Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ (3)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ 

Τού HANS JONAS.

          Φιλοσοφικοί στοχασμοί στό έβδομο κεφάλαιο τής προς Ρωμαίους Επιστολής τού Αποστόλου Παύλου!     

18. Η Άβυσσος τής θελήσεως (συνέχεια).

  Όταν εισαγάγαμε το θέμα τού cogito me cogitare απορρίψαμε την ισχύ του και τον τρόπο του σχετικά με την “αναπαράσταση” (δηλαδή αντίληψη), σαν ακατάλληλη στην στοχαστικότητα, τής ύπαρξης. Αλλά τώρα οφείλουμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια αυτόν τον οπτικό τρόπο, αντικειμενικά. Ο ρόλος του είναι βασικός για την δυνατότητα μιας αυθεντικής ελευθερίας. Διότι πράγματι, μόνον αντικειμενοποιώντας το σύμπαν τού άλλου σαν έναν κόσμο αντικειμένων τα οποία την αντιμετωπίζουν, αντιστεκόμενα σ’αυτό σαν υποκείμενο, η ελευθερία μπορεί να δημιουργεί τον δικό της δυνατό “χώρο”, μόνον από αυτή την γενική απόσταση, το Εγώ μπορεί να αποκτήσει κάποια ελευθερία κινήσεως και επιλογής απέναντι στην πραγματικότητα που το περικυκλώνει. Τώρα, αυτή η ίδια η αντικειμενοποίηση που πραγματοποιεί ο άνθρωπος, σαν πρωταρχική ενέργεια τής ύπαρξής του, φάτσα φάτσα με όντα που στέκονται μπρος του, συστήνοντας τα σαν αντίπαλο κόσμο, απλώνεται αναγκαίως και στον εαυτό του: και αυτός τίθεται φάτσα φάτσα με τον εαυτό του. Στην αντικειμενοποίηση αυτός εξέρχεται από μία “πρωτογενή ενότητα” με όλα τα άλλα όντα (η αθωότης του πλάσματος), και ανοίγει μία ουσιώδη απόσταση η οποία γι’αυτόν τον  λόγο τοποθετείται ανάμεσα σ’αυτόν και όλο αυτό που υπάρχει. Και μέσω αυτού τού σχίσματος, το Εγώ τοποθετείται όχι μόνον απέναντι στο αντικειμενοποιημένο σύμπαν, αλλά και από τον εαυτό του, σαν από κάποιον που μπορεί να πει “Εγώ”- και πρέπει να το πει, διότι από την στιγμή που απέκτησε την απομόνωση (με “μία φορά, από την στιγμή”, εννοείται το φανταστικό παρελθόν της πτώσεως), το Εγώ πρέπει να σταθεί για λογαριασμό του στο καλό και στο κακό. Έτσι μαζί με την αντικειμενοποίηση του κόσμου, υπάρχει ήδη σαν δοσμένη αναπόφευκτα η αντιλογία, η αντίρρηση, ικανής για προοπτική, τού εαυτού (η οποία είναι ουσιαστικά ξεχωριστή από την “στοχαστικότητα τής θελήσεως”)- και μ’αυτό και η αναγκαία δυνατότης εκείνης τής αποστάσεως από τον εαυτό, με την οποία το Εγώ εγκαταλείπει την ταπεινότητα τής δικής του αμέσου κτιστότητος, για την υπερηφάνεια τής μεσότητος στην σχέση με τον εαυτό του.

          Έτσι λοιπόν, η σκέψη τής θελήσεως χαρακτηρίζεται από την αυτό-αντικειμενοποίηση τής αρχέγονης εμπνεύσεως (ή αναπαράστασης). Σύμφωνα με την διατύπωσή μας, η σχέση μπορεί να εκφρασθεί ως εξής: Το θέλω να θελήσω (volo me velle) έχει την ουσιώδη δυνατότητα να μεταλλαχθεί σε ένα σκέφτομαι να θελήσω (cogito me velle), όπου το cogito εννοείται με την ιδιαίτερη σημασία της σκέψης τού αντικειμένου. Σ’αυτή την αλλαγή, η ελευθερία χάνει τον εαυτό της και αντί να ζήσει ακολουθώντας τις ενέργειες που επέλεξε, παρατηρεί τον εαυτό της απέξω και έτσι καταλήγοντας ξένη στον εαυτό της, ξεχνώντας τον σε τελευταία ανάλυση και προδίδοντάς τον, πέραν της μελλοντικής συνθήκης μιας ανεπηρέαστης δραστηριότητος στην οποία καθοδηγήθηκε με την πράξη, “έπεσε σε ένα «παρόν» αντικειμενικών δεδομένων στο οποίο η περιέργεια βρίσκει την σίγουρη θέση ενός παρατηρητού, σε αντίθεση με την εκτεθειμένη κίνηση τού ηθοποιού. Σ’αυτή την αυτό-αντικειμενοποίηση, η ελευθερία, οπισθοδρομώντας, εξασφαλίζει εκ νέου εκείνη την βοήθεια, την υποστήριξη που είχε χάσει στην περιπέτεια τής απόφασης. Συγκεκριμένα λοιπόν η αντικειμενοποίηση μπορεί να λάβει έναν κάποιο αριθμό ψυχολογικών τύπων. Συνήθως και ως επί το πλείστον πρέπει να λειτουργήσει υιοθετώντας την μερικότητα τής σύγκρισης με τους άλλους (αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική σφαίρα, το “με τους άλλους” προσφέρει τον ορίζοντα της αντικειμενοποιήσεως, παρότι μόνον στο φανταστικό επίπεδο). Σε κάθε περίπτωση, αυτή τοποθετεί πάντοτε τον παρατηρούμενο ηθοποιό στην θέση τής πράξης που ζει με ανεξάρτητο τρόπο στην ίδια την πράξη. Δεν θα ήταν αυτή μία σημασία, ίσως η μικρότερη παρότι βασική της έννοιας του Παύλου τού “αυτό-δοξασμού” τού εαυτού στο δικό του έργο;

          Αυτή η ιδιαίτερη επιμονή στον εαυτό της τής χρονικότητος, στην ενυπάρχουσα ανάπτυξή της (με άλλους όρους, σύμφωνα με την διατύπωση που ήδη επιλέξαμε το αναπόφευκτο αυτοκαθοριζόμενο πέρασμα από το θέλω να θελήσω στο σκέπτομαι να θελήσω) μπορεί να θεωρηθεί σαν η παγίδα του Νόμου, η οποία δεν είναι μόνον συναφής με την αγιότητά του αλλά προκαλείται άμεσα από αυτή, καθότι ο νόμος καθαυτός κυβερνά την αυτοσυνειδησία. Είναι μία ευγενής απειλή καθότι δεν είναι παρά η παγίδα τής ελευθερίας, προετοιμασμένη και απαιτούμενη από αυτή, διότι ο “Νόμος” με την πιο υψηλή σημασία δεν ανέχεται ο,τιδήποτε ετερόνομο αλλά ακριβώς την υποχρέωση που θέτει η ελευθερία στον εαυτό της. Και πράγματι στο “μη-επιθυμείν”, στο οποίο συνθέτει ο Παύλος την σημασία του Νόμου, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε την ιδέα του Κάντ τού δέοντος, αντιτιθεμένου στην κλίση-και η διαλεκτική θα παρέμενε στην γραμμή της αρχής, η ίδια, όπως θα δούμε!

          Τέλος πάντων, με το πέρασμα από το θέλω να θελήσω στην σκέψη, από τον στοχασμό τής θελήσεως στην αυτό-αντικειμενοποίηση, το θέμα δεν λύθηκε. Μία ελευθερία η οποία είναι τίμια με τον εαυτό της δεν σταματά εδώ, είναι σε επιφυλακή ενάντια στις δικές της απειλές και κρατά τα μάτια της ανοιχτά. Η θέληση στην ζωντανή της (παρούσα) σκέψη θα εμπλακεί στις δικές της αντικειμενοποιήσεις, θα βρεθεί στο ήσυχο αγκυροβόλιο αυτού που κάθεται και παρατηρεί και θα πετάξει μακριά της αυτό με μία νέα λύση η οποία τώρα περιλαμβάνει αυτή την κατάσταση μαζί με το πρωταρχικό αντικείμενο. Αυτό- ανακαινίζεται έτσι σε ένα δεύτερο επίπεδο, στην αυθεντικότητά του και το πάγωμα τού παρόντος τής αναπαραστάσεως, ξανά-λύνεται στην ροή τού μέλλοντος τής επιθυμίας. Αλλά αυτή η νέα φάση στοχασμού στην χρονική της ανάπτυξη, θα πέσει ξανά στην αντικειμενοποίηση και έτσι θα προέλθει από όλο αυτό ένα πήγαινε έλα, ένα διαρκές αυτό καθρέφτισμα, μία άπιαστη διαλεκτική αλλά πραγματική, η οποία δεν χωρίζει σε μέρη τα οποία αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο. Ωθούμενη από την δική της διαλεκτική, η θέληση τροποποιείται στο άπειρο και απέραντο φάντασμα τής δικής της διφορούμενης κατάστασης, και χάνεται σ’αυτή χωρίς να φτάνει ποτέ σε μία μονοσήμαντη συνθήκη, σε ενότητα! Εκτός και αν αυτή η διαλεκτική, χωρίς σκοπό καθαυτή δεν σταματήσει από κάτι άλλο. Πάνω σ’αυτή την δυνατότητα η φιλοσοφία δεν έχει να πει τίποτε.

Συνεχίζεται

Η ΘΕΛΗΣΗ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ. ΕΙΝΑΙ Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ. Η ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΜΑΣ. ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; ΤΙ ΕΚΑΝΑ; ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΩ; Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ,  Ο ΝΕΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου