Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (12)

Συνέχεια από:  Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022                                                 

                                          ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Η αναλογία στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και στους βυζαντινούς λογίους Βαρλαάμ και Γρηγορά

1.3.2 Ο ρόλος της αναλογίας στη φιλοσοφική θεολογία του Βαρλαάμ Καλαβρού
Όπως στη θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη, έτσι και στη φιλοσοφική θεολογία του Βαρλαάμ Καλαβρού, ο ρόλος της αναλογίας είναι πολύ ιδιαίτερος και σημαντικός. Όπως θα δείξουμε πιο κάτω, η χρήση της αναλογίας μέσα στο έργο του Βαρλαάμ, είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο σκεφτόταν και ανέλυε τα φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, ιδιαίτερα εκείνα με τα οποία ήλθε σε αντιπαράθεση με τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά και ολόκληρη την ησυχαστική παράδοση. Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον Βαρλαάμ τόσο κατά την περιγραφή του τρόπου παραγωγής της γνώσεως1, όσο και στην κατανόηση του κατά πόσο η γνώση του Θεού είναι ανάλογη της γνώσεως των όντων2.

1.3.2.1 Η αναλογία ως μαθηματική σχέση εννοιών
Σύμφωνα με τον Βαρλαάμ οι έννοιες μπορούν να συνδεθούν με τον τρόπο της γεωμετρικής αναλογίας, ακόμα και όταν το συμπέρασμα που προκύπτει δεν είναι λογικά έγκυρο: «Ἰτέον δὴ ἐπὶ τὴν γεωμετρικὴν ἀναλογίαν· ὡς ὁρατὰ πρὸς ὅρασιν ἔχει, οὕτω φὴς φαντασία πρὸς νοῦν· ἀνάπαλιν ἄρα ὡς ὅρασις πρὸς ὁρατά, οὕτω νοῦς πρὸς φαντασίαν· οὐκοῦν ἄν τοῦτο ἦ ψεῦδος, οὐδὲ τὸ πρῶτον ἔσται ἀληθές»3.
Αυτό θα μπορούσαμε σχηματικά να το παραστήσουμε ως εξής:
νοῦς:φαντασία = ὅρασις:ὁρατά ή Α:Β = Χ:Ψ
ὅρασις:ὁρατά = νοῦς:νοητά4 ή Χ:Ψ = Α:Γ
Ωστόσο, τα πράγματα που είναι ίσα με τον ίδιο όρο είναι ίσα και ανάμεσά τους5:
νοῦς:φαντασία = νοῦς:φαντασία ή Α:Β = Α:Γ
Αυτό όμως συνεπάγεται ότι Β = Γ ή φαντασία = νοῦς, το οποίο σύμφωνα με τον Βαρλαάμ είναι εντελώς λανθασμένο. Ο Βαρλαάμ χρησιμοποιεί τη μαθηματική μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής, για να αποδείξει ότι η γεωμετρική αναλογία που διερευνά δεν είναι έγκυρη.

1.3.2.2 Η αναλογία ως φανέρωση της ουσίας του νου
Για τον Βαρλαάμ, η σκέψη αποτελεί μία διαδικασία ανάμνησης και επανάκτησης των ατύπωτων λόγων που ενυπάρχουν μέσα στο νου6. Με τη σκέψη ο νους διέρχεται διεξοδικά διαμέσου των ατύπωτων λόγων που ενυπάρχουν στον εαυτό του, αναγνωρίζοντας τις ομοιότητες, τις ετερότητες και τις ταυτότητες που υπάρχουν ανάμεσά τους7. Όταν το κάνει αυτό ο νους, «τὴν ἑαυτοῦ θεωρεῖ οὐσίαν, ὥστε τὸ μὲν τηλικόνδε διάγραμμα εἶναι φάντασμα, τὰ δὲ τούτου ἀναλογίσματα ἀυτὸν εἶναι τὸν νοῦν»8. Με άλλα λόγια η ουσία του νου γνωρίζεται από τον ίδιο το νου, όταν εκείνος σκέφτεται αναλογικά, δηλαδή όταν αναγνωρίζει τις σχέσεις που προκύπτουν ανάμεσα στους ατύπωτους λόγους που ενυπάρχουν σ’ αυτόν9.

1.3.2.3 Η αναλογία ως λογικό παράδειγμα
Σύμφωνα με το Βαρλαάμ, ο Πλάτων διέκρινε ανάμεσα στα ένυλα είδη και στα χωριστά είδη, τα οποία είναι καθ’ αυτά όντα10. Τα ένυλα όντα αποτελούν κι αυτά, ωστόσο, υποστηρίζει ο Βαρλαάμ, κάποιου είδους χωριστά είδη στο πεδίο της λογικής. Για να το αποδείξει αυτό παραθέτει την εξής παραδειγματική αναλογία: όπως όταν ένας άνθρωπος είναι χωριστός από τον τόπο στον οποίο βρίσκεται, όχι όμως χωριστός από την έννοια του τόπου γενικότερα, έτσι και τα ένυλα είδη είναι χωριστά από τα συγκεκριμμένα υλικά αντικείμενα, όχι όμως από την ίδια την ύλη κατ’ απόλυτο τρόπο11.

1.3.2.4 Η αναλογία ως τρόπος παραγωγής των αισθητών από τα νοητά
Σύμφωνα με τον Βαρλαάμ, οι πλατωνικές ιδέες, σε αντίθεση με τα ένυλα είδη, είναι χωριστές από τα αισθητά με έναν απόλυτο τρόπο. Δε μετέχουν στη μεταβολή, αλλά βρίσκονται ακίνητες στο νοητό τόπο ως υποδείγματα12. Για να αποδείξει την ορθότητα της άποψης ότι δε συμβαίνει καμία μεταβολή στις χωριστές ιδέες κατά την επαφή τους με τα ένυλα είδη, καταφεύγει στην αναλογία της σφραγίδας και του εκτυπώματος: Η πλατωνική ιδέα λειτουργεί ως σφραγίδα, η οποία σχηματίζει ένα εκτύπωμα-φόρμα, πράγμα που δεν είναι άλλο από το αριστοτελικό ένυλο είδος13. Όταν η ύλη έρχεται σε επαφή μ’ αυτό το εκτύπωμα μετατρέπεται σε αντίγραφο ή εικόνα του αρχετύπου ή υποδείγματος, φέρνοντας έτσι μία καινούρια μορφή στην ύπαρξη14. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεώρηση, οι ιδέες είναι στατικές μορφές και δεν έχουν κάποια αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Ενάντια στη θεώρηση αυτή, ο Λαπίθης προβάλλει την αντίρρηση ότι αυτά μπορούν να εμπλέξουν τη δημιουργία εκ του μηδενός, πράγμα το οποίο είναι αποκλειστικό προνόμιο του Θεού15. Ο Βαρλαάμ, προσπάθησε να αποφύγει τον κίνδυνο αυτό, αποδίδοντας την περιορισμένης εμβέλειας δημιουργικότητα των ιδεών αποκλειστικά στο Θεό, και διευκρινίζοντας ότι μόνο η καινούρια μορφή έρχεται στην ύπαρξη και όχι η υλική της φύση16.

1.3.2.5 Η αναλογία ως μετοχή στις θείες ιδέες
Ο Βαρλαάμ θεωρεί ότι όλα τα όντα έχουν μία πιο αυθεντική και αληθινή ύπαρξη μέσα στις ουσιώδεις έννοιες, οι οποίες υπάρχουν στην ψυχή, καθώς και μέσα στο Νου του Δημιουργού, ο οποίος εμπεριέχει ενοειδώς όλες τις έννοιες της ψυχής17.
Υποστηρίζει, έτσι, ότι για την περιγραφή των ιδιοτήτων του ουρανού, για παράδειγμα, πρέπει πρώτα να σκεφτούμε την ενύπαρκτη έννοια της σφαίρας, διαμέσου του διαλεκτικού συλλογισμού. Μετά, διαμέσου των λόγων οι οποίοι ενυπάρχουν στην ψυχή, και υπάρχουν εκεί με βάση αριθμητικές αναλογίες από τον ίδιο το Δημιουργό είναι δυνατό να αποδειχθούν οι ιδιότητες οι οποίες αποδίδονται στην άυλη έννοια της σφαίρας18.
Επιστημολογικά, ωστόσο, η γνώση κάθε πράγματος προϋποθέτει τη γνώση της αιτίας ή του λόγου για τον οποίο μία ιδιότητα Α αποδίδεται σε ένα αντικείμενο Β19. Γι’ αυτό το λόγο, ο Βαρλαάμ προχωρεί στην επεξήγηση της αιτίας ένεκα της οποίας οι λόγοι ενυπάρχουν αΰλως μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, λέγοντας ότι αποτελούν εικόνες και απόηχους των ιδεών που εμπεριέχονται ενοειδώς στο Νου του Δημιουργού20. Ο λόγος, λοιπόν, για τον οποίο κάποια ιδιότητα αποδίδεται στον ουρανό είναι η ιδέα που ενυπάρχει στο Δημιουργικό Νου, ενοειδώς και υπερβατικώς. Ο άνθρωπος μετέχει μερικώς στην ιδέα αυτή, με βάση τη σχέση εικόνας-αρχετύπου21. Οι ενύπαρκτες ιδέες της ψυχής, μετέχουν στις ιδέες που ενυπάρχουν στο Δημιουργικό Νου, γι’ αυτό και αποτελούν εικόνες και απομιμήσεις των υπερβατικών ιδεών22. Επειδή το παράδειγμα του ουρανού αφορά την επιστήμη της αστρονομίας και έχει σχέση με την αριθμητική, ο Βαρλαάμ προχώρησε στην περιγραφή του τρόπου με τον οποίο συμβαίνει η εντύπωση της υπερβατικής ιδέας μέσα στο νου. Οι ιδέες ή αλλιώς λόγοι των όντων, εντυπώνονται στην ψυχή από το Δημιουργό, διαμέσου αριθμητικών, γεωμετρικών και αρμονικών αναλογιών23. Η διαίρεση αυτή των αναλογιών, ανάγει την προέλευσή της στον πυθαγόρειο Αρχύτα, ο οποίος τη χρησιμοποίησε αποκλειστικά για την περιγραφή των μουσικο-μαθηματικών θεωρημάτων του24. Η μεταφορά της θεωρίας αυτής περί αναλογίας στον τρόπο παραγωγής του κόσμου από τον Δημιουργό, οφείλεται κατ’ αρχήν στον Πλάτωνα, ο οποίος στον Τίμαιο θεωρεί ότι ο θεός τοποθέτησε το νερό και τον αέρα ανάμεσα στη φωτιά και στη γη, εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους τις ίδιες κατά το δυνατόν αναλογίες25. Ο Βαρλαάμ μοιράζεται έτσι με τους πυθαγορείους την ίδια έννοια περί αναλογίας, ενώ με τον Πλάτωνα συμφωνεί στο ότι η αναλογία είναι ένα μέσο για την παραγωγή των όντων από το Θεό. Εκείνο που τον διαφοροποιεί, ωστόσο, τόσο από τους πυθαγορείους όσο και από τον Πλάτωνα, είναι η πεποίθησή του ότι ο Δημιουργός εντυπώνει τους λόγους των όντων μέσα στην ψυχή με βάση την αναλογία (analogia entis). Η χρήση της αναλογίας στον τρόπο παραγωγής των λόγων από τον Δημιουργό, οφείλει την καταγωγή της στο νεοπλατωνισμό, και ιδιαίτερα στον Πλωτίνο26. Ο Βαρλαάμ, ωστόσο, ερμηνεύει την αναλογική σχέση εικόνας-αρχετύπου ανάμεσα στους λόγους των όντων και στην υπερβατική ιδέα τους μέσα στο Νου του Θεού, έχοντας ως αφετηρία την εννοιολογική παράσταση την οποία σχηματίζει η ατομική διάνοια, με βάση την αισθητηριακή αντίληψη. Σε αντίθεση δηλαδή με τον Πλωτίνο, ο Βαρλαάμ δεν ερμηνεύει εκ των άνω την αναλογία των λόγων προς το υπέρτατο αγαθό, αλλά θέτει ως αφετηρία του την εννοιολογική παράσταση των ιδεών που σχηματίζει η ατομική διάνοια, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα των αισθητηριακών αντιλήψεων. Συμφωνεί έτσι κατά βάση με τους σχολαστικούς, οι οποίοι θεωρούν πως έννοια και αλήθεια συμπίπτουν, διότι η ανθρώπινη διάνοια είναι αντίτυπο και σμίκρυνση της θείας διάνοιας, όπου έχουν συλληφθεί αιωνίως οι μορφές των όντων27.

1.3.2.6 Η αναλογία του ηλίου ως μέτρο του θείου φωτισμού
Για την αντιμετώπιση των θωμιστικών επιχειρημάτων, ο Βαρλαάμ προσπάθησε να στηριχθεί στην Αρεοπαγιτική έννοια του απόλυτου χαρακτήρα της θείας υπερβατικότητας28. Ο Βαρλαάμ, θεωρεί αλαζονικό τον ισχυρισμό του Ακινάτη, σύμφωνα με τον οποίο οι θείες πραγματικότητες υπόκεινται στα αξιώματα της ανθρώπινης επιστήμης29. Γι’ αυτό ο ίδιος εγκαταλείπει τις αρχές της αριστοτελικής λογικής, δίνοντας τόπο σε μία θεολογική προοπτική, βασισμένη στις διδασκαλίες του Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Σύμφωνα με το Βαρλαάμ, ο Ακινάτης εφάρμοζε στο Θεό την αριστοτελική διάκριση ουσίας και συμβεβηκότων, η οποία αφορούσε μόνο τα κτιστά όντα, πράγμα που τον οδήγησε στην εσφαλμένη παραδοχή ότι τα θεία ονόματα αναφέρονται στην ουσία του Θεού30. Απορρίπτοντας αυτή την προοπτική, ο Βαρλαάμ υποστήριξε ότι κάποια ονόματα δηλώνουν τι δεν είναι ο Θεός, ενώ κάποια άλλα τι είναι, πράγμα που φανερώνει ότι ο Θεός λαμβάνει τα ονόματα αυτά αποτελώντας την αιτία τους, χωρίς να ταυτίζεται μαζί τους ως προς το είναι τους31. Το θείο δεν είναι κάτι, αλλά βρίσκεται μέσα σε όλα τα πράγματα ως αιτία τους. Στηριζόμενος στον Αρεοπαγίτη, ο Βαρλαάμ υποστηρίζει ότι η υπερβατικότητα του Θεού, δεν προσεγγίζεται διά των επιστημονικών αξιωμάτων, αλλά με τρόπο μυστικό. Δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στο Θεό και στη δημιουργία, πράγμα το οποίο παρέβλεψε ο Ακινάτης, συμπεριλαμβάνοντας στους συλλογισμούς του δύο ολότελα διακριτές σφαίρες πραγματικότητας: το κτιστό και το άκτιστο32. Ο Βαρλαάμ ερμήνευε, ωστόσο, τις περί το Θεό πραγματικότητες, ως αντίστοιχες των ουσιωδών ιδιοτήτων των όντων, αφού κάθε τι συμπτωματικό και προσωρινό δε μπορεί να έχει εφαρμογή στο Θεό33. Με άλλα λόγια, ταύτιζε την ουσία με τις ουσιώδεις ιδιότητες του Θεού και βρέθηκε μπροστά στο δίλημμα κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει οποιαδήποτε ασφαλή γνώση περί Θεού34. Ο Βαρλαάμ παρατήρησε ότι υπάρχουν τρεις λειτουργίες, διά των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να αποκτήσει επιστημονική ή αποδεικτική γνώση των ουσιωδών ιδιοτήτων των όντων: α) η αισθητηριακή αντίληψη δια της οποίας συλλαμβάνει τα καθ’ έκαστα, β) η δόξα και η διάνοια, για τη σύλληψη των γενών και των μαθηματικών εννοιών, και γ) ο νους δια του οποίου θεάται τους λόγους των όντων, μέσα στο Δημιουργικό Νου35. Καμία από αυτές τις λειτουργίες δεν είναι ικανή, σύμφωνα με το Βαρλαάμ, να εισδύσει μέσα στο Είναι του Θεού, και να περιγράψει την ουσία Του36. Αυτό, ωστόσο, δεν εμπόδισε κάποιους από τους αρχαίους σοφούς να υπερβούν τα συνήθη ανθρώπινα μέτρα, να φωτιστούν από το Θεό και να γίνουν θεόπτες37. Για να αποδείξει την ορθότητα των απόψεών του ο Βαρλαάμ χρησιμοποίησε τη γνωστή αναλογία του ήλιου και της λειτουργίας της όρασης: το γεγονός ότι ο ήλιος φωτίζει τη λειτουργία της όρασης είναι το ίδιο με το να λέμε ότι ο ήλιος κάνει ορατά τα αντικείμενα που γίνονται φανερά διαμέσου της λειτουργίας της όρασης38. Με τον ίδιο τρόπο η απόκτηση της σοφίας από το Θεό ισούται με το θείο φωτισμό39. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Βαρλαάμ, εξισώνει τη σοφία των αρχαίων ελλήνων με τη σοφία των αποστόλων, και εξομοιώνει την ενέργεια του δικού τους φωτισμού με το φωτισμό των αγίων από την άκτιστη χάρη του Αγίου Πνεύματος40. Ο φωτισμός των φιλοσόφων, σύμφωνα με το Βαρλαάμ, έγκειται στη μετοχή τους στη σοφία που τους παρέχεται από το Θεό41. Με ανάλογο τρόπο, ο φωτισμός των αγίων οφείλεται στη μετοχή τους στη σοφία η οποία τους παρέχεται από το Θεό42.

1.3.2.7 Η λογιστική αναλογία ως μέτρο του θείου φωτισμού
Ο φωτισμός, για το Βαρλαάμ, δεν έχει να κάνει με τον όλο άνθρωπο, αλλά με τη γνωστική του δυνατότητα43. Ο θείος φωτισμός αποτελεί δηλαδή γνώση στον υπέρτατο βαθμό. Κάθε γνώση την οποία αποκτά ο άνθρωπος, οφείλεται στο υπερούσιο φως της υπέρτατης σοφίας. Ο φωτισμός της ψυχής, σύμφωνα με το Βαρλαάμ, είναι η ικάνωσή της από το Θεό, να συλλάβει την αλήθεια44. Επιπλέον, η νόηση καθίσταται ταυτόσημη με τα αντικείμενα που νοεί, ενώ όταν αντιλαμβάνεται εκείνα που νοεί, στην πραγματικότητα νοεί τον εαυτό της. Όταν μετέχει στη θεία σοφία, ο νους γίνεται εικόνα των υπερβατικών πραγματικοτήτων που βρίσκονται γύρω από το Θεό, και όταν τις κατανοεί συλλαμβάνει τον εαυτό του ως εικόνα τους45. Ωστόσο, υποστηρίζει ο Βαρλαάμ, ο νους το μόνο που αντιλαμβάνεται για το θείο φως είναι την απόλυτη υπερβατικότητά του και τίποτε άλλο46. Στην προσπάθειά του να συνδυάσει τις φιλοσοφικές του δοξασίες με τα Αρεοπαγιτικά διδάγματα, ο Βαρλαάμ δημιουργεί μία νέα θεωρία περί θείου φωτισμού, σύμφωνα με την οποία ενώ ο νους φωτίζεται και γνωρίζει κατ’ αναλογίαν των κτιστών τις υπερβατικές πραγματικότητες του Θεού, παραμένει παράλληλα αμέτοχος σ’ αυτή καθαυτή τη θεία υπερβατικότητα47. Για να το πετύχει αυτό ο άνθρωπος, υποστηρίζει ο Βαρλαάμ, πρέπει να νεκρώσει τελείως το παθητικό μέρος της ψυχής του, για να απελευθερώσει τον εαυτό του από την εσφαλμένη αντίληψη ότι το αγαθό, το δίκαιο, το αληθινό είναι πρακτικές και όχι θεωρητικές αρετές48. Ο Βαρλαάμ, απορρίπτοντας τη συμμετοχή τόσο του παθητικού μέρους της ψυχής όσο και του σώματος, στις υπερβατικές πραγματικότητες οι οποίες βρίσκονται γύρω από το Θεό, αποδεικνύει ότι η θεωρία του περί θείου φωτισμού δεν αφορά τον όλο άνθρωπο, αλλά μόνο ένα μέρος της ψυχής, τη διάνοια. Όταν το θείο φως, σύμφωνα με το Βαρλαάμ, καθαρίσει την ψυχή από τις λανθασμένες κρίσεις και από την ταύτισή της με τα εξωτερικά φαινόμενα του κόσμου, τότε η διάνοια μπορεί να θεαθεί τις νοερές ουσίες των φαινομένων, να γνωρίσει τον εαυτό της κατ’ αναλογία προς τις νοερές ουσίες των όντων, και τέλος να κατανοήσει την υπερβατικότητα του θείου Είναι κατ’ αναλογία προς τον εαυτό της49.
Εισάγοντας την αναλογία, τόσο μέσα στον τρόπο συσχέτισης των όντων με το Θεό, όσο και στη διδασκαλία περί θείου φωτισμού, ο Βαρλαάμ συμπληρώνει το έργο που άρχισαν οι Λατίνοι με την εισαγωγή της αναλογίας στο δόγμα της πίστεως, διαστρεβλώνοντας παντελώς τις διδασκαλίες της εκκλησίας για την αποκάλυψη του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου. Παρά το γεγονός ότι ο Βαρλαάμ αντιτίθεται σε κάποιες διδασκαλίες του Θωμά Ακινάτη με βάση τις διδασκαλίες του Διονυσίου Αρεοπαγίτη περί θείας υπερβατικότητας50, αποδεικνύεται πως κατ’ ουσίαν παραδέχεται μαζί με το Θωμά τρία βασικά σημεία: α) ότι ο Θεός γνωρίζεται κατ’ αναλογία προς τα κτιστά όντα, β) ότι η γνώση του Θεού είναι ζήτημα που αφορά μόνο τη διάνοια και όχι τον όλο άνθρωπο, καθώς και γ) ότι η γνώση του Θεού επιτυγχάνεται κατ’ αναλογία προς τις νοερές ουσίες ή λόγους των όντων, οι οποίοι σχηματίζονται μέσα στην ανθρώπινη διάνοια κατ’ αναλογία προς τις παραστάσεις που έχει αποκτήσει από τα κτιστά όντα51.
Πολύ ορθά, λοιπόν, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς καταλογίζει στο Βαρλαάμ ότι συμπαρατάσσει με τα πάντα εκείνα τα οποία είναι εντελώς πέρα από τα πάντα, καθώς και ότι έχει την αξίωση να κατανοήσει τα άκτιστα ξεκινώντας την έρευνα του από τα κτιστά52. Ο Βαρλαάμ, αντίθετα με τους ορθόδοξους πατέρες, συντάσσει το Θεό μέσα στην ιεραρχική τάξη στην οποία ανήκουν τα κτιστά όντα και έχει την αξίωση να ομιλεί και να διδάσκει για την Αγία Τριάδα σύμφωνα με τη γνώση που συνάγει μελετώντας τη δημιουργημένη φύση53. Εισάγοντας με το δικό του τρόπο την αναλογία ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα, ο Βαρλαάμ καταργεί τη ριζική διάκριση ανάμεσα στα άκτιστα και τα κτιστά.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υποστηρίζει ότι ο Βαρλαάμ και οι σοφοί τους οποίους παραδέχεται, θεωρούν ότι ανυψώνονται διαμέσου των φυσικών τελειοτήτων, οι οποίες είναι δυνατό να ανευρεθούν εξετάζοντας τους «μέσους λόγους» της ψυχής, εξέρχονται από τα ανθρώπινα μέτρα και συνάπτονται νοερώς με τα θεία54. Θεωρεί μάλιστα ότι τέτοια πιστεύουν όχι μόνο οι αρχαίοι φιλόσοφοι αλλά και εκείνοι οι «θεολόγοι» τους οποίους αντιπροσωπεύει ο Βαρλαάμ55. Υπονοεί έτσι ότι παρά την πολεμική που ασκεί ο Βαρλαάμ ενάντια στους σχολαστικούς56, η αντιπαράθεσή του προς αυτούς είναι εντελώς εξωτερική, αφού στην ουσία συμφωνεί μαζί τους ως προς τα βασικότερα στοιχεία των διδασκαλιών τους57.

(Συνεχίζεται)

ΟΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΑΝΕΡΟ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΒΑΣΙΖΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΗ ΤΑΥΤΙΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΙΣ ΚΑΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΒΑΡΛΑΑΜ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΣΥΝΟΔΟΥΣ. ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΟΜΩΣ Η ΑΓΕΛΗ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



1. Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ιδιαίτερα το Βαρλαάμ, ο οποίος ανέπτυξε τις θεωρίες του σε μία πραγματεία, την οποία απηύθυνε προς το Γ. ΛΑΠΙΘΗ. Βλ. Ε. Τσολάκη, Ὀ Γεώργιος Λαπίθης καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ ἔριδα, Ἐλληνικά 18 (1964), σελ. 89.
2. Κατά το 1334-35, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη δύο Δομινικανοί επίσκοποι (ο Francesco da Camerino και ο Richard of England), απεσταλμένοι του Πάπα Ιωάννη XXII, με σκοπό την ανανέωση των θεολογικών συζητήσεων με τους Ορθοδόξους. Bλ. A. L. TAUTU, Acta Ioannis XXII (1317-1334), Vatican City 1952, doc. 134, σελ. 249-51. Το έργο της αντιμετώπισης των θεολογικών τους επιχειρημάτων, ανατέθηκε στο Βαρλαάμ, ο οποίος γνώριζε όχι μόνο τη γλώσσα αλλά και τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις της σκέψης τους. Οι δύο επίσκοποι ήταν εξειδικευμένοι στη φιλοσοφία του Θωμά Ακινάτη, γι’ αυτό και έκαναν ελεύθερη χρήση των επιχειρημάτων του, στη συζήτηση σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο Βαρλαάμ αναγνώρισε το γεγονός ότι η νέα θωμιστική τακτική των αντιπάλων του, απαιτούσε την ανάλογη επιχειρηματολογία. Λαμβάνοντας υπόψη του το γεγονός ότι οι Λατίνοι στηρίζονταν στο επιχείρημα με βάση το συλλογισμό, αποφάσισε να θέσει υπό ερώτημα το κατά πόσο είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται οι αριστοτελικοί συλλογισμοί στη χριστιανική θεολογία. Προσέφυγε τότε στις βάσεις των συλλογισμών, όπως αυτές τέθηκαν από τον Αριστοτέλη στα Αναλυτικά Ύστερα, για να αποδείξει ότι ο αποδεικτικός συλλογισμός δεν είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή των δογμάτων της πίστεως. Σε ένα δεύτερο στάδιο του διαλόγου, ο Βαρλαάμ προχώρησε στη συζήτηση σχετικά με τον τρόπο παραγωγής της γνώσεως, και στο κατά πόσο η γνώση του Θεού είναι ανάλογη της γνώσεως των όντων. Βλ. G. SCHIRO, Ὁ Βαρλαὰμ καὶ ἡ φιλοσοφία εἰς Θεσσαλονίκη κατὰ τὸν ιδ’ αι., ΕΜΣ, Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 13. Βλεπίσης R. E. SINKEWITZ, The Solutions addressed to George Lapithes by Barlaam the Calabrian and their Philosophical Content, MS 43 (1981), σελ. 165.
3. ΒΑΡΛΑΑΜΛύσειςΙV 9,1-3, εκδ. R. E. SINKEWITZ, The Solutions addressed to George Lapithes by Barlaam the Calabrian and their Philosophical Content, ό.π., σελ. 212.
4. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Περί ψυχῆς, 3, 4, 429a 17-18.
5. Πρβλ. ΕΥΚΛΕΙΔΗ, Στοιχεία, KE.1, «Τὰ τῷ αὐτῷ ἴσα καὶ ἀλλήλοις ἐστὶν ἴσα».
6. ΒΑΡΛΑΑΜ, Λύσεις, IV 15, 4-6, ό.π., σελ. 214, «ἀλλ’ οὕς ἔχει ἐν ἑαυτῶ ἀτυπώτους λόγους αὐτῶν, ἀνακινῆ καὶ ἀναμιμνήσκηται»
7. Λύσεις, IV 15, 7, ό.π., σελ. 214.
8. Λύσεις, IV 15, 8-9, ό.π., σελ. 214.
9. Τη φιλοσοφική του άποψη αυτή ο Βαρλαάμ τη μεταφέρει αυτούσια και στη θεολογία, όπου οδηγείται στην ταύτιση της ουσίας του Θεού με τις άκτιστες ενέργειες. Δίκαια άρα θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα θεολογικά ατοπήματα που τον οδήγησαν σε αντιπαράθεση με τους ησυχαστές, οφείλονται στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει και να επιλύσει θεολογικά ζητήματα με βάση τις φιλοσοφικές του γνώσεις.
10. Βλ. A. C. LLOYD, Neoplatonic and Aristotelian logic, Phronesis 1, (1955-56), σελ. 59, σύμφωνα με τον οποίο αυτή η διάκριση ανάγει την καταγωγή της στη Μέση Ακαδημία αν και υποδηλώνεται στον Πλάτωνα.
11. Λύσεις, ΙΙΙ 7, 1-4, ό.π., σελ. 208.
12. ΒΑΡΛΑΑΜ, Λύσεις, ΙΙΙ 6, 7-9, ό.π., σελ. 208.
13. Λύσεις, ΙΙΙ 9, ό.π., σελ. 209.
14. Λύσεις, ΙΙΙ 9, ό.π., σελ. 209.
15. Λύσεις, ΙΙΙ 1, 9-10 ό.π., σελ. 206. Ο κίνδυνος αυτός σχετικά με την ερμηνεία της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών, είχε αναγνωριστεί πολύ νωρίτερα στο χώρο της ανατολικής Εκκλησίας, και δέχτηκε ειδικό αναθεματισμό από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, κατά την εποχή του Ιωάννη Ιταλού (11ος αι.). Βλ. Συνοδικὸν τῆς Ὀρθοδοξίας, Άρθρα για τον Ιταλό, αναθ. 4.198-202 και 8.219-24.
16. Λύσεις, ΙΙΙ 9, ό.π., σελ. 209. Ο Βαρλαάμ προσπαθεί να συμβιβάσει τα αριστοτελικά δόγματα με το χριστιανικό τρόπο θέασης των όντων, προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει τόσο τον ακραίο ρεαλισμό όσο και το νομιναλισμό.
17ΒΑΡΛΑΑΜἘπιστολαὶ 1. 561-63, ed. G. Schiro, Epistole greche, Testi 1, Pαlermo 1954.
18. Ἐπιστολαὶ 1. 576-78.
19. Λύσεις, Ι 3,1-3, ό.π., σελ. 171.
20. Ἐπιστολαὶ 1. 599-601.
21, Ἐπιστολαὶ 1. 412-14.
22. Ἐπιστολαὶ 1. 601-602.
23. Επιστολαὶ 1. 576-78.
24. Βλ. ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Εἰς Πτ. Ἀρμ., Προσωκρατικοί, εκδ. Κάκτος, τ. 816, Αθήνα 2000, σελ. 57, «μέσαι δε τρῖς τᾶι μουσικᾶι, μία μἐν ἀριθμητικά, δευτέρα δὲ ἁ γεωμετρικά, τρίτα δ’ ὑπεναντία, ἅν καλέοντι ἁρμονικάν».
25. Βλ. ΠΛΑΤΩΝ, Τίμαιος 32c1-4, «καὶ τὸν ἀριθμὸν τεττάρων τὸ τοῦ κόσμου σῶμα ἐγεννήθη δι΄ ἀναλογίας ὁμολογῆσαν͵ φιλίαν τε ἔσχεν ἐκ τούτων͵ ὥστε εἰς ταὐτὸν αὑτῷ συνελθὸν ἄλυτον ὑπό του ἄλλου πλὴν ὑπὸ τοῦ συνδήσαντος γενέσθαι». Συγκεκριμένα, η (γεωμετρική) αναλογία έγκειται στο ότι ο λόγος της φωτιάς με τον αέρα είναι ο ίδιος με το λόγο του αέρα με το νερό, και του νερού με τη γη (φ/α = α/ν= ν/γ).
26. Βλ. ΠΛΩΤΙΝΟΣ, Ενν. 6.7.16.27-29, «ἡ τοῦ ἀγαθοῦ φύσις αἰτία οὐσίας καὶ νοῦ οὖσα καὶ φῶς κατὰ τὸ ἀνάλογον τοῖς ἐκεῖ ὁρατοῖς καὶ τῷ ὁρῶντι οὔτε τὰ ὄντα οὔτε νοῦς ἐστιν».
27ΒλΘΩΜΑ ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I, 13, 4, ό.π., σελ. 204.
28. Βλ. R. E. SINKEWITZ, The Solutions addressed to George Lapithes by Barlaam the Calabrian and their Philosophical Content, MS 43 (1981), σελ. 176. Εκτός από τον Αρεοπαγίτη, ωστόσο, ο Βαρλαάμ θεωρεί και τον Πλάτωνα ως αυθεντία, ιδιαίτερα στο ζήτημα της θείας υπερβατικότητας (Βλ. ΒΑΡΛΑΑΜ, Πρὸς Λατίνους 16, 6.94 19-22). Σύμφωνα με το Βαρλαάμ, ο Πλάτων θεωρεί το Αγαθό ως τη δημιουργό αιτία της ιεραρχίας των όντων, ενώ το ίδιο παραμένει πέρα από οτιδήποτε νοητό ή νοούμενο, πέρα ακόμη και από το ίδιο το είναι (Βλ. ΒΑΡΛΑΑΜ, Ἐπιστολαὶ 3, 486-94).
29. Βλ. ΒΑΡΛΑΑΜ, Πρὸς Λατίνους 16, 6.137v20-138r22. Αυτό αποτελεί αντίφαση με τα προγούμενα, αφού κι ο ίδιος ο Βαρλαάμ επιχείρησε να κάνει κάτι τέτοιο, συνδέοντας τις θείες ιδέες με τους λόγους μέσα στην ψυχή, βασιζόμενος σε ανθρώπινους συλλογισμούς.
30. Πρὸς Λατίνους 16, 6.138v11-19.
31. Πρὸς Λατίνους 16, 6.138v20-139r8. Για το Βαρλαάμ, η αριστοτελική φιλοσοφία αφορούσε τα κτιστά όντα κι όχι το Θεό, ο οποίος βρίσκεται πέρα από τα όντα.
32Πρὸς Λατίνους 16, 6.141r10-21.
33Επιστολαὶ 1. 667-70.
34. Βλ. R. E. SΙΝΚΕWITZ, The doctrine of the Knowledge of God in the early writings of Barlaam the Calabrian, MS 44 (1982), σελ. 210-11.
35Επιστολαὶ 1. 654-60.
36. Επιστολαὶ 1. 661-67.
37. Επιστολαὶ 1. 440-43.
38. Επιστολαὶ 3. 280-83.
39. Επιστολαὶ 3. 284-85.
40. Βλ. ΓΡ. ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόρος Παλαμᾶς, Πετρούπολις-Αλεξάνδρεια 1911, σελ. 80-81.
41. Βλ. R. E. SINKEWITZ, The doctrine of the Knowledge of God in the early writings of Barlaam the Calabrian, ό.π., σελ. 231.
42. Παρά τη θέση του αυτή, ο Βαρλαάμ προσάπτει στο Γρηγόριο Παλαμά την κατηγορία ότι η θεοπτία για την οποία κάνει λόγο ταυτίζεται με την πλατωνική θέαση των ιδεών ή παραδειγμάτων (ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, 9, εκδ. Κυρομάνος, επιμ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. Α΄, σελ. 229).
43. Επιστολαὶ 3. 289-307.
44. Επιστολαὶ 3. 305-307.
45. Επιστολαὶ 3. 523-50.
46. R. E. SINKEWITZ, The doctrine of the Knowledge of God in the early writings of Barlaam the Calabrian, ό.π., σελ. 232-34.
47. Πρβλ. J. MEYENDORFF,  ἅγΓρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ἡ Ὀρθόδοξη μυστικὴ παράδοση, εκδ. Ακρίτας, Ἀθήνα 1983, σελ. 134, «Σύμφωνα μέ τό Βαρλαάμ κάθε γνώση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἔμμεση. Περνάει πάντοτε ‘‘διαμέσου τῶν όντων’’, πού γίνονται ἀντιληπτά ἀπό τίς αἰσθήσεις. Ἡ μυστική γνώση δεν μπορεῖ κι αὐτή παρά νά εἶναι μόνο ‘‘συμβολικά’’ πραγματική».
48Επιστολαὶ 3. 553-614.
49Επιστολαὶ 3. 568-70.
50. Βλ. R. E. SINKEWITZ, The doctrine of the Knowledge of God in the early writings of Barlaam the Calabrian, ό.π., σελ. 215.
51. Βλ. Ἰ. ῬΩΜΑΝΙΔΗ, Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔργα 1, Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Εισαγωγή, εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 131.
52. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, ό.π, 14, σελ. 232, «τοῖς πᾶσι συντάττεις τά ὑπέρ ἅπαντα καί ἀπό τῶν κτιστῶν περί τῶν ἀκτίστων ἀξιοῖς ἡμᾶς πείθειν».
53. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, ό.π, 28, σελ. 241, «Τά γάρ ὑπεξῃρημένα πάσης πληθύος ταύτῃ δι᾿ αὐτοῦ συντάττεις καί ἀπό τῶν κτιστῶν περί τῆς ἀκτίστου φύσεως διδάσκειν ἀξιοῖς».
54. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, ό.π, 36, σελ. 246, «τάς ἀνατατικάς αὐτῶν ἐκείνας ἐποψίας, ἐκβαινούσας μέν τῶν μέσων τῆς ψυχῆς λόγων καί πασῶν τῶν φυσικῶν ἀκροτήτων».
55. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, ό.π, 38, σελ. 247, «ταύτῃ δέ προσέβησαν Σωκράτεις καί Πλάτωνες καί οἱ κατ᾿ ἐκείνους σοφοί καί οἱ παρά τούτων ἀκηκοότες καί πιστεύσαντες».
56. Βλ. Λ. ΜΠΕΝΑΚΗ, Βυζαντινή Φιλοσοφία, εκδ. Παρουσία, Αθήνα 2002, σελ. 636.
57. Αυτές οι παρατηρήσεις είναι πολύ σημαντικές για τη συνέχεια, στην οποία θα δούμε με ποιο τρόπο απορρίπτεται η αναλογία κτιστού και ακτίστου, στα πλαίσια της θεολογίας του αγ. Γρηγορίου Παλαμά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου