Συνέχεια από Τετάρτη, 30 Μαρτίου 2022
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΙV. Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
( 5η συνέχεια )
Είναι ωστόσο ακόμα πιο εκπληκτικό, ότι το (συγκεκριμένο) κείμενο (των Ηθ.Νικ.) συνεχίζεται, αποσαφηνίζοντας μάλλον κατ’ αναλογίαν (1096b28) και μ’ ένα παράδειγμα, ότι εννοείται έτσι η καθαρή ομοιότητα των σχέσεων ή μια προοπτική αναλογία, όπου δεν υφίσταται καμμιά πρόταξη του ενός πριν απ’ το άλλο και δεν παρέχεται κανένας άρα όρος ή «ορισμός».
Γνωρίζουμε κι από άλλες «συναρτήσεις» αυτήν τη μεταφυσική έννοια της αναλογίας στον Αριστοτέλη. Σε αντίθεση προς την οψιμότερη, και κυρίως τη σχολαστική παράδοση, η οποία και ανακεφαλαιώνεται στην περίφημη πραγματεία τού Thomas Cajetan (1464 – 1534) «De nominum analogia” («Περί αναλογίας τών ονομάτων»), στον Αριστοτέλη τίποτα άλλο δεν ονομάζεται «αναλογία». Eίναι ωστόσο αυτονόητο, ότι ο Αριστοτέλης στο συγκεκριμένο σημείο δεν εξερευνά περαιτέρω αυτό το γενικό ερώτημα, καθώς το όλο ερώτημα για την κοινή έννοια του «αγαθού» ανήκει βέβαια στη μεταφυσική και κατά κανέναν τρόπο στην πρακτική φιλοσοφία. Και καθίσταται έτσι ακόμα πιο εκπληκτικό το ότι η καθαρή αναλογική ομοιότητα αναφέρεται «κατά προτίμησιν» στα Ηθ.Νικ. Δεν θα ήταν άραγες πιο αναμενόμενο, να δοθή προτεραιότητα στην άλλη δυνατότητα, την κατηγορική σχέση, και να «ικανοποιηθή» έτσι το αόριστο και ασαφές ερώτημα για το άριστον πάντων, όπως είχε φανή να επιδιώκεται στα Ηθ.Ευδ., στ. 1218b26;
Βλέπουμε βέβαια να μην είναι και κατά τα άλλα εντελώς «αποφασισμένος» ο Αριστοτέλης, βλέπουμε πώς τον εμποδίζει συχνά και γενικά η περιγραφική και αναλυτική «φροντίδα» που τον συνοδεύει, να υποταγή στoυς εποικοδομητικούς σκοπούς του – ή τούς σκοπούς τών ερμηνευτών του! Κάτι που ισχύει ακόμα και για τη Μεταφυσική – πόσο μάλλον για τις συναρτήσεις ανάμεσα στη θεωρητική και την πρακτική φιλοσοφία, καθώς και εντός τής πρακτικής φιλοσοφίας για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και θεωρητικής ιδανικής ζωής ή και μεταξύ πολιτικής επιστήμης και πολιτικής «ευφυΐας», την οποία και θα εξετάσουμε περαιτέρω. Μοιάζει σαν ο Αριστοτέλης να προτιμά μερικές φορές την αναλογική δομή, που αντιστοιχεί ιδιαιτέρως στην περιγραφική του πρόθεση, τείνοντας μάλιστα σ’ έναν αναλογικό, ακόμα και σε θεωρητικές «συνάφειες», τρόπο σκέψης. Ο οποίος και του χρησιμεύει στο να αποφύγη προφανώς την υποστασιοποίηση αυτού που είναι γενικό ή κοινό. Το άλλο άλλου καθίσταται έτσι ένα αντιπλατωνικό ακριβώς «σύνθημα».
Ας σκεφτούμε το (βιβλίο) Λάμδα τής Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης πραγματεύεται επί μακρόν τον καθαρά αναλογικό χαρακτήρα τών «αιτίων» (Κεφ. 3 και 4), διακρίνοντας το Όλον απ’ την εποικοδομητική (τεχνητή) παραγωγή από ένα Πρώτο έτσι, ώστε να προκαλή σ’ έναν βαθμό έκπληξη το ότι εμφανίζεται παρ’ όλ’ αυτά η πρόταξη του πρώτου τελικά κινούντος. Κι όταν προκρίνη σαφώς την καθαρή αναλογική ομοιότητα στα Ηθ.Νικ., φαίνεται να τη θεωρή επίσης επαρκή, για να διατυπώση εννοιολογικά την τελεολογική εν συνόλω κοσμική τάξη, αυτό το «πρόγραμμα» του πλατωνικού Φαίδωνα, που είναι και δικό του κατά κάποιον τρόπο «πρόγραμμα». Παρόμοια στον Πλάτωνα, εμφανίζονται αναλογικά και οι τρεις μεγάλες περιεκτικές «τάξεις», η ψυχή, η πόλη και ο κόσμος, με το Αγαθό να φανερώνεται ως το ενωτικό και ενοποιητικό Ένα σ’ αυτές. Ο Αριστοτέλης μοιράζεται αναμφισβήτητα την πλατωνική κοσμοθεωρία απ’ αυτήν την άποψη. Ακόμα κι αν η δική του «επιστήμη» τού Όλου οικοδομείται στην εντελώς διαφορετική βάση τής «φυσικής» του, κι όχι σε μια τέτοια μαθηματική, αρμονική έννοια «του Αγαθού», δεν μπορεί ωστόσο να αγνοήση το καθεαυτό πλατωνικό πρόβλημα. Κάτι το οποίο εκφράζεται με τη φράση: Πώς πρέπει να σκεφτούμε «το Αγαθό» ως το Κοινό στα Ηθ. εδώ Νικ. Όπως ίσως το «Είναι», το οποίο και συναντάται πολλαχώς και κατηγοροποιημένα διαφοροποιημένο, αποτελώντας ωστόσο το αντικείμενο μιας ύψιστης, ως γνωστόν, επιστήμης; Ο Αριστοτέλης φέρνει στην πραγματικότητα, μέσα στη συνάφεια της Πρώτης Φιλοσοφίας, την «καθαρή αναλογία» στο προσκήνιο. Αναφερθήκαμε ήδη στη Μετ. Λ 3 – 4, ενώ ανήκει και το Η 4 της Μετ. εδώ, κι αν δεν θέλη να παραγνωρίση κανείς την αντι-πλατωνική αποστροφή σ’ αυτά, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν και μιαν απάντηση στο πλατωνικό πρόβλημα του Αγαθού και του Είναι. Μας προξενεί δε εντύπωση, το πόσο πολύ διαφαίνεται η πλατωνική προβληματική τής γενικής διαλεκτικής τού Είναι, ιδιαιτέρως εκείνη τού Σοφιστή και του Παρμενίδη, σε μερικά τμήματα της Μεταφυσικής τού Αριστοτέλη, όπως π.χ. στο απορητικό Βιβλίο Βήτα, αλλά και το Βιβλίο Γάμμα. Όταν βλέπη κανείς, το πώς τίθεται εκεί το ερώτημα για το Είναι, και το πώς εμφανίζεται απ’ την άλλη το Αγαθό στην πλατωνική Πολιτεία και τον πλατωνικό Φίληβο, εμμέσως δε και στον Τίμαιο, αντιλαμβάνεται την ταυτότητα του προβλήματος, εμφανιζομένης αμέσως, της σκέψεως περί αναλογίας. Αυτό που «απέκρουε» ο Αριστοτέλης στην πλατωνική φιλοσοφία δεν ήταν η τακτική δομή τού Όλου, αλλά η συναγωγή της απ’ το Ένα και το οντολογικό πρωτείο, το οποίο και αποδιδόταν στα Μαθηματικά.
Αυτή τη μαθηματικοποίηση, που ζητούσε να παραστήση έναν αναλογικά οικοδομημένον κόσμο, την αντιπροσώπευε κυρίως ο Σπεύσιππος για τον Αριστοτέλη. Φυσικά όμως πίσω απ’ αυτό βρίσκεται η πλατωνική διδασκαλία για τους αριθμούς και την ενότητα. Γιατί κάθε γενικώς Είναι δεν παράγεται μόνον, όπως όλοι άλλωστε οι αριθμοί, απ’ την αριστοτελική αναφορά στη Μετ. Α 6 για τις δυό αρχές, του Ενός και του απροσδιόριστου Δύο. Το ίδιο μάς «λέει» και η διδασκαλία για το Πέρας και το Άπειρον από τον Φίληβο, κι αυτός ο συνδυασμός τής αριστοτελικής αναφοράς με τον συγκεκριμένο πλατωνικό διάλογο στηρίζεται στην ήδη αναφερθείσα μαρτυρία τού Πορφύριου, σύμφωνα με την οποίαν η παράδοση (ομιλία) του Πλάτωνα περί Αγαθού, την οποία και γνώριζε ο Πορφύριος στην αυθεντική της προφανώς διατύπωση του Αριστοτέλη, μπορούσε να γίνη κατανοητή μόνο μέσα απ’ τον Φίληβο. Η «άποψη» ότι η αριθμητική δομή αποτελεί (και) τη δομή τού Είναι συνιστά έτσι το κρίσιμο σημείο, βάσει τού οποίου ο Αριστοτέλης θεωρούσε, πως ο Πλάτων είχε παραμείνει καθ’ υπερβολήν Πυθαγόρειος.
Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνη, πως ο Αριστοτέλης δεν έπρεπε να τοποθετηθή κι ο ίδιος απ’ την πλευρά του απέναντι στο «μεταφυσικό» ερώτημα για «το Αγαθό» και «το Άριστο». Ένα ερώτημα που σ’ αυτόν «εμπλέκεται» (άλλωστε) μόνιμα με το ερώτημα για το Είναι. Στο δε τέλος τής μεγάλης του επισκόπησης για το Όλον, που παρουσιάζει στο Βιβλίο Λάμδα, διατυπώνει ως μια «διέξοδο» ή μιαν εκδοχή το πώς η φύση τού Όλου περιλαμβάνει στην πραγματικότητα, είτε με τη μορφή ενός αρίστου Είναι είτε στην τάξη τού Όλου, το Αγαθό και το Άριστο. Εκεί δεν μπορεί μάλιστα να αποφύγη τη συνέπεια που ετέθη με το οντολογικό πρωτείο τής φυσικής και των φύσει όντων. Πρόκειται για την ενιαία προφανώς τάξη κινήσεως του Σύμπαντος, την οποία και υπερασπίζεται ο Αριστοτέλης απέναντι στις μαθηματικές και αρμονικές κατά πυθαγόρειο τρόπο θεωρίες τού Σπεύσιππου. Πρόκειται, για να το πούμε διαφορετικά, για την υπεροχή τής φυσικής απέναντι στα μαθηματικά, η οποία υπάρχει και πίσω απ’ τη γνωστή κατηγορία του ενάντια στην (πλατωνική) Ακαδημία, ότι η φιλοσοφία κατέστη εκεί μόνον Μαθηματικά. Αυτός είναι και ο «πολεμικός» του υπαινιγμός για τον «σπευσίππειο πυθαγορισμό» στα Ηθ.Νικ., ενώ στη Μετ. Λάμδα 10 «αποκρούει», εμφανώς πολεμικά απέναντι στον Σπεύσιππο, μια καθαρά αναλογική δομή τού σύμπαντος, με το γνωστό ομηρικό χωρίο, πως «Ένας πρέπει να είναι (ο) Κύριος» (1076a4). Τοποθετούμενος έτσι αποφασιστικά ενάντια σε μιαν απλή και μόνο τάξη για ένα καθεαυτό υπάρχον Αγαθό (κεχωρισμένον τι αγαθόν), χωρίς να αμφισβητή βέβαια και ασφαλώς την αγαθότητα εκείνης τής τάξης. Το Πρώτο, το οποίο και αξιώνει, δεν μπορεί όμως να είναι στα δικά του μάτια κάτι το μαθηματικό, άρα το Ένα, αλλά πρέπει να είναι ένα που κινεί: ως τό κινούν ποιεί. Αν όλα «κατευθύνονται» σ’ αυτό το Ένα, τότε το Ένα είναι πράγματι «τό άριστον πάντων» και ταυτόχρονα η εκπλήρωση, ως το ύψιστο Όν, της ιδέας τού Είναι. Μεταθέτει έτσι ο Αριστοτέλης την πλατωνική «κληρονομιά» τού ερωτήματος για «το Αγαθό» στη βάση τής φυσικής, αναπτύσσοντας από εκεί τη διδασκαλία του για το «Είναι» με τη μορφή μιας αναλογικής έννοιας, που έχει ένα ανώτατο όριο ή όρο. Κάτι που δεν μπορεί να εκπληρώση, η «καθαρή» αναλογία, παραμένοντας πολύ κοντά στα «πλατωνικά» μαθηματικά τών Ιδεών, . Και το παράδοξο εδώ αποτέλεσμα είναι, ότι δεν εξακολουθεί μεν να επιβιώνη ο πλατωνικός χωρισμός (διαχωρισμός, διάκριση) στην αριστοτελική «θεολογία», αλλ’ η οντολογία τών φύσει όντων και το κινητικό σύνολο, το οποίο αποτελούν, υποχρεώνει τον Αριστοτέλη. σ’ έναν «χωρισμό», ο οποίος υπερβαίνει την πλατωνική, μαθηματικοποιημένη ερμηνεία τής «επεκεινότητας» του Αγαθού.
(συνεχίζεται με το επόμενο, και τελευταίο, κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «Η Ιδέα τής “πρακτικής φιλοσοφίας”»)
ΙΣΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΣΟ ΦΑΝΕΡΟ ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΤΟΣΟ ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΤΙ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ. ΜΙΑ ΙΔΕΑ Η ΟΠΟΙΑ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ , ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΠΕΒΑΛΛΕ Ο ΚΑΝΤ ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΕΥΣΕ ΤΟΝ ΝΟΥ. ΒΑΖΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ, ΤΗΝ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ.
"Ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος"... Αν ταυτίσουμε το υποκείμενο (ο Σωκράτης) με το κατηγορούμενο (φιλόσαοφος), ο Σωκράτης καθίσταται απόλυτος αυτός καθεαυτός. Ενώ γνωρίζουμε ότι ο Σωκράτης αναζήτησε σε όλη την ενήλικη (;) ζωή του το Αγαθό, και μη βρίσκοντάς το στον αισθητό κόσμο πέρασε, με τον "δεύτερο πλου", στον νοητό... Σωστά;
ΑπάντησηΔιαγραφή