Παρασκευή 8 Ιουλίου 2022

Οι δρόμοι των Φραγκισκανών (3)

Συνέχεια από: Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

 Αποσπάσματα από το 9ο κεφάλαιο του βιβλίου του Franco Alessio "Ιστορία της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας" από τις εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9

Οι δρόμοι των Φραγκισκανών

9.3. Ο Γουλιέλμος Όκκαμ (συνέχεια)

Λογική και Μεταφυσική

Παρατηρείται, όντως, σύγχυση ανάμεσα στον κόσμο της γλώσσας, του λόγου και των επιστημών, και τον άλλο κόσμο, που βρίσκεται μπροστά τους, τον κόσμο της πραγματικότητας. Υπάρχει, δηλαδή, ταύτιση μεταξύ λογικής και Μεταφυσικής, και αυτός είναι ο πρώτος και πιο μεγαλεπήβολος στόχος του Όκκαμ. Σκέφτεται κανείς ότι η Λογική είναι επιστήμη πραγμάτων (scientia de rebus) και όχι καθαρά λέξεων (de vocibus), και ότι τα λόγια μας, οι ενέργειές μας, οι αντιλήψεις μας και τα συμπεράσματά μας εναλλάσσονται σαν κάτοπτρα αντίστοιχων πραγματικοτήτων, πραγματικών σχέσεων και πραγματικών αναγκαιοτήτων, λες και πράγματι ο κόσμος είναι μια αναγκαία, χωρίς όρια Τάξη λογικό-ορθολογικού τύπου. Ξεκινώντας από καθαρά γλωσσικά συμβάντα και από λογικά συμπεράσματα, τα προβάλλουμε σαν γεγονότα, πράγματα και σχέσεις μέσα στον κόσμο της πραγματικότητας, δημιουργούμε, με άλλα λόγια, μια πραγματικότητα πέρα από εκείνη που δημιούργησε ο Θεός. Ο μετασχηματισμός των καθαρών γλωσσικών σημείων σε πράγματα και σε σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων συνιστά τη ρίζα όλων των κακών αναγνώσεων των έργων του Αριστοτέλη. Η εκρίζωσή της προϋποθέτει μια σταθερή διπλή προειδοποίηση, προς τη Λογική και προς κάθε επιστήμη: 1) τα γλωσσικά σημεία εκλαμβάνονται, πάντα και μόνο, ως γλωσσικά συμβάντα και όχι ως κάτι περισσότερο ή διαφορετικό απ΄ αυτό που είναι. 2) Η πραγματικότητα είναι, πάντα και μόνο, η δεδομένη, αυτή που ορθώνεται εμπρός μας κατά τρόπο άμεσο και προφανή. Τίποτε άλλο δεν μπορούμε να προσλάβουμε ως πραγματικό.

Το «ξυράφι» του Όκκαμ και οι καθολικοί


Η χαρακτηριστικότερη περίπτωση της παραπάνω σύγχυσης αφορά στη λογικό-μεταφυσική θέση του ρεαλισμού (πραγματοκρατικής θεωρίας για τα καθόλου). Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην πραγματικότητα (σε οποιαδήποτε τάξη της πραγματικότητας) υφίστανται, ως αντικειμενικές υπάρξεις, τα αντίστοιχα των «καθολικών» μας (universalia) όρων (π.χ., «άνθρωπος», «ανθρωπότητα»). Εμείς, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούμε τέτοιους όρους «όταν αναφερόμαστε σε περισσότερους από έναν αριθμούς»(σημ.: Ο αριθμός των στοιχείων ενός συνόλου). Εξ αιτίας ενός λεπτού λάθους ωθούμαστε να θεωρούμε ότι όμοιοι όροι σημαίνουν, χωρίς αμφιβολία, αντίστοιχες καθολικές αντικειμενικές υπάρξεις. Καθολική πραγματικότητα θα συνιστούσε η «Ανθρωπότητα» πέρα και πάνω από τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Η επιστήμη της Λογικής, εδώ, κάνει την πρώτη προειδοποίηση, οι «καθολικοί» όσοι είναι όροι γλωσσικοί, δέν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα διαφορετικό. Η δική τους «αξία για περισσότερους από έναν» - όπως τους όριζε ο Αριστοτέλης σημαίνει, ακριβώς και αποκλειστικά, το εξής: ότι αυτοί ταιριάζουν για άλλα γλωσσικά φαινόμενα. Με άλλα λόγια, δεν δείχνουν κάτι διαφορετικό απ' ό,τι πολλοί άλλοι όροι. Είναι σημεία άλλων σημείων. Η λέξη «ανθρωπότητα» ταιριάζει σ' έναν πολύ μεγάλο αριθμό γλωσσικών όρων, όπως «Πέτρος», «Μαρία», «Αθηναίος», «Θεσσαλονικιός» κ.ά. Η προσπάθεια να σπάσει κανείς την υποτιθέμενη αντιστοιχία ανάμεσα σ' έναν καθολικό όρο και μια (αντίστοιχα υποτιθέμενη) καθολική πραγματικότητα, σημαίνει ότι θέτει σε λειτουργία τη λογική σύμφωνα με μια παλιά αρχή: «η πραγματικότητα δεν πρέπει να πολλαπλασιάζεται με οντότητες περιττές» («entia non sunt multiplicanda praeter necessitatem»). Ούτε αυτό, όμως, αρκεί. Αν η «καθολικότητα» βρίσκεται μόνο «στην ψυχή» και μόνο στο επίπεδο της γλώσσας και όχι «extra animam» (έξω απ' την ψυχή), μέσα στην πραγματικότητα, αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή οι «καθολικές έννοιες» είναι μόνο καθαρά γλωσσικά σημεία. Συμβαίνει και επειδή –κυρίως– η ίδια η πραγματικότητα, ως τέτοια, όπως μας προσφέρεται, δεν προσφέρει ποτέ, σε κανένα μέρος, την παρουσία «καθολικών οντοτήτων». Το «καθολικό-πραγματικό» (του τύπου «ανθρωπότητα») δεν δόθηκε ποτέ μέσα από την πραγματική εμπειρία. Αν, πάλι, ακολουθήσουμε τη δεύτερη προειδοποίηση της επιστήμης της Λογικής, θα διαπιστώσουμε ότι αναμφίβολα η πραγματικότητα, όπως μας δίδεται στην άμεση και σαφή μορφή της, αποτελείται πάντα και μόνο από άτομα (ατομικά όντα) και ποτέ από κάτι περισσότερο και διαφορετικό. Αυτό ισχύει για κάθε πραγματικότητα: μόνο το απλό, αδιαίρετο άτομο, συνιστά την υπαρκτή πραγματικότητα. Πραγματικότητα δεν είναι ο τοίχος αλλά οι πλίνθοι που τον συνενώνουν. Πραγματικότητα δεν είναι το σωματείο πέρα και έξω από τα μέλη του. Ό,τι πραγματικό υπάρχει σ’ ένα σωματείο είναι τα μέλη του και τίποτα άλλο εκτός απ' αυτά. Η ίδια η Εκκλησία είναι το άθροισμα ενός πλήθους ατόμων, των πιστών: «Ecclesia sunt fideles». Το Φραγκισκανικό Τάγμα δεν είναι τίποτα από μόνο του ως Τάγμα. Ως Τάγμα δεν είναι πραγματικότητα. Το «Τάγμα» αποτελεί ένα γλωσσικό γεγονός. Αυτοί που στην υπαρκτή πραγματικότητα, πράγματι υπάρχουν, είναι οι μοναχοί ως μονάδες ως άτομα: «Ordo sunt fratres». 

Η ολότητα ως μη πραγματικότητα

Για καθετί είμαστε αναγκασμένοι να μη θεωρούμε ως πραγματικότητα τίποτα περισσότερο και τίποτα διαφορετικό από εκείνο που πράγματι εμφανίζεται μπροστά μας ως πραγματικό, δηλαδή, τα άτομα. Και για καθετί είμαστε αναγκασμένοι να θεωρούμε αυτό που είναι σύνθετο, πολύπλοκο, αυτό που είναι ολότητα, ως πλήρως και ολοκληρωτικά διαλυτό και διαλυμένο μέσα στην πραγματικότητα των απλών, ιδιαίτερων και ατομικών στοιχείων που το συνθέτουν. Το άθροισμα και το σύνολο, ως τέτοια, δεν είναι πραγματικότητα έξω και πέρα από το ατομικό, το οποίο συνιστά τμήμα τους. Αλλά αυτό, μόνον αυτό το απλό, ατομικό κομμάτι, είναι πραγματικό. Το άθροισμα (σύνολο) αποτελεί γλωσσικό σημείο. Άδειο γλωσσικό σχήμα είναι και εκείνο που, για τον Ντουνς Σκώτο, μπορούσε να φαίνεται ως η πιο πλούσια και πραγματική ιδέα του νου, η ιδέα του όντος ως ον, ενώ εμφανίζεται, κάτω απ' αυτό το πρίσμα, ως η πιο αφηρημένη και φτωχή έννοια, που δεν περιέχει τίποτα το συγκεκριμένο και το πραγματικό, και από την οποία τίποτα δεν μπορεί πραγματικά να συναχθεί. Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσουμε τα καταστροφικά στοιχεία που έφερε μέσα της η θεωρία του Όκκαμ, η οποία θεωρεί κάθε σύνολο ως μη πραγματικό και πλήρως αναγώγιμο στο μοναδικό προσδιορισμένο πλήθος των επιμέρους τμημάτων και στοιχείων-ατόμων. Δεν υπάρχει μέσα στην πραγματικότητα τίποτα που να ανταποκρίνεται πράγματι στις αντιλήψεις μας και στους όρους «τάξη», «τάγμα», «ιεραρχία», «σύνολο». Ωστόσο, οι Κανονικοί και οι νομικοί είχαν ήδη αρχίσει όλο και πιο έντονα να θεωρούν ότι οι συλλογικές ομάδες αποτελούν πραγματικά πρόσωπα που βρίσκονται στο περιθώριο και πέρα από τα πραγματικά άτομα αυτών των ομάδων. Η «πόλη» ως «σύνοδος των Κανονικών», η «Εκκλησία» ως «σωματείο», θεωρούνταν εκ των πραγμάτων και εξαρχής πραγματικά σώματα, ανεξάρτητα από τα επιμέρους μέλη, και ως εκ τούτου, θεωρούνταν ικανά να απολαμβάνουν δικαιώματα, προνόμια, ευεργετήματα, ιδιοκτησίες και αξιοπρέπεια, όπως ακριβώς ένα σώμα χωρισμένο από τα απλά μέλη. Δεν επρόκειτο για ιδιοτροπία νομικών. Ήταν ο ίδιος ο μηχανισμός της συντεχνιακής ζωής του 13ου αιώνα. Αυτός ο ρεαλισμός (πραγματοκρατία), προτού καταγραφεί στα βιβλία των σχολιαστών της αριστοτελικής λογικής, είχε καταγραφεί και ενσαρκωθεί στην υπαρκτή πραγματικότητα ενός πραγματικού κόσμου. Πραγματικές ολότητες, ως ολότητες, είναι, επίσης και ως επί το πλείστον, ιερές, ακριβώς ως ολότητες, ως «personae» (πρόσωπα). Πάνω σ' αυτόν ακριβώς τον ρεαλισμό στηρίζεται η αιτιολόγηση των ιερών δικαιωμάτων του σώματος ή ιερού συνόλου της Εκκλησίας, ως «προσώπου» ξεχωριστού από τα μενονωμένα άτομα, τους πιστούς. Το γεγονός ότι η Εκκλησία διαθέτει αγαθά και έχει πραγματικά δικαιώματα σε αγαθά, το επιτυγχάνει στο βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικό πρόσωπο. Σαν θυελλώδης άνεμος, όμως, η σκέψη του Όκκαμ, το βιβλίο του και τα σχόλιά του στους auctores ακυρώνουν την έννοια του ίδιου του οικοδομήματος του πραγματικού κόσμου. Αίρουν τη δυνατότητα να εξηγηθεί εξαρχής αυτός ο κόσμος των ξεχωριστών σωμάτων και ο κόσμος των δικαιωμάτων, τον οποίο απολαμβάνουν οι οντότητες αυτές ως πραγματικά, ξεχωριστά σώματα. Οι παραπάνω πραγματικές υπαρκτές οντότητες εμφανίζονται στην προοπτική του Όκκαμ σαν φαντάσματα, σαν σκιές που έγιναν πραγματικές ως ονόματα. Ακόμη περισσότερο: μοιάζουν με υβριστικά στοιχεία που εισάγονται αυθαίρετα στο βασίλειο των πραγματικών τέκνων του Θεού, οντότητες που ο Θεός ούτε δημιούργησε, ούτε θέλησε. «Αν το τάγμα των κατώτερων μοναχών είναι “πρόσωπο”, τότε “πρόσωπο” είναι επίσης η Εκκλησία, οπότε και οποιοδήποτε σύνολο ανθρώπινων όντων είναι πρόσωπο. Μια τέτοια θέση αποτελεί ιεροσυλία και βλασφημία». Πώς στηρίζεται το σύστημα των Δικαιωμάτων τέτοιων οντοτήτων, όπως είναι η Εκκλησία, τα Τάγματα, τα Σωματεία, οι Πόλεις και τα Βασίλεια; Δεν στηρίζεται. Ο κόσμος των οντοτήτων που προσποιούνται ότι είναι πραγματικές αποτελείται μόνο από φαντάσματα.[ΚΑΤΗΡΓΗΣΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ, ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ. ΤΟ ΕΙΝΑΙ, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΥΤΕ ΓΕΝΟΣ, ΟΥΤΕ ΕΙΔΟΣ. ΚΑΙ ΟΔΗΓΗΣΕ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ.]

Ο πραγματικός κόσμος: η πολυμορφία της ατομικότητας

Αυτά που υπάρχουν στον κόσμο είναι άτομα. Μόνο αυτά είναι πραγματικά. Ο κόσμος των ολοτήτων, όπως και ο κόσμος των σχέσεων μεταξύ των ατόμων, διαλύεται ολοκληρωτικά σαν λεπτή σκόνη μικρών σημείων. Παντού υπάρχουν μόνο απλά σημεία ατόμων. Για την ακρίβεια, αναλλοίωτες ατομικότητες των δημιουργημάτων του Θεού. Και αυτό, επειδή ακριβώς ο Θεός δεν δημιουργεί ολότητες και σχέσεις, μια και ούτε ο ίδιος είναι απόλυτη ολότητα, ούτε σχέση, ούτε το θεμέλιο των σχέσεων. Ο Θεός είναι η απόλυτη, τέλεια, ολοκληρωμένη απλότητα του ατόμου. Τα πάντα μέσα του συστήνουν απόλυτη και απλή ενότητα, χωρίς «τάξη» και χωρίς «τμήματα». Η Γνώση δεν είναι ξέχωρη από τη Βούλησή του, ούτε έχει νόημα να λέμε ότι στον Θεό «πρώτα» υπάρχει η νόηση και «κατόπιν» η Αγάπη, «πρώτα» η ιδέα της πολύπλοκης τάξης του Κόσμου και «μετά» η πράξη της Βούλησης, που δημιουργεί μία παρόμοια ολότητα, η οποία προκύπτει από τις πραγματικές σχέσεις μέσα στις οποίες θα μπορούσαν να διαταχθούν οι απλές και ατομικές πραγματικότητες των δημιουργημάτων. Ως απλή πράξη μιας απόλυτης απλότητας, η δημιουργία είναι πάντα και μόνο δημιουργία ατόμων. Ανάμεσα στο απλό δημιουργημένο άτομο και τον Θεό δεν μεσολαβεί καμιά πολύπλοκη αλυσίδα. Πέρα από το άτομο (είτε αυτό είναι φύλλο, είτε λουλούδι, είτε λύκος, είτε πουλί, είτε ο Φραγκίσκος, είτε ο Γουλιέλμος) υπάρχει πάντοτε και μόνο, άμεσα, απευθείας, ο Θεός, ο μόνος Κύριος. Αυτή η αιχμηρή άποψη αφορά την πραγματικότητα καθώς και τη γνώση της εκ μέρους μας.

Συνέπειες (της θεωρίας του Όκκαμ)

α) η μη πραγματικότητα των σχέσεων

Σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα, η πρώτη συνέπεια που προκύπτει από τα παραπάνω είναι ξεκάθαρη. Καμιά Ιεραρχία, καμία Τάξη δεν είναι πραγματική. Ιεραρχία, τάξη συνιστούν μόνο λέξεις. Τίποτα το υπαρκτό στην πραγματικότητα δεν ανταποκρίνεται σ' αυτές. Ολόκληρη η πραγματικότητα, που για κάθε μέρος της ένας ολόκληρος πολιτισμός έφτασε να σκέφτεται με όρους ανισότητας ως προς τις αξίες και με ιεραρχικές τάξεις, μοιάζει ξαφνικά να καταρρέει. Ενώπιον του Δημιουργού, κάθε πλάσμα θεωρείται, κατ' αρχάς, ίσο (ούτε ανώτερο, ούτε κατώτερο) με κάθε άλλο. Κανένα άτομο πράγμα, ζώο, άνθρωπος δεν είναι στην πραγματικότητα κάτι περισσότερο από κάποιο άλλο. Όπως στον Ύμνο στον Δημιουργό του Αγίου Φραγκίσκου, έτσι και ο μοναχός Γουλιέλμος Όκκαμ τα σκιαγραφεί όλα ως αδελφικά ίσα: θα είναι ξεχωριστά και διαφορετικά μεταξύ τους· όμως, κανένα δημιούργημα δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι, ή να θεωρεί ότι είναι, «ανώτερο» από κάποιο άλλο. Στο καθένα τους υπεισέρχεται η ίδια Σοφία και Ισχύς του Θεού. Ο Θεός δεν δημιούργησε ένα σύμπαν ιεραρχικό, φεουδαρχικό. Αυτό, γενικότερα, σημαίνει ότι μεταξύ ατομικότητας και ατομικότητας δεν παρεμβάλλονται ποτέ πραγματικές σχέσεις. Ο κόσμος αποτελεί σύνολο «νήσων» ανεξάρτητων και κλειστών, χωρίς πραγματικές γέφυρες που να τις συνδέουν, χωρίς πραγματικό δεσμό που να τις ενώνει. Εξαρχής και εκ των πραγμάτων, κάθε σχέση είναι μη πραγματική. Έτσι συμβαίνει με τη σχέση της αιτίας, λόγω της οποίας ένα πράγμα σε σύγκριση με ένα άλλο, στη σχέση της αιτιακής τους εξάρτησης, θα ισοδυναμούσε με το αποτέλεσμα (σχέση αίτιου-αιτιατού). Έτσι συμβαίνει με τη σχέση της παραγωγής (deductio), λόγω της οποίας ένα πράγμα θα αποτελούσε, στη σχέση της αναγκαίας λογικής του εξάρτησης απέναντι σ' ένα άλλο πράγμα, συνέπειά του. Για παράδειγμα: εδώ υπάρχει ένα σύννεφο· το άλλο πράγμα, που είναι η βροχή, δεν προκύπτει, όμως, ως αποτέλεσμα ή ακολουθεί αναγκαστικά ως συνέπεια της παρουσίας του σύννεφου. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει ένα πραγματικό, φυσικό, ουσιαστικό, αιτιακό και λογικό πέρασμα από το ένα πράγμα στο άλλο. Κανένα πράγμα δεν είναι εξουσιαστής, παραγωγός, ρυθμιστής κάποιου άλλου. Μόνο ο Κύριος είναι ο άρχοντας όλων των πραγμάτων.

Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΑΜΕΣΩΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΛΕΗΛΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου