Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (17)

 Συνέχεια από: Κυριακή 17 Απριλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ Ε'

(Άσμα Ασμάτων 2,8-17)

Η ΝΥΦΗ

«Είναι η φωνή του αγαπημένου μου· νάτος, έρχεται πηδώντας πάνω απ’ τα όρη, δρασκελίζοντας τα βουνά.

Είναι όμοιος με ζαρκάδι ο αγαπημένος μου ή με ελαφόπουλο στα βουνά της Βαιθήλ.

Νάτος που στάθηκε πίσω απ’ τον τοίχο μας, σκύβει έξω από τα παράθυρα κι απ’ τα δικτυωτά  παρατηρεί.

Μου αποκρίνεται ο αγαπημένος μου και μου λέγει·

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, 

να, ο χειμώνας πέρασε, η βροχή έφυγε, αποσύρθηκε στα λημέρια της.

Φάνηκαν τα άνθη στη γη, έφτασε ο καιρός να τα κόψουμε, 

ακούστηκε στα μέρη μας η φωνή του τρυγονιού.

Η συκιά έβγαλε τα μικρά πράσινα σύκα της (τους ολύνθους της), 

τα κλήματα άνθισαν και σκορπούν ευωδία.

Σήκω, έλα, αγαπημένη μου, καλή μου, περιστέρα μου, προχώρησε, περιστέρα μου, στη σκέπη της πέτρας, που 'ναι κοντά στον φράχτη σου.

Η ΝΥΦΗ

Δείξε μου το πρόσωπό σου και  κάνε ν’ ακούσω τη φωνή σου,

γιατί είναι η φωνή σου γλυκιά και η όψη σου ωραία.

Ο ΝΥΜΦΙΟΣ

Πιάστε για χάρη μας τις μικρές αλεπούδες

που αφανίζουν τους αμπελώνες μας,

γιατί τ’ αμπέλια μας άνθισαν.

Η ΝΥΦΗ 

Ο αγαπημένος μου είναι για μένα κι εγώ γι’ αυτόν, 

αυτός που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα, 

ώσπου να ξεπροβάλει η ημέρα και σκορπίσουν οι σκιές.

Γύρισε αγαπημένε μου γίνε όμοιος με το ζαρκάδι ή το ελαφόπουλο στις χαράδρες των βουνών.

Όσα παραθέσαμε με την ανάγνωση από το ποίημα του Άσματος των Ασμάτων από τη μια μας οδηγούν στην εξέταση των ανώτερων (υπερκείμενων) αγαθών κι από την άλλη βάζουν λύπη στις ψυχές μας, προκαλώντας μας απόγνωση κατά κάποιο τρόπο για το πως να κατανοήσουμε τ’ ακατανόητα. Πώς λοιπόν να μη λυπηθεί κανείς διαπιστώνοντας ότι, αφού ανέβηκε σε τόσα ύψη με την αγάπη προς τη μετουσία του αγαθού η καθαρμένη ψυχή, δεν φαίνεται ακόμα, όπως λέει ο Απόστολος, να ’χει συλλάβει αυτό που ζητά; Κι όμως αποβλέποντας σ’ εκείνες τις ανόδους  που είχε διανύσει, με τα προηγούμενα λόγια μου τη μακάριζα για την ανάβασή της, όταν ανακάλυψε το γλυκό μήλο ξεχωρίζοντάς το από τ’ άκαρπα δέντρα του δάσους και τόσο πολύ επιθύμησε τον ίσκιο του, πώς ο καρπός την καταγλύκανε και μπήκε στο κελάρι της χαράς  (οίνον ονομάζει τη χαρά που ευφραίνει την καρδιά εκείνων που το πίνουν) και πόσο, αφοσιωμένη στην αγάπη, τονώνεται με τα μύρα φορώντας της μηλιάς το φόρεμα και πως, αφού δέχτηκε στην καρδιά της το βέλος της αγάπης, γίνεται πάλι και η ίδια βέλος στα χέρια του τοξότη και από τα χέρια του δυνατού κατευθύνεται στον σκοπό (στόχο) της αληθείας.

Αυτά βλέποντας και τα παρόμοια σκεφτόμουν ότι θα είχε φτάσει στην κορυφή της μακαριότητας αυτή που είχε ανεβεί τόσους αναβαθμούς. Όπως όμως φαίνεται οι αναβαθμοί που έχει ανέβει είναι ακόμα τα προοίμια της ανόδου· γιατί όλες εκείνες τις αναβάσεις δεν τις ονομάζει θεωρία και κατανόηση εναργή της αλήθειας, αλλά φωνή του ποθητού που της αποδίδει τα γνωρίσματα της η ακοή και που δεν προκαλεί τη γνώση της και τη χαρά της η κατανόηση. Αν λοιπόν εκείνη ενώ έχει ανεβεί τόσο ψηλά, όπως μαθαίνουμε για το μεγάλο Παύλο που υψώθηκε πάνω από τους τρεις ουρανούς, δεν φαίνεται ακόμα να έχει καταλάβει με ακρίβεια το ζητούμενον, τί είναι φυσικό να νιώσουμε ή να σκεφτούμε που βρισκόμαστε εμείς που δεν έχουμε ακόμα πλησιάσει ούτε στα πρόθυρα των αδύτων της θεωρίας; Και μπορούμε με αυτά τα ίδια τα λόγια της να δούμε καθαρά πόσο δυσθεώρητο είναι ό,τι ζητεί. «Η φωνή του αγαπημένου μου», λέει. Όχι η μορφή, όχι το πρόσωπο, δεν είναι τα χαρακτηριστικά που φανερώνουν τη φύση εκείνου που ζητεί, αλλά η φωνή που προκαλεί εικασία μάλλον κι όχι βεβαιότητα για το ποιός είναι αυτός που μιλά· ότι βέβαια μοιάζει ο λόγος της με εικασία μάλλον και δεν είναι βέβαιη κι αναμφίβολη κατανόηση δηλώνεται από το γεγονός ότι δεν συγκεντρώνεται ο λόγος σε μία σκέψη ούτε αποβλέπει σε μία μορφή, αλλά φαντάζεται κι αναφέρεται σε πολλά και νομίζει ότι κάθε φορά βλέπει διαφορετικά και δε στέκεται στο ίδιο πάντοτε χαρακτηριστικό εκείνου που κατανόησε, είναι φανερό από όσα λέγονται. «Νάτος», λέει, «έρχεται· δε στέκεται ούτε παραμένει», ώστε με την παραμονή του να τον γνωρίσει αυτός που τον ατενίζει, αλλά αρπάζει τον εαυτό του από τα μάτια της πριν από την τέλεια γνώση του. «Πηδά» λέει «πάνω στα όρη και διασκελίζει τα βουνά». Και τη μια τον βλέπει σαν ζαρκάδι κι έπειτα τον παρομοιάζει με ελαφόπουλο. «Είναι όμοιος», λέει, «ο αγαπημένος μου με ζαρκάδι ή μ’ ελαφόπουλο πάνω στα βουνά της Βαιθήλ». Έτσι αυτό πού καταλαβαίνει κάθε φορά είναι διαφορετικό γνώρισμα (χαρακτηριστικό).

Αυτά είναι που σε μια πρόχειρη έννοια με κάνουν να λυπούμαι προκαλώντας μου απόγνωση για την ακριβή κατανόηση εκείνων που μας ξεπερνούν. Πρέπει ωστόσο να προσπαθήσουμε ελπίζοντας στο Θεό, που δίνει σ’ όσους κηρύττουν το Ευαγγέλιο λόγο με πολλή δύναμη, να συνδέσουμε την ανάλυσή μας με λογική ακολουθία με όσα εκθέσαμε πρωτύτερα. «Η φωνή», λέει, «του αγαπημένου μου» και προσθέτει αμέσως «νάτος, έρχεται». Τί αντιληφθήκαμε λοιπόν με αυτά; Οι λόγοι αυτοί προβλέπουν ίσως την οικονομία τη σχετική με το Θεό Λόγο που μας φανέρωσε το Ευαγγέλιο, που είχαν προκαταγγείλει οι προφήτες και είχε φανερωθεί με την ένσαρκη φανέρωση του Θεού. Γιατί η θεία φωνή μαρτυρείται από τα έργα και η έκβαση συνάπτεται με το λόγο της επαγγελίας (υπόσχεσης), όπως λέει ο προφήτης «όπως ακούσαμε, έτσι κι είδαμε». «Η φωνή», λέει, «του αγαπημένου μου»· αυτό ακούσαμε. «Νάτος, έρχεται»· αυτό αντικρίσαμε με τα μάτια μας. «Πολυμερώς και με πολυτρόπως μίλησε στο παρελθόν ο Θεός στους προπάτορές μας μέσω των προφητών»· αυτή είναι η ακοή της φωνής. «Στις έσχατες αυτές μέρες μάς μίλησε μέσω του Υιού». Αυτή είναι η έννοια του λόγου, «νάτος, έρχεται πηδώντας πάνω στα όρη και διασκελίζοντας τα βουνά»· τον παρομοιάζει κατάλληλα και ταιριαστά με το ζαρκάδι από μια ιδιαίτερη άποψη και κατά μια άλλη έννοια με ελαφόπουλο. Το ζαρκάδι ( η δορκάς) σημαίνει τη δυνατή ματιά εκείνου που επιβλέπει το παν. Λένε ότι αυτό το ζώο επειδή βλέπει υπερβολικά πήρε το όνομα από αυτή την ικανότητά του. Βέβαια το θέασθαι και το δέρκεσθαι (βλέπω καθαρά) είναι τα ίδια. Αυτός λοιπόν που εφορεύει κι επιβλέπει τα πάντα, από το ότι θεάζεται τα πάντα λέγεται Θεός των όλων.

Επειδή λοιπόν φανερώθηκε ως Θεός μέσα στη σάρκα, αυτός που παρουσιάστηκε στη ζωή μας για να καθαιρέσει τις αντίθετες (αντικείμενες) σ’ εμάς δυνάμεις, γι’ αυτό παρομοιάζεται με το ζαρκάδι αυτός πού από τον ουρανό έριξε το βλέμμα του στη γη, και μ’ ελαφόπουλο αυτός που διατρέχει πηδώντας τα όρη και τα βουνά, αυτός δηλαδή πού καταπατεί και καταλύει τα πονηρά υψώματα της δαιμονικής κακίας. «Όρη» λέει αυτά που συγκλονίζει η κραταιή δύναμή του, όπως λέει ο Δαβίδ, που μετατοπίζονται στην καρδιά των θαλασσών και που βουλιάζουν και στην κοντινή άβυσσο, για τα όποια είπε ο Κύριος στους μαθητές του «αν έχετε πίστη όση είναι ένας κόκκος σιναπιού, θα πείτε σ’ αυτό το όρος» (κι υπονοούσε με το λόγο του το πονηρό δαιμόνιο του σεληνιαζόμενου) «μετακινήσου και πέσε στη θάλασσα». Επειδή τώρα το γνώρισμα των ελαφιών είναι ν’ αφανίζουν τα θηρία και να διώχνουν με την πνοή τους και το χαρακτηριστικό δέρμα τους το γένος των φιδιών, γι’ αυτό εκείνος που εφορεύει τα πάντα παρομοιάστηκε με ζαρκάδι, και μ’ ελάφι επειδή καταπατεί κι αφανίζει την αντίθετη ενέργεια, που με μεταφορικά έννοια την ονόμασε «όρη» και «βουνά».

Ακούστηκε λοιπόν η φωνή, ήρθε ο Λόγος πηδώντας επάνω στα όρη των εχθρών και διασκελίζοντας τα βουνά, βάζοντας κάτω απ’ τα πόδια του εξίσου κάθε δύναμη που αποστατεί από αυτόν, τόσο την υποδεέστερη όσο και την ανώτερη. Αυτό υπαινίσσεται η διαστολή των βουνών προς τα όρη· ότι δηλαδή κι αυτό που ξεχωρίζει ανάμεσα στα αντικείμενα (αντίθετα) όμοια με το υποδεέστερο καταπατείται και γκρεμίζεται με την ίδια δύναμη κι εξουσία. Όμοια δηλαδή καταπατούνται το λιοντάρι και ο δράκοντας, που υπερέχουν, καθώς και το φίδι κι ο σκορπιός, που τα θεωρούμε υποδεέστερα. Εννοώ το έξης μ’ αυτό που λέγω. Ανάμεσα στους όχλους που τον ακολουθούσαν ήταν όρη τα δαιμόνια, πουυπήρχαν στις συναγωγές, στη χώρα των Γεργεσηνών, και σε πολλούς άλλους τόπους, υψώνοντας τις κορυφές τους κατά της ανθρώπινης φύσης. Από αυτά άλλα ήταν βουνά και άλλα όρη, ψηλότερα και χαμηλότερα. Αλλά το ελαφόπουλο που αφανίζει τα φίδια, αυτό που προετοιμάζει και τους μαθητές του για την τάξη των ελαφιών, σύμφωνα μ’ αυτά που λέει, «σας έδωσα εξουσία να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς», πατάει το πόδι του επάνω σε όλα, φυγαδεύοντας αυτά και πηδώντας από αυτά σε άλλα, ώστε μ’ αυτά να προβάλει το μέγεθος όσων υψώνονται στην αρετή, χωρίς να το σκεπάζουν οι γεώλοφοι της κακίας. Τα όρη της Βαιθήλ είναι φανερό από την ερμηνεία του ονόματος ότι σημαίνουν την υψηλή κι ουράνια ζωή. Γιατί όσοι γνωρίζουν την εβραϊκή γλώσσα λένε ότι η λέξη αυτή σημαίνει “οίκος τού Θεού”. Γι’ αυτό λέει «επάνω στα όρη της Βαιθήλ».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου