Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ (4)

 Συνέχεια από: Tρίτη 5 Οκτωβρίου 2021

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ 

Τού HANS JONAS.

          Φιλοσοφικοί στοχασμοί στό έβδομο κεφάλαιο τής προς Ρωμαίους Επιστολής τού Αποστόλου Παύλου!     

18. Η Άβυσσος τής θελήσεως (συνέχεια).

Θα διαπραγματευθώ τώρα με συντομία την διάκριση, την οποία σημειώσαμε ήδη προηγουμένως, ανάμεσα σε ηθική “αυτόνομη” και “ετερόνομη” καθότι συνδέεται με το πρόβλημα με το οποίο ασχολούμαστε. Στην μορφή της ετερονομίας και ιδιαιτέρως στο θρησκευτικό πλαίσιο, στο οποίο συνειδητοποιήθηκε κατ’αρχάς, η διαλεκτική φανερώνεται ως εξής: καθώς η πίστη στην αυθεντία του Θεού νομοθέτη (από τον οποίο προέρχεται η υποχρεωτική δύναμη των εντολών του) συμπεριλαμβάνει την πίστη στην δικαιοσύνη, η τήρηση της εντολής του, τού Νόμου του, πρέπει να συνοδευθεί με την προσμονή τής ανταποδόσεως και τής τιμωρίας, παρότι δεν υπάρχει καμία επιθυμία γι’αυτό. Αλλά η βεβαιότης αυτής τής πίστης, όσο κι ‘αν είναι ηθικώς αναγκαία, καταστρέφει την καθαρότητα τής πραγματοποιήσεως του Νόμου, αποδίδοντας του μία χροιά χρησιμοθηρίας: Έτσι προστατεύει την Θεία αγιότητα και ηθικότητα του Νόμου, υποχρεώνοντας την ανθρώπινη αγιότητα και ηθικότητα της θελήσεως να πληρώσει μία τιμή. Από το άλλο μέρος, εάν η βεβαιότης της Θείας αποδόσεως της αξίας, θετικής ή αρνητικής, καταργηθεί, τότε η δυνατότης φαινομενικώς αποκατεστημένη τού ανθρωπίνου ήθους καταστρέφεται ξανά, καθότι ο Νόμος ενός Θεού ο οποίος είναι, αν όχι ανοιχτά άδικος, τουλάχιστον απροσδιόριστος, αυθαίρετος ίσως ή αδιάφορος-δηλαδή ο Νόμος ενός ανήθικου Θεού- δεν μπορεί να είναι άγιος και δεν μπορεί να απαιτήσει καμία ηθική αυθεντία. Έτσι η πραγματοποίηση και υπακοή δεν μπορεί να είναι και στις δύο περιπτώσεις βασισμένη στο ήθος και την ηθική, εκτός εάν συμβεί λόγω λάθους (ελλείψεως διαύγειας) το οποίο εξαρτάται από τον αμφίβολο χαρακτήρα τής πηγής. Το ίδιο το λάθος ή ένας ανεπαρκής στοχασμός, δεν πρέπει να αποτελέσει την συνθήκη τής ηθικότητος. Επι πλέον αυτό σημαίνει ότι η δυνατότης τής ηθικότητος τού ανθρώπου δεν κατακτάται με την τιμή μιας Θείας ηθικότητος η οποία είναι παρατημένη με τον ίδιο τρόπο που το Θείο δεν μπορεί να διατηρηθεί στην τιμή μιας ανωμαλίας του ανθρώπινου. Εν συντομία η ανθρώπινη ηθικότης δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς μία Θεία ηθικότητα η οποία συν-υπάρχει μ’αυτή.

          Το ίδιο συμβαίνει και στην ετερόνομη συνθήκη. Ο Κάντ σκεφτόταν ότι μπορούσε να ξεπεράσει το δίλημμα αντικαθιστώντας τον Θείο νομοθέτη με την αυτό-νομοθεσία της νοήσεως, καθιστώντας δηλαδή τον ηθικό νόμο αυτόνομο, και γι’αυτό ανεξάρτητο από την λογική της ανταποδόσεως και της τιμωρίας. Αλλά αποδείξαμε πιο πάνω ότι η απλή και καθαρή εσωτερικότης, αποκτά, μέσω της αναπαράστασης (αντικαθρεφτίσματος) της αυτό-αντικειμενοποίησης, ένα είδος αυτό-δικαίωσης η οποία (γνωστή σαν ματαιοδοξία) δεν είναι λιγότερο καταστροφική, φθοροποιός, τής προσμονής ενός εξωτερικού κέρδους-και ίσως μάλιστα ακόμη περισσότερο, διότι μπορεί να αποκτηθεί χωρίς καθυστέρηση, την ίδια στιγμή που εκτελείται η πράξη, ενώ για να εμπιστευθούμε μία αναγνώριση εξωτερική και μελλοντική απαιτεί την δύναμη μιας πίστης υπομονετικής και διαρκούς. Στην πραγματικότητα, η εναλλακτική προοπτική “αυτόνομο/ετερόνομο” επίκειται (ξεπερνιέται) από την πιο ουσιώδη “αυθεντικό/μη-αυθεντικό”. Και πράγματι, όπως είναι προφανές, η αντινομία η ενυπάρχουσα στην πράξη, την οποία περιγράψαμε, είναι πιο θεμελιώδης από εκείνη η οποία προέρχεται από τον υπολογισμό μελλοντικών υπερβατικών γεγονότων και είναι κοινή και στις δύο θέσεις, αυτόνομη ή ετερόνομη: αντιπροσωπεύει την υπαρξιακή αντινομία της ηθικής σφαίρας καθαυτής, ανεξαρτήτως από κάθε θεωρία σχετικά με την θεμελίωση μιας ηθικής θεωρίας. Αντινομία λοιπόν σημαίνει ότι, στις συνθήκες της ανθρώπινης αβεβαιότητος, η προσπάθεια να αγιοποιήσουμε την θέληση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μία ανιερή θέληση. Κατ’εμέ αυτή η αντινομία βρίσκεται στο βάθος τής απελπισίας τής αυτό-περιγραφής του Παύλου! Αλλά γιατί θα ήταν αναγκαίο να γλιστρήσουμε στην “αντικειμενοποίηση;” Να υπάρχει μία δυνατότης τής ελευθερίας δεν κάνει την αυτό-αντικειμενοποίηση μια αναγκαιότητα! Κατ’αρχάς, η αυτό-αντικειμενοποίηση είναι αναγκαία και γι’αυτό ηθικά απαραίτητη, σαν εξέταση της πράξεως μας, η οποία πριν απ’όλα είναι μία εξέταση των προθέσεών μας (αυτό που ονόμαζε ο Κάντ η αποστολή της θελήσεως) και επειδή αυτή η εξέταση-η αυτό-έρευνα τής συνειδήσεως-ανήκει στην καθαυτή ηθικότητα, είναι αδιαχώριστη από την καλή πράξη. Δηλαδή η αυτό-αντικειμενοποίηση είναι δοσμένη καθαυτή μαζί με το γεγονός ότι η ηθικότης είναι εκ φύσεως στοχαστική και η αναγκαιότης της είναι καθαυτή ηθική, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι είναι και ψυχολογική. Για τον homo religiosus αυτό λαμβάνει την μορφή μιας κατανοήσεως του εαυτού από την οπτική γωνία του Θεού. Από μία τέτοια προοπτική “αυτός” αναρωτιέται “πώς θα φανεί στα μάτια Του η ενέργεια μου”. Αυτός πρέπει να κοιτάξει τον εαυτό του με τα μάτια του Θεού, δηλαδή να μεταλλάξει τα μάτια του σε εκείνα του Θεού. Το “μπροστά στον Θεό” γίνεται έτσι αναγκαίως “μπροστά στα μάτια μου”. Αλλά αυτή η αντικατάσταση μπορεί στις συνθήκες της κτιστότητος, να τηρηθεί μόνον εάν Εγώ βάζω στην θέση της αλάθητης ματιάς της Θεότητος που μου λείπει, την υπέρτατη αβεβαιότητα, αμφιβολία στην ανθρώπινη ματιά μου. Αυτό σημαίνει ότι στο όνομα του καλού, η αυτό-αντικειμενοποίηση θα κλίνει προς το κακό και θα προκαταβάλλει κάθε δυνατή κακία και βαρβαρότητα! Η αμφιβολία μπορεί να είναι πονηρή! Η πονηριά της αμφιβολίας συνίσταται στην γνώση ότι όλα είναι δυνατά και στην υποψία ότι η δυνατότης είναι πραγματική. Για να κατορθώσει να γνωρίσει όλο το δυνατό, την δυνατότητα, και για να μην χάσει τίποτε η αμφιβολία πρέπει να είναι δημιουργική, πρέπει να επινοήσει το κακό. Οπλισμένη με τέτοια ικανότητα επινοήσεως, η αμφιβολία που αισθάνομαι απέναντί μου γίνεται η αναπόφευκτη τιμή για την απολυτότητα που εγώ, ταυτοχρόνως απαιτώ από τον εαυτό μου σαν φορέας και απαιτώ από εμένα σαν δικαστής, να πρέπει να στραφεί σε μία θετική υποψία προς εμένα. Η στάση της αμφιβολίας που λαμβάνω από το γεγονός ότι είμαι παρατηρητής του εαυτού μου εις τόπον Θεού, με μία προδιάθεση προς την μεριά του κακού, είναι το μόνο υποκατάστατο της ουδέτερης παντογνωσίας του Θεού, είναι η μόνη αυτό-προστασία εναντίον της δικής μου διαφθοράς σαν δικαστού στην ίδια την δική μου την υπόθεση-η μόνη ασφάλεια της ακεραιότητος μου. Αλλά αυτή στρέφεται εναντίον του εαυτού της. Η αμφιβολία απλώνεται όχι μόνον σ’αυτό που ο παρατηρητής βρίσκει μπροστά του αλλά και στο Εγώ που παρατηρεί, το οποίο είναι ακόμη μία εκδήλωση αυτού του διφορούμενου Εγώ του ανθρώπου το οποίο στην προκείμενη πρέπει να ενδυθεί έναν Θείο ρόλο. Και αυτή η αμφιβολία δεν μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε ότι η δραστηριότης του δεν προστατεύεται από την δυνατότητα να περάσει από μία κριτική αυτό-παρατήρηση σε μία δικαιωμένη παρατήρηση, ευχάριστη η οποία οφείλει να είναι λόγω του γεγονότος ότι είναι κριτική, ανήλεη, σκληρή. Στην πραγματικότητα η αμφιβολία πρέπει να ανακαλύψει, εάν είναι μόνον ριζική, ότι αποδίδει αναγκαίως μία πραγματικότητα σ’αυτό που σκέφτεται : ότι οι δυνατότητες του κακού που ανακαλύπτονται δηλαδή επινοούνται, αυτοδημιούργητες-μετέχουν χάρις σ’αυτή την ανακάλυψη, στην πραγματοποίηση της θελήσεως και αντλούν απ’ αυτό την αξία τους. Ανακαλύπτει επί πλέον ότι κάθε καθαρότης της θελήσεως, η οποία μπορεί ακόμη και να υπάρξει σε μία αγαθή συνθήκη, χάνεται στις πονηριές τις οποίες διδάσκεται η θέληση από την αμφιβολία-στην πολλαπλότητα απείρως ανοιχτής μιας ψυχής η οποία έγινε πιο βαθειά σ’αυτή την εκπαίδευση.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου