Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

Joseph Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό» (17)

 Συνέχεια από : Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Β) Τα θέματα οδηγοί


2)  Προσπάθεια θετικής ερμηνείας.

Θα ήθελα να σημειώσω ακόμη με συντομία, μέσα στο παρόν πλαίσιο, δυο βοηθητικές έννοιες που προέρχονται από την φυσική. Ο Σρέντινγκερ όρισε την δομή τής ύλης σαν «πακέτα κυμάτων» εκφράζοντας τοιουτοτρόπως την ιδέα ενός Είναι χωρίς ουσία, αλλά καθαρά εν ενεργεία του οποίου η φαινομενική «ουσιαστικότης» είναι το αποτέλεσμα και μόνον της κινήσεως μιας σειράς από κύματα τα οποία συσσωρεύονται το ένα πάνω στο άλλο. Στο πεδίο της ύλης μία τέτοια υπόθεση θα μπορούσε να είναι από την πλευρά της φυσικής και της φιλοσοφίας, διφορούμενη, παραμένει όμως παρ’όλα αυτά μία γοητευτική μεταφορά της actualitas divinas του απολύτου ενεργεία του Θεού, και του γεγονότος πώς το πλέον αδιαπέραστο Είναι –Ο Θεός μπορεί να ενυπάρχει μόνον σε μία πολλαπλότητα σχέσεων οι οποίες δέν είναι ουσίες, αλλά τίποτε άλλο από «κύματα», τα οποία αποτελούν μία και μόνη πραγματικότητα, την πληρότητα του Είναι. Θα επιστρέψουμε στη συνέχεια σ’αυτή την σκέψη την οποία εξέφρασε ήδη στον καιρό του ο Αυγουστίνος όταν ανέπτυξε την ιδέα της καθαρής υπάρξεως εν ενεργεία (του πακέτου των κυμάτων) αναλύοντας την εις βάθος.

Ο εσωτερικός περιορισμός του τριαδικού δόγματος με την σημασία μίας αποφατικής θεολογίας, ο οποίος θα πρέπει να έγινε αρκετά κατανοητός με όσα έχουμε πεί, δέν σημαίνει όμως πώς οι όροι με τους οποίους το δόγμα αυτό εκφράζεται είναι προορισμένοι να παραμείνουν αδιαπέραστοι, απλές ακολουθίες κενών λέξεων. Μπορούν και πρέπει να γίνουν κατανοητοί σαν εκφράσεις με νόημα, οι οποίες εξάλλου αποτελούν νύξεις του αρρήτου και όχι βεβαίως την είσοδο του στον δικό μας εννοιολογικό κόσμο. Προτιθέμεθα λοιπόν να ξεκαθαρίσουμε αυτόν τον παραπεμπτικό χαρακτήρα των όρων της πίστεως ολοκληρώνοντας τους στοχασμούς μας στο τριαδικό δόγμα, μέσω τριών θέσεων:

        Ι θέση : Το παράδοξο «μία ουσία τρία πρόσωπα»
                  (μία μόνη ουσία σε τρία πρόσωπα) 
 αφορά το πρόβλημα της πρωτογενούς σημασίας της ενότητος και πολλαπλότητος.

Τί θέλουμε να βεβαιώσουμε μ’αυτή την θέση ξεκαθαρίζει εύκολα εάν ρίξουμε μία ματιά στην Ελληνική προ-χριστιανική σκέψη, η οποία βρίσκεται στο βάθος και απο την οποία αποχωρίζεται η πίστη στον Ένα και Τριαδικό Θεό. Για την αρχαία σκέψη, μόνον η ενότης είναι Θεία. Η πολλαπλότης μοιάζει να είναι δευτερεύον στοιχείο, σαν κατακερματισμός της ενότητος. Προέρχεται απο τον διαχωρισμό και τείνει προς αυτόν. Όμως η χριστιανική ομολογία πίστης στον Θεό σαν έναν και Τριαδικό, σαν αυτόν που είναι ταυτοχρόνως μονάς και τριάς, ή απόλυτη ενότης και η τέλεια πληρότης, μας ωθεί στην βεβαιότητα πώς η θεότης είναι πέρα απο τις δικές μας κατηγορίες της ενότητος και πολλαπλότητος. Παρότι για μας, δηλ. για το μή-θεϊκό, η θεότης είναι μία και μοναδική δηλ. μόνον το θεϊκό αντιτιθέμενο σε όλο το μή-θεϊκό, καθ’εαυτή όμως είναι αληθινά πληρότης και πολλαπλότης. Έτσι ώστε η ενότης και το πλήθος των κτισμάτων είναι και τα δύο εξίσου εικόνα και μετοχή του Θείου. Όχι μόνον η ενότης είναι θεία, αλλά η πολλαπλότης είναι κάτι το πρωτογενές που έχει στον Θεό το ίδιο το θεμέλιο του.

Η πολλαπλότης δέν είναι μόνον διαχωρισμός, που ξεκινά αμέσως έξω απο την θεότητα, δέν ανατέλλει μόνον με την εμπλοκή της δυάδος, του διαχωρισμού. Δέν είναι το αποτέλεσμα του δυϊσμού δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων, αλλά αντιστοιχεί στην δημιουργική πληρότητα του Θεού ο οποίος τις περιέχει και τις δύο πέρα απο πολλαπλότητα και ενότητα.

Αυτή είναι κατ’ουσίαν και κατ’αρχάς η πίστη στην Αγία Τριάδα, η οποία αναγνωρίζει το πλήθος στην ενότητα του Θεού, τον οριστικό αποκλεισμό του δυαλισμού σαν αρχή ερμηνείας της πολλαπλότητος δίπλα στην ενότητα. Μόνον χάρη σ’αυτή την πίστη βρίσκει ένα θετικό αγκυροβόλιο, καθοριστικό, η πολλαπλότης. Ο Θεός στέκεται πάνω από τον ενικό και τόν πληθυντικό και ξεπερνά και τα δύο.

Αυτό έχει μία περαιτέρω σπουδαία συνέπεια. Στα μάτια όποιου πιστεύει στον Θεό μονάδα εν τριάδι, η υπέρτατη ενότης δέν έχει την ψυχρή ακινησία ενός μοναδικού μπλόκ. Το μοντέλο της ενότητος στο οποίο πρέπει να τείνουμε δέν είναι επομένως το αδιάσπαστο του ατόμου, του πιο μικρού σωματιδίου που δέν διαχωρίζεται πλέον. Η υπέρτατη μορφή ενότητος είναι απεναντίας η ενότης δημιουργημένη από την αγάπη. Η ενότης των πολλών, που γεννιέται από την αγάπη, είναι μία ενότης πιό ριζική, πιό αληθινή εκείνης του «ατόμου».
       
    ΙΙ θέση : το παράδοξο «μία ουσία τρία πρόσωπα»
      λειτουργεί υπέρ της έννοιας του προσώπου
 και γίνεται κατανοητό σαν εσωτερική συνέπεια αυτής της έννοιας.

Η Χριστιανική πίστη αναγνωρίζοντας τον Θεό, το δημιουργικό Νόημα, σαν πρόσωπο, τον ομολογεί και σαν γνώση, σαν λόγο και σαν αγάπη. Η ομολογία πίστης στον Θεό σαν πρόσωπο μάς υποχρεώνει να τον αναγνωρίσουμε σαν σχέση, σαν λαλιά, σαν γονιμότητα. Αυτό που είναι απολύτως μοναδικό, χωρίς σχέσεις καί καταστροφικό σε κάθε επικοινωνία, δέν θα μπορούσε να είναι ποτέ πρόσωπο. Δέν υπάρχει πρόσωπο σαν οντότης μοναχική αφ’εαυτής, απολύτως μονωμένη.

Το συμπεραίνουμε εύκολα και από τις λέξεις, από τις οποίες προέρχεται η έννοια του «προσώπου»: ο ελληνικός όρος πρόσωπον σημαίνει κατά γράμμα «βλέμμα», με την συλλαβή προς-  συμπεριλαμβάνει την συσχέτιση σαν κάτι συστατικό του. Το ίδιο ισχύει και για τον Λατινικό όρο Persona: το «ήχώ μέσω». Και εδώ επίσης η πρόθεση per (=μέσω, δια μέσου) εκφράζει συσχέτιση, αλλά αυτή τη φορά επικοινωνία μέσω της γλώσσας. Με άλλα λόγια : εάν το Απόλυτο είναι πρόσωπο, δέν είναι καθόλου μία μεμονωμένη οντότης. Έτσι ώστε το ξεπέρασμα του μοναχικού περιέχεται αναγκαίως στην έννοια του προσώπου. Απο το άλλο μέρος, πρέπει να πούμε ταυτοχρόνως πως ομολογώντας ότι ο Θεός είναι πρόσωπο με τον τρόπο των «τριών προσώπων» αναδεικνύεται μία αγαθή έννοια ανθρωπομορφική, του προσώπου. Κωδικοποιημένο μ’αυτόν τον τρόπο βεβαιώνεται πως το είναι—πρόσωπον του Θεού υπερβαίνει απείρως το είναι—πρόσωπον του ανθρώπου, έτσι ώστε η έννοια του προσώπου, παρότι ρίχνει φώς, αποκαλύπτεται με την σειρά της μία απλή και αταίριαστη μεταφορά.

    ΙΙΙ θέση : το παράδοξο «μία ουσία τρία πρόσωπα»
 αναφέρεται στο πρόβλημα του απολύτου και του σχετικού
        και προβάλλει την απολυτότητα του σχετικού.

Α) Το δόγμα σαν γλωσσικός κανονισμός. Ας προσπαθήσουμε όμως τώρα, προχωρώντας με την λογική, να μπούμε στο βάθος αυτού που εννοούμε. Εάν η πίστη από τον IV αιώνα ακόμη της Χριστιανικής περιόδου, βεβαιώνει την ενότητα και τριαδικότητα του Θεού, μέσω του τύπου «μία μόνη ουσία-τρία πρόσωπα» τότε ένας τέτοιος διαχωρισμός των εννοιών σημαίνει πάνω απο όλα έναν «γλωσσικό κανονισμό» ένα πράγμα είχε επιβεβαιωθεί απο την αρχή : πώς έπρεπε να τεθεί ξεκάθαρα και η ενότης και η τριαδικότης, και μαζί η τέλεια συγχρονότης και των δύο στην κυκλωτική κυριαρχία της ενότητος. Το γεγονός ότι δόθηκαν οι δύο διαστάσεις, όπως συνέβη στις έννοιες της ουσίας και του προσώπου είναι, απο μία άποψη, τυχαίο. Τελικώς εκείνο που έχει σημασία είναι πως και οι δύο εκφράζονται και δέν εγκαταλείπονται στην κρίση του καθενός, ο οποίος θα μπορούσε κάθε στιγμή να δώσει αξία και να καταστρέψει ξανά, μαζί με την λέξη, και το ίδιο το πράγμα. Απέναντι σ’αυτό το δεδομένο δέν πρέπει να πάμε πολύ μακρυά πιστεύοντας για παράδειγμα, πως αυτές οι λέξεις είναι οι μοναδικές δυνατές και να συμπεράνουμε διανοητικώς πως είναι δυνατόν να εκφραστούν μόνον έτσι και με κανέναν άλλο τρόπο : διότι τοιουτοτρόπως θα καταλήγαμε να αγνοήσουμε τον αρνητικό χαρακτήρα της γλώσσας του δόγματος του Θεού, την απλή μας πρόοδο με μικρές προσπάθειες του λόγου του.

Β) Η έννοια του προσώπου. Απο το άλλο μέρος, είναι επίσης αλήθεια πως αυτή η γλωσσική συστηματοποίηση αντιπροσωπεύει κάτι παραπάνω απο ένα τελειωτικό αγκυροβόλημα σε μία οποιαδήποτε λέξη. Στην διαμάχη για την γλώσσα της ομολογίας της πίστεως, ο πόλεμος διεξήχθη για το ίδιο το πράγμα, έτσι ώστε σ’αυτή την γλώσσα, όσο ακατάλληλη και αν μπορεί να είναι, είναι δυνατή μία επαφή με την πραγματικότητα. Βασιζόμενοι στην ιστορία του πνεύματος, μπορούμε να βεβαιώσουμε πως εδώ η πραγματικότης «πρόσωπο» έγινε κατανοητή για πρώτη φορά σε όλη της την σημασία. Η έννοια και η ιδέα του «προσώπου» δέν ξεπήδησαν στο ανθρώπινο πνεύμα παρα μόνον στην διάρκεια της διαμάχης για την Χριστιανική εικόνα του Θεού, και για να ερμηνευθεί η φιγούρα του Ιησού της Ναζαρέτ. Εάν εμείς ακόμη και  μ’αυτή την επιφύλαξη προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τον τύπο μας στο εσωτερικό του ταίριαγμα, μπορούμε να ανακαλύψουμε πως επεβλήθη λόγω δύο προσεγγίσεων. Κατα πρώτον ήταν ξεκάθαρο πως ο Θεός, εκλαμβανόμενος απολύτως, είναι μόνον ένας, και έτσι δέν υπάρχει πολλαπλότης θείων αρχών. Αφού επιβεβαιωθήκαμε γι’αυτό, στη συνέχεια ξεκαθαρίζει πως η ενότης τίθεται στο επίπεδο της ουσίας. Κατα συνέπειαν η τριάδα για την οποία πρέπει επίσης να μιλήσουμε, δέν ερευνάται στο ίδιο επίπεδο, πρέπει να την βρούμε επομένως σε ένα διαφορετικό επίπεδο, σε κείνο της σχέσεως.

Σ’αυτό το συμπέρασμα ωθούσε επίσης και η οικειότης με την Βίβλο. Εδώ βρίσκουμε μπροστά μας το γεγονός πώς ο Θεός φαίνεται να συζητά με τον εαυτό του. Υπάρχει ένα «εμείς» στον Θεό; οι Πατέρες το είχαν ανακαλύψει από την πρώτη σελίδα, ήδη της Βίβλου, όπου ο Θεός λέει : «Ας κάνουμε τον άνθρωπο» (Γέν 1.26). Στον Θεό υπάρχει ένα «Εγώ» και ένα «Εσύ»; οι Πατέρες είχαν βρεί επίσης στους ψαλμούς : «Λέει ο Κύριος στον Κύριο μου" (ψαλμ 110.1), όπως επίσης και στον διάλογο του Ιησού με τον Πατέρα. Όμως η ανακάλυψη του διαλόγου στο εσωτερικό του ίδιου του Θεού, οδήγησε στο να δεχθούμε στον Θεό την ύπαρξη ενός «Εγώ» και ενός «Εσύ», ενός στοιχείου σχέσεως, διακρίσεως, να απευθύνονται ο ένας στον άλλον, και για να δηλωθεί ακριβώς αυτό το γεγονός επιβλήθηκε τυπικώς η έννοια του «προσώπου». Έτσι ώστε αυτή η έννοια, πηγαίνοντας πέρα απο την θεατρική της σημασία και απο την λογοτεχνική της, καταλήγει να αποκτά έναν καινούργιο βαθμό πραγματικότητος, ένα καινούργιο βάθος, χωρίς να χάνει όμως τον πρωταρχικό της κυμαινόμενο χαρακτήρα που της έδινε αυτή την δυνατότητα χρήσεως.

Με την ιδέα πως ο Θεός, απο την οπτική γωνία της ουσίας είναι Ένα, αλλά πως υπάρχει επίσης και το φαινόμενο του διαλόγου, της διαφοροποιήσεως και της σχέσεως, που αναδεικνύεται στην συζήτηση, υποχρεώνει την Χριστιανική σκέψη, η κατηγορία της «σχέσεως» νά λάβει μίαν έννοια και μία σπουδαιότητα εντελώς νέα. Για τον Αριστοτέλη άνηκε στα «σύμβαντα», στις τυχαίες συνθήκες του Είναι, οι οποίες διακρίνονται απο την ουσία, η οποία είναι η μοναδική μορφή που φέρει την πραγματικότητα. Η εμπειρία ενός Θεού σε διάλογο, ενός Θεού ο οποίος δέν είναι μόνον Λόγος, αλλά και διά-λογος, όχι μόνον Σκέψη και νόημα, αλλά και συζήτηση και λέξη μέσα στην αμοιβαιότητα των συνομιλούντων, αυτή η εμπειρία αποδομεί την αρχαία διαίρεση της πραγματικότητος σε ουσία, σ’αυτό που είναι κυρίως, και σε συμβάντα, σ’αυτό που είναι μόνον τυχαίο. Τώρα φαίνεται ξεκάθαρα πως δίπλα στην ουσία βρίσκεται ο διάλογος, η σχέση, σαν μορφή εξίσου πρωτογενής του Είναι.

Κατα βάθος λοιπόν, μ’αυτόν τον τρόπο σχηματιζόταν η γλώσσα του δόγματος το οποίο εκφράζει την έννοια πως ο Θεός ως ουσία, ώς «Είναι», είναι απολύτως ένας. Εάν εμείς όμως, πρέπει να μιλήσουμε γι' αυτόν και με την κατηγορία της Τριάδος, μ’αυτό δέν συμβαίνει ένας πολλαπλασιασμός των ουσιών, αλλά λέγεται πως στον μοναδικό και αδιαίρετο Θεό υπάρχει το φαινόμενο του διαλόγου, της αμοιβαιότητος της λέξεως και της αγάπης. Αυτό  με την σειρά του συνεπάγεται πως τα «τρία-πρόσωπα» που ενυπάρχουν στον Θεό συστήνουν την πραγματικότητα της λέξης και της αγάπης, με την προσωπική τους αναφορά το ένα στο άλλο. Δέν είναι ουσίες, προσωπικότητες με την μοντέρνα έννοια, αλλά συσχετισμός, του οποίου το καθαρό ενεργεία (πακέτο κυμμάτων) δέν καταστρέφει την ενότητα του υπέρτατου Είναι, αλλά την διαμορφώνει. Ο Αυγουστίνος εξέφρασε αυτή την σκέψη με τήν ακόλουθη μορφή: «Αυτός καλείται Πατήρ όχι σέ σχέση με τον εαυτό του, αλλά μόνον σε σχέση με τον Υιό, διότι εάν τον υπολογίσουμε εις εαυτόν, τότε είναι απλώς ο Θεός». Εδώ φωτίζεται αρκετά καλά αυτό που είναι αποφασιστικό: «Πατήρ είναι μία καθαρή έννοια σχέσεως. Μόνον με το να είναι για τον άλλον είναι πατήρ. Με το να είναι εις τον εαυτό του είναι απλά Θεός». Το πρόσωπο είναι η καθαρή σχέση συσχετισμού, τίποτε άλλο. Η σχέση δέν είναι κάτι που προστίθεται στο πρόσωπο, όπως συμβαίνει με εμάς, όπου αυτή ενυπάρχει μόνον σαν δυνατότητα σχέσεως.

Εκφρασμένο με τις εικόνες της Χριστιανικής παραδόσεως, αυτό σημαίνει : το πρώτο πρόσωπο δέν γεννά τον Υιό με τον τρόπο του πεπερασμένου προσώπου, στο οποίο προστίθεται η πράξη της γεννήσεως, αλλά είναι η πράξη τού γεννάν, του δοσίματος και της εξόδου απο τον εαυτό του. Ταυτίζεται με την ενέργεια του δωρίσματος. Μόνον επειδή είναι μία τέτοια ενέργεια είναι πρόσωπο, έτσι ωστε δέν είναι ο δωρητής, αλλά η ενέργεια του δοσίματος. Είναι «κύμα», όχι σωματίδιο. Μ’αυτή την ιδέα της σχέσεως στην λέξη και στην αγάπη, ανεξαρτήτως απο την έννοια της ουσίας και χωρίς να καταχωρείται ανάμεσα στα συμβάντα, η Χριστιανική σκέψη βρήκε τον κεντρικό πυρήνα της εννοίας του «προσώπου», η οποία λέει κάτι εντελώς διαφορετικό και απείρως περισσότερο απο την απλή ιδέα του «ατόμου».

Ας ακούσουμε γι’ άλλη μια φορά τον Αυγουστίνο. « Στον Θεό δέν δίνονται συμβάντα, αλλά μόνον....ουσία και σχέση» (Περι τριάδος, 5,6). Σ’αυτό και μόνον κρύβεται μία επανάσταση της εικόνος του κόσμου, η απόλυτη υπεροχή της σκέψεως που είναι κεντραρισμένη στην ουσία καταρρίπτεται, και η σχέση ανακαλύπτεται σαν πρωτογενής τροπικότης και ίσως αξιοπρέπεια με το πραγματικό. Γίνεται τοιουτοτρόπως δυνατή η υπέρβαση αυτού που σήμερα ονομάζουμε «αντικειμενοποιό σκέψη» και εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα καινούργιο επίπεδο του Είναι. Με κάθε πιθανότητα θα πρέπει να πούμε πως η υποχρέωση που πηγάζει απο αυτό στην φιλοσοφική σκέψη είναι ακόμη μακρυά απο την πραγματοποίησή της, παρότι η μοντέρνα σκέψη εξαρτάται απο τις προοπτικές που άνοιξαν εδώ, χωρίς τις οποίες δέν θα ήταν δυνατόν ούτε να την φανταστούμε.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου