Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (82)

Συνέχεια από Παρασκευή, 22 Ιουλίου 2022

                                   HANS URS VON BALTHASAR
                                          ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                        Τρίτος Τόμος

            ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
                                                 4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                     V. ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
                                                          ε) Θεολογία
                                                        ( 3η συνέχεια )

3. Αυτή η ταυτότητα (ατομικής και «κοινής» γλώσσας στο πρόσωπο του Ιησού…) παραμένει ένα αναπόδεικτο για εμάς τούς ανθρώπους αίτημα, εφ’ όσον δεν αποσαφηνίζεται μέσα απ’ το ίδιο το φαινόμενο. Και δεν είναι δυνατόν να αποσαφηνισθή, αν δεν υφίσταται στο ίδιο κατ’ αρχάς το φαινόμενο, ώστε να μπορή να αναγνωρισθή από εκεί. Γι’ αυτό και απαιτείται, τόσο για την πίστη όσο και για τη στοχαστική και διαφωτίζουσα θεολογία, το αντικειμενικό πρώτα απ’ όλα Άγιο Πνεύμα, που παράγει και μαρτυρά (πιστοποιεί) την ενότητα του Θεού (του Πατρός) και του Λόγου του (που είναι ο ενσαρκωμένος Ιησούς Χριστός), για να μπορή να παρουσιάζη και να «αξιοπιστή», ως υποκειμενικό στη συνέχεια Άγιο Πνεύμα, αυτήν την αντικειμενική ενότητα στους πιστούς (( !!!! )) . Είναι αυτό και μόνον αυτό το Πνεύμα που μπορεί να αποδείξη αντικειμενικά και σωστά, ότι στο συνολικό φαινόμενο του Ιησού δεν «προβάλλεται» (απλώς) σε κάτι το απόλυτο, το αντιφατικό και υπαρξιακό (της ανθρώπινης ζωής) – η κραυγή π.χ. της εγκατάλειψης και η (ταυτόχρονη) διαβεβαίωση, ότι δεν θα αφεθή ποτέ μόνος (ο Ιησούς, ο άνθρωπος) απ’ τον Πατέρα – , ώστε να παραμένη το «παράδοξο» ή η «διαλεκτική» ο τελευταίος λόγος «εξήγησης» της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλ’ ότι αυτό που είναι πράγματι αντιφατικό σ’ αυτόν τον κόσμο – όπως η αγάπη και η αμαρτία – ενώνεται και «διαλύεται» αναντίρρητα στη φανέρωση της απόλυτης αγάπης στο πρόσωπο (στην ύπαρξη) του Ιησού.[Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ] «Η λέξη τιμωρία μάς παραπέμπει σε κάποιον που τιμωρεί· αν όμως ο Θεός τιμωρή, εμφανίζεται ένας δομικός υπαρξιακός νόμος, όπου κάποιος συμπεριφέρεται «ανάστροφα» τόσο απέναντι στον άνθρωπο όσο και στον εαυτό του. Η ευσπλαγχνία όμως τού Θεού είναι αντίθετα κάτι, που υπερβαίνει τα κατανοητά και αντιφατικά δεδομένα τής αγαθότητας και της τιμωρίας. Η ευσπλαγχνία είναι κάτι περισσότερο από μιαν απλήν αγαθότητα», περιλαμβάνοντας και τον Σταυρό, που «ανυψώνει» σε αγάπη την τιμωρία· κι όποιος το «αναγνωρίζει» αυτό, σ’ αυτόν αποκαλύφθηκε η εικόνα τού Θεού, και καλείται κι ο ίδιος ν’ αλλάξη, αντίστοιχα προς αυτήν την εικόνα: «Να είστε (γίνεσθε) ευσπλαγχνικοί (οικτίρμονες), όπως είναι και ο Πατέρας σας στον ουρανό οικτίρμων» (Λουκ. 6, 36) (Βλ. Luigi Giussani, Alla ricerca del volto umano – Αναζητώντας το ανθρώπινο πρόσωπο· Jaca Book Milano 1984). Δεν υπάρχει τότε κανένα (πια) παράδοξο, και καμμιά πλέον αντίφαση σ’ αυτήν την εικόνα τού Θεού, που μας την αποκαλύπτει μόνον το Άγιο Πνεύμα, όπως το βλέπουμε να συμβαίνη και με τον πατέρα τού ασώτου και απωλεσθέντος υιού, ή τού κυρίου τού αμπελώνος, που αμείβει εξίσου όλους τούς εργάτες. Αυτός ο Πατέρας δεν έχει τίποτα το αντι-θεϊκό, είτε πρόκειται για την αποξένωση της αμαρτίας (( ; )) είτε για μιαν ενδοκοσμικά «στενή» («στενόχωρη») δικαιοσύνη. Aλλά τον ενδιαφέρει ένα και μόνο, ακατανόητο για τον άνθρωπο: το να μεταφέρη το Άγιο Πνεύμα το αντικειμενικό φως ως μεταστροφή, πίστη και μίμηση Θεού στο υποκειμενικό εσωτερικό τού ανθρώπου. Το να θεωρήσουμε και να αποδεχθούμε κάτι τέτοιο σαν ένα καθαρά αντικειμενικό γεγονός, αυτό θα περιέκλειε πάλι μιαν αντίφαση: δεν υπάρχει «αισθητική» χωρίς «δραματικότητα». Η θεώρηση του φαινομενικά αντιφατικού ως ενότητα απαιτεί πράγματι την «τέχνη», να μπορής να «απλοποιής» αυτό που είναι διασκορπισμένο, απαιτεί την τόσο «εξυμνημένη» απ’ τους πνευματικούς τού Μεσαίωνα, από έναν Wilhelm von St.Thierry π.χ., «απλοϊκότητα». Εκείνη τη σοφία τής πίστης, που αντιτίθεται στη “scientia inflat” (τη γνώση που φυσιοί) που αναφέρει ο Παύλος, και μας οδηγεί να δούμε για πρώτη φορά με «αθώα ματιά» τον Θεό. Μια απλοϊκότητα, που δεν αναπτύσσεται παρά όταν ακολουθήσουμε τη «συνετή» θεολογία. Και η «ακολουθία» αυτή σημαίνει τότε, πως δεν ξεκινάμε να σκεφτόμαστε αφ’ εαυτών εμείς οι ίδιοι, αλλά ως απάντηση και απαντώντας στην πρόσκληση, αλλά και την (προσωπική) επίσης κλήση εκ μέρους αυτού τού θαύματος του Θεού – ότι ο (ιδιαίτερος) Λόγος και ο (κοινός) Ορίζοντας μπορεί να είναι ένα.[Η ΤΑΥΤΟΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΙΔΙΟΥ ΤΡΙΑΔΟΣ] «Ο ίδιος ο Θεός γίνεται έτσι, ως φορέας τού αυτονόητου, ο πιο αυτονόητος απ’ όλα, αλλά και ο πιο ακατανόητος, γιατί η παρουσία του είναι ένα δώρο και κατά κανέναν τρόπο αποτέλεσμα κάποιων άλλων προϋποθέσεων». Το οποίο σημαίνει για τη θεολογική σκέψη, ότι «Ο Θεός ξεκινά με μιαν απάντηση, και η απάντηση δεν αποτελεί επ’ ουδενί πλέον ένα οποιοδήποτε ασφαλές και παρασκευαζόμενο αποτέλεσμα». Δεν χάνει όμως τότε το δικό της σίγουρο θεμέλιο, να ξεκινά δηλ. απ’ αυτό που της είναι προφανές, η ανθρώπινη επιστήμη; Και δεν χάνει κάθε είδους θεμελίωση στη φιλοσοφία η θεολογία; Η απάντηση θα είναι εδώ αυτό που υποστηρίξαμε ήδη: ότι κάθε γνώση ανθρώπου από άνθρωπο βασίζεται σε μια πίστη (την ελευθερία τού άλλου), κι ότι όλες οι φυσικές επιστήμες προετοιμάζουν (απλώς) εκείνο που οικοδομεί η απόφαση της πίστης, κι όχι το αντίστροφο. Όπως μια μεμονωμένη λέξη δεν μπορεί να κατανοηθή παρά μόνο μέσα στο σύνολο ενός διαλόγου, έτσι δεν μπορεί και ο Λόγος τού Θεού τής χριστιανικής πίστης να κατανοηθή παρά μέσα στο δικό του «σύνολο», στην τέλεια δηλ. ενότητα της ιερής ιστορίας απ’ τον Αβραάμ μέχρι και σήμερα, και στην ενότητα βασικά τής ζωής τού Ιησού απ’ τον Ευαγγελισμό μέχρι την Ανάληψη. Και «στο κέντρο αυτού τού κέντρου» υπάρχει το “pro nobis” (υπέρ ημών) του Σταυρού, χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πιστέψουμε στη μεταφυσικότητα της ευσπλαγχνίας, πέρα από κάθε αγαθότητα και αυστηρότητα, του Θεού, ούτε στην εντολή, να σηκώνουμε καθημερινά τον Σταυρό του. Αυτό το “pro nobis” (υπέρ ημών) θα είναι βέβαια πάντοτε αμφίβολο για τους «φρόνιμους και σοφούς» αυτού τού κόσμου, και μόνον οι «απλοϊκοί» θα μπορούν να δουν, ότι είναι αυτό ακριβώς που ενοποιεί, καθιστώντας τους κατανοητούς, όλους τούς λόγους τού Θεού. Γιατί εδώ και μόνο τέμνονται η κατωτάτη κάθοδος και η υψίστη άνοδος (Φιλ. 2, 6-11), ο προπορευόμενος Θεός και ο άνθρωπος που ακολουθεί («και όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται», Ιωάν. 12, 26), και συνενούνται, εν συντομία ειπείν, οι δυό πλευρές τής Διαθήκης, και λαμβάνει χώρα το “id quo majus cogitari nequit” («το μεγαλύτερο ανάμεσα σ’ αυτά που μπορούν να θεωρηθούν»). Δεν πρόκειται όμως παρά για ένα έργο τού Αγίου Πνεύματος, που «ενσωματώνει» στο υποκείμενο την αντικειμενική ενότητα που το ίδιο επενεργεί: «και ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι Αγίω» (Α’ Κορ. 12, 3) (( Σημ.τ.μετ.: Δεν μπορούμε να αντικαθιστούμε με δικά μας λόγια τούς λόγους τού Ευαγγελίου, γιατί πέφτουμε σε μεγάλες απρέπειες, εξυπηρετώντας τις πλανεμένες και μόνον ιδεοληψίες μας…)).

( συνεχίζεται )

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου