Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος

 Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος Λόγος Δεύτερος (1)


Αναπτύχθηκαν προηγουμένως (στον πρώτο λόγο) κατά το δυνατόν όλα όσα χρειάζονται στους ευσεβείς προς διασαφήνιση και βεβαίωση του ορθού φρονήματος αλλά και όσα αποδεικνύουν όλη την ασέβεια των διαφωνούντων Λατίνων. 

1.  Όμως δεν φανερώσαμε και δεν ελέγξαμε ακόμη όλα όσα οι Λατίνοι προβάλλουν εναντίον μας και εναντίον της ευσέβειας ισχυριζόμενοι ότι δεν καινοτομούν, αλλά ότι φρονούν και λέγουν σύμφωνα με τους θείους λόγους του Χριστού χωρίς να διαφέρουν καθόλου με αυτούς που θεολόγησαν κατά Χριστόν. Γι' αυτό τώρα θα δούμε τα επιμέρους στοιχεία από τα λόγια και τους λογισμούς τους ή ακόμη και ποια ρήματα και νοήματα των γραφών χρησιμοποιούν, ή μάλλον παραποιούν  με αποτέλεσμα να εκπέσουν από την θεόλεκτη και πατροπαράδοτη ομολογία. Και το χειρότερο όλων  είναι ότι δεν θέλουν ούτε να επιστρέψουν και να κρατήσουν με ασφάλεια εκείνο από το οποίο εξέπεσαν, αλλά ως άνθρωποι πραγματικά ανάγωγοι δυσανασχετούν και αντιλέγουν έντονα προς εκείνους που τους δίνουν χείρα βοηθείας δηλαδή δύναμη λόγου αληθείας που οδηγεί προς την αλήθεια.

2. Το να εκπίπτουν από το ορθό φρόνημα είναι κάτι που γινόταν σε όλες τις εκκλησίες, καθώς ανά τους αιώνες το κακό ελυμαίνετο κάθε φορά και διαφορετική εκκλησία. Το να μην επανέλθει όμως μια εκκλησία μετά από πτώση υπήρξε γνώρισμα μόνο της Εκκλησίας των Λατίνων, μολονότι είναι μέγιστη και κορυφαία των πατριαρχικών θρόνων εξόχου περιωπής. Και συνέβη μόνο σε αυτήν, που ήταν η μέγιστη των Εκκλησιών, αυτό που συμβαίνει και στον ελέφαντα, που είναι ο μεγαλύτερος των ζώων. Λένε για τον ελέφαντα ότι δεν ξαπλώνει ποτέ στο έδαφος όταν κοιμάται, αλλά αναπαύεται με το να λυγίζει τα δύο πλάγια άκρα. Αν δε πάθει κάτι και πέσει κάτω, τότε δεν μπορεί πλέον να σηκωθεί. Αλλά για τους ελέφαντες το αίτιο για το γεγονός αυτό είναι το βάρος τους και η παχυσαρκία, η οποία τους δυσκολεύει και τους τραβάει προς τα κάτω σαν να βρίσκεται πάνω τους μόλυβδος με τεράστιο βάρος. Για τους Λατίνους όμως νομίζω ότι το αίτιο είναι μόνον ο τύφος (κενοδοξία και υπερηφάνεια), ο οποίος μπορώ να πω ότι είναι πάθος ανίατο, το οποίο κατά τον απόστολο είναι το ιδιαίτερο κρίμα μόνον του πονηρού, και εξαιτίας αυτού είναι και εκείνος ανίατος ανά τους αιώνες.   
Αν δε το γένος αυτό των Λατίνων τον απωθήσουν (τον τύφο) -και μπορούν, αφού είναι άνθρωποι-, τότε όλοι εμείς που έχουμε ορθή φρόνηση  συναθροισμένοι από κοινού χρησιμοποιώντας τα θεόπνευστα λόγια σαν προβοσκίδες, τις οποίες άλλωστε εφηύρε η φύσις ως βοήθημα των όρθιων ελεφάντων απέναντι σε αυτούς που είναι πεσμένοι κάτω, θα τους σηκώσουμε και θα τούς στήσουμε όρθιους, κρατώντας χωρίς παρέκκλιση των κανόνα της ευσέβειας. Εκείνους όμως που  παραμένουν πεσμένοι εκουσίως τίποτε δεν μπορεί να τους βοηθήσει στο παραμικρό, ακόμη και αν το φάρμακο κατά της ψευδοδοξίας παρασκευασθεί και προσφερθεί από τούς ίδιους τούς ουράνιους νόες. Για αυτούς ακριβώς απευθύνεται ο προφητικός λόγος, «θεραπεύσαμε την Βαβυλώνα και δεν εθεραπεύθη».
3. Παρ' όλίγον λοιπόν ματαίως να δίνει σε αυτούς [τους Λατίνους] χείρα βοηθείας ο δίδοντας, τούτο μόνον προσφέρει καλώς στον εαυτόν του αποδίδοντας στον Θεό την καλοκαγαθία του, αποδεικνύοντας παράλληλα ότι εκείνοι επιμένουν στο κακό με την θέλησή τους και ίσως εμποδίζοντάς τους στο να  προχωρούν πολύ μακριά με τα ατοπήματα. 

Και τώρα δε, εάν δεν θέλουν να ετεροδοξούν σαφώς, ποιο καλύτερο φάρμακο για επανόρθωση θα  μπορούσαν να λάβουν παρά ότι εκ μόνου του Πατρός το Άγιον Πνεύμα έχει την υπόσταση, όχι δε και εκ του Υιού; Αυτό απεδείχθη προηγουμένως με πολλά επιχειρήματα και δια της υποφωνήσεως του "μόνου", με την οποία κατέστη φανερότερη η ορθόδοξος έννοια της σωστής θεολογίας περί του άγιου Πνεύματος και ελέχθη η προσθήκη των Λατίνων ως φανερά ενάντια του ορθοτομούντος  κηρύγματος της αληθείας. 

Αλλά εκτός αυτών δεν βλέπομε πουθενά καμία επιβαλλόμενη ανάγκη να μετακινούν τις πνευματοκινήτους περί θεοσεβείας αποφάσεις τών από αιώνων ιερών συνόδων και να μετασκευάζουν το πατροπαράδοτο σύμβολο της ευσεβείας, ώστε να προσθέτουν και να ισχυρίζονται  ότι το Άγιον Πνεύμα έχει την ύπαρξη και εκ του Υιού. 

Τί δηλαδή; Εάν μερικά χωρία της θεοπνεύστου Γραφής φαίνονται να διαφωνούν προς τα κοινώς διατυπωμένα από τούς θεολόγους και για αυτό παραδεχόμενα από όλους μας, δεν πρέπει μάλλον να συμβιβάσουμε κατά το δυνατόν εκείνα με την αλήθεια η οποία έχει το αναμφισβήτητο, αλλά πρέπει εμείς να εκπέσουμε από την αλήθεια εξ αιτίας εκείνων; 

Και αν ομολογήσουμε ότι κάτι υπερβαίνει την διάνοιά μας και παραχωρήσουμε την γνώση για αυτά σε άλλους, σε όσους τυχόν αξιωθούν -έστω και αν είναι από τούς έσχατους-  των βαθέων και κρυμμένων μυστηρίων του Πνεύματος, τους δε εαυτούς μας κρίνοντας αναξίους αυτών δεν θα ταπεινωθούμε κάτω από την κραταιά χείρα του Θεού, αλλά αντιθέτως -ώ του πάθους!- θα αγνοήσουμε τον ίδιον τον Θεό, επειδή δεν θέλουμε να ομολογήσουμε ότι τάχα τίποτε δεν αγνοούμε (ότι δεν γνωρίζουμε τα πάντα), σαν εκείνους που αγνόησαν την θεότητα του Υιού εξ αίτιας των δυσνόητων γεγραμμένων περί αυτού; Όχι βεβαίως. Διότι οι μαρτυρίες  των γραφών που δεν  εκλαμβάνονται καλώς δεν θα μπορούσαν ούτε να βοηθήσουν τους από καιρό προφασιζομένους ούτε να τούς απομακρύνουν από την ασέβεια και από την αιωνία καταδίκη. Αλλά θα εκτίσουν αιώνιο καταδίκη, διότι αθέτησαν τους σαφείς λόγους και διερεύνησαν τους ασαφείς με γνωστική έπαρση, ή μάλλον δεν ερεύνησαν και ούτε πείστηκαν από αυτούς που αληθινά ερεύνησαν. Και από αυτή την επηρμένη γνώση δικαίως καρπώθηκαν την πραγματική αφροσύνη.

4. Βέβαια πολλοί οι λόγοι, που για τους μη διορατικούς αφαιρούν το συνάναρχον και ομότιμον του Υιού προς τον Πατέρα, καθώς επίσης το δεσποτικό αξίωμα και την ατελεύτητο βασιλεία. Διότι λέγει, «θα υποταγή και ο Υιός», και «πρέπει αυτός να βασιλεύει έως ορισμένο χρόνο» και «μεγαλύτερος είναι ό Πατήρ» και «η σοφία έχει κτισθή» και «αγνοεί κάτι από τα δημιουργημένα υπ’ αυτού» και «από τον εαυτόν του δεν δύναται να κάνει τίποτε» και «κατέβη όχι δια να πράττει το δικό του θέλημα» και «διανυκτέρευε προσευχόμενος προς τον Θεόν» και «έμαθε» και «πρόκοψε» και «υψώθη» και «εδοξάσθη» και «ετελείωσε», και όλα όσα είναι δείγματα του δικού μας ταπεινού φυράματος, ας πούμε, της ευγνωμοσύνης του γεννήματος προς τον γεννήτορα, του ότι δεν είναι αντίθεος, και όσα είναι για εμάς μέσω έργων υποδείγματα αρετής.

Τί λοιπόν; Εξ αιτίας αυτών πρέπει να αθετήσουμε το (από άλλους λόγους) μαρτυρούμενο για τον Υιό ανεξίτηλο θείο ύψος, όπως «εις την αρχήν ήτο» και «προς τον Θεόν ήτο και Θεός ήτο» και «πριν από όλα τα βουνά γεννάται»  και «το όνομά του διαμένει πριν από τον ήλιον» και «αυτός είναι ο Θεός και δεν πρέπει να πιστεύεται άλλος κανείς εκτός από αυτόν» καθώς  αυτός και ο Πατήρ είναι έν, και αυτός είναι εις τον Πα¬τέρα και ο Πατήρ εις αυτόν και «όποιος είδεν αυτόν είδε τον Πατέρα» και «εις αυτόν θα είναι η εξουσία κατά την ήμερα της δυνάμεώς του» και «θα κατακυριεύσει μετά την εξαφάνιση της σελήνης» και «παν γόνυ επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων θα κλίνη εις αυτόν» και «η βασιλεία αυτού θα είναι αιώνιος βασιλεία» και «δεν θα απομείνει για άλλον βασιλέα».

Αυτά λοιπόν και όσα άλλα είναι παραπλήσια με αυτά, τα τόσο θαυμαστά, τα τόσο υψηλά, τα τόσο ανυπέρβλητα, θα τα καταρρίψουμε εξ αιτίας των λόγων που τον καθιστούν ταπεινό; 
Δεν θα αναζητήσουμε και θα δεχθούμε το υψηλό το οποίο κρύβεται στα λόγια που φαίνονται χαμερπή και, αφού λάβουμε το ευσεβές νόημα, δεν θα διαλύσουμε το αντίθετό του; 

Θα προσκρούσουμε στα φαινόμενα, θα πέσουμε και θα παραμείνουμε στο γράμμα; Καθόλου! Διότι το γράμμα αποκτείνει, καταβιβάζει από τό ύψος εκείνους που δεν βλέπουν άνω προς το Πνεύμα.


5. Άρα και εμείς, όσοι καθαρώς περί του Πνεύματος θεολογούμε, όπως αυτό διασάφησε τον εαυτό του, όσοι δεν φρονούμε ούτε κηρύττουμε τίποτε που να είναι ανάξιο αυτού στα λεγόμενά μας -για αυτό λοιπόν εμείς- ακόμη και όταν κάτι δεν φαίνεται ομόφωνο προς την θεολογία του μόνου αγίου και προσκυνητού Πνεύματος, το οποίο δίδεται και αυτό από το Άγιο Πνεύμα,  πρέπει να το νοήσουμε πνευματικώς, ώστε να το διευκρινίσουμε και να απορρίψουμε τους λίθους του προσκόμματος και να αποδείξουμε με όλους τους τρόπους ότι συμφωνούν με τους πρότερους πατέρες οι ύστεροι, από κοινού όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, καθώς και εμείς με αυτούς και όλοι μαζί με τον κοινό κατά φύσιν δεσπότη και κατά χάριν Πατέρα ημών.
Επειδή δε όσα σχεδόν των Γραφών αγνοούν οι Λατίνοι, τα εκτρέπουν διαστρεβλωτικώς προς την κακοδοξία τους από απορία ή κακοβουλία -περισσότερα δε είναι αυτά τα όποια αγνοούν από όσα τους φαίνονται αναντίρρητα, με τα όποια εξαπατούν τον γύρω τους όχλο σαν να είναι προφανή- αυτά θα τα αναφέρουμε εμείς τώρα και -αφού με την βοήθεια του Θεού αποδείξουμε ότι κακώς έχουν εκληφθεί από αυτούς, και τα αποσπάσουμε ως θεμέλιους- θα αποδείξουμε ότι είναι σαθρό όλο το οικοδόμημα της ασέβειας.

6. Ας τοποθετήσουμε λοιπόν πρώτον εκείνο το οποίο προηγουμένως το θεωρούσανε εντελώς ακαταμάχητο, ως λεχθέν υπό του Λόγου της αληθείας: «ἐνεφύσησεν αὐτοῖς καί εἶπε, λάβετε Πνεῦμα ἅγιον». Βλέπεις, λέγουν, πως σαφώς το άγιον Πνεύμα προέρχεται και εκ του Υιού;
Άραγε λοιπόν, επειδή μόλις ενεφύσησε είπε «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», το εμφύσημα ήταν το άγιον Πνεύμα, ώστε το εκπόρευμα να είναι το ίδιο με το δια της σαρκός εμφύσημα ή με το ότι δίδεται δι' εμφυσήματος τεκμηριώνουν ότι το άγιον Πνεύμα είναι εμφύσημα της θεότητος του Χρίστου και από αυτό συμπεραίνουν ότι εκπορεύεται από τον Υιό;

Αλλά όποιο από αυτά τα δύο και να λέγουν, ας αποστομωθούν κατά πρώτον και με λίγα λόγια από αυτό εδώ το σημείο. Διότι ο Κύριος εμφυσήσας δεν είπε, "λάβετε το Πνεύμα", αλλά χωρίς το άρθρον, «λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», δηλαδή μόριο του Πνεύματος.

Είναι λοιπόν σαφές ότι δια του εμφυσήματος έδωσε μερική ενέργεια του Πνεύματος, όχι την φύσιν ή την υπόσταση αυτού. Διότι η φύσις και υπόστασις του θείου Πνεύματος είναι εντελώς αμέριστος.

Γιατί δε δια εμφυσήσεως έδωσε ό,τι έδωσε; Για να δείξει ότι μία είναι η ενέργεια αυτού και του θείου Πνεύματος και με αυτό να παραστήσει την συνάφεια και συμφυΐα και ομοτιμία αλλήλων, δηλαδή εαυτού και εκείνου, όπως είπε και ο θεολόγος Χρυσόστομος γράφοντας τα εξής: «μερικοί λέγουν ότι δεν έδωσε το Πνεύμα, αλλά δι' εμφυσήματος τους κατέστησε ικανούς προς υποδοχή. Δεν θα αστοχούσε δε κάποιος, αν έλεγε ότι και τότε έλαβαν κάποιαν πνευματική εξουσία και χάριν, ώστε να συγχωρούν αμαρτήματα. Γι' αυτό πρόσθεσε, οποίων συγχωρήσετε τα αμαρτήματα, συγχωρούνται, δείχνοντας ποιο είδος ενέργειας δίδει, διότι η χάρις του Πνεύματος είναι άφατος και η δωρεά πολυειδής. Τούτο δε γίνεται για να μάθεις ότι μία είναι η δωρεά και η εξουσία Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος».

7. Για να απαντήσουμε δε προς αυτούς και διεξοδικότερα, αν το εμφύσημα του Κυρίου ήταν το άγιον Πνεύμα, τότε και η αναπνοή την οποίαν χρησιμοποιεί και δια της οποίας έγινε και το εμφύσημα, θα ήταν το άγιο Πνεύμα. Επομένως δεν ήταν άνθρωπος, όπως εμείς, άλλα ή ήταν φαντασία, κατά την φαντασία των Ακεφάλων, ή και πριν συναναστραφεί με τούς ανθρώπους είχε από την αρχή κατά παρόμοιο τρόπο συγκροτημένη την σαρκική φύση κατά την άνοια του Απολιναρίου. Και όμως ο ίδιος ο Κύριος είπε πάντως και τούτο, «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ, Πνεῦμά εἰσι καί ζωή εἰσι». Εάν δε είναι Πνεύμα, είναι και Πνεύμα άγιον˙ διότι πώς αλλιώς; Επομένως κατά την ερμηνεία των Ιταλών περί του εμφυσήματος και το Πνεύμα είναι Λόγος και μάλιστα Θεού Λόγος. Τί θα ήταν τολμηρότερο τούτου; Μάλλον δε θα ήταν λόγοι, και μάλιστα Θεού λόγοι˙ διότι τα ρήματα είναι πλήθος.

Χρειάζεται δε να επιστηθεί και εδώ η προσοχή επί του ότι δεν είπε ότι «Τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ είναι το Πνεύμα», αλλά χωρίς το άρθρο, δηλώνοντας ότι αυτά δεν είναι η υπόσταση του Πνεύματος, αλλά είναι γεμάτα από την ενέργεια του θείου Πνεύματος και ότι δι' αυτών χορηγείται η ζωοποιός ενέργεια του Πνεύματος. Και όταν άλλωστε εμφυσήσας είπε, «λάβετε Πνεύμα άγιον», αυτό ακριβώς είπε, ότι το εμφύσημα τούτο είναι πεπληρωμένο από την εξουσία του θείου Πνεύματος να λύει και να δεσμεύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου