Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (21)

 Συνέχεια από: Κυριακή 1 Μαΐου 2022

    ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

(Άσμα Ασμάτων 3,1-8)

Η ΝΥΦΗ

1. «Τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι (στην κοίτη) μου 

αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· 

τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε

2. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη

στις αγορές και στις πλατείες

αναζητώντας αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

3. τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.

Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη.

Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;

4. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς, 

αμέσως βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου.

Τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα,

ώσπου τον έφερα στον οίκο της μητέρας μου

και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε.

5. Σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ,

στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,

μη ξυπνήστε και μη σηκώστε την αγάπη μου ώσπου να το θελήσει.

Ο ΧΟΡΟΣ 

6. Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο,

ως καπνού στήλη, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι

κι όλες τις αρωματικές σκόνες του μυροποιού;

Η ΝΥΦΗ

7. Να, η κλίνη εδώ του Σολομώντα·

εξήντα παλικάρια ολόγυρα

από τους δυνατούς του Ισραήλ.

8. Όλοι σπαθί κρατώντας,

καλά στον πόλεμο δασκαλεμένοι·

κάθε άντρας και σπαθί πλάι στον μηρό του

για τους φόβους της νύχτας.

Αλλά όλα αυτά τα μαθαίνουμε με την ανάλυση των λόγων που έχουμε μπροστά μας και που μας διδάσκουν σαφώς ότι δεν περιορίζεται από κανένα πέρας το μεγαλείο της θείας φύσης ούτε κανένα μέτρο γνώσεως γίνεται όριο στην κατανόηση αυτών που ζητούνται, που έπειτα από αυτό πρέπει να σταματήσει αυτός που ορέγεται τα υψηλά. Αλλά ο νούς που τρέχει προς τα άνω να είναι, εξαιτίας της κατανόησης των υψηλών, σε τέτοια θέση, ώστε όλη η τελειότητα της γνώσης που μπορεί να επιτύχει η ανθρώπινη φύση να γίνει αρχή της επιθυμίας για τα υψηλότερα. Πρόσεξε τώρα με ακρίβεια αυτόν τον λόγο που έχουμε μπροστά μας να εξετάσουμε, προκατανοώντας το εξής· ότι η σωματική περιγραφή του ποιήματος είναι ένας θάλαμος νυφικός και μια προετοιμασία γάμου, τα οποία δίνουν το υλικό στην θεώρησή μας. Του υλικού αυτού η φιλοσοφία, μεταφέροντας τις εμφάσεις των νοημάτων προς το καθαρό και άϋλο δια των όσων επιτελούνται μέσα σ' αυτά, προάγει τα δόγματα, χρησιμοποιώντας τα ταυτόχρονα με τα αινίγματα όσων έχουν επιτευχθεί, για να γίνουν σαφή τα δηλούμενα.

Επειδή λοιπόν ο λόγος υπέθεσε την ψυχή ως νύμφη και αυτός που αγαπά με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμή της ονομάζεται νυμφίος, στη συνέχεια αυτή που έφτασε στο ακρότατο σημείο της ελπίδας της όπως θεωρούσε και νομίζοντας ότι έχει πλέον ενωθεί με τον ποθητό της ονομάζει κλίνη την τελειότερη μετουσία του αγαθού και τον καιρό (την ώρα) που θα πέσουν στην κλίνη τη λέει νύχτα. Με το όνομα της νύχτας δείχνει τη θεωρία των αοράτων, όμοια με το Μωυσή που βρέθηκε μέσα στο γνόφο όπου ήταν ο Θεός ο οποίος «έκανε», όπως λέει ο προφήτης, «το σκότος κρυψώνα ολόγυρά του». Κι όταν βρεθεί μέσα σ' αυτό, τότε μαθαίνει ότι τόσο απέχει να φτάσει την τελειότητα, όσο εκείνοι που δεν έχουν επιχειρήσει ούτε ν' αρχίσουν. Γιατί λέει· τώρα, επειδή πια έγινα άξια για τα τέλεια και αναπαύομαι πάνω σ' ένα είδος κλίνης από την κατανόηση όσων έχω γνωρίσει, όταν εγκατέλειψα τα αισθητήρια και βρέθηκα μέσα στα αόρατα, όταν αναζητώντας τον κρυμμένο μέσα στο γνόφο (σκότος) με τριγύρισε η θεία νύχτα, τότε είχα βέβαια την αγάπη προς αυτόν που ποθούσα, αλλά το ποθητό είχε ξεφύγει από τη λαβή των λογισμών μου. Γιατί τον αναζητούσα τις νύχτες πάνω στην κλίνη μου, για να καταλάβω ποια είναι η ουσία του, από που άρχεται (αρχίζει), σε τι καταλήγει, σε ποιο έχει το είναι του· αλλά δεν τον βρήκα. Τον φώναξα με τ' όνομά του, όσο μπορούσα να βρω ονόματα γι' αυτόν που δεν μπορεί να κατονομαστεί, αλλά δεν υπήρχε η σημασία ενός ονόματος που να επιτύχει αυτόν που ζητούσα. Πως είναι δυνατό να βρεθεί, καλούμενος με ένα όνομα, αυτός που είναι πάνω από κάθε όνομα; Γι' αυτό λέει «τον φώναξα και δεν με άκουσε». Τότε συνειδητοποίησα ότι η μεγαλοπρέπεια, η δόξα του και η αγιοσύνη του δεν έχουν όριο.

Γι' αυτό σηκώνεται πάλι και τριγυρίζει νοερά στη νοητή και υπερκόσμια φύση, που την ονομάζει πόλη, όπου οι αρχές και οι κυριότητες και οι θρόνοι οι ξεχωρισμένοι για τις εξουσίες και η συγκέντρωση (η πανήγυρις) των επουρανίων, που την ονομάζει αγορά, και το πλήθος που δεν περιλαμβάνεται με αριθμό, που το δηλώνει με το όνομα της πλατείας, μήπως τυχόν εκεί μέσα βρεί το αντικείμενο της αγάπης της (το αγαπώμενον). Τριγυρνούσε λοιπόν ερευνώντας σε κάθε αγγελική τάξη και καθώς δεν είδε ανάμεσα στα αγαθά που βρήκε και αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), είπε στον εαυτό της· αντιλήφθηκαν άραγε εκείνοι αυτό που αγαπώ εγώ; Και τους ρωτάει· «μήπως είδατε εσείς αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;» Επειδή όμως αυτοί δεν απάντησαν στην ερώτησή της και με τη σιωπή τους δήλωσαν ότι κι αυτοί δεν είχαν αντιληφθεί αυτό που ζητούσε εκείνη, αφού πέρασε από άκρη σε άκρη με την ασταμάτητη κίνηση του μυαλού (διήλθε με την πολυπραγμοσύνη της διανοίας της) όλη εκείνη την υπερκόσμια πόλη και δεν είδε ούτε μέσα στα νοητά και ασώματα αυτό που ποθούσε, τότε, παραιτώντας κάθε τι που μπορεί να βρεθεί, έτσι μονάχα γνώρισε αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), αυτό που καταλαβαίνουμε ότι είναι μονάχα μη καταλαβαίνοντας τι είναι, που κάθε γνώρισμά του για να το κατανοούμε γίνεται εμπόδιο για την εύρεσή του σε όσους το αναζητούν. Γι' αυτό λέει· «μόλις απομακρύνθηκα λίγο από αυτούς», αφήνοντας όλη την κτίση και προσπερνώντας κάθε τι που παρατηρούμε μέσα στην κτίση και παραιτώντας κάθε προσπάθεια κατανόησης, βρήκα τον αγαπημένο μου με την πίστη και δε θα παύσω πια να κρατώ με την πίστη αυτόν που βρήκα, ώσπου να εισέλθει στην κάμαρά μου. Και η κάμαρα είναι ασφαλώς η καρδία, που τότε δέχεται τη θεία ενοίκηση μέσα της, όταν επανέλθει σ’ εκείνη την κατάσταση, που ήταν στην αρχή όταν διαπλάστηκε από εκείνη που τη συνέλαβε (τη μητέρα της). Και αν θεωρήσει ως μητέρα κανένας την πρώτη αιτία της συστάσεώς (ύπαρξής) μας δεν θα κάνει λάθος.

Το πρωτότυπο κείμενο

Ταῦτα δὲ πάντα διὰ τῆς τῶν προκειμένων ἡμῖν ῥητῶν θεωρίας μανθάνομεν,
δι' ὧν σαφῶς διδασκόμεθα τὸ μήτε τινὶ πέρατι τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας
ὁρίζεσθαι φύσεως μήτε τι γνώσεως μέτρον ὅρον γίνεσθαι τῆς τῶν ζητουμένων κατα
νοήσεως, μεθ' ὃν στῆναι χρὴ τῆς ἐπὶ τὸ πρόσω φορᾶς τὸν τῶν ὑψηλῶν ὀρεγόμενον,
ἀλλ' οὕτως ἔχειν τὸν διὰ τῆς τῶν ὑπερκειμένων κατανοήσεως ἐπὶ τὸ ἄνω τρέχοντα
νοῦν, ὡς πᾶσαν τελειότητα γνώσεως τὴν ἐφικτὴν τῇ ἀνθρωπίνῃ φύσει ἀρχὴν
γίνεσθαι τῆς τῶν ὑψηλοτέρων ἐπιθυμίας. καί μοι σκόπει δι' ἀκριβείας τὸν
προκείμενον τῇ θεωρίᾳ λόγον τοῦτο προκατανοήσας ὅτι θάλαμός ἐστιν ἡ σωματικὴ
τοῦ λόγου ὑπογραφὴ καὶ γαμική τις διασκευή, ἣ δίδωσι τῇ θεωρίᾳ τὰς ὕλας, ὧν ἡ
φιλοσοφία πρὸς τὸ καθαρόν τε καὶ ἄϋλον μετενεγκοῦσα τὰς τῶν νοημάτων
ἐμφάσεις διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐπιτελουμένων προάγει τὰ δόγματα τοῖς τῶν γινο μένων
αἰνίγμασι συγχρησαμένη πρὸς τὴν τῶν δηλουμένων σαφήνειαν. 

ἐπεὶ τοίνυν νύμφην μὲν ὑπέθετο τὴν ψυχὴν ὁ λόγος, ὁ δὲ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ ψυχῆς καὶ δυνάμεως
παρ' αὐτῆς ἀγαπώμενος νυμφίος κατονομάζεται, ἀκολούθως ἡ ἐπὶ τὸ
ἀκρότατον ὡς ᾤετο τῶν ἐλπιζομένων ἐλθοῦσα καὶ ἤδη πρὸς τὸν ποθούμενον
ἀνακεκρᾶσθαι νομίσασα κοίτην ὀνομάζει τὴν τελειοτέραν τοῦ ἀγαθοῦ μετουσίαν καὶ
νύκτα λέγει τὸν τῆς κοίτης καιρόν. διὰ δὲ τοῦ ὀνόματος τῆς νυκτὸς ἐνδείκνυται τῶν
ἀοράτων τὴν θεωρίαν καθ' ὁμοιότητα Μωϋσέως τοῦ ἐν τῷ γνόφῳ γεγονότος ἐν ᾧ
ἦν ὁ θεός, ὃς Ἔθετο, καθώς φησιν ὁ προφήτης, σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ κύκλῳ
αὐτοῦ. ἐν ᾧ καταστᾶσα τότε διδάσκεται ὅτι τοσοῦτον ἀπέσχε τοῦ ἐπιβῆναι τῆς
τελειότητος ὅσον οἱ μηδὲ τὴν ἀρχὴν ἐγχειρήσαντες· ἤδη γάρ φησιν ὡς τῶν τελείων
ἀξιωθεῖσα καθάπερ ἐπὶ κοίτης τινὸς τῆς τῶν ἐγνωσμένων καταλήψεως ἐμαυτὴν
ἀναπαύουσα ὅτε τῶν ἀοράτων ἐντὸς ἐγενόμην καταλιποῦσα τὰ αἰσθητήρια, ὅτε
περιεσχέθην τῇ θείᾳ νυκτὶ τὸν ἐν τῷ γνόφῳ κεκρυμμένον ἀναζητοῦσα, τότε τὴν μὲν
ἀγάπην πρὸς τὸν ποθούμενον εἶχον, αὐτὸ δὲ τὸ ἀγαπώμενον διέπτη τῶν λογισμῶν
τὴν λαβήν· ἐζήτουν γὰρ αὐτὸν ἐπὶ τὴν κοίτην μου ἐν ταῖς νυξίν, ὥστε γνῶναι τίς ἡ
οὐσία, πόθεν ἄρχεται, εἰς τί καταλήγει, ἐν τίνι τὸ εἶναι ἔχει· ἀλλ' οὐχ εὗρον αὐτόν.
ἐκάλουν αὐτὸν ἐξ ὀνόματος ὡς ἦν μοι δυνατὸν ἐξευρεῖν ἐπὶ τοῦ ἀκατονομάστου
ὀνόματα, ἀλλ' οὐκ ἦν ὀνόματος ἔμφασις ἡ καθικνουμένη τοῦ ζητουμένου.  πῶς
γὰρ ἂν ὁ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα ὢν διὰ τῆς ὀνομαστικῆς κλήσεως ἐξευρεθείη; οὗ χάριν
φησὶν ὅτι Ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. τότε ἔγνων ὅτι τῆς
μεγαλοπρεπείας, τῆς δόξης, τῆς ἁγιωσύνης αὐτοῦ οὐκ ἔστι πέρας. 

διὸ πάλιν ἀνίστησιν ἑαυτὴν καὶ περιπολεῖ τῇ διανοίᾳ τὴν νοητήν τε καὶ ὑπερκόσμιον φύσιν,
ἣν πόλιν κατονομάζει, ἐν ᾗ αἱ ἀρχαί τε καὶ κυριότητες καὶ οἱ ταῖς ἐξουσίαις
ἀποτεταγμένοι θρόνοι ἥ τε τῶν ἐπουρανίων πανήγυρις, ἣν ἀγορὰν ὀνομάζει, καὶ τὸ
ἀπερίληπτον ἀριθμῷ πλῆθος, ὃ τῷ τῆς πλατείας διασημαίνει ὀνόματι, εἰ ἄρα ἐν
τούτοις εὑρεθείη τὸ ἀγαπώμενον. ἡ μὲν οὖν περιῄει διερευνωμένη πᾶσαν ἀγγελικὴν
διακόσμησιν καὶ ὡς οὐκ εἶδεν ἐν τοῖς εὑρεθεῖσιν ἀγαθοῖς τὸ ζητούμενον τοῦτο καθ'
ἑαυτὴν ἐλογίσατο· ἆρα κἂν ἐκείνοις ληπτόν ἐστι τὸ παρ' ἐμοῦ ἀγαπώμενον; καί φησι
πρὸς αὐτούς· μὴ κἂν ὑμεῖς ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου εἴδετε; σιωπησάντων δὲ πρὸς
τὴν τοιαύτην ἐρώτησιν καὶ διὰ τῆς σιωπῆς ἐνδειξα μένων τὸ κἀκείνοις ἄληπτον
εἶναι τὸ παρ' αὐτῆς ζητούμενον, ὡς διεξῆλθε τῇ πολυπραγμοσύνῃ τῆς διανοίας
πᾶσαν ἐκείνην τὴν ὑπερκόσμιον πόλιν καὶ οὐδὲ ἐν τοῖς νοητοῖς τε καὶ 
ἀσωμάτοις εἶδεν οἷον ἐπόθησεν, τότε καταλιποῦσα πᾶν τὸ εὑρισκόμενον οὕτως
ἐγνώρισε τὸ ζητούμενον, τὸ ἐν μόνῳ τῷ μὴ καταλαμβάνεσθαι τί ἐστιν ὅτι ἔστι
γινωσκόμενον, οὗ πᾶν γνώρισμα καταληπτικὸν ἐμπόδιον τοῖς ἀναζητοῦσι πρὸς τὴν
εὕρεσιν γίνεται. διὰ τοῦτό φησι Μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ' αὐτῶν ἀφεῖσα πᾶσαν τὴν
κτίσιν καὶ παρελθοῦσα πᾶν τὸ ἐν τῇ κτίσει νοούμενον καὶ πᾶσαν καταληπτικὴν
ἔφοδον καταλιποῦσα, τῇ πίστει εὗρον τὸν ἀγαπώμενον καὶ οὐκέτι μεθήσω τῇ τῆς
πίστεως λαβῇ τοῦ εὑρεθέντος ἀντεχομένη, ἕως ἂν ἐντὸς γένηται τοῦ ἐμοῦ ταμιείου.
καρδία δὲ πάντως τὸ ταμιεῖόν ἐστιν, ἣ τότε γίνεται δεκτικὴ τῆς θείας αὐτοῦ
ἐνοικήσεως, ὅταν ἐπανέλθῃ πρὸς τὴν κατάστασιν ἐκείνην, ἐν ᾗ τὸ κατ' ἀρχὰς ἦν ὅτε
ἐπλάσθη ὑπὸ τῆς συλλαβούσης. μητέρα δὲ πάντως τὴν πρώτην τῆς συστάσεως ἡμῶν
αἰτίαν νοῶν τις οὐχ ἁμαρτήσεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου