Τρίτη 17 Μαΐου 2022

Franco Chiereghin - ΠΩΣ ΕΦΤΑΣΕ Ο ΠΛΑΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΜΕΝΙΔΗ (1)

 

Στον Παρμενίδη του Πλάτωνος τόσο το θέμα του Ενός όσο και η αντιπαράθεση των άλλων στο Ένα πραγματοποιούνται στο εσωτερικό εκείνης της θεμελιώδους δομής της πλατωνικής διαλεκτικής που είναι η υπόθεση.

Είναι γνωστό πως η αξία που δόθηκε στην λειτουργία της υποθέσεως συνιστά ένα από τα πλέον ενδεδειγμένα θέματα, για να συλλάβουμε την πρόοδο στην ακριβέστερη εννοιολόγηση της επιστήμης στην στοχαστική εξέλιξη του Πλάτωνος. Και πράγματι από τον Ευθύφρονα και τον Μένωνα, μέσω του Φαίδωνος και της Πολιτείας, έως τον Παρμενίδη, το παιχνίδι της επιστημονικής αξίας της διαλεκτικής παίζεται γύρω από την έννοια της υποθέσεως.

Ήδη λοιπόν στον Ευθύφρονα η υπόθεση μοιάζει να συνοψίζει στον εαυτό της την διπλή ανάγκη να συστήσει το σημείο συνάντησης μιας ενωτικής προόδου, την απαραίτητη και σταθερή προϋπόθεση ώστε να επιτρέψει να κολλήσουν γύρω της ένας συγκεκριμένος αριθμός γνώσεων που πριν ήταν διασκορπισμένες, αλλά ταυτοχρόνως και να συνεχίσει να είναι σημαδεμένη από το σημείο τής προχειρότητος, από την ανάγκη μεγαλύτερης σιγουριάς, και επομένως από την δυναμικότητα προς μια πιο σταθερή αρχή (Ευθύφρων ΙΙ b6 - e1).

Η απαίτηση μια στάσεως, η οποία χωρίς να ξεχνά την προβληματική μας γέννηση, είναι ένα σημείο στήριξης για μια παραπάνω κίνηση, κατατάσσει την σύσταση της υποθέσεως στην δομική πρόοδο της γνώσεως, η οποία παράγεται - για να χρησιμοποιήσουμε το αριστοτελικό παράδειγμα - όπως όταν, μετά την υποχώρηση στη μάχη, ένας σταματά και πίσω από τον πρώτο οι υπόλοιποι, μέχρις ότου ξανασυνταχθούν σε τάξη και διοίκηση (Αριστ. Αναλυτικά ύστερα ΙΙ, 19, 100α 12-13). Κάτι που εμφανίζεται και στον Φαίδωνα (89α 5-7). Το σταμάτημα, η στάση εκείνου του πρώτου είναι η ίδια η δύναμη του καθόλου, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονται οι πολλοί, όχι για να μπλοκάρουν τον δυναμισμό της εμπειρίας, αλλά για να ξεκινήσουν και για να ανατρέψουν την προηγούμενη κατάσταση.
Στην φυγή ο καθένας σκέφτεται τον εαυτό του, για το σαρκίο του, είναι η αόριστη κυριαρχία τού ιδιαίτερου! Εκείνος όμως που σταματά είναι εκείνος που κατανόησε πως η σωτηρία του περνά μόνον μέσω της σωτηρίας των άλλων, και πως μόνον στην ομολογία της κατοχής ενός όμοιου λόγου είναι δυνατόν να ανατραπεί η πορεία των γεγονότων: «Για τους ξυπνητούς υπάρχει μόνον ένας μοναδικός κοινός κόσμος, οι κοιμισμένοι αναδιπλώνονται ο καθένας σε έναν δικό του κόσμο» (Ηράκλειτος, απόσπασμα Β89).

Αυτό που ενδιαφέρει ιδιαιτέρως να υπογραμμίσουμε εδώ είναι η δυναμικότης, η οποία πρέπει να εξασφαλίζεται συνεχώς στην υπόθεση, για να παραμένουμε ευκολώτερα πιστοί στον υποθετικό της χαρακτήρα. Η υπόθεση αναδύεται σαν πρώτη πράξη της γνώσεως από την συναίσθηση της πρωταρχικής μας αγνωσίας, και διατηρείται στην υποθετικότητά της μέχρις ότου λυθεί ο δεσμός με την προβληματική που την γέννησε.

Η αναγκαιότης ενός τέτοιου δεσμού σκιαγραφείται από τον Πλάτωνα στον Μένωνα, όπου η υποθετική μέθοδος προτείνεται σαν οδός ερεύνης αμέσως μετά από μια από τις πλέον δυναμικές ενθαρρύνσεις που ο Πλάτων έβαλε ποτέ στο στόμα του Σωκράτη (Μένων, 86 b6-c2). Η υπόθεση τοποθετείται λοιπόν σαν σημείο από όπου αναχωρεί η εσωτερική επεξεργασία του προβλήματος, η οποία όμως διατηρεί ανέπαφη, παρ' όλα αυτά, την δύναμη της πρωταρχικής προβληματικής, ακριβώς επειδή η συμπληρωματικότης με την οποία εμφανίζεται η υπόθεση τοποθετείται στο εσωτερικό ενός ορίζοντος προχειρότητος και λογικού πρωτογονισμού.

Παραδειγματίζοντας την μέθοδο που προτείνει και απευθυνόμενος ο Πλάτων στην γεωμετρία, σημειώνει πως, ερωτώμενος για τον τρόπο λύσεως ενός συγκεκριμένου προβλήματος, ο γεωμέτρης θα απαντούσε: δεν το γνωρίζω ακόμη, αλλά πιστεύω πως θα ήταν χρήσιμη μια υπόθεση για να τα καταφέρουμε! (Μένων, 87 α2-4).

Ο συσχετισμός ανάμεσα στην υποθετική μέθοδο και σε μια στάση ριζικά προβληματική υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο από τον Πλάτωνα στον Φαίδωνα, όπου τοποθετείται αυτή η μέθοδος σαν τόν καρπό δύο σοβαρών στοχαστικών κρίσεων: η πρώτη γεννήθηκε από την συνειδητοποίηση της αδυναμίας καταλήξεως σε μία εξήγηση των φαινομένων ξεκινώντας από αιτίες καθαρά εμπειρικές (Φαίδων 96α6 - 97b7). Η άλλη από την απογοήτευσή του, διότι δεν βρήκε αναπτυγμένο με συνέπεια από τον Αναξαγόρα το χρέος της οργανωμένης ενότητος του Σύμπαντος, ένα χρέος που είχε ανατεθεί, με αληθινή έμπνευση, στον Νου (Φαίδων 97b8 - 99c6).

Η υποθετική μέθοδος όμως εμφανίζεται έτσι σχεδόν σαν μια αναδίπλωση, η οποία επιβάλλεται από τον φόβο πως «θα τυφλωνόταν ολοκληρωτικώς η ψυχή κοιτάζοντας τα πράγματα με τα μάτια» (Φαίδων 99 e2-3). Και από την επιθυμία ενός καταφυγίου στους λόγους (Φαίδων 99 e4-6). Στην πραγματικότητα ο σκοπός, που είναι ο τονισμός των πιο βασικών δυνάμεων του νου, για να απαιτηθεί εκείνο το αγαθό που συνδέει και αγκαλιάζει τα πάντα, δεν έχει εγκαταλειφθεί, μόνον που καθίσταται πιο δύσκολη και μεγαλύτερη η οδός μέσω τής οποίας μπορεί να κατακτηθεί: Και αυτή η οδός συνίσταται στο να υποθέτουμε (υποθέμενος) κάθε φορά τον λόγο που κρίνουμε σαν τον πιο σταθερό και να εκλαμβάνουμε σαν αληθινά τα πράγματα που φαίνονται να συμφωνούν με αυτόν, και όσον αφορά την αιτία, όσο και για όλα τα άλλα πράγματα, και εκείνα τα οποία δεν συμφωνούν, σαν μη-αληθινά. Και εάν κάποιος ζητά την εξήγηση της υποθέσεως καθ' αυτής, «να δώσεις εξήγηση με τον ίδιο τρόπο, υποθέτοντας μιαν άλλη υπόθεση (άλλην αύ υπόθεσιν υποθέμενος), εκείνη που θα φανεί καλύτερη από εκείνες που ξεχωρίζουν, μέχρις ότου φθάσεις σε κάτι αρκετό (τι ικανόν)».
Μέχρι στιγμής λοιπόν, η ανάγκη μιας ριζικής κριτικής από την οποία προέκυψε η υποθετική μέθοδος (την οποία εμπιστευόμαστε από τον φόβο ακριβώς της άγνοιας μας) ορίζεται σε σχέση με κάτι που είναι ολοκληρωτικώς εγγυημένο και το οποίο παρουσιάζεται με χαρακτήρες επάρκειας κατά κάποιο τρόπο αντίθετους σε εκείνους της υποθέσεως, στην οποία παρ' όλα αυτά πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια για να κατορθώσουμε να το αναγνωρίσουμε.

Μαζί με όλα αυτά είναι πολύ σημαντικό να σημειώσουμε πως στον Φαίδωνα ο υποθετικός λόγος τού Σωκράτη, και κάτω από αυτή την μορφή δοσμένος στους ακροατές του, είναι εκείνος που αφορά την ίδια την ύπαρξη των ιδεών, οι οποίες παρουσιάζονται με αυτόν τον τρόπο με υποθετική μορφή και οι οποίες στην έρευνα πρέπει να δείξουν εγγυημένη την αξία τους. Στην Πολιτεία λαμβάνεται υποθετικώς ακόμη και η αρχή της μη-αντιφάσεως σαν εγγυημένη, διότι δεν είναι εκείνος ο τόπος που θα αφαιρεθούν όλες οι αμφιβολίες γύρω απ' αυτή, διότι πρέπει να φανερωθούν τα ψεύδη τής αρνήσεώς της (Πολιτεία IV 436e8 - 437α9). [Ξεκαθαρίζει πράγματι η αρχή αυτή από κάθε αμφιβολία στο ΙV βιβλίο της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη].

Εάν λοιπόν ο Πλάτων μπορεί να εκθέσει σύμφωνα με την προσωρινότητα της υποθέσεως την θεωρία των ιδεών, που αφαιρώντας την καταστρέφεται ολοκληρωτικώς η δύναμις της διαλεκτικής τέχνης (Παρμ. 135 c 1-2), και ταυτοχρόνως την μη-αντίφαση, η οποία είναι αρχή νοήματος για κάθε λόγο (Πολιτεία ΙV 437 α7-9), αυτό συμβαίνει διότι μόνον δοκιμαζόμενες με την πράξη της έρευνας και νικώντας κάθε αντίφαση, οι πεποιθήσεις, ακόμη και οι πιο ριζικές, μπορούν να επαληθευτούν.

(Συνεχίζεται)

Αμέθυστος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου