηλαδή, έχεις ένα πάθος και επειδή σε αυτό το πάθος πέφτεις κατά καιρούς ή ακόμη και συχνά, ακυρώνεις όλη την άλλη προσπάθεια. Λες, «δεν αξίζω τίποτα, δεν μπορώ να τα καταφέρω, είμαι άχρηστος, θα πάω στην κόλαση….». Μα γιατί επειδή δεν μπορείς να νικήσεις ένα πάθος; Κατά αρχήν, τα πάθη ενώ εμείς κάνουμε τον αγώνα μας απέναντι τους κατά τις δυνάμεις μας, δεν είναι δική μας δουλειά εάν θα φύγουν ή θα μείνουν, αλλά ολότελα του Θεού. Ο Θεός δια της Χάριτος του μεταμορφώνει τα πάθη μας, βλέποντας την καλή αγωνιστική μας διάθεση και από την άλλη το βαθύτερο συμφέρον μας. Διότι εάν η απεξάρτηση από ένα πάθος μας γεμίσει εγωισμό και φιλαυτία, τότε δεν θα επιτρέψει ο Θεός να το ξεπεράσουμε, εως ότου ωριμάσουμε και ενηλικιωθούμε πνευματικά.
Από την άλλη πρέπει να καταλάβουμε κάτι σημαντικό το οποίο θα μας επιτρέψει να ελευθερωθούμε από ενοχές και υπεργενικεύσεις άχρηστων λογισμών. Κανείς άνθρωπος δεν υπάρχει που να έχει ξεπεράσει όλα τα πάθη του. Ούτε οι άγιοι, οπότε τι ζητάμε εμείς; Έπειτα, έχεις ένα πάθος που σε τυραννάει, άστο, κοίταξε τα υπόλοιπα, κάνει ότι μπορείς στα αλλα θέματα της πνευματικής σου ζωής και εξέλιξης. Τα έχεις κάνει όλα τα άλλα, και εχεις κολλήσει σε αυτό το πάθος;
ΕΧΟΥΝ ΞΑΜΟΛΥΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ.
Ὅπου ἐμφανισθῆ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅπου ἐμφανισθῆ
ἀπέραντη ταπείνωσις, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅσοι τυχὸν (ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωή) χωρὶς
αὐτὰ τὰ δυό, ἂς μὴ πλανῶνται. Εἶναι δεμένοι.
Ἀπόδειξις ὅτι ἔσβησε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε πάντοτε χρεώστη τὸν ἑαυτό
μας.
Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον ὀφείλεται στὴν παρακοὴ τοῦ
Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἐδείχθηκε
μετάνοια.
Βαθμὶς ἕκτη! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἁμαρτήση, ἐφ ̓ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι
ἀληθινὸς ὁ λόγος ἐκεῖνος τῆς Γραφῆς: «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὐ μὴ
ἁμάρτης» (Σόφ. Σειρὰχ ζ´ 36).
Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς
κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου,
ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς
σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμῳδὸς (Ψαλμ. ριη´ 120).
Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς,
ἐκαρδίωσας»· δηλαδὴ «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς
νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ ̓ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ
καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί· «Καρδίας εὐφραινομένης
πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε´ 13).
Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ
στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κατ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο
ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν
πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πράγμα ὄχι
ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ
φαγητοῦ.
Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο
εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς
ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ
ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ
ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ
οὐράνιο πῦρ.
12. Ἡ αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς
θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ
ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς.
13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα
καὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν
νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει
τὸν Ἁγνόν), ἐφ ̓ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς
αἰώνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κατ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν,
ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ
νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο
ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῆ
ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγη δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι
ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει
στὸν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς
εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἑνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι
ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις
ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός
μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ ̓
αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ ̓ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ
ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ
ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ
καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Πάρμ. ια´ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ
ἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο
περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις
καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις
τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς».
Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν
καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γι ̓ αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ
κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν
κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό
σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 10‐11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους
τους ἰδικούς σου ἐραστὰς.
» Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πῶς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γι ̓
αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν
βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ
ἐραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ
πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς
Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζί σου, ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν
θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δὲ ‐ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος‐ ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος
τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλίμαξ ἂς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν
κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα· πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13).
ΕΠΕΣΑΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΚΑΙ ΜΠΗΚΑΝ ΜΕΣΑ ΤΑ ΟΡΝΙΑ
ΕΧΟΥΝ ΞΑΜΟΛΥΘΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΑΖΕΥΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ.
ΑπάντησηΔιαγραφήὍπου ἐμφανισθῆ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅπου ἐμφανισθῆ
ἀπέραντη ταπείνωσις, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅσοι τυχὸν (ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωή) χωρὶς
αὐτὰ τὰ δυό, ἂς μὴ πλανῶνται. Εἶναι δεμένοι.
Ἀπόδειξις ὅτι ἔσβησε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε πάντοτε χρεώστη τὸν ἑαυτό
μας.
Ἡ δειλία τοῦ θανάτου εἶναι φυσικὸ ἰδίωμα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖον ὀφείλεται στὴν παρακοὴ τοῦ
Ἀδάμ. Ὁ τρόμος ὅμως τοῦ θανάτου ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἁμαρτίες γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν ἐδείχθηκε
μετάνοια.
Βαθμὶς ἕκτη! Ὅποιος τὴν ἀνέβηκε, δὲν πρόκειται πλέον νὰ ἁμαρτήση, ἐφ ̓ ὅσον ἀσφαλῶς εἶναι
ἀληθινὸς ὁ λόγος ἐκεῖνος τῆς Γραφῆς: «Μιμνήσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰώνα οὐ μὴ
ἁμάρτης» (Σόφ. Σειρὰχ ζ´ 36).
Ἐὰν τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε γνήσια, μᾶς μεταβάλλη ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν παρουσία του καὶ μᾶς
κάνη φαιδροὺς καὶ χαρωποὺς καὶ χωρὶς λύπη, τί δὲν θὰ προξενῆ ἄραγε τὸ πρόσωπο τοῦ Δεσπότου,
ὅταν ἐπισκέπτεται μυστικὰ τὴν καθαρὴ ψυχή;
11. Ὁ φόβος, ὅταν εἰσχωρήση πραγματικὰ σὲ μία ψυχή, λυώνει καὶ κατατρώγει τὰ ρυπαρὰ πάθη τῆς
σαρκός. «Καθήλωσον ἐκ τοῦ φόβου σου τὰς σάρκας μου», λέγει σχετικὰ ὁ Ψαλμῳδὸς (Ψαλμ. ριη´ 120).
Ἐνῷ ἡ ὁσία ἀγάπη, ἄλλους συνηθίζει νὰ τοὺς κατατρώγη, ὅπως εἶπε ὁ σοφός: «Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς,
ἐκαρδίωσας»· δηλαδὴ «μᾶς ἐπλήγωσες στὴν καρδιά» (Ἆσμα δ´ 9). Ἄλλους τοὺς κάνει ὡρισμένες φορὲς
νὰ ἀγάλλωνται καὶ νὰ λάμπουν ἀπὸ χαρά, ὅπως πάλι ἀναφέρεται στὴν Γραφή: «Ἐπ ̓ αὐτῷ ἤλπισεν ἡ
καρδία μου καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου» (Ψαλμ. κζ´ 7). Καί· «Καρδίας εὐφραινομένης
πρόσωπον θάλλει» (Παρ. ιε´ 13).
Ὅταν λοιπὸν ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος συγχωνευθῆ κάπως μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε καὶ ἐξωτερικὰ
στὸ σῶμα του σὰν σὲ καθρέπτη δείχνει τὴν ἐσωτερικὴ λαμπρότητα τῆς ψυχῆς. Κατ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο
ἐδοξάσθη καὶ ἐκεῖνος ὁ θεόπτης, ὁ Μωϋσῆς. Ὅσοι κατέκτησαν τὴν ἰσάγγελη αὐτὴ βαθμίδα, ξεχνοῦν
πολλὲς φορὲς τὴν σωματικὴ τροφή. Καὶ νομίζω ὅτι δὲν τὴν ἐπιθυμοῦν καὶ τόσο συχνά, πράγμα ὄχι
ἀπίστευτο, ἀφοῦ συμβαίνει καὶ ὁ μὴ κατὰ Θεὸν πόθος νὰ κόβη πολλὲς φορὲς τὴν ἐπιθυμία τοῦ
φαγητοῦ.
Αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν πλέον σὲ τέτοια ἀφθαρσία νομίζω ὅτι καὶ τὸ σῶμα τους δὲν θὰ ἀσθενῆ τόσο
εὔκολα. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ἐξαγνίσθηκε πλέον καὶ ἀφθαρτοποιήθηκε. Ἡ φλόγα δηλαδὴ τῆς
ἁγνότητος ἔσβησε τὴν φλόγα τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ ἀσθενειῶν. Νομίζω ἀκόμη ὅτι καὶ τὸ φαγητὸ
ποὺ τρώγουν δὲν τοὺς προξενεῖ καμμία εὐχαρίστησι. Διότι ὅπως οἱ ὑπόγειες φλέβες τοῦ νεροῦ
ποτίζουν μυστικὰ τὶς ρίζες τῶν φυτῶν, ἔτσι καὶ τὶς ψυχὲς αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων τὶς τρέφει μυστικὰ τὸ
οὐράνιο πῦρ.
12. Ἡ αὔξησις τοῦ φόβου εἶναι ἀρχὴ τῆς ἀγάπης. Καὶ τὸ τέλος τῆς ἁγνείας εἶναι προϋπόθεσις τῆς
θεολογίας. Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τελείως τὶς αἰσθήσεις του μὲ τὸν Θεόν, μυσταγωγεῖται στὴν θεολογία
ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεόν. Ἐὰν ὅμως οἱ αἰσθήσεις δὲν ἔχουν ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεόν, εἶναι δύσκολο καὶ
ἐπικίνδυνο νὰ θεολογῆ κανείς.
13. Ὁ ἐνυπόστατος Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρός, σὲ ἐκεῖνον ποὺ θὰ κατοικήση, θὰ χαρίση τελεία ἁγνότητα
ΑπάντησηΔιαγραφήκαὶ καθαρότητα, νεκρώνοντας τὸν θάνατο, (δηλαδὴ τὰ πάθη ποὺ νεκρώνουν τὴν ψυχή). Μετὰ ἀπὸ τὴν
νέκρωσι αὐτή, ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ φωτίζεται καὶ γίνεται γνώστης τῆς θεολογίας. (Ὁ ἁγνὸς γνωρίζει
τὸν Ἁγνόν), ἐφ ̓ ὅσον «ὁ Λόγος Κυρίου, δηλαδὴ ὁ Υἱὸς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἁγνός (ἐστι) διαμένων εἰς
αἰώνα αἰῶνος» (πρβλ. Ψαλμ. ια´ 7, ιη´ 10). Καὶ ὅποιος δὲν ἐγνώρισε κατ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Θεόν,
ὁμιλεῖ περὶ Θεοῦ «στοχαστικῶς».
14. Ἡ ἁγνεία ἀνέδειξε θεολόγο τὸν μαθητή, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἁγνεία του αὐτὴ ἀξιώθηκε νὰ κηρύξη καὶ
νὰ στερεώση τὰ δόγματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Κύριον, ἔχει προηγουμένως ἀγαπήσει τὸν ἀδελφό του. Τὸ δεύτερο
ὁπωσδήποτε εἶναι ἀπόδειξις τοῦ πρώτου. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, ποτὲ δὲν θὰ ἀνεχθῆ
ἀνθρώπους ποὺ καταλαλοῦν. Θὰ φύγη δὲ μακρυὰ ἀπὸ αὐτοὺς σὰν ἀπὸ φωτιά. Ἐκεῖνος ποὺ λέγει ὅτι
ἀγαπᾶ τὸν Κύριον καὶ συγχρόνως ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει
στὸν ὕπνο του!
16. Ἡ δύναμις τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἐλπίς, διότι μὲ αὐτὴν περιμένομε τὸν μισθὸ τῆς ἀγάπης. Ἡ ἐλπὶς
εἶναι «ἀδήλου πλούτου πλοῦτος», (δηλαδὴ πλοῦτος ἑνὸς πλούτου ποὺ δὲν φαίνεται). Ἡ ἐλπὶς εἶναι
ἀσφαλὴς ἀπόκτησις θησαυροῦ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀπόκτησί του. Αὐτὴ εἶναι ἀνάπαυσις καὶ ἀνακούφισις
ἀπὸ τοὺς κόπους. Αὐτὴ εἶναι ἡ θύρα τῆς ἀγάπης. Αὐτὴ φονεύει τὴν ἀπόγνωσι. Αὐτὴ εἰκονίζει ἐμπρός
μας τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται μακρυά. Ἔλλειψις τῆς ἐλπίδος σημαίνει ἀφανισμὸς τῆς ἀγάπης. Σ ̓
αὐτὴν εἶναι δεμένοι οἱ πόνοι, σ ̓ αὐτὴν εἶναι κρεμασμένοι οἱ κόποι, αὐτὴν περικυκλώνει τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ.
17. Ὁ εὔελπις μοναχὸς εἶναι σφάκτης τῆς ἀκηδίας, τὴν ὁποία κατανικᾶ μὲ τὴν μάχαιρα τῆς ἐλπίδος. Ἡ
ἐλπὶς γεννᾶται ἀπὸ τὴν γεῦσι καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν δώρων τοῦ Κυρίου. Διότι αὐτὸς ποὺ δὲν τὰ
ἐγεύθηκε, ἔχει δισταγμούς. Τὴν ἐλπίδα τὴν ἐξαφανίζει ὁ θυμός, διότι ὅπως λέγει ἡ Γραφή, «ἡ ἐλπὶς οὐ
καταισχύνει» (Ρωμ. ε´ 5), ἐνῷ «ἀνὴρ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων» (Πάρμ. ια´ 25).
18. Ἡ ἀγάπη χορηγεῖ τὴν χάρι τῆς προφητείας, ἡ ἀγάπη παρέχει τὴν δύναμι τῆς θαυματουργίας, ἡ
ΑπάντησηΔιαγραφήἀγάπη εἶναι ἡ ἄβυσσος τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ θεϊκοῦ πυρὸς – ὅσο
περισσότερο πῦρ ἀναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει ἐκεῖνον ποὺ διψᾶ. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ στάσις
καὶ ἡ ἑδραίωσις τῶν Ἀγγέλων, ἡ πρόοδος εἰς τοὺς αἰῶνες ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν τοῦ Θεοῦ.
«Ἀνάγγειλέ μας, ὦ σὺ ἡ ὡραία ἀνάμεσα στὶς ἀρετές, ποῦ βόσκεις τὰ πρόβατά σου; Ποῦ κατασκηνώνεις
τὸ μεσημέρι;» (πρβλ. Ἆσμα α´ 7). «Φώτισον ἡμᾶς, πότισον ἡμᾶς, ὁδήγησον ἡμᾶς, χειραγώγησον ἡμᾶς».
Ἐπιθυμοῦμε πιὰ νὰ ἀνεβοῦμε κοντά σου. Διότι ἐσὺ κυριαρχεῖς σὲ ὅλα. Τώρα μοῦ ἐπλήγωσες τὴν
καρδία καὶ δὲν μπορῶ νὰ ἀνθέξω στὴν φλόγα σου. Γι ̓ αὐτὸ θὰ σὲ ὑμνήσω καὶ θὰ προχωρήσω: Ἐσὺ
κυριαρχεῖς ἐπάνω στὴν δύναμι τῆς θαλάσσης, ἐσὺ καταπραΰνεις καὶ νεκρώνεις τὴν ταραχὴ τῶν
κυμάτων της. Ἐσὺ ταπεινώνεις καὶ καταρρίπτεις ὡς τραυματία τὸν ὑπερήφανο λογισμό. Μὲ τὸν ἰσχυρό
σου βραχίονα διασκορπίζεις τοὺς ἐχθρούς σου (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 10‐11) καὶ ἀναδεικνύεις ἀνικήτους
τους ἰδικούς σου ἐραστὰς.
» Καὶ βιάζομαι νὰ μάθω πῶς σὲ εἶδε ὁ Ἰακὼβ ἐπάνω στὴν κορυφὴ τῆς κλίμακος. Ἐρωτῶ νὰ μάθω γι ̓
αὐτὴν τὴν ἀνάβασι. Πές μου, πῶς ἦταν ὁ τρόπος καὶ ἡ σύνθεσις στὴν διάταξι τῶν βαθμίδων; Τῶν
βαθμίδων τῆς ἀναβάσεως ἐκείνης, τὴν ὁποία ἔβαλε στὸν νοῦ καὶ στὴν καρδία του νὰ ἐπιχειρήση ὁ
ἐραστής σου; (πρβλ. Ψαλμ. πγ´ 6). Διψῶ ἀκόμη νὰ μάθω, ποιὸς ἦταν ὁ ἀριθμὸς τῶν βαθμίδων, καὶ
πόσος χρόνος ἐχρειαζόταν γιὰ τὴν ἀνάβασι. Διότι τοὺς μὲν χειραγωγοὺς τῆς ἀναβάσεως, (τοὺς
Ἀγγέλους δηλαδή), τοὺς ἀνήγγειλε αὐτὸς ποὺ σὲ εἶδε καὶ ἐπάλαιψε μαζί σου, ἀλλὰ γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν
θέλησε ἢ μᾶλλον δὲν κατώρθωσε νὰ μᾶς διαφωτίση».
Ἐκείνη δὲ ‐ἂν καὶ θεωρῶ καλύτερο νὰ εἰπῶ Ἐκεῖνος‐ ἡ βασίλισσα, σὰν νὰ ἔσκυψε ἀπὸ τὸν οὐρανό,
ἔλεγε στὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς μου:
«Ἐάν, ὦ ἐραστά, δὲν λυθῆς ἀπὸ τὴν παχύτητα τοῦ σώματος, δὲν θὰ μπορέσης νὰ γνωρίσης τὸ κάλλος
τοῦ προσώπου μου. Ἡ κλίμαξ ἂς σὲ διδάσκη τὴν πνευματικὴ σύνθεσι τῶν ἐπὶ μέρους ἀρετῶν. Στὴν
κορυφὴ δὲ αὐτῆς τῆς κλίμακος εἶμαι στηριγμένη ἐγώ, καθὼς τὸ εἶπε ὁ μεγάλος μύστης μου, (ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος): «Νυνὶ δὲ μένει τὰ τρία ταῦτα· πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη· μείζων δὲ πάντων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. ιγ´ 13).
ΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΕΝΝΟΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΑΠΑ ΤΡΟΜΠΑ.
ΕΠΕΣΑΝ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΚΑΙ ΜΠΗΚΑΝ ΜΕΣΑ ΤΑ ΟΡΝΙΑ
ευχαριστούμε χαλάρωσε...το χω ξαναπεί αλλά θα το ξαναγράψω γιατί έχω προσωπική πείρα πως πίσω από τα λόγια του π.Λιβυου είναι οι ομιλίες του π.Γιαγκου...αυτον άκουγε και τον αντέγραψε δυστυχώς σε όλα..αν και είναι σύνηθες πολλών αγαπουληδων να επιρρίπτουν την ευθύνη στν Θεό πως αυτός θα τα κάνει όλα και πως όσοι αγωνίζονται αφήνουν να εννοηθεί οτι είναι εγωιστες..!!!ΑΠ.
ΑπάντησηΔιαγραφήπου λες ΑΠ ο Γιαγκου ηταν ο εξομολογος της γυναικας μου εκει στην Λαοδηγητρια πριν παντρευτουμε, διοτι μετα δεν θα μπορουσα να αντεξω τοση παπαρολογια. Οποτε εχω μια γνωση της αλλοιωσης προς τα αγαπολογικα που προσφερει ο εν λογω. Στην σχολη δεν τον ειδα ποτε αλλα Φαινεται ο Σταμουλης του ψιθυρισε δυο λογια αγαπης και τελειωσε με αριστα. Ετσι εγινε θεολογος στα χαρτια και κηρυκας της αγαπης στην πραξη.Οπως πολυ καλα γνωριζεις η αγαπη τους εχει μια κλιση προς το πουστικο γενικως. Αν κηρυξεις την αγαπη των Αγίων τοτε εισαι ρατσιστομουτρο και ολα οσα εχει ο σακος, αν κηρυξεις την πουστοαγαπη σιγουρα ο γεωργιαδης η λουλου θα σε περασει στα καταστιχα που ετοιμαζει και ως φιλοζωο. Ειπαμε αυτα πανε πακετο. Ή παιρνεις τον σακο ή παιρνεις τον....
ΑπάντησηΔιαγραφήΕφυγε ομως το τριτο προσωπο της τριαδας ο πνευματικος ο Κορναρω και περνω, κι ετσι θελοντας και μη καναμε πραξη εντος της ορθοδοξης παραεκκλησιας τις θεωριες του Αυγουστινου, ΔΙΟΤΙ ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ Ο ΚΟΡΝΑΡΩ ΗΤΑΝ ΤΟ πνευμα της υποθεσης. Ευσι εμεινε πουλες ο πατερας ο υιος και το πνευμα μετεωριζεται σε μερη που λιμναζουν τα υδατα. Να σαι καλα. ΚΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΚΑΜΑΤΟΥΣ ΤΟΥ αμεθυστου.
Καλή Παναγιά σέ όλους μας καί κουράγιο. Ολα κατρακυλάνε.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι εγώ έφυγα αλλά αφού του τα εψαλλα ένα και δύο χέρια...χεχεε ακόμα με βριζει,τν ετσουξε η αλήθεια!!εκπουστευση που λες και συ φιλε η κενοδοξια τους τυφλώνει για τα καλα...σ'ευχαριστω και συ το ίδιο!Καλή Παναγια και ίσως μας λυπηθεί ο Θεός για χάρη των ακαματων..ΑΠ
ΑπάντησηΔιαγραφή