Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (3)

 Συνεχίζεται απο : Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Hans Georg Gadamer.

 Όλα όσα αναφέραμε είναι γνωστά, όπως είναι γνωστό επίσης πώς ο Αριστοτέλης κρύβεται σε όλο το έργο του Χάϊντεγκερ, ακόμη και στο «Είναι και χρόνος». Στον καιρό του, είχα την ευκαιρία να διαβάσω ένα γραπτό που συνέταξε ο Χάϊντεγκερ για να απαντήσει στον δάσκαλό μου Paul Natorp, τον δάσκαλο της νεοκαντιανής σχολής του Μαρβούργου, ο οποίος ήθελε να πληροφορηθεί για τις μελέτες τού νεαρού συναδέλφου τού Φράϊμπουργκ και την ερμηνεία τού Αριστοτέλη. Ο Χάϊντεγκερ έγραψε αυτό το κείμενο το φθινόπωρο του 1922 και στην συνέχεια μου το έδωσε να το διαβάσω. Σήμερα, εκατό χρόνια από την γέννηση του Χάϊντεγκερ, και σε μία στιγμή κατά την οποία η συζήτησή στις πολιτικές του θέσεις έφερε στην επιφάνεια μία αβεβαιότητα ακόμη και στους πιο θερμούς θαυμαστές του, αυτή την στιγμή λοιπόν επανεμφανίσθη, στην πρωτότυπη μορφή του, αυτό το γραπτό του 1922. 

Με την επανέκδοση όμως του χειρογράφου βίωσα μία ξεχωριστή εμπειρία, που μου έδωσε η δυνατότητα να ξαναδιαβάσω ένα κείμενο που είχα ήδη διαβάσει εξήντα χρόνια πριν. Επανήλθαν στην μνήμη μου πολλές υποδείξεις που είχα προσλάβει από την πρώτη ανάγνωση του γραπτού, αλλά μου ανοίχτηκε και μία νέα προοπτική, η δυνατότητα δηλαδή μίας νέας προσέγγισης στον Αριστοτέλη, σε σχέση με εκείνη που είχα κατανοήσει στον Χάϊντεγκερ εξήντα επτά χρόνια πριν και η οποία είχε εμπνεύσει τα μαθήματα μου γύρω από την σκέψη του Σταγειρίτη. (Οι φοιτητές μου των πρώτων χρόνων της Χαϊδελβέργης που έλεγαν πάντοτε πώς θα’πρεπε να γράψω ένα βιβλίο πάνω στον Αριστοτέλη, για να αναπτύξω τον Χάϊντεγκερ). 

Σας αφηγήθηκα όλη αυτή την ιστορία για να σας πώ, πώς σήμερα βρίσκομαι σε ένα είδος αμηχανίας από τις τόσες προκλήσεις που αναδύθηκαν, αλλά επίσης και σε ένα είδος αποστάσεως από την οπτική, που είχα επεξεργαστεί κατά την διάρκεια της ζωής μου, πάνω στον Αριστοτέλη, με αυτή την νέα προοπτική που μου ανοίχτηκε ξαναδιαβάζοντας το κείμενο του Χάϊντεγκερ, που με πιέζει σε ένα επαναστοχασμό όλης μου της εργασίας στο πεδίο της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Δεν θέλω να σας παρουσιάσω αυτό το γραπτό, αλλά νομίζω πώς είναι αναγκαίο να επιστήσω την προσοχή σας σ’ένα καθοριστικό σημείο. Για ποιόν λόγο ένας στοχαστής τόσο βαθύς, όπως ο Χάϊντεγκερ αποκαλύφθηκε σε όλα του τα έργα, ασχολήθηκε από νεαρός με τον Αριστοτέλη; 

Η πρώτη απάντηση είναι πώς ο Χάϊντεγκερ μπορούσε να βρει στον Αριστοτέλη διάφορες συμφωνίες με την οπτική γωνία της φαινομενολογίας. Και πράγματι, πλησίαζε το αριστοτελικό κείμενο εφαρμόζοντας έννοιες και αναλύσεις που ανήκαν στον Χούσσερλ, όπως για παράδειγμα την προθετικότητα τής συνειδήσεως και την συντέλεση του αντικειμένου. 

Για να φωτίσω αυτό το σημείο θέλω να επικαλεστώ κάποιο άλλο προσωπικό περιστατικό. Μετά την ανάγνωση του γραπτού τού Χάϊντεγκερ του 1922, μετακόμισα από το Μαρβούργο στο Φράϊμπουργκ για να μελετήσω τον Αριστοτέλη με τον Χάϊντεγκερ. Θυμάμαι πώς ο Χούσσερλ με παρουσίασε σε μία συγκέντρωση των Φοιτητών στο σπίτι του, λέγοντας: αυτός είναι ο δόκτωρ Γκάνταμερ ο οποίος έρχεται εδώ για να σπουδάσει την φαινομενολογία του Αριστοτέλη με τον μαθητή μου Χάϊντεγκερ. Ο Χούσσερλ πράγματι ήταν πεποισμένος τότε πώς ο νεαρός ιδιοφυής μαθητής του, θα συνέχιζε και θα ανέπτυσσε την φαινομενολογική του προοπτική. Πάντως ήδη η μετακόμισή μου στο Φράϊμπουργκ για να μελετήσω με τον Χάϊντεγκερ λέει  πολλά για τα ερεθίσματα που μου προκάλεσε η ανάγνωση του δοκιμίου του. Ας έχετε υπ’όψιν επίσης πώς είχα σχηματισθεί στην νεοκαντιανή σχολή, αφομοιώνοντας το μάθημα της πιο ώριμης γενιάς αυτής της σχολής. Εκείνα τα χρόνια ήμουν στενός φίλος του Nikolai Hartmann, που ήταν ο οδηγός μου στις σπουδές της φιλοσοφίας.

Στο Φράϊμπνουργκ, μετά τις πρώτες συναντήσεις, ο Χάϊντεγκερ με κάλεσε σε μία ιδιαίτερη συνάντηση στο σπίτι του. Μόνον εγώ και αυτός λοιπόν, άκουσα την εισαγωγή στην ανάγνωση του Αριστοτέλη. Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το μικρό διαμέρισμα, μάλλον ταπεινό, του Χάϊντεγκερ. Υπήρχαν δύο πολυθρόνες και μία από αυτές, όταν μπήκα, ήταν πιασμένη από δύο μωρά που έπαιζαν και σταμάτησαν το παιχνίδι τους δυσαρεστημένα για την συνομιλία μας. Υπήρξε για μένα κάτι σαν ένα κεραυνοβόλημα όταν, αρχίζοντας να διαβάζει το βιβλίο VII της Μεταφυσικής, μετέφρασε «το όν λέγεται πολλαχώς», όχι όπως συνήθως αλλά «το όν το λένε πολλαχώς». Το εκφράζουν, το λένε οι πολλοί, χωρίς να είναι ένας ορισμός ή μία έννοια το λέγεται. Λέγεται πολλαχώς από όλους, με διάφορους τρόπους. Αυτή ήταν η εκπληκτική καινοτομία. 

Θυμάμαι απεναντίας πώς όταν ο Χάρτμανν διάβαζε αυτό το χωρίο, το σχόλιο του ήταν πώς η έννοια του Είναι περιλαμβάνει διάφορες και ποικίλες έννοιες. Και έτσι, το γεγονός ότι το λέγειν σήμαινε «λέγω, ομιλώ» είχε χαθεί από την οπτική μας, όπως είχε συμβεί εξάλλου και με τον ορισμό μας του ανθρώπου που έγινε παραδοσιακός πλέον: ζώον λογικόν. Είναι μία μετάφραση της ελληνικής έκφρασης ζώον λόγον έχον και αποκρύπτει τελικώς  το πρωτότυπο νόημα, διότι λέγειν-το επαναλαμβάνω έχει σχέση πρώτα απ’όλα με το λέω, ομιλώ. Αυτό λέγεται καθαρά στα πολιτικά του Αριστοτέλη, όπου (1253 α 9….) βρίσκουμε τον ορισμό του ανθρώπου σαν ζώον λόγον έχον, και όπου συγκρίνεται με τα πουλιά τα οποία έχουν φωνή αλλά δεν έχουν γλώσσα. Γι’αυτό ο Χάϊντεγκερ είχε δίκηο χωρίς αμφιβολία να δηλώσει πώς εκείνο το λέγεται σημαίνει «έχει λεχθεί», σημαίνει δηλαδή «όπως οι άνθρωποι λένε», όπως εμείς ομιλούμε για τα πράγματα. 

Αυτό ήταν λοιπόν το νέο σημείο εκκινήσεως για να φιλοσοφήσουμε, να ξεκινήσουμε δηλαδή από αυτό που λένε οι άνθρωποι, από τον τρόπο που ορίζουν τα πράγματα με τις λέξεις. Εγώ, όπως γνωρίζετε, έχω λίγα κοινά σημεία με την αναλυτική αγγλοσαξονική φιλοσοφία, αλλά έχω όμως ένα κοινό σημείο, ότι δηλαδή ξεκινούμε την έρευνά μας από την κρίση, από την γλωσσική εμπειρία (Καντ). Από εδώ γίνεται το ξεκίνημα για να έλθουν στο Φώς όλα όσα υπονοούνται στις διαφορετικές χρήσεις τής γλώσσας, των λέξεων. 

Η γλώσσα είναι σαν ένα μεγάλο δίχτυ όπου τα πράγματα γίνονται σημαντικά, σπουδαία, αρνητικά ή θετικά, σύμφωνα με κατευθύνσεις που είναι εγκατεστημένες μέσα στις λέξεις και στην μορφή της επικοινωνίας. Αυτό ήταν το νέο σημείο εκκινήσεως και εγώ προσπάθησα να αποδείξω πώς η ερμηνευτική ξεκινά ακριβώς από το γλωσσικό πλησίασμα της εμπειρίας. Μ’αυτή την έννοια ο Vattimo έχει δίκαιο όταν λέει ότι η ερμηνευτική είναι μία νέα ΚΟΙΝΗ. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε ομιλούντα όντα, και επικοινωνούμε μεταξύ μας μέσω της γλώσσας και αυτή η γλώσσα δεν είναι τυχαία και πρόχειρη, δεν αποφασίζεται «ιδιωτικώς», αλλά είναι η φωνή μίας κοινής εμπειρίας που έχει συγκεντρωθεί και η οποία αποκαλύπτεται στην αυθεντικότητα της.

[Αυτή η κοινή γλώσσα της γνώμης, πήρε την θέση του μύθου και της τραγωδίας στην μετακαντιανή εποχή. Η λαϊκή γλώσσα, διότι ο λαϊκός άνθρωπος είναι το μυθικό αρχέτυπο το διανοουμένου της σήμερον, του ευνουχισμένου και του άπρακτου]. 

Σ’αυτή την κατεύθυνση προχωρούσε η ανάγνωση του Αριστοτέλη-και πιο συγκεκριμένα των λέξεων με τις οποίες αρχίζει το βιβλίο Ζ της μεταφυσικής- που πραγματοποίησα στο Φράϊμπουργκ με τον Χάϊντεγκερ. Το ίδιο συνέχισε και με τον Χάρτμανν στην συνέχεια, όταν αναγνώρισε και εκείνος πώς εκείνο το λέγεται σημαίνει «οι άνθρωποι λένε». 

Συνεχίζεται 
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου