Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (13)

 Συνέχεια από: Σάββατο 25 Ιουνίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Ο DESCARTES ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ ΘΕΟΣ

Ο William Ockham και η νομιναλιστική επανάσταση (συνέχεια)

Η επίδραση της ιδέας περί θεϊκής παντοδυναμίας στην κοσμολογία ήταν εξίσου ρηξικέλευθη. Με την απόρριψη του ρεαλισμού και τον ισχυρισμό της απόλυτης ατομικότητας, τα όντα δεν ήταν δυνατόν πλέον να συλλαμβάνονται ως μελη ειδών ή γενών με συγκεκριμένη φύση ή δυνατότητα. Με αριστοτελικούς όρους, η απόρριψη των τυπικών αιτίων σήμαινε επίσης την απόρριψη των τελικών αιτίων. Το αποτέλεσμα είναι ότι απέμειναν μόνο η ύλη και η πρόδηλη αιτιότητα. Οι σχέσεις ανάμεσα στα ποικίλα υλικά όντα μπορεί να προσδιοριστούν μόνο με πρόδηλη αιτιότητα, και αυτή η αιτιότητα γίνεται γνωστή μόνο με παρατήρηση. Επιπλέον αφού κάθε συμβάν είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο μοναδικών οντοτήτων, δεν υπάρχουν αναγκαίες γενικεύσεις. Ως εκ τούτου η επιστήμη στην καλύτερη περίπτωση είναι απλώς υποθετική.

Ο Ockham με αυτό τον τρόπο δημιουργεί τα θεμέλια για μια επιστήμη που βασίζεται στην εμπειρία και στην εικασία, που εξετάζει τις ενδεχόμενες σχέσεις ανάμεσα σε εκτατές οντότητες για να προσδιορίσει τις πρόδηλες αιτίες οι οποίες καθορίζουν την κίνησή τους, και που επιχειρεί να παρέχει ποσοτική μάλλον παρά ποιοτική εξήγηση για τα φαινόμενα. Μολονότι ο Ockham δεν ανέπτυξε στην πραγματικότητα κάποια επιστήμη με βάση αυτές τις αρχές, οι τελευταίες παραμένουν οι αδιαφιλονίκητες οντολογικές και επιστημολογικές προϋποθέσεις για την Αναγέννηση και την πρώιμη μοντέρνα επιστήμη.

Ο νομιναλισμός του Ockham είχε επαναστατικές συνέπειες τόσο για την αυτοκατανόηση του ανθρώπου όσο και για την κατανόηση των σχέσεών του με άλλους ανθρώπους. Σε συμφωνία με τον Αριστοτέλη, ο σχολαστικισμός κατανοούσε γενικώς τον άνθρωπο ως ορθολογικό ζώο το οποίο κατείχε τη δεσπόζουσα θέση στην κατηγοριακή κλίμακα της δημιουργίας και του οποίου ο σκοπός και οι υποχρεώσεις προσδιορίζονταν από τον φυσικό νόμο που καθορίζει αυτή τη θέση. Ο νομιναλισμός απέρριψε αυτή τη θεώρηση του ανθρώπου. Για τον Ockham τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα από τη φύση τους δεν έχουν κάποιο σκοπό, και δεν υπάρχει φυσικός νόμος που να καθορίζει τις ανθρώπινες ενέργειες, όπως φανταζόταν ο Ακινάτης. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όπως ο Θεός. Από αυτή την άποψη, ο Ockham ακολουθεί τον Duns Scotus, ο οποίος επιβεβαίωνε την ανωτερότητα της βούλησης και την ελευθερία του ανθρώπου με βάση την παρατήρησή του ότι η βούληση μπορεί πάντα να ελέγχει ενέργειες κατανόησης, ενώ η κατανόηση δεν μπορεί ποτέ να ελέγχει τη βούληση. Ο Ockham, ωστόσο, υπερβαίνει τον Scotus ανοίγοντας αυτή τη σφαίρα της ελευθερίας όχι μόνο με το να απορρίπτει τη σχολαστική ιδέα των τελικών αιτίων αλλά και απορρίπτοντας την εφαρμογή της ενεργού αιτίας σε ανθρώπους. Για τον Ockham, λοιπόν, ο άνθρωπος κατ' αρχήν είναι ελεύθερος από την ίδια τη φύση.

Έτσι, ο άνθρωπος τοποθετείται επίσης σε μια προβληματική θέση έναντι του Θεού, αφού η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ελευθερίας και ανεξαρτησίας φαίνεται να αντιφάσκει προς την παντοδυναμία του Θεού. Ο Ockham απορρίπτει τη μοιρολατρία που ο Duns Scotus διέβλεπε στο δόγμα της θεϊκής παντοδυναμίας, επειδή εδράζεται στην εσφαλμένη εικασία ότι το παρελθόν είναι αμετάβλητο. Ο Ockham πιστεύει ότι ένας πραγματικά παντοδύναμος Θεός δεν θα υποτασσόταν στον χρόνο, και άρα μπορεί να μεταβάλλει το παρελθόν, να αλλάζει το παρόν ή το μέλλον. Η ανθρώπινη προαίρεση, όμως, συνεχίζει να φαίνεται πλασματική, αφού τα ανθρώπινα όντα είναι δημιουργημένα όντα, που υποτάσσονται στη θεϊκή βούληση. Ο Ockham απορρίπτει αυτό το συμπέρασμα, υποστηρίζοντας, όπως και ο Αυγουστίνος, ότι ο Θεός δίνει στα ανθρώπινα όντα μόνο γενικές ικανότητες και κανόνες για δράση. Ωστόσο αυτή η λύση δεν είναι ικανοποιητική, και η αποτυχία του Ockham να δώσει πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα αφήνει την ανθρώπινη ελευθερία εκτεθειμένη στην απόλυτη τυραννία του Θεού.

Η οντολογική ελευθερία την οποία ο Ockham αποδίδει στα ανθρώπινα όντα δεν συνεπάγεται και ηθική ελευθερία. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν ό,τι τους αρέσει δεν σημαίνει πως πρέπει κιόλας να το κάνουν. Υπόκεινται στον ηθικό νόμο που καθιερώνει ο Θεός. Στην πραγματικότητα, η ενοχή τους απορρέει από το γεγονός ότι έχουν την ελευθερία να υπακούν ή να παρακούν, και είναι ελεύθεροι ακόμη και από ωφελιμιστικά κίνητρα, αφού η υπακοή δεν εγγυάται τη σωτηρία και η ανυπακοή δεν καθιστά αναγκαία την καταδίκη. Οι άνθρωποι δεν είναι υποχρεωμένοι να υπακούν στον θεϊκό νόμο λόγω φόβου ή ελπίδας, αλλά λόγω ευγνωμοσύνης προς τον Θεό ως πηγή της ύπαρξής τους. Το αντίστροφο, βέβαια, δεν αληθεύει - ο Θεός δεν έχει ηθική υποχρέωση προς τα ανθρώπινα όντα, και μάλιστα υπό καμία έννοια δεν αντιτάσσεται σε αυτά. Το να υποστηρίξουμε το αντίθετο θα άνοιγε την πόρτα στον πελαγιανισμό.

Το περιεχόμενο του ηθικού νόμου προσδιορίζεται επίσης από αυτή τη ριζική διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό. Ό,τι προστάζει δεν είναι ό,τι επιθυμεί ο Θεός αλλά ό,τι επιθυμεί να επιθυμούμε. Ο ηθικός νόμος υπ' αυτή την έννοια υποτάσσεται πλήρως στη θεϊκή επιλογή και δεν έχει καμία συνάφεια με την ικανότητα του ανθρώπινου Λόγου να εξηγεί ή να συμπεραίνει. Δεν αντιστοιχεί σε κάποιες αιώνες αλήθειες που διαμορφώνουν τη βούληση του Θεού και ο Θεός δεν τον επιλέγει επειδή αναγνωρίζει ότι αυτός ο νόμος είναι καλύτερος από κάθε άλλον, αλλά απλώς επειδή έτσι το θέλει. Ο Θεός είναι αδιάφορος για ό,τι επιλέγει και ο ηθικός νόμος δεν είναι καλός αφ' εαυτού του, παρά μόνο επειδή έτσι το θέλει. Επιπλέον, δεν υπάρχουν περιορισμοί που να τίθενται σε ό,τι απαιτεί ο Θεός. Μπορεί ακόμη και να προστάζει να τον μισούμε. Οποιεσδήποτε κι αν είναι οι εντολές του, είναι εξ ορισμού καλές και δεσμευτικές. Η βούληση του Θεού και μόνο προσδιορίζει τι είναι καλό και κακό, και δεν δεσμεύεται από τις δικές του προηγούμενες αποφάσεις.

Η υπακοή στους νόμους του Θεού, σύμφωνα με την ἀποψη του Ockham, δεν εγγυάται τη σωτηρία. Ως απολύτως ελεύθερος, ο Θεός σώζει όποιον επιλέγει. Μάλιστα, σε αντίθεση με το σύνολο σχεδόν των προδρόμων του, ο Ockham ισχυρίζεται ότι ο Θεός μπορεί να σώσει όσους δεν έχουν δεχθεί τη θεία χάρη, εάν έτσι το θέλει. Αυτός ο ισχυρισμός, πράγμα ευνόητο άλλωστε, οδήγησε πολλούς να αντιμετωπίσουν τον Ockham ως ημιπελαγιανό, αφού φαίνεται να υπονοεί ότι τα ανθρώπινα όντα μπορεί να σωθούν χωρίς τη θεία χάρη. Ο Ockham θα αντέτασσε το επιχείρημα ότι, αν και κάποιο ανθρώπινο ον μπορεί να σωθεί χωρίς τη θεία χάρη, αυτό θα συμβεί μόνο ως αποτέλεσμα της βούλησης του Θεού και όχι χάρη σε κάποιες δικές του ενέργειες. Μολονότι μια τέτοια αυθαίρετη θεϊκή βούληση μοιάζει να αντιφάσκει προς τη δικαιοσύνη, τίποτα, σύμφωνα με την άποψη του Ockham, δεν θα απείχε τόσο από την αλήθεια όσο αυτό το συμπέρασμα. Ο Θεός έδωσε σε όλα τα ανθρώπινα όντα το δώρο της ζωής και μπορεί να δίνει το επιπλέον δώρο της αιώνιας ζωής σε όσους επιλέγει. Ο Ockham κατ' ουσίαν βελτιώνει την τοποθέτηση που υπερασπίστηκαν ο Ακινάτης, ο Henry του Ghent και ο Scotus, οι οποίοι υποστήριζαν ότι κάθε αμαρτωλό ον αξίζει αιώνια τιμωρία. Ισχυρίζεται ότι κανένα πλάσμα δεν αξίζει εκ φύσεως είτε αιώνια τιμωρία είτε αιώνια ζωή, με βάση κάποια θεϊκή απόφαση που θα έχει ληφθεί εκ των προτέρων και ανεξάρτητα από το ίδιο.

Αυτός ο ηθικός νόμος δεν φανερώνεται από τη φύση ή τη λογική, αλλά μέσω αποκάλυψης. Επιπλέον, αφού ο καθένας σχετίζεται άμεσα και μοναδικά με τον Θεό, δεν υπάρχει οριστική ή επικρατέστερη ερμηνεία της αποκάλυψης. Καθένας, σε τελική ανάλυση, δεσμεύεται μόνο από τη συνείδησή του. Το αποτέλεσμα είναι ότι η παπική εξουσία σε ζητήματα πίστης εκμηδενίζεται – ουσιαστικά δεν υπάρχουν καλύτερες ή χειρότερες κρίσεις για τον ηθικό νόμο, και επομένως δεν υπάρχει βάση για κληρική εξουσία οποιουδήποτε είδους σε ηθικά ζητήματα. 

Υπάρχουν ακόμη μικρότερα περιθώρια για παπική εξουσία σε πολιτικά ζητήματα. Κάθε άτομο είναι ελεύθερο και μοναδικό. Η αποκλειστική βάση για την ηθική ζωή είναι συνεπώς ο ελεύθερος αυτοκαθορισμός. Τα ανθρώπινα όντα  γεννιούνται ελεύθερα και έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν τον ηγεμόνα τους και, τουλάχιστον φαινομενικά, τη δική τους μορφή διακυβέρνησης. Θα ήταν εσφαλμένο, ωστόσο, να θεωρήσουμε αυτή την απελευθέρωση από τις παραδοσιακές μορφές εξουσίας ως την έλευση του μοντέρνου φιλελευθερισμού. Μολονότι ο νομιναλισμός απορρίπτει με σαφήνεια τη βασική δομή της μεσαιωνικής ζωής και σκέψης, δεν αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως ελεύθερο ον το οποίο είναι ικανό να κυριαρχεί στη φύση και να διασφαλίζει τη θέση του στον κόσμο. Μάλλον κηρύσσει τη μηδαμινότητα των ανθρώπινων όντων σε σύγκριση με τον Θεό. Επιπροσθέτως, αντί να αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως κύριο της φύσης και του δικού του πεπρωμένου, τον αφήνει να περιπλανιέται σε ένα σύμπαν εντελώς εξαρτημένο από τις ιδιοτροπίες της θεϊκής βούλησης. Ο νομιναλισμός δεν φανερώνει την ανατολή ενός νέου διαφωτισμού αλλά τη σκοτεινή μορφή ενός παντοδύναμου και ακατανόητου Θεού.

Παρ' όλο που ο Ockham αφορίστηκε από την Εκκλησία και η διδασκαλία του επανειλημμένως καταδικάστηκε στο Παρίσι μεταξύ των ετών 1339 και 1347, η σκέψη του σύντομα απέκτησε επιρροή σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Δημιουργήθηκε μια ισχυρή οκχαμιστική παράδοση στην Αγγλία, υπό την καθοδήγηση του Thomas Bradwardine, του αρχιεπισκόπου του Καντέρβουρυ, και αργότερα των Robert Holeot και Adam Woodham. Οι οκκαμιστές ήσαν εξ ίσου ισχυροί στο Παρίσι, υπό την ηγεσία του Nicholas του Autrecourt και του John του Mirecourt. Αν και υπήρχαν σαφείς διαφορές ανάμεσα σε αυτούς τους στοχαστές, απέρριπταν ομαδικώς τον ρεαλισμό του παραδοσιακού σχολαστικισμού. Στην πραγματικότητα, η επίδραση του οκκαμισμού εκτός της Ισπανίας, όπου ο σχολαστικισμός συνέχισε να ακμάζει, ήταν τόσο μεγάλη, ώστε από την εποχή του Λούθηρου υπήρχε, για παράδειγμα, μόνο ένα πανεπιστήμιο στη Γερμανία όπου δεν ηγεμόνευαν οι νομιναλιστές.

Ο νομιναλισμός επιδίωξε να αποσπάσει το ορθολογιστικό πέπλο από το πρόσωπο του Θεού. Με αυτή τη βίαιη ενέργεια η ορθολογική τάξη που ο Αριστοτέλης, οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι σχολαστικοί προσπάθησαν να εδραιώσουν σαρώθηκε και η ανθρωπότητα βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πανίσχυρο Θεό. Ο νομιναλισμός προσέφερε στα ανθρώπινα όντα ένα χριστιανισμό απαλλαγμένο από όλες τις παγανιστικές επιρροές· όμως ήταν συνάμα ένας χριστιανισμός στον οποίο ο Χριστός διαδραμάτιζε ελάσσονα ρόλο. Το δόγμα της Τριάδος διατηρήθηκε, αλλά εξαιρετικά αποδυναμωμένο. Πράγματι, ο Ockham θα μπορούσε να υποστηρίξει αυτό το δόγμα μόνο εάν διέψευδε τη δική του θεωρία για τις καθολικές έννοιες. Μέσα στην Τριάδα, ωστόσο, υπερίσχυσε ο Θεός ως δημιουργός και καταστροφέας, ενώ ο λυτρωτής και ο Θεός της αγά πης χάθηκαν στο παρασκήνιο. Αυτός ο Θεός, που πορεύεται σαν νεογέννητο πέραν του Λόγου και της δικαιοσύνης, πέρα από ελπίδα και αγάπη, ήταν ένας Θεός με άπειρη δύναμη, του οποίου η σκοτεινή και ακατανόητη μορφή ήταν συνάμα αντικείμενο τρόμου, αγάπης και σεβασμού.

Η μορφή αυτού του σκοτεινού Θεού ήταν έντονη πηγή αγωνίας και ανησυχίας· όμως ο περιστασιακός συνδυασμός αυτής της νέας ιδέας για τον Θεό με την εξάπλωση της πανούκλας και το παπικό σχίσμα έφερε το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου. Η ιδέα του νομιναλιστικού Θεού αρχικά αναπτύχθηκε για να επιβεβαιώσει την προτεραιότητα του χριστιανισμού των ευαγγελίων ενάντια στους ισχυρισμούς των ακραιφνέστερων ορθολογιστών σχολαστικών. Η επιτυχία αυτής της ιδέας, ωστόσο, οφειλόταν κυρίως στις περιστάσεις της εποχής. Αυτός ο δεσποτικός και ιδιότροπος Θεός έγινε προοδευτικά πειστικός σε έναν κόσμο κατεστραμμένο από την πανούκλα και τους αλληλοκτόνους πολιτικούς και θεολογικούς αγώνες. Οι ιστορικές περιστάσεις παρείχαν, λοιπόν, ουσιαστικό έρεισμα και σημασία σε αυτή την έννοια του Θεού. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι αυτός ο Θεός ήταν πηγή έντονης ανησυχίας και ανασφάλειας στους επόμενους αιώνες.

Η πνευματική ιστορία αυτής της περιόδου βρίθει προσπαθειών συμφιλίωσης με αυτό τον Θεό, έτσι ώστε να καταστεί λιγότερο επικίνδυνος και τρομακτικός για τα ανθρώπινα όντα. Αυτό ήταν ήδη φανερό στο νομιναλιστικό κίνημα του δέκατου τέταρτου αιώνα. Από τη μία πλευρά, ο Thomas Bradwardine και ο John του Mirecourt επανέλαβαν και σε ορισμένα σημεία ριζοσπαστικοποίησαν τον ισχυρισμό του Ockham όσον αφορά τη θεϊκή ελευθερία και παντοδυναμία καθώς και τη θεϊκή αδιαφορία. Ο Mirecourt, για παράδειγμα, καταδικάστηκε το 1347 για τον κατ' ουσίαν οκκαμιστικό ισχυρισμό του ότι ακόμη και κάποιος μισαλλόδοξος θα κέρδιζε την αιώνια ζωή εάν το ήθελε ο Θεός. Ενώ ο Ockham προσπάθησε να αφήσει χώρο για την ανθρώπινη ελευθερία, ο Bradwardine υποστήριζε ότι «η θεϊκή βούληση είναι η ενεργός αιτία για οτιδήποτε». Από την άλλη πλευρά, οι Nicholas του Autrecourt, John Buridan, Nicholas του Oresme, Albert του Saxony και Marsilius του Inghen στράφηκαν στην επιστημονική έρευνα της φύσης κυρίως επειδή καταστράφηκαν οι ουσιώδεις μορφές, αλλά και επειδή η φύση γινόταν κατανοητή ως αντανάκλαση των κινήσεων της θεϊκής βούλησης.

Η παραδοσιακή μεταφυσική κατανοούσε τον Θεό ως το υπέρτατο ον. Από την προοπτική του νομιναλισμού, όμως, αυτή η περιγραφή είναι αβάσιμη, διότι δεν υφίσταται καμία ιεραρχία όντων ή βαθμοί τελειότητας που να φθάνουν και να συμπεριλαμβάνουν τον Θεό. Ο Θεός δεν είναι πράγμα, και επομένως δεν μπορούμε να τον γνωρίσουμε έστω και με αναλογίες, όπως διατεινόταν ο Ακινάτης. Από την προοπτική της παραδοσιακής μεταφυσικής, ο νομιναλιστικός Θεός είναι συνεπώς το τίποτα. Αυτό το συμπέρασμα, βέβαια, δεν ανήκει αποκλειστικά στον νομιναλισμό, και μάλιστα διατυπώθηκε εναργέστερα από τον σύγχρονο και γνώριμο του Ockham από την Αβινιόν μέγα Γερμανό μυστικό Μάγιστρο Eckhart. Τούτο το τίποτα, ωστόσο, είναι τίποτα μόνο από την προοπτική της κατηγοριακής μεταφυσικής του Αριστοτέλη και του σχολαστικισμού. Ο Θεός του νομιναλισμού δεν είναι ουσία. Το είναι του εδράζεται στην παντοδυναμία του ως η καθαρή βούληση που είναι η πηγή όλων των πραγμάτων και όλων των σχέσεων ανάμεσα σε πράγματα. Άρα ο Θεός όχι μόνο κατανοείται μέσω των ενεργειών του, όπως υποστήριξε ο Ακινάτης, είναι οι ενέργειές του. Είναι, με λόγια, η αιτιότητα στην καρδιά της creatio ex nihilo. Η φύση υπ' αυτή την έννοια θεωρείται συλλογή μοναδικών ατομικών οντοτήτων που έλαβαν ύπαρξη και προσδιορίζονται υπαρκτικά από τη θεϊκή βούληση κατανοούμενη ως αιτιότητα. Η έρευνα της φύσης όπως πραγματοποιείται στο πλαίσιο του νομιναλιστικού κινήματος είναι εν μέρει προσπάθεια να επιτευχθεί κάποιος βαθμός ασφάλειας με τη μελέτη της φύσης, η οποία θεωρείται θεόπνευστη ύπαρξη, δηλαδή ύπαρξη εμποτισμένη με θεϊκή βούληση υπό τη μορφή της αιτιότητας. Αυτή η νέα ιδέα για τη σχέση του Θεού και της φύσης διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο όχι μόνο στο νομιναλιστικό κίνημα αλλά και στην αναγεννησιακή και πρώιμη μοντέρνα επιστήμη, αρχής γενομένης με τον Nicholas της Cusa και συνεχίζοντας μέχρι τους Leibniz και Newton.

ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΑ ΣΤΕΝΑ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΤΙΣΗ, ΑΠΟ ΤΟ ΚΤΙΣΤΟ, Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΟΥΤΟΥ. ΣΥΝΕΠΩΣ Η ΔΗΛΩΣΗ ΟΤΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΧΑΡΗ Ή ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΝΟΗΜΑ ΔΙΟΤΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΝΟΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΝΕΑ ΚΤΙΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΝ ΛΥΤΡΩΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ. Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΑΝΟΙΓΕΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΔΙΟΤΙ ΑΝΑΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΙΑ ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΤΙΣΤΟΥ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου