Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (33)

Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ.

Του Xavier Tilliette.      
3. Φίχτε!

 Ο Πρόλογος του Αγίου Ιωάννη είναι ο κατεξοχήν τόπος της φιλοσοφικής Χριστολογίας και είναι πολύ εύκολο να κατανοήσουμε το γιατί! Σημειώνει την πράξη της ενώσεως της ελληνικής φιλοσοφίας με την Χριστιανική θρησκεία, το σημείο της ραφής και της εισαγωγής της νοήσεως στον Χριστιανισμό. Όσες προσπάθειες και αν έγιναν απο τους μοντέρνους ερμηνευτές, για να ξαναεπιβάλλουν την στενή βιβλική καταγωγή, όχι όμως του Φίλωνος, ούτε της Στοάς, του Λόγου-Λόγος σημαίνει ρήμα, όχι νόηση-μετά τον Ιουστίνο και τον Αυγουστίνο η παράδοση βλέπει στο κήρυγμα του Λόγου την συνάντηση και την ένωση ανάμεσα στην νόηση και το Ευαγγέλιο. Οι επιφυλάξεις των σχολιαστών εξάλλου στηρίζονται στην κατηγορική αρνηση των καθαρών φιλοσόφων, όπως για παράδειγμα του Χάιντεγκερ, για τον οποίο ο Λόγος του Ιωάννου αφορά εντελώς άλλο πράγμα. (Εισαγωγή στην Μεταφυσική).

Οι λέξεις οδηγοί του Χέρντερ, τα τρία L, Light, Leben, Lieber (φώς, ζωή, αγάπη) φτάνουν σαν κληρονομιά στον νεαρό Χέγκελ, αλλά περισσότερο μάλλον ξεπλυμένες και παγωμένες. Ο μελλοντικός μεγάλος στοχαστής δέν είναι τόσο φανερά ενθουσιασμένος απο τους υπέροχους στίχους του Προλόγου. Ο Hermann Nohl χρονολογεί το 1798-99 την σειρά των σκόρπιων κομματιών που συνιστούν "Το πνεύμα του Χριστιανισμού και την μοίρα του". Η γραμμή δίνεται δυστυχώς απο τον αντισημιτισμό, με τον Εβραίο σαν στόχο του. Το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι ο φοιτητής της φιλοσοφίας ούρλιαζε με τους λύκους:
          "Ο Λέων δέν φωλιάζει σε μία καρύδα, ούτε και το άπειρο πνεύμα στην φυλακή μίας Εβραϊκής ψυχής". Το πνευματικό "κατοικεί" αναγκαίως στους συνδυασμούς τής ξηρής πραγματικότητος": να εισέλθουμε στην βασιλεία, είμαι η Πύλη, είμαι η αληθινή τροφή, όποιος φάει την σάρκα μου κ.τ.λ. Στον Ιωάννη ελέγχεται η αποτυχία του να ξεπεράσει "τον απλό στοχασμό". Προτάσεις δηλ. οι οποίες συνδέουν ένα υποκείμενο και ένα κατηγορούμενο ιδιαίτερο (Θεός....Λόγος....Ζωή), χωρίς την παρέμβαση της έννοιας, του καθολικού. Αυτές οι προτάσεις δέν είναι αληθινές κρίσεις καθόσον είναι διατυπώσεις απλά αντικειμενικές, όπου το πνεύμα δέν εκφράζεται πνευματικά. Ο Χέγκελ λοιπόν θα απαιτήσει να διορθώσει τα πράγματα δίνοντας στον Λόγο την εννοιολόγηση τής νοήσεως. Το διώνυμο Θεός-Λόγος, περιέχει λοιπόν έναν χωρισμό, και αυτή η αξιολόγηση, ή κρίση, είναι ταυτοχρόνως και η επανένωσή τους, η σύνθεσή τους. Η κρίση ενώνει αυτό που κρατά χωρισμένο. Χάρη σ'αυτή την ταυτότητα στην διαφορά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το μέρος είναι το Όλον
Ανάμεσα στις νεανικές σημειώσεις τού Χέγκελ, ο σχολιασμός του Προλόγου είναι ανάμεσα στα πιό μέτρια κείμενά του. Η στοχαστική πρόθεση δέν βρήκε ακόμη τα πατήματά της  και εξασκείται ενάντια στις διατυπώσεις. Αντιθέτως μέσα στην πλήρη του ωριμότητα, στο "Μύηση στην μακάρια ζωή", ο Φίχτε διατυπώνει την διάσημη προσαρμογή του τού Προλόγου, την πιό διάσημη προσπάθεια αυτού του είδους. Ο Γκαίτε δέν είχε  γράψει ακόμη τους διάσημους μονοσύλλαβους:

Είναι γραμμένο : Εν Αρχή ήν ο Λόγος (το ρήμα).
Εδώ ήδη διστάζω: Ποιός θα με βοηθήσει να συνεχίσω; Είναι αδύνατον να εκτιμήσω σ'εναν τέτοιο βαθμό τον Λόγο. Πρέπει να μεταφράσω διαφορετικά.
Εάν στ'αλήθεια το πνεύμα μού συμπαρασταθεί.
Είναι γραμμένο: Στην αρχή ήταν η Αίσθηση. 
Εξέτασε προσεκτικά την πρώτη γραμμή
Ώστε η πέννα σου να μήν είναι βιαστική.
Είναι η αίσθηση που το όλον ενεργεί και δημιουργεί;
Θά'πρεπε να έχουμε: στην αρχή ήταν η Δύναμις.
 Παρ'όλα αυτά την στιγμή την ίδια που το γράφω, 
κάτι με πληροφορεί να μήν σταματήσω.
Το πνεύμα έρχεται πρός βοήθειά μου.
Ξαφνικά βλέπω καθαρά.
Και γράφω με εμπιστοσύνη : Στην αρχή ήταν η πράξη:

Γράφτηκαν το 1808, αλλά ο Φίχτε οικειοποιήθηκε αυτούς τους στίχους με την φλόγα και την ενέργεια ενός Φάουστ και  έκανε τον Πρόλογο την παραβολή της δικής του "Ιωαννείου φιλοσοφίας". Εάν παρ'όλα αυτά ο Γκαίτε σκέφθηκε αυτόν τοποθετώντας την πράξη στην πρώτη γραμμή, δέν ήταν καλά ενημερωμένος. Ο Φίχτε είχε προσλάβει και ξεπεράσει το Sfreben (την τάση) που νευρώνει το δόγμα της επιστήμης του 1794 και χαρακτηρίσει την βουλησιαρχία του Γκαίτε.

Ο Πρόλογος είναι ένα απόσπασμα καθαρού Χριστιανισμού και επομένως καθαρής φιλοσοφίας. Στις λαϊκές διαλέξεις τών αναφορών ή παραπομπών ο Φίχτε δίνει μία γεύση αυτής της  "Ιωαννείου φιλοσοφίας", η οποία είναι ταυτόσημη με την δική του μεταφυσική τού Φωτός. Το προοίμιο ανακοινώνει θριαμβευτικά την τέλεια συμφωνία ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την νόηση. Γιατί επιλέχθηκε ο Ιωάννης σαν επώνυμη φιγούρα; Αυτός είναι ο μόνος αντιπρόσωπος του αυθεντικού Χριστιανισμού, ο μόνος με τον οποίο ο φιλόσοφος μπορεί να συνεννοηθεί, ενώ ο Παύλος, φυλακισμένος τού Ιουδαϊσμού, παραμόρφωσε την θρησκεία τού Ιησού. Ο Ιωάννης είναι η φωνή, ο δάσκαλος, ο οποίος μεταφράζει με ακρίβεια την σκέψη και το κήρυγμα τού Δασκάλου. Απο την αρχή μέχρι το τέλος αυτού του Ευαγγελίου μιλά ο Χριστός, κάτι που δέν μπορούμε να ισχυρισθούμε για τα υπόλοιπα ευαγγέλια. Σε τέτοιο σημείο ώστε ο Πρόλογος να διαθέτει την ίδια αυθεντία με τους λόγους τού Ιησού. Το ευαγγέλιο του Ιωάννη είναι η μεγαλύτερη απόδειξη ενός αρχαίου Χριστιανισμού όσο και ο κόσμος και συμπίπτει δέ την εκσυγχρονισμένη φιλοσοφία του Φίχτε. Ο Χριστιανισμός και ο Ιωάννης "υψώνονται μεμονωμένοι σαν ένα αινιγματικό εποχιακό φαινόμενο, όσο και θαυμάσιο, χωρίς προηγούμενο αλλά ούτε και με αληθινή συνέχεια".
          Επομένως ο Φίχτε ανακοινώνει την ερμηνευτική του αρχή, η οποία είναι ενδογενής, ισάξια τής Θεολογικο-πολιτικής πραγματείας του Σπινόζα. Να κατανοούμε τους Χριστιανούς συγγραφείς, και ιδιαιτέρως τον Ιωάννη, σαν να ήθελαν να πούν πραγματικά κάτι και οι λόγοι τους σαν να ήταν σωστοί και αληθινοί, και να μήν προχωρούμε όπως για τους εθνικούς συγγραφείς με την βοήθεια μίας μεθόδου ιστορικής και συγκριτικής, απο την στιγμή που μία τέτοια πηγή συγκρίσεως δέν υπάρχει. Μ'αυτή την θέση, είναι αναγκαίο στην συνέχεια να διακρίνουμε με προσοχή στο δόγμα του Ιωάννη, ό,τι είναι απολύτως αληθινό και για όλες τις εποχές, απο εκείνο που είναι η οπτική γωνία του Ιησού και του Ιωάννη, που είναι αληθινή για την εποχή τους και μόνο. Αυτη η κεντρική διάκριση ανάμεσα στο μεταφυσικό και το ιστορικό εμφανίζεται ήδη απο τον Πρόλογο. Είναι μία κληρονομιά του Κάντ τής "θρησκείας", όπου χαράσσεται ξεκάθαρα η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο λογικό αρχέτυπο (υπερβατικό πρωτότυπο, προσωποποιημένη ιδέα της Αρχής του Αγαθού, ιδανικό του ανθρώπου τελείως ευνοϊκού στην κρίση τού Θεού), το οποίο είναι ταυτόσημο, απο το ένα μέρος, στον Λόγο του Ιωάννη και απο το άλλο, στην παραδειγματική μορφή του Δασκάλου τού Ευαγγελίου, η οποία σαν υπόθεση, μπορεί να υπολογισθεί μία ιστορική υπόσταση της Αγαθής Αρχής (του Summum Bonnum), χωρίς να είναι απαραίτητο να πάρουμε θέση για το Είναι του και την φύση του: σ'αυτόν σαν σε ένα αληθινό μοντέλο εφαρμόζεται η σχηματοποίηση του Προλόγου και αυτός δέν είναι λιγότερο υποκείμενο συγκρινόμενος με το προσωποποιημένο ιδανικό, το οποίο αξιολογεί και ξεχωρίζει τις Χριστολογικές διατυπώσεις. Επι πλέον η ίδια του η ύπαρξη, παρά το ότι είναι μία πολύ δυνατή βοήθεια, δέν είναι αναγκαία, καθώς είναι αλήθεια, απολύτως, ότι εκείνο που μετράει είναι ο εσωτερικός Χριστός, το αρχέτυπο της νοήσεως, στο οποίο αναφέρεται κάθε καλή συμπεριφορά.
          Ο Φίχτε θα βαδίσει πέραν του χωρισμού στο πρόσωπο του Ιησού, αλλά πρόκειται για μία περαιτέρω μελέτη η οποία δέν αφορά την ανάλυση του Προλόγου. Αυτή η "δογματική είσοδος" του τετάρτου Ευαγγελίου, δέν είναι μία τυχαία φιλοσοφική κάλυψη (για τον Χέγκελ ήταν μία κουρασμένη προσπάθεια στοχασμού), η οποία είναι ανεξάρτητη πάνω κάτω απο την αφήγηση που ακολουθεί. Αντιθέτως αντιπροσωπεύει "το πνεύμα και την ρίζα την πιό εσωτερική, ολοκλήρου του δόγματος του Ιησού".
          Μ'αυτή την προϋπόθεση ο Φίχτε αντιμετωπίζει τον ακριβέστατο σχολιασμό ο οποίος θα ξεδιπλώσει ταχύτατα. Το ξεκίνημα "Εν Αρχή", με μία αναφορά στην Εξαήμερο, στρέφεται εναντίον της ιδέας της δημιουργίας: "Ας ελευθερωθούμε απο αυτό το φάντασμα ενός γίγνεσθαι αρχής γενομένης απο τον Θεο", φαίνεται να βροντοφωνάζει ο Ευαγγελιστής. Ο Θεός δέν είχε ανάγκη καμμία να δημιουργήσει. Στην αρχή λοιπόν ήταν ο Λόγος απο τον οποίο έγιναν τα πάντα. Ο Λόγος, πάντοτε στον Θεό και κοντά στον Θεό, μας ελευθερώνει "απο την έρημο του τίποτα και απο τον απαιτητικό και εχθρικό δεσπότη".
          Αντίθετα απο τον Χέγκελ, ο Φίχτε, δέν θεωρεί ένα λάθος και ένα είδος αστείου την παράταξη των αρχικών προτάσεων. Μπορούμε να σκεφθούμε το μυστικό Είναι του Θεού, μπορούμε να συλλάβουμε την ύπαρξη του μόνον μέσω της πράξης, τού γεγονότος. Αλλά εάν υπάρχει, αυτό το οφείλει αναγκαίως στην εσωτερική του ουσία, την απόλυτη. Η ύπαρξή του, μόνον για μας ξεχωρισμένη απο το Είναι του, δέν είναι καθαυτή και σ'αυτόν. Είναι αρχική, άχρονη, ταυτόσημη με το Είναι. Ο Λόγος τού Θεού, ο Λόγος καθορίζει αυτή την κατοίκηση δίπλα στον Θεό και σ'Αυτόν. Αυτός είναι η πνευματική έκφραση του Θεού, η καθαρή και νοητή φανέρωσή του. Με άλλους όρους, η άμεση ύπαρξη του Θεού είναι συνείδηση, δική της και του Θεού. Ο στίχος 3 (πάντα δι'αυτού εγένετο...) σημαίνει λοιπόν ότι ο κόσμος και τα πράγματα υπάρχουν μόνον στην έννοια-στον Λόγο του Ιωάννη-καθότι κατανοημένα και συνειδητά, αναγγελίες εκ μέρους του Θεού και της υπερβατικότητός του. Η έννοια ή ο Λόγος είναι λοιπόν ο μοναδικός δημιουργός του κόσμου και της διαφορετικότητός του. Στό λεξιλόγιο του Φίχτε ή "γνώση" θα αντικατασταθεί με την συνείδηση.
          Οι δύο επόμενοι στίχοι ο 4 και ο 5 -η ζωή και το φώς-ξαναδιαβάζονται ώς εξής: η ζωή θεμέλιο, το πιό βαθύ, κάθε ζωντανής υπάρξεως, ουσιώδες, αιωνίως κεκρυμένη, ήταν σ'Αυτόν, στην άμεση Θεία ύπαρξη, στον αληθινό άνθρωπο, αυτή ήταν Φώς, συνειδητή αντανάκλαση. Αυτό το αιώνιο πρωτογενές φώς έλαμπε στα σκότη των κατώτερων βαθμών της πνευματικής ζωής, τους μετέφερε ανώνυμα και τους διατηρούσε στην ύπαρξη, χωρίς να το γνωρίζουν. Το δράμα του φωτός και του σκότους φαίνεται έτσι μειωμένο μπρός στην έκτακτη ανάγκη της συνειδήσεως χωρίς κανέναν κίνδυνο και χωρίς καμμία μονομαχία μέσω της σκοτεινιάς των ειδών. Όσο για την σύνθεση των τριών πρώτων στίχων, αυτή ζυμώνει την οντολογία με τον τριαδικό στοχασμό: ο Θεός, του οποίου η ουσία είναι η ύπαρξη, βλέπει όλα τα πράγματα μέσα στον Λόγο του.    
          Η κατάργηση τής εκ του μηδενός δημιουργίας, η οποία αντεκατεστάθη απο μία αιώνια δημιουργία, νοητική, προεικονισμένη στον Λόγο, ακουμπάει έναν "εκλεπτυσμένο πανθεϊσμό". Περιέχεται στην μυστικιστική φιλοσοφία του Φίχτε και μπορούμε να βρούμε έναν υπέροχο απόηχο σε ένα απο τα τρία σονέττα-το τρίτο-στο οποίο συμπύκνωσε το δόγμα του. Η πίστη είναι σκέψη, στοχασμός: "η ίδια η καθαρή σκέψη είναι η Θεία ύπαρξη" και αυτή δέν είναι τίποτε άλλο απο την καθαρή σκέψη" Η ζωή της σκέψης λοιπόν είναι η Θεία ζωή, αλλά σε απόλυτη εικόνα. Η Μακάρια ζωή είναι διαλογισμός της Θείας ζωής, η πίστη είναι όραμα.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου