Τρίτη 5 Απριλίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (118)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ 

Συνέχεια από Τρίτη, 29 Μαρτίου 2022

                                         Jacob Burckhardt

                                               ΤΟΜΟΣ 2ος

                     ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:  ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ


ΙV. Η ΜΑΝΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ -9

     Πριν προσεγγίσουμε την έρευνα των χρησμών, θα πρέπει να εξετάσουμε μια μορφή τής μαντικής τέχνης, που η ματαιότητά της καταδεικνύει ότι η επιθυμία που ωθούσε τούς Έλληνες στην αποκάλυψη του μέλλοντος αρκέστηκε συχνά σε μεθόδους αμφίβολης αξίας: τις προφητείες, ή προγνώσεις τών χρησμολόγων. Οι οποίες στην αρχική ολοκληρωμένη μορφή τους, και πριν από τη μεταγραφή στην τρέχουσα ομιλία, αποτελούν σχεδόν πάντοτε εξάμετρα, ενώ το ύφος τους ταιριάζει κατά το δυνατόν, με τους χρησμούς του Μαντείου τών Δελφών.

     Οι Έλληνες δυστυχώς, από τότε που ανακάλυψαν τη γραφή, υπήρξαν λαός πλαστογράφων. Η πρώτη επιστολή, στην οποία αναφέρεται ο μύθος (αν και μετά τον Όμηρο), υπήρξε ένα εφεύρημα που συντάχθηκε, καθ’ υπόδειξη μεγίστων Αχαιών ηρώων, κάτω από τα τείχη της Τροίας, με υποτιθέμενο αποστολέα τον Πρίαμο, και στοίχισε τη ζωή τού Παλαμήδη. Και όταν ένα πλήθος δελφικών, σκοτεινών και συγκεχυμένων στίχων, απέκτησαν καθολική, μακροπρόθεσμα, φήμη, αρκετοί ήταν εκείνοι που φαντάστηκαν πως θα μπορούσαν να πράξουν ομοίως, για να αναδυθεί έτσι ένα πλήθος από γραπτές προφητείες, τις οποίες μετ’ ευκολίας απέδιδαν σε αρχαιότατους μυθικούς μάντεις: τον Βάκκι, τον Μουσαίο, τον Λάιο, τον Εύκλοο, τον Λύκο κ.ο.κ., ή και σε κείνες που αποκαλούσαν Σίβυλλες, σε πρόσωπα που κανείς δηλαδή δεν είχε πια συναντήσει, και δεν θα μπορούσαν άρα να ερωτηθούν για του λόγου το αληθές! Όσον αφορά στις Σίβυλλες, μορφές για τις οποίες ελάχιστα γνωρίζουμε ως προς τη χρονολογία και την προέλευσή τους,  αναφέρονται μόνο μεταγενέστερα, ενώ υπήρχαν προ πολλού πληροφορίες για τον Βάκκι, τον Μουσαίο κ.τ.λ.· ο Ηράκλειτος γνώριζε μόνο μία «σπουδαία Σίβυλλα, χωρίς καλλωπισμούς ούτε κοσμήματα, που χιλίων ετών εξικνείται τή φωνή, κατ’ επιταγήν τού θεού». Ο Πλάτων αναφέρει κι αυτός μία, ενώ ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει, παρ’ όλες τις ευκαιρίες που του δίδονται, καμμία. Υπήρξε κάποτε ένας βράχος, από το ύψος τού οποίου μιλούσε η Σίβυλλα, και ένας λίθος στους Δελφούς, κοντά στο Βουλευτήριο, πάνω στον οποίον ξεκουράστηκε η πρώτη Σίβυλλα, όταν έφτασε από τον Ελικώνα. Το πώς κατέγραψαν αργότερα αρκετές παρόμοιες υπάρξεις, και έναν συγκριμένο τελικά αριθμό από αυτές, με όνομα και πατρίδα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν εκείνη την εποχή γνωστό· έφθασαν μάλιστα στο σημείο να φιλονικούν για τον τόπο καταγωγής ορισμένων από αυτές, όπως π.χ. της Ηροφίλης. Η γενική πάντως απεικόνιση αναφέρεται σε μια μυστηριώδη, μοναχική μορφή, που πλησιάζει  στιγμιαία μόνο τούς ανθρώπους, για να εξαφανισθεί αμέσως μετά το προφητικό τραγούδι της· στον αιώνα που κατακτήθηκε ωστόσο από το λογοτεχνικό πνεύμα, η Σίβυλλα αναπαρίσταται με τη μορφή συγγραφέα: η Δάφνη, μια από τις κόρες τού Τειρεσία, την οποία και απέστειλαν οι επίγονοι ως προσφορά στους Δελφούς, «συνέγραψε πολλούς χρησμούς, σ’ ένα ιδιαίτερο πνεύμα».

      Τα γραπτά ωστόσο κείμενα, που είχαν κάποιοι στην κατοχή τους και έφεραν τα ονόματα αυτών τών προφητών και των προφητισσών τών αρχαίων χρόνων, δεν είναι παρά ένα σκέτο εφεύρημα, όπως ακριβώς και το σύνολο της ορφικής λογοτεχνίας, που γεννήθηκε μετά τον 6ον αιώνα, την οποία οι Έλληνες ερευνητές τής ύστερης εποχής (ανάμεσά τους και ο Σουίδας )κατόρθωσαν να αποδώσουν εκ νέου στους αληθινούς συγγραφείς τους, ενώ προηγουμένως αποδίδονταν εξ ολοκλήρου στο όνομα του «Ορφέα».  Θα προτιμήσουμε όμως να αποφύγουμε εδώ τον όρο «πλαστογραφία», και να ερμηνεύσουμε την απόδοση γραπτών κειμένων με συγκεκριμένο περιεχόμενο σε κάποιον διαπρεπή αρχαίο εκπρόσωπο αυτού τού πνεύματος, ως μια καλοπροαίρετη και οικεία για τους αρχαίους λαού πρακτική. Κάτι που ακριβώς συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις με κείμενα θρησκευτικού περιεχομένου, που ο προορισμός τους ήταν η διάδοση ιδεών και αισθημάτων με συμβολική μορφή· όσον αφορά όμως στις προφητείες, η συνολική αξία και αποτελεσματικότητά τους βασιζόταν στο γεγονός ότι εκλαμβάνονταν ως απλή και καθαρή δημιουργία μυθικών μάντεων· και επειδή ούτε αυτό ήταν φυσικά αλήθεια, ούτε και οι προβλέψεις τους είχαν κάποιον συγκεκριμένο χαρακτήρα, μπορούμε να μιλήσουμε για μια καθαρή απάτη.

       Ένα τόσο ευφυές έθνος, όπως οι Έλληνες, είναι αδύνατον να μην είχε αντιληφθεί, κατά τη γνώμη μας, αυτή την κατάσταση, τη στιγμή μάλιστα που ένας λαός καθίσταται επιπλέον διορατικός, όταν πρόκειται για το ίδιο του το μέλλον, κάτι που ισχύει για όλα τα έθνη. Υπάρχει όμως εδώ ένας λαός, που η πίστη του στη μαντική τέχνη υπήρξε απεριόριστη, και που αφιέρωνε όλον του τον χρόνο στην ενασχόληση με το μέλλον, τόσο για τα μεγάλα όσο και για τα μικρά θέματα του βίου, τόσο για την προσωπική, όσο και για την κρατική του μοίρα. Και που επέλεξε, παράλληλα με όλες τις υπόλοιπες μορφές τής μαντικής, και τις προφητείες· η καχυποψία, αλλά ακόμα και η φανέρωση της απάτης, δεν εμπόδιζαν το ενδεχόμενο να υπάρχουν, μαζί με το ψεύδος, και κάποια ψήγματα αλήθειας και παράδοσης. Οι επινοητές τών προφητειών θεωρούσαν μάλιστα, ότι υπήρχε η ευκαιρία, οι στίχοι τους να αποθησαυριστούν από ισχυρά πρόσωπα, και κατέβαλαν έτσι κάθε δυνατή προσπάθεια, για να επιβάλουν τις προφητείες τους σαν κάτι το ποθούμενο.

     Η διαφορά ανάμεσα στις προφητείες και τους χρησμούς είναι προφανής. Η προφητεία αναφέρεται σε κάτι που έχει λεχθεί πριν από καιρό, εκ των προτέρων, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποιο αίτημα, και που φυλάσσεται ως απόθεμα· ενώ ο χρησμός αφορά σε κάτι που αποκαλύπτεται μια συγκεκριμένη στιγμή. Η δυσκολία στην ερμηνεία τής προφητείας συνίσταται στη διατύπωση: η προϋπόθεση από την οποία αυτή εξαρτάται διατυπώνεται με συγκεχυμένο συνήθως τρόπο, αποτελώντας συχνά ένα αίνιγμα προς διαλεύκανση, ενώ όταν ένα ερώτημα απευθύνεται στο μαντείο, τόσο το κίνητρο όσο και το ίδιο το ερώτημα είναι απολύτως σαφή, αντίθετα προς την  απάντηση, που εμφανίζεται κι αυτή συνήθως συγκεχυμένη. Μια αντίστοιχη διαφορά υπάρχει και ανάμεσα στην προφητεία και τις αποκαλύψεις τών μάντεων: είναι βέβαια αλήθεια, ότι οι προφήτες τής πρωτόγονης εποχής αποκαλούνταν συχνά μάντεις στην τρέχουσα γλώσσα μεταγενεστέρων εποχών, ήταν όμως επίσης γνωστό σε γενικές γραμμές, «ότι ο μάντης δεν ήταν προφήτης, αλλά ερμήνευε τα όνειρα, το πέταγμα των πτηνών, τα εντόσθια των προσφερομένων στις θυσίες σφαγίων», ότι ανταποκρινόταν δηλαδή στα προμηνύματα και στα ερωτήματα που ετίθεντο σε μια συγκεκριμένη στιγμή, ενώ η προφητεία προανήγγειλε, με αβέβαιο και συγκεχυμένο τρόπο, γεγονότα, από τα οποία θα απέρρεε μια συγκεκριμένη συνθήκη έτσι, ώστε μόνον εκ των υστέρων να γίνεται κατανοητό αυτό που πραγματικά εννοούσε. Απ’ αυτήν την άποψη αναντίρρητο είναι ότι και οι Δελφοί συνέδεσαν ενίοτε τους χρησμούς με κάποια προϋπόθεση, διατυπωμένη με τέτοιο συγκεχυμένο τρόπο, ώστε θα έπρεπε αργότερα να διαλευκανθεί. Η προφητεία και ο χρησμός συμπίπτουν ωστόσο μερικές φορές και στην περίπτωση όπου, αντί να αποκαλύπτουν πράγματα, προσφέρουν απλώς και οι δυό κατευθυντήριες οδηγίες.

     Ανατρέχοντας τώρα στη γενική εικόνα τού ταραγμένου 5ου π.Χ. αιώνα και στην Αθήνα εκείνης τής εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι ο λαός βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ ένα πλήθος από προφητείες. Οι Μηδικοί Πόλεμοι αποτελούσαν ήδη μέρος τών προφητειών τού Βάκκι, του Μουσαίου, του Εύκλοου και άλλων, και ο Ηρόδοτος αναφέρεται συγκεκριμένα σε πολλές απ’ αυτές, ομολογώντας μερικές φορές, ότι τις αποδέχεται χωρίς καμιά επιφύλαξη· η σημαντική ωστόσο προφητεία που μας παραδίδεται στο 8ο Βιβλίο του, κατασκευάστηκε πιθανότατα μετά τη Σαλαμίνα. Οι δημαγωγοί τής εποχής είχαν κάθε συμφέρον να εκμεταλλευτούν  τις προφητείες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο πλήθος, και ο Θεμιστοκλής απέκτησε τότε μεγάλη φήμη, ισχυριζόμενος ότι «ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που διέκρινε τα μηνύματα των θεών μέσα από τις προφητείες». Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, οι χρησμολόγοι «διέδιδαν» διάφορες πληροφορίες, τόσο μέσα στις  πόλεις οι οποίες συμμετείχαν, όσο και έξω απ’ αυτές, προφητείες που ο καθένας ερμήνευε πρόθυμα κατά το δοκούν· κατέστη έτσι γνωστό (και δεν απέβη λάθος), ότι ο πόλεμος θα διαρκούσε τρείς φορές επί εννέα έτη· οι δε γεροντότεροι θυμόνταν ακόμα κατά τον μεγάλο λοιμό την προφητεία που έλεγε, πως «Θα έλθει ο δωρικός πόλεμος, και μαζί του…», και ακολουθούσε είτε η πείνα (λιμός), είτε η πανούκλα (λοιμός), ανάλογα με τη μορφή τής λέξης. Όσον αφορά στους δυστυχείς όμως Μηλίους, τους λοιδόρησαν κιόλας, όταν αποφασίστηκε η εξόντωσή τους το 416 π. Χ., προειδοποιώντας τους ότι δεν θά ’πρεπε να εμπιστεύονται τη μαντεία και τις προφητείες, «και όλες τις άλλες πρακτικές, που ενισχύοντας τις προσδοκίες τους, οδηγούν τούς ανθρώπους στον χαμό»!  Όταν όμως, τον επόμενο χρόνο, τέθηκε το ζήτημα της Σικελικής εκστρατείας η Αθήνα πλήρωσε ακριβά το τίμημα για τις λοιδορίες της, παρασυρόμενη στην παράνοια των  προλήψεων και των δεισιδαιμονιών κάθε είδους, και οδηγούμενη σε αποφάσεις υπό την επήρεια αυτού ακριβώς τού πνεύματος! Ο Αλκιβιάδης εκμεταλλεύτηκε ξαφνικά αυτούς τούς μάντεις, ανθρώπους που είχαν, χωρίς αμφιβολία,  χρηματιστεί από τον ίδιον, για να διαδώσουν στον λαό «αρχαίες» δήθεν «προφητείες», που υπόσχονταν ένα μεγάλο θρίαμβο για τους Αθηναίους στη Σικελία· κι όταν η εκστρατεία εκείνη οδηγήθηκε τελικά σε μια μεγάλη καταστροφή, «αποδώθηκε τεράστια ευθύνη σ’ αυτούς ακριβώς τούς ανθρώπους»! Οι ίδιοι Αθηναίοι, μετά από δέκα χρόνια, παρηγορήθηκαν παρ’ όλ’ αυτά για την ήττα τους στους Αιγός Ποταμούς – εξ αιτίας προδοσίας, όπως βέβαια υπέθεσαν– σκεπτόμενοι ότι η ήττα και η προδοσία εκείνη είχαν ήδη προβλεφθεί από τις προφητείες τής Σίβυλλας και του Μουσαίου.

     Εμείς πρέπει ωστόσο να αποδείξουμε τώρα, ότι η χρήση παρόμοιων προβλέψεων δεν ήταν πάντοτε προσιτή στον καθέναν.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου