Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (79)

Συνέχεια από Τετάρτη, 13 Απριλίου 2022

                                            HANS URS VON BALTHASAR

                                            ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                            Τρίτος Τόμος

                         ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)

(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) ) Johannes Verlag, 1987

                                         4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
                                 δ) Εκκλησιαστικό δίκαιο (2η συνέχεια)


Δεν πρόκειται φυσικά να εκθέσουμε εδώ, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το ισχύον εκκλησιαστικό δίκαιο, ασκώντας οποιαδήποτε κριτική στη θεολογία που το θεμελιώνει. Θα είναι αρκετές κάποιες στιγμιαίες υποδείξεις. Κατ’ αρχάς όλοι οι πιστοί ευγνωμονούν κατά τον ίδιον τρόπο τον Σταυρό τού Χριστού και την «υπαρξιακή» («υποστατική») του παρουσία στην Ευχαριστία, η οποία και δημιουργεί, πριν από κάθε είδους κοινωνική, μιαν «υπαρξιακή» κοινότητα σ’ Αυτόν: «Υφίσταται μια γνήσια ομοιότητα ανάμεσα σε όλους τούς πιστούς, βασισμένη στην αναγέννησή τους εν Χριστώ (και όχι απλώς στην ανθρώπινή τους αξιοπρέπεια), που αφορά στην αξιοπρέπεια και την πράξη τους, με τις οποίες και συνεργούν όλοι, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα και την αποστολή ενός εκάστου, στην οικοδομή τού σώματος του Χριστού. Οι πιστοί οφείλουν να διαφυλάττουν, ακόμα και στον τρόπο τής ιδιαίτερης πράξης τους, την κοινωνία με την Εκκλησία». Ισχύουν έτσι και για κείνους που επιτελούν ένα διακόνημα (ένα αξίωμα διακονήματος) για τη διαφύλαξη του λόγου, του μυστηρίου και της ενοριακής τάξης τα όσα έθεσε απολύτως ο Χριστός: ο προϊστάμενος να συμπεριφέρεται ως ο διάκονος (όπως και είναι διάκονος στην πραγματικότητα, Λουκ. 22, 26), διατυπώνει δε και ο Παύλος: «Ο Θεός ανέθεσε σε μας τους Αποστόλους την τελευταία θέση, ως εγκληματίες» (Α’ Κορ. 4, 9), «ο καθένας να βαστάη το βάρος τού άλλου» (Γαλ. 5, 2) και «ο καθένας να φρονή με ταπεινοφροσύνη υψηλότερα τον άλλον απ’ αυτόν τον ίδιον» (Φιλ. 2, 3). Εφ’ όσον χρειάζεται να υπάρχη μια τάξη μετανοίας στην Εκκλησία, θα έπρεπε αυτός στον οποίον πρέπει να επιβληθή ένας κανόνας μετανοίας προς βελτίωσή του, να το εκλαμβάνη, ως νόημα και σκοπό τής Εκκλησίας, ως μια δυνατότητα και όχι μιαν υποχρέωση, εφ’ όσον κάθε «δεσμείν» το οποίο παραχώρησε ο Χριστός στα «αξιώματα» διευθετείται σε ένα «λύειν», όπως το γνωρίζει και ο Παύλος λέγοντας, ότι «έχει την πληρεξουσιότητα από τον Κύριο να οικοδομεί και όχι να κατεδαφίζει» (Β’ Κορ. 10, 8 – 13, 10) (( Β’ Κορ. 10, 7 κ.ε.: «Τά κατά πρόσωπον βλέπετε! εί τις πέποιθεν εαυτώ Χριστού είναι, τούτο λογιζέσθω πάλιν αφ’ εαυτού, ότι καθώς αυτός Χριστού, ούτω καί ημείς Χριστού. εάν τε γάρ και περισσότερόν τι καυχήσωμαι περί τής εξουσίας ημών, ής έδωκεν ο Κύριος εις οικοδομήν καί ουκ εις καθαίρεσιν υμών, ουκ αισχυνθήσομαι, ίνα μή δόξω ως άν εκφοβείν υμάς διά τών επιστολών. ότι αι μέν επιστολαί, φησί, βαρείαι καί ισχυραί, η δέ παρουσία τού σώματος ασθενής και ο λόγος εξουθενημένος. τούτο λογιζέσθω ο τοιούτος, ότι οίοι εσμέν τώ λόγω δι’ επιστολών απόντες, τοιούτοι καί παρόντες τώ έργω…» )) . O δε αφορισμός, που πρέπει να εφαρμόση, δεν είναι παρά η επίσημη διαπίστωση ή θέσπιση, ότι κάποιος έχει χωριστή εκούσια από τη (θεία) κοινωνία (Communio), και τίθεται εκτός μόνο «για να σωθή η ψυχή του την ημέρα τού Κυρίου Ιησού» (Α’ Κορ. 5, 5) (( Α’ Κορ. 5, 3 κ.ε.: «…εγώ μέν γάρ ως απών τώ σώματι, παρών δέ τώ πνεύματι, ήδη κέκρικα ως παρών τόν ούτω τούτο κατεργασάμενον, εν τώ ονόματι τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών καί τού εμού πνεύματος σύν τή δυνάμει τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού παραδούναι τόν τοιούτον τώ σατανά εις όλεθρον τής σαρκός, ίνα τό πνεύμα σωθή εν τή ημέρα τού Κυρίου Ιησού…» )) . Η ζωή στη δεδωρημένη απ’ τον Χριστό κοινωνία με τον Πατέρα και αναμεταξύ μας κανονίζεται απ’ την ενότητα μεταξύ τού λόγου τού Θεού και του μυστηρίου, όπου πρέπει να θυμηθούμε απ’ όσα είπαμε προηγουμένως, ότι ο λόγος (Λόγος) τού Θεού ενσαρκώνεται στη σύνολη ανθρωπότητα του Ιησού και είναι γι’ αυτό ήδη μυστηριακός ο ίδιος, κι ότι εγκαθιδρύει αυτήν τη μυστηριακότητα του στην Εκκλησία, απ’ την οποία σύνολη μυστηριακότητα αναπτύσσονται κατ’ αρχάς τα μεμονωμένα μυστήρια, καθώς εξίσου και ο μυστηριακός (με τη σύνολη εκκλησιαστική έννοια) λόγος τού Θεού και το χάρισμα σε κάθε ξεχωριστό χριστιανό, συντελώντας στην οικοδομή τού σώματος του Χριστού. Γιατί και το χάρισμα, ως δώρο τού Θεού, έχει ένα συγκεκριμένο «δίκαιο» ή «δικαίωμα», να του επιτραπή δηλ. να θέση σε ισχύ – ύστερα από μια ενδεχόμενη και αντίστοιχη εξέταση μέσω τού «υπηρεσιακού αξιώματος» (του ιερατείου) – την αποστολή του, όπως αυτό γίνεται σαφές στα μεγάλα χαρίσματα των μοναχικών ταγμάτων και στην ακτινοβολία συγκεκριμένων και διακεκριμένων από το Πνεύμα αγίων. Είναι δε προφανές εδώ, ότι η επενέργεια του Πνεύματος στην Εκκλησία υπερβαίνει εντελώς τον «δικαιωματικό» διαχωρισμό της σε λαό και κλήρο.

Το Άγιο Πνεύμα κυριαρχεί όλες τις εκκλησιαστικές «θέσεις» στην εκάστοτε ιδιαιτερότητά τους. Τους λαϊκούς που εργάζονται σε κοσμικές θέσεις τούς εγκαρδιώνει πολλαπλώς, ώστε να «εμποτίζονται απ’ το Πνεύμα τού Ευαγγελίου», τον επίσκοπο και το πρεσβυτέριό του τούς υποχρεώνει όμως «να συνάσσουν εν Αγίω Πνεύματι», μέσω τού Ευαγγελίου και της Ευχαριστίας, τους πιστούς, «να μεριμνούν και να προάγουν τα χαρίσματα της αφιερωμένης (χειροτονημένης) ζωής που εμπιστεύεται το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία», καθώς και να επιμελούνται τα ιδρύματα (Instituten) αφιερωμένης ζωής (τα μοναστήρια;) στο «να ακολουθούν εγγύτερα, υπό την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος, τον Χριστό». Εδώ συντελεί βέβαια και η «αποστολική διαδοχή» (“successio apostolica”) ως δυναμικός παράγων στην απόδοση του Αγίου Πνεύματος στον νεοχειροτονούμενο επίσκοπο, κάτι που ισχύει ασφαλώς και στην εκλογή κάθε νέου Πάπα.

Η Εκκλησία έχει βέβαια το συνεχώς ανανεούμενο κέντρο της και την «πηγή της» στη θεία Ευχαριστία και στην κοινότητα που συνάσσεται, υπακούοντας στον Κύριο, έτσι, ώστε να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε θεμελιωδώς, μαζί με τον Karl Barth, το εκκλησιαστικό δίκαιο ως «λειτουργικό και ομολογιακό δίκαιο», όπου το κάθε εκκλησιαστικό αξίωμα επιτελεί τη διακονία του, χωρίς να χρειάζεται το δίκαιο αυτό να αποκτήση μια «μοιραία» έννοια, ενώ η ομολογία υποχρεώνει όλους τούς πιστούς, και τους λαϊκούς, με τη δύναμη του βαπτίσματος και του χρίσματός τους, σε μιαν υπεύθυνη αποστολή στον κόσμο.

Αν η Εκκλησία προσδιορίζεται ως κοινωνία (Communio), τότε πρέπει και «όλα τα συστατικά της στοιχεία να ενυπάρχουν απολύτως το ένα στο άλλο, και να μη μπορούν να χωριστούν αναμεταξύ τους. Αυτό φαίνεται π.χ. στην αμφίδρομη δομική σχέση ανάμεσα στο Μυστήριο και τον Λόγο, ανάμεσα στη γενική ιερωσύνη και το αξίωμα της ιερωσύνης, ανάμεσα στους πιστούς και την Εκκλησία (( ; )) , ανάμεσα στο χρέος και το δικαίωμα, ανάμεσα στη σύνολη και την επιμέρους Εκκλησία (( ; )) , ανάμεσα στον Πάπα και το «συμβούλιο» των επισκόπων, ανάμεσα στον επίσκοπο και το πρεσβυτέριο» (E. Correco). Μια τέτοια αμφίδρομη «ενύπαρξη» (Immanenz) των δομικά ασυγχύτων και διακρινομένων αναμεταξύ τους «παραγόντων» καθιστά την Εκκλησία τού Χριστού ένα «αντίγραφο» της Αγίας Τριάδος, και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, ισχύουσα και σωτήρια εξήγηση της ενότητας και της διαφοράς ανάμεσα στον Πατέρα και τον ενσαρκωθέντα Υιό, όπου ο Θεός αποδεικνύει τη φύση του ως την αγάπη, και τη φανέρωσή της ως το «δίκαιο της χάριτος».

συνεχίζεται, με το επόμενο υποκεφάλαιο: «Θεολογία» )
 
Η ΜΟΝΗ ΚΑΙ ΙΣΩΣ ΜΟΙΡΑΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΔΟΞΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΣΥΝΙΣΤΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ  ΔΗΛ. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΛΑΠΛΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ Η ΟΠΟΙΑ ΔΟΜΕΙΤΑΙ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΝΑ.
 ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΤΑΙ Η ΕΝΟΤΗΣ. ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ, ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ, ΤΗΝ ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου