Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (4)

Συνέχεια από: Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021

 
Hans Georg Gadamer.

"Υπήρξε για μένα κάτι σαν ένα κεραυνοβόλημα όταν, αρχίζοντας να διαβάζει το βιβλίο VII της Μεταφυσικής, μετέφρασε «το όν λέγεται πολλαχώς», όχι όπως συνήθως αλλά «το όν το λένε πολλαχώς». Το εκφράζουν, το λένε οι πολλοί, χωρίς να είναι ένας ορισμός ή μία έννοια το λέγεται. Λέγεται πολλαχώς από όλους, με διάφορους τρόπους. Αυτή ήταν η εκπληκτική καινοτομία". 
Αυτή η καινοτομία είναι μία πρώτη αιτία τού ενδιαφέροντος τού νεαρού Χάϊντεγκερ για τον Αριστοτέλη. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πώς αυτό το ενδιαφέρον γεννιόταν επίσης και από το γεγονός πώς ο Αριστοτέλης είναι ένα από τα μεγαλύτερα κείμενα της φιλοσοφικής παραδόσεως. Το κείμενο του μετράει πάνω από 2000 σελίδες, παρότι αυτό από μόνο του δεν αποτελεί επαρκή αιτία. Θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε π.χ. γιατί ο Χάϊντεγκερ να μην προτιμήσει τον Πλάτωνα, ο οποίος έγραψε επίσης μεγαλειώδη κείμενα, και μάλιστα πιο γοητευτικά σε σύγκριση με τις λεπτές εννοιολογικές αναλύσεις που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη. Γιατί δεν προτίμησε την ποιητική φαντασία τού Πλάτωνος; Την απάντηση σ’αυτή την ερώτηση μπορούμε να την βρούμε ανατρέχοντας στο θρησκευτικό πρόβλημα και στον ρόλο του δασκάλου που ο Αριστοτέλης, στην ερμηνεία που του’δωσε ο Θωμάς Ακινάτης,  κατέληξε να παίξει στην Θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας. Ας σημειώσουμε πώς ο νεαρός Χάϊντεγκερ-και αυτό φαίνεται καθαρά από την βιογραφία του-αισθανόταν σαν μία διανοητική πρόκληση εκείνο που είναι ένα τυπικό πρόβλημα της μοντέρνας εποχής, την διατήρηση του Χριστιανικού μηνύματος δίπλα στην προοδευτική επιβεβαίωση, ξεκινώντας από το 600, εκείνης της επιστημονικής συμπεριφοράς που επηρεάζει όλη μας την πολιτισμική μόρφωση. Είναι συνθετικά δηλαδή το κεντρικό πρόβλημα του διαφωτισμού. 


Όμως ακόμη και αν ξεκινήσουμε από το ενδιαφέρον τού Χάιντεγκερ για το πρόβλημα του Χριστιανισμού στον σύγχρονο κόσμο, επανεμφανίζεται η ερώτηση: γιατί ο Αριστοτέλης και όχι ο Πλάτων; Ο Αριστοτέλης δεν ήταν Χριστιανός και δεν ήταν κάν μία ψυχή φυσικώς Χριστιανική, όπως θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Πλάτωνα, λόγω του μύθου του δημιουργού για παράδειγμα , ο οποίος γίνεται κατανοητός σαν μία ποιητική περιγραφή τής δημιουργίας ή για τον μύθο τής αθανασίας της ψυχής κ.τ.λ. Στον Πλάτωνα υπάρχουν τόσα πράγματα που έχουν έναν χαρακτήρα θεϊκής αποκαλύψεως και τα οποία προσφέρονται επομένως να ερμηνευθούν με την θρησκευτική σημασία. Στον Αριστοτέλη αντιθέτως, υπάρχει πολύ λίγο από όλα αυτά. Τότε; Εάν είναι κατανοητό πώς ορμώμενοι από θρησκευτικά ενδιαφέροντα είναι πολύ φυσικό να μελετήσουμε τον Πλάτωνα, γιατί να απευθυνθούμε στον Αριστοτέλη, ο οποίος σ’αυτό το πεδίο προσφέρει πολύ λιγότερα; Η απάντηση είναι απλή: Διότι ο Αριστοτέλης βρίσκεται στο βάθος όλης της Χριστιανικής Θεολογίας, διότι με τις αριστοτελικές έννοιες οι μεσαιωνικοί στοχαστές επεξεργάστηκαν τα δόγματα της Εκκλησίας. 

Όταν λοιπόν ο νεαρός Χάιντεγκερ προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει την θέση του σαν Χριστιανός και αντιμετώπιζε το πρόβλημα τής πίστεως, αυτά τα δόγματα δεν του φαινόντουσαν επαρκή για να λύσουν τις αμφιβολίες και τις απορίες που η σύγχρονη εποχή είχε προκαλέσει στο θρησκευτικό έδαφος. Αυτή είναι η αληθινή αιτία, η πιο σημαντική τού ενδιαφέροντος για τον Αριστοτέλη. Να και η ερώτηση που τον ερέθιζε! Τα εννοιολογικά εργαλεία που πρόσφερε ο Αριστοτέλης στην Χριστιανική φιλοσοφία είναι στ’αλήθεια κατάλληλα για να σκεφτούμε τα προβλήματα της πίστεως; Αυτή η καταλληλότης δεν είναι τόσο φανερή, επομένως υπάρχει ανάγκη να μελετηθούν τα Αριστοτελικά κείμενα. Νομίζω πώς η διανοητική εμπειρία του Χάιντεγκερ υπήρξε εκείνη ενός στοχαστού ο οποίος ξεκινώντας από την μοντέρνα φιλοσοφία, από την φαινομενολογία του Χούσσερλ, από τον νεοκαντισμό, από τον Ντίλτεϋ και πάει λέγοντας, έθεσε αυτή την έρωτηση! [Γιατί να σκεφτούμε την πίστη; Προβλήματα στην πίστη αντιμετώπισε ο Διαφωτισμός και δεν τα έλυσε! Ένας ορισμός του Διαφωτισμού είναι η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις θρησκευτικές προκαταλήψεις. Οδήγησε στην απελευθέρωση; Ή στις προκαταλήψεις του Διαφωτισμού ενάντια στην θρησκεία, οι οποίες αποκορυφώθηκαν στον Ναζισμό και τον Κομμουνισμό; Πόση σκέψη έβαλε στην πίστη του ο ίδιος ο Χάιντεγκερ που πρόδωσε όλους τους μαθητές του;]. 

Ο νεοθωμισμός τού οκτακόσια, πράγματι ήταν ένα μίγμα τού αυθεντικού Ακινάτη με λίγο Καντιανισμό, μία μίξη που επιβλήθηκε από την απαίτηση να μονιμοποιηθεί μία θετική σχέση ανάμεσα στο Τριαδικό δόγμα και τις μοντέρνες επιστήμες της φύσεως. Σ’αυτή την προοπτική υπάρχει ακόμη πολύ δουλειά να γίνει για να αναλυθούν τα δύο στοιχεία που συγκλίνουν στον νεοθωμισμό: ο αυθεντικός Ακινάτης και η χρησιμοποίησή του από την Εκκλησία, ιδιαιτέρως δε για τον σχηματισμό τού εκκλησιαστικού προσωπικού. 

Ας θέσουμε όμως τώρα το πρόβλημα τής σχέσεως ανάμεσα στον Αριστοτέλη και την θρησκεία, ιδιαιτέρως την ελληνική θρησκεία. Και πρώτα απ’όλα τι ήταν η θρησκεία των Ελλήνων; Ας θυμηθούμε πώς η λέξη θρησκεία (Religion) δεν υπάρχει στην Ελληνική γλώσσα. Έχει λατινική καταγωγή και δεν γνωρίζω κανένα όρο που θα μπορούσε να την μεταφράσει κατάλληλα στα Ελληνικά. Αυτό το γεγονός πρέπει να σημαίνει κάτι. Σχετικά μ‘αυτό το θέμα, θυμάμαι ένα μάθημα στο οποίο συμμετείχα πολλά χρόνια πρίν, όταν ήμουν νεαρός μελετητής. Ήταν ένας κύκλος μαθημάτων τού Rudolf Bultmann, τού διάσημου θεολόγου τού Μαρβούργου, και στριφογυρνούσε γύρω από το γνωστό του βιβλίο τού 1917 «Το ιερό. Το άλογο στην ιδέα του Θείου και η σχέση του με το έλλογο». Στην διάρκεια της συζητήσεως, προέκυψε η ερώτηση για την δυνατή μετάφραση της θρησκείας στα Ελληνικά. Η απόφαση ήταν ότι η λέξη εξισούται με την λέξη «οσιότης»! αλλά δεν συμφώνησα. Η περιγραφή τής Ελληνικής θρησκείας που βρίσκουμε στον Όμηρο, η λεγόμενη ομηρική θρησκεία, δεν είναι άλλο από την αφήγηση της ζωής τών Θεών και τών σχέσεων τους με τους θνητούς. Πρόκειται μήπως για μία πίστη, για μία θρησκευτική ομολογία, για μία θεολογία; Οπωσδήποτε όχι, πρόκειται για άλλο πράγμα, δηλαδή για ποιητικές εικόνες που αναπαριστάνουν όχι το Θείο αλλά την φανέρωση του σε συγκεκριμένες μορφές και σε μοναδικές στιγμές. Σκεφτείτε πώς φανερώνονται οι Θεοί στον Όμηρο και πώς παρεμβαίνουν σε συγκεκριμένες στιγμές! 

Ας έλθουμε τώρα στην έννοια του Θείου στον Αριστοτέλη. Γνωρίζετε καλά ποια είναι αυτή η έννοια! Ο Θεός είναι το υπέρτατο όν του Σύμπαντος, το πρώτο κινούν, του οποίου η μοναδική δραστηριότης είναι να στοχάζεται τον εαυτό του. Ταυτίζεται με τον αυτοστοχασμό του διότι σ’αυτόν πραγματοποιείται η ολότης τού πραγματικού. Θα συζητήσουμε στην συνέχεια από πιο κοντά αυτή την έννοια, όταν θα αναφερθούμε στο βιβλίο Λ της Μεταφυσικής όπου βρίσκουμε μία σύντομη περιγραφή τής μεταφυσικής και τής φυσικής θεωρίας του Αριστοτέλη. Για την ώρα αρκεί αυτή η αναφορά για να περάσουμε στην Χριστιανική Θεολογία. 

Σίγουρα θα γνωρίζετε την διατύπωση που ορίζει την οντολογική ουσία τού Θεού στην θρησκευτική Θεολογία: ο Θεός είναι actus purus, μία δραστηριότητα τόσο καθαρή που περατούται στον εαυτό της, που για να είναι δεν έχει την ανάγκη άλλου παρά μόνον του εαυτού της, με έναν λόγο είναι αυτοστοχασμός. Actus purus: δηλάδή δραστηριότης. Τώρα λοιπόν, ποια είναι η σχέση ανάμεσα σ’αυτή την έννοια και το μήνυμα του Χριστιανισμού; Η μεγάλη υπόσχεση της Χριστιανικής εσχατολογίας είναι η επανεμφάνιση του Χριστού η παρουσία. Πιστεύω πώς γνωρίζετε όλοι σας αυτόν τον όρο που είναι Ελληνικής καταγωγής. Σημαίνει παρουσία, αλλά στον Χριστιανισμό δεν σημαίνει την απλή παρουσία, αλλά την επιστροφή τής παρουσίας, την επιστροφή τού Σωτήρος. Αυτό είναι το μήνυμα του Χριστιανισμού: Το Σωτηριώδες γεγονός. Ακόμη και η μεταστροφή, όπως συνέβη στην υπαρξιακή εμπειρία του Αυγουστίνου και τόσων άλλων, είναι ένα γεγονός, είναι η κλήση που συμβαίνει σε μία συγκεκριμένη στιγμή. Είναι σαφές λοιπόν πώς για τον Χριστιανό ο όρος παρουσία έχει μία διαφορετική σημασία από εκείνη που της προσέδιδαν οι Έλληνες. Υπάρχει επι πλέον, η σημασία τού απροσδόκητου ερχομού, τού έρχομαι στο Είναι, τής επαναμεταστροφής. Είναι σαν να συγκεντρώνεται σ’αυτή την λέξη όλη η ένταση ανάμεσα στην Ελληνική οντολογία και την ιδέα του Θείου τού Χριστιανισμού. 

Είμαστε έτσι στο σημείο στο οποίο θέλουμε να φτάσουμε: η Χριστιανική πίστη και η Αριστοτελική οντο-θεολογία δεν συμβιβάζονται. Η αριστοτελική έννοια του Θεού δεν αντιστοιχεί στην θρησκευτική εμπειρία της μεταστροφής, στην έλευση τού Σωτήρος, της παρουσίας σαν γεγονός. Τότε πώς είναι δυνατόν να επεξεργαστούμε μία κατάλληλη εννοιολόγηση σ’αυτή την θρησκευτική εμπειρία; Αυτό υπήρξε το έργο της ζωής του Χάιντεγκερ , να σκεφτεί δηλαδή μία οντολογία που θα αντιστοιχούσε στην θρησκευτική εμπειρία με μία καλύτερη μορφή, πιο προσαρμοσμένη, πιο ανάλογη, από την αριστοτελική [το πρόσωπο και ο Έρως;]
Συνεχίζεται 
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου