Τετάρτη 13 Απριλίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (78)

Συνέχεια από Τρίτη, 5 Απριλίου 2022

                                           HANS URS VON BALTHASAR

                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)

                                                 Τρίτος Τόμος

             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)

        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )

                                      Johannes Verlag, 1987

                                    4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ

                               V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ

                                      δ)  Εκκλησιαστικό δίκαιο

          «Ένα απ’ τα πιο σημαντικά λάθη τού φιλελευθερισμού (Liberalismus) είναι ο διαχωρισμός μεταξύ πνεύματος και δικαίου.[ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ]  Εφ’ όσον ο Παύλος τα συναρτά μεταξύ τους, έπρεπε και ολόκληρη η παύλεια θεολογία να τροποποιηθή εξ αυτού». Αυτό λέει ο Ernst Käsemann, ο οποίος και συνεχίζει, επιχειρηματολογώντας ενάντια στη διάκριση χρέους αγάπης και χρέους δικαίου από τον Sohm: «To Άγιο Πνεύμα (είναι που) θεσπίζει στην πραγματικότητα. Η γνώμη τού ακροατή δεν είναι προϋπόθεση και όριο της υπακοής…  Το Άγιο Πνεύμα δεν απελευθερώνει την αυθαιρεσία, αλλά θέτει τη σταθερή τάξη ως ανάπτυξη και συστατικό στοιχείο τού ιερού Δικαίου Ο Θεός δένει πιο γερά τις καρδιές απ’ όλους τούς μέχρι τώρα νομοθέτες .  Δεν τις δεσμεύει όμως σ’ ένα πρόγραμμα κι ένα σύστημα και δεν αρκείται σε μια σωματική και εξωτερική υπακοή, αλλά αξιώνει από εμάς να κατανοούμε και να αγαπάμε τις εντολές του . Το Δίκαιό του θεσπίζει την απόλυτη «παράδοση» των ελευθέρων (ανθρώπων), καθώς υπάρχει δίκαιο και νόμος στην αποφυγή (κάθε) αντίστασης, και υπάρχει Πνεύμα στο ότι καθίσταται δυνατή η υπακοή σ’ αυτούς που “βλέπουν” … Η αγάπη δεν υποκαθιστά άρα εδώ το δίκαιο, αλλά αποτελεί τη ριζοσπαστικοποίησή του». Μπορεί να συμφωνήση κανείς πλήρως μ’ αυτές τις προτάσεις, ακόμα κι αν θεωρή ανεπαρκή τον μονόπλευρο ισχυρισμό περί «αναφοράς στην (επικείμενη) Δευτέρα Παρουσία ως εσχατολογικό προσανατολισμό».

      Ανατρέχοντας στην Παλαιά Διαθήκη, γνωρίζουμε ήδη ότι η αντιπαράθεση δικαίου[ΝΟΜΟΥ] και χαρισμάτων από τον Sohm αστοχεί ως προς τον πυρήνα τών βιβλικών συμβάντων. H ακατάληπτη, και βασισμένη στην «ελευθερωτάτη» ελευθερία και χάρι τού Θεού, εκλογή τού Ισραήλ, το δεσμεύει τόσο απόλυτα στον βιβλικό νόμο – «να είστε άγιοι, γιατί κι εγώ είμαι άγιος»  –, ώστε η «τέλεια» απαίτηση αυτού του νόμου (που εμφανίζεται σαν ένα «πρέπει» στον αμαρτωλό) να αποτελή μιαν εξευγενίζουσα (μάλλον) δυνατότητα. Και καμμιάν «εκτέλεση» νόμου κατά την αρχική του έννοια – οι αμαρτωλοί είναι αυτοί που διαστρέφουν κατ’ αρχάς αυτή τη «δυνατότητα» σ’ ένα «πρέπει», το οποίο θα έρθουν να το καυτηριάσουν ο Ιησούς και ο Παύλος –, αλλά τη μοναδική κατάλληλη απάντηση στη χάρι. «Η Τορά (ο Νόμος) ως χάρις». Χωρίς να εγκαταλείπεται φυσικά εδώ η «ορθότητα» (“rectitudo”) του δημιουργημένου ανθρώπου  (( ότι επλάσθη ορθώς… )), η οποία πληρούται πέρα απ’ αυτήν την ίδια, καθώς ο Θεός που εκλέγει είναι ταυτόχρονα και ο Δημιουργός, ο οποίος δημιούργησε όμως εκ των προτέρων τη Δημιουργία γι’ αυτήν τη Διαθήκη, η οποία και θα εκπληρωθή στον Χριστό: υπάρχει μια εκ των προτέρων κατανόηση της χάριτος, της αγάπης, της «οφειλής» στη Δημιουργία. Η βασική όμως εντολή διατυπώνεται ως  ύψιστο χρέος στην Παλαιά Διαθήκη, επειδή ο Θεός έχει ένα ύψιστο δικαίωμα, λόγω τής ελεύθερης εκλογής του, στην αγαπητική απάντηση του λαού: όχι μόνον επειδή αγαπά, αλλά επειδή αγαπά μ’ αυτόν τον απερίγραπτο τρόπο ως ο Θεός, που έχει πάντα δίκαιο   (( Σημ.τ.μετ.: Πόσο μακριά βρισκόμαστε απ’ τα λόγια του Χριστού: «Ο αγαπών με τας εντολάς μου τηρήσει»… )) . Γι’ αυτό και ο Ισραήλ αυτοκαταδικάζεται, περιφρονώντας και αποποιούμενος αυτήν την αγάπη.[ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΠ. ΠΑΥΛΟ Ο ΝΟΜΟΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΑΔΙΑΓΝΩΣΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ]

     Η βασική δομή τής Παλαιάς Διαθήκης τελειούται τριαδικά στην Καινή Διαθήκη, καθώς η «αλήθεια» της αγάπης τού Θεού φτάνει μέχρι το ανυπέρβλητό της τέλος στον Ιησού Χριστό, και το «Πνεύμα τής αληθείας» εξηγεί και εκθέτει το δίκαιο (δικαίωμα) που ενυπάρχει για την Εκκλησία και τον κόσμο σ’ αυτήν την αγαπητική πράξη τού Θεού. Κάθε εντύπωση αυθαιρεσίας (της εκλογής ενός αντί κάποιου άλλου λαού) εκλείπει τώρα, καθώς ο Θεός αποκαλύπτει, με την ελεύθερη και μέχρι τον Σταυρό τού Ιησού αγάπη του, την ίδια του την ύπαρξη (ως τριαδική αγάπη) ελεύθερα σε όλους: αυτό που πράττει, αυτό και είναι, και γι’ αυτό «αποκτά» ένα ουσιαστικό και ταυτόχρονα αγαπητικό δικαίωμα για μια πλήρη αγαπητική απάντηση του δημιουργήματός του. Γι’ αυτό και το Όχι τού ανθρώπου στην προσφερόμενη αγάπη, ενόψει τής επαγγελίας τού Ιησού (πρβλ. την κατάρα του στις μη πιστεύουσες πόλεις, Ματθ. 11, 20 κ.ε.) και των Αποστόλων (πρβλ. Εβρ. 6 και 10), καθίσταται αυτοκαταδίκη. Απ’ την άλλη πλευρά και ο άνθρωπος Ιησούς, που έχει πορευθή, υπακούοντας στον Πατέρα, μέχρι το τέλος τής αγάπης για τους αδελφούς του, «αποκτά»  ένα «δικαίωμα» στην ανύψωσή του, αποκτώντας ταυτόχρονα και για τους αδελφούς του που τον (απο)δέχονται το «δικαίωμα», να «γεννηθούν» όπως κι Αυτός «απ’ τον Θεό» (Ιωάν. 1, 12), ένα «δικαίωμα» που υποχρεώνει τούς πιστούς σε μιαν αγαπητική παράδοση της ζωής τους στον Θεό για τους αδελφούς (Α’ Ιωάν. 3, 16)   (( Α’ Ιωάν. 3, 16 κ.ε.: «…εν τούτω εγνώκαμεν τήν αγάπην, ότι εκείνος υπέρ ημών τήν ψυχήν αυτού έθηκε· καί ημείς οφείλομεν υπέρ τών αδελφών τάς ψυχάς τιθέναι. ός δ’ άν έχη τόν βίον τού κόσμου καί θεωρή τόν αδελφόν αυτού χρείαν έχοντα καί κλείση τά σπλάγχνα αυτού απ’ αυτού, πώς η αγάπη τού Θεού μένει εν αυτώ;…» )) .

    Αυτό είναι το θεμέλιο του «δικαίου», που ισχύει στη θεμελιωμένη απ’ τον Χριστό και εξοικοδομηθείσα από το Άγιο Πνεύμα (χριστιανική) κοινότητα, που έχει την ενότητα της θεϊκής και της αδελφικής αγάπης ως βασική της δομή και θα αντέφασκε προς τον εαυτό της, αν ανεχόταν την ανοιχτή, εντός τού χώρου της, αντίρρηση απέναντι σ’ αυτόν τον ουσιαστικό της νόμο. Η ύπαρξη ενός «εκκλησιαστικού δικαίου» αποτελεί, πριν από κάθε άλλη θεμελίωση, μιαν υπάκουη απλώς μίμηση του Χριστού, αντίστοιχη στον τρόπο με τον οποίον το Άγιο Πνεύμα εξηγεί το Πνεύμα τού Χριστού στις καρδιές τών πιστών. Κάτι το οποίο συντελείται, εφ’ όσον οι πιστοί αποτελούν κοινότητα, με τη συνεχή κατ’ αρχάς «αναπαράσταση» του Χριστού στην Ευχαριστία και τα υπόλοιπα μυστήρια, και έτσι την εγγύηση εκείνη τής παρουσίας τής πηγής, την οποία και συναντήσαμε στην τριπλή, παραπάνω, «διαπλοκή» λόγου (Γραφής) – παράδοσης και αξιώματος. Εξαιρώντας απ’ αυτήν την εκκλησιαστική δομή τη δύναμη του «δικαίου», το οποίο τη διατρέχει ως κοινωνία αγάπης προς τον Θεό και τον πλησίον, μπορεί να διατυπωθή ένα «εκκλησιαστικό δίκαιο», το οποίο δεν αποτελεί παρά την εγγύηση, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν επιτρέπεται να είναι τίποτε άλλο από μια κοινότητα της φανερωμένης απ’ τον Χριστό και δεδωρημένης σε μας εν Αγίω Πνεύματι αγάπης, όπου πρέπει επίσης να μεριμνήσουμε, ώστε εμείς οι αμαρτωλοί να μπορούμε να εκπαιδευτούμε μέσω τής μετανοίας (ως μυστηρίου και καθημερινής μιμήσεως του Σταυρού) προς την κατεύθυνση της χριστιανικής, ανιδιοτελούς αγάπης.

      ( συνεχίζεται )

ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΑ ΜΕΤΡΑ ΜΑΣ. Ο ΝΟΜΟΣ Η ΧΑΡΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΑΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. 
Η ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΑΡΧΕΙΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΗΔΗ ΕΞ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΦΑΝΗΣ ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΠΗΓΗ ΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου