The primary lesson here is not about….“socialism” or even “communism” since Castro, Mao, Stalin, and Lenin did not actually attempt to implement any of those ideas.’ (Nathan Robinson, Current Affairs, October 2017)
Γράφει ο Γρηγοριάδης Κωνσταντίνος
Στις αρχές του προηγούμενου έτους κυκλοφόρησε από το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (Institute of Economic Affairs) ένα ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Socialism: The Failed Idea that never dies» (Σοσιαλισμός: Η αποτυχημένη ιδέα που δεν πεθαίνει ποτέ) με συγγραφέα τον Kristian Niemitz, διευθυντή του συγκεκριμένου ινστιτούτου. Ο προκλητικός υπότιτλος αμέσως αποκαλύπτει την στάση του συγγραφέα απέναντι στον σοσιαλισμό, αλλά εγείρει το αναμενόμενο ερώτημα γιατί η συγκεκριμένη ιδεολογία συνεχίζει να έχει σημαντικό αριθμό υποστηρικτών παρά τις συνεχείς αποτυχίες. Στο ακόλουθο κείμενο θα παρουσιαστούν οι βασικές απόψεις του βιβλίου, οι λόγοι για τους οποίους ο σοσιαλισμός εξακολουθεί να θεωρείται μια εναλλακτική πρόταση για ένα καλύτερο μέλλον παρά την ιστορική εμπειρία και στο τέλος θα παρουσιαστούν ορισμένες προεκτάσεις, που προκύπτουν από τις θέσεις του Niemitz.
Αρχικά, επίκεντρο της κριτικής του συγγραφέα είναι η θέση που αντιτάσσουν οι υποστηρικτές, όταν αναφέρεται σε έναν διάλογο η ιστορική αποτυχία ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος, ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν «ήταν πραγματικός σοσιαλισμός» (ή δεν «ήταν πραγματική Αριστερά»). Αυτή η θέση, η οποία έχει λάβει το χαρακτήρα συμβατικής σοφίας, εντοπίζεται πολλές φορές στο ιστορικό παρελθόν μετά από την κατάρρευση ενός σοσιαλιστικού πειράματος. Πιο συγκεκριμένα, ο Niemitz παρουσιάζει ένα μοτίβο, το οποίο συναντάται σε όλες τις απόπειρες οικοδόμησης σοσιαλιστικού μοντέλου, όπως το ονειρεύονταν οι υποστηρικτές του. Το μοτίβο αυτό αποτελείται από τρεις βασικές φάσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μια μεταβολή της στάσης των υποστηρικτών προς το σοσιαλιστικό πείραμα: α) στην πρώτη περίοδο, ενώ το πείραμα βρίσκεται σε εξέλιξη, ουδείς εκ των υποστηρικτών δεν αντιτάσσει κριτική αντίρρηση, αλλά όλοι πιστεύουν ότι οικοδομείται μια πραγματικά σοσιαλιστική κοινωνία απαλλαγμένη από τα δομικά προβλήματα του καπιταλισμού, β) σε αυτήν την περίοδο αρχίζει η προσπάθεια δικαιολόγησης των καθεστώτων με αμυντικό τόνο μετά την αποκάλυψη των αποτυχιών τους στη Δύση, γ) μετά την κατάρρευση του πειράματος, το καθεστώς απορρίπτεται διότι δεν αποτέλεσε παράδειγμα πραγματικού σοσιαλισμού.
Σχεδόν σε όλες τις απόπειρες εγκαθίδρυσης σοσιαλιστικής κοινωνίας από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα, στις οποίες αφιερώνεται ξεχωριστό κεφάλαιο για κάθε μία (ΕΣΣΔ, Κίνα, Καμπότζη, Κούβα, Βόρεια Κορέα, Αλβανία, Ανατολική Γερμανία, Βενεζουέλα), ο Niemitz παρουσιάζει αποσπάσματα τοποθετήσεων υποστήριξης τόσο πολιτικών, όσο και διανοουμένων, οι οποίοι στην αρχή πίστευαν ότι στις χώρες αυτές οικοδομούνταν τα σοσιαλιστικά οράματα. Όμως, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων αυτών, οι ίδιοι τα απέρριπταν ως μη σοσιαλιστικά. Σε κάθε κεφάλαιο ο συγγραφέας αναφέρεται στη στάση διανοουμένων της Δύσης (π.χ Noam Chomsky, Angela Davis, Slavoj Zizek), οι οποίοι παντού αναπτύσσουν την ίδια στάση επιβεβαιώνοντας το μοτίβο των τριών φάσεων (εξαίρεση συνιστά η περίπτωση της Βενεζουέλας). Το προφανές γνώρισμα αυτού του μοτίβου, που συναντάται πολύ συχνά στους υποστηρικτές, είναι ότι στην πρώτη φάση κανείς δεν στέκεται κριτικά απέναντι στην απόπειρα οικοδόμησης ενός σοσιαλιστικού μοντέλου, αλλά όλοι εκστασιάζονται από τη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Μόνο μετά την αποτυχία του μοντέλου αυτού, αυτοί απαντούν αναδρομικά ότι «εκεί δεν εφαρμόστηκε πραγματικός σοσιαλισμός».
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, ότι η απάντηση περί «μη πραγματικού σοσιαλισμού» δίνεται μετά την αποτυχία του πειράματος ακυρώνοντας έτσι την πρώτη στάση θαυμασμού. Η ασυνέπεια ανάμεσα στα λεγόμενα πρώτης και τρίτης φάσης είναι ένας βασικός λόγος, σύμφωνα με τον Niemitz, για τον οποίο ο σοσιαλισμός ως ιδέα, αν και απέτυχε μετά από πολλές απόπειρες εφαρμογής, αντέχει στο χρόνο. Δηλαδή, οι υποστηρικτές παρά τις αποτυχίες διασώζουν στη θεωρία το σοσιαλιστικό όραμα, επειδή οι ίδιοι κρατούν απόσταση από τα πραγματικά γεγονότα χωρίς να αποδεχτούν ότι έσφαλαν στην πρώτη φάση εμμένοντας στις σοσιαλιστικές διακηρύξεις, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό αφηρημένες. Τελικά, όταν προκαλούνται να εξηγήσουν πως λειτουργεί στην πράξη ένα σοσιαλιστικό μοντέλο, αυτοί αδυνατούν να παρουσιάσουν συγκεκριμένα τις θεσμικές παραμέτρους π.χ της αταξικής κοινωνίας ή της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Έτσι, ο σοσιαλισμός επιβιώνει ως αφηρημένη ιδέα, διότι οι υποστηρικτές του αποστασιοποιούνται από τα αποτυχημένα ιστορικά παραδείγματα.
Ο Niemitz, αφού εντοπίζει το μοτίβο των φάσεων στα σοσιαλιστικά καθεστώτα, εξηγεί σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο περαιτέρω τους λόγους που διατηρούν έντονη την υπεράσπιση του σοσιαλισμού. Αρχικά, ο συγγραφέας αναφέρεται στο κοινωνικό διαισθητικό μοντέλο (social intuitionist model) του Jonathan Haidt και στην αντίληψη «ορθολογικής ανορθολογικότητας» (rational irrationality) του Bryan Caplan.
Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, οι άνθρωποι έχουν την τάση να μην προσπαθούν να φτάσουν σε ένα συμπέρασμα μέσω μιας ορθολογικής διαδικασίας, αλλά να το υιοθετούν εξ αρχής και να επιχειρούν να το ενισχύσουν με επιχειρήματα εκ των υστέρων.
[Αυτό μας βοηθά να το κατανοήσουμε η έρευνα του Τζόναθαν Χάιντ [Jonathan Haicht] (2012) για το πώς εξελίχθηκαν οι ικανότητές μας στην ηθική και πολιτική συλλογιστική, και πώς λειτουργούν. Ο Χάιντ δείχνει ότι μεγάλος μέρος της ηθικής και πολιτικής μας συλλογιστικής αποτελεί εκ των υστέρων εκλογίκευση. Πρωταρχικός σκοπός της δεν είναι να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, αλλά να δικαιολογήσει ένα συμπέρασμα στο οποίο έχουμε ήδη καταλήξει. Συχνά καταλήγουμε σε ένα συμπέρασμα γρήγορα και διαισθητικά, και κατόπιν αναζητούμε επιλεκτικά επιχειρήματα για να το στηρίξουμε εκ των υστέρων. Ο Χάιντ το συνοψίζει αυτό στην εξής φόρμουλα «οι διαισθήσεις έρχονται πρώτες, ο στρατηγικός λόγος έρχεται δεύτερος».
Επομένως, το μυαλό μας δεν λειτουργεί όπως ένας δικαστής που μελετά τα αποδεικτικά στοιχεία, τα ζυγίζει, τα ερμηνεύει, και του μόνο φτάνει σε ένα συμπέρασμα. Λειτουργεί περισσότερο όπως ένας δικηγόρος που αποφασίζει τη γενικότερη θέση που θέλει να πάρει στο δικαστήριο από νωρίς (για παράδειγμα, «ο πελάτης μου είναι αθώος») και έπειτα χτίζει την επιχειρηματολογία του επάνω σε αυτή. Αυτή η επιχειρηματολογία μπορεί να είναι απολύτως λογική, συνεκτική και πειστική. Δεν είναι όμως ο λόγος για τον οποίο ο δικηγόρος κατέληξε σε αυτή τη θέση. Ο δικηγόρος ξεκίνησε από αυτή τη θέση και έπειτα σχεδίασε αναδρομικά μία επιχειρηματολογία για αυτή. Αν αυτή η επιχειρηματολογία αποτύχει (αν, για παράδειγμα, το άλλοθι του πελάτη αποδειχθεί ψευδές), ο δικηγόρος δεν να εγκαταλείψει τη θέση του. Θα επιμείνει στη θέση του και θα τη δικαιολογήσει με διαφορετικό τρόπο. Θα δημιουργήσει μία νέα επιχειρηματολογία που θα καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα. Αν τα στοιχεία εναντίον του είναι τόσο συντριπτικά που δεν υπάρχει τρόπος να επιμείνει σε αυτή τη θέση, θα συμβιβαστεί με τη μικρότερη δυνατή παραχώρηση].
Έτσι, σε πείραμα του Haidt, στο οποίο καλείται κάποιος να εκφράσει ηθική κρίση σχετικά με μια πράξη Χ και να εξηγήσει τους λόγους του, ο ερωτώμενος διαφωνεί με την πράξη υποστηρίζοντας ότι θα οδηγήσει στο αρνητικό αποτέλεσμα Α. Όμως, όταν αλλάζει η διατύπωση του ερωτήματος για να μην δοθεί η ίδια απάντηση, ο ερωτώμενος αντί να αναπτύξει άλλη στάση σχετικά με την πράξη Χ, απαντά πάλι ότι θα προκαλέσει το αποτέλεσμα Β κ.ο.κ[1]. Αυτό αποδεικνύει, ότι οι απαντήσεις αυτές δεν αντιπροσώπευαν τους πραγματικούς λόγους εναντίωσης στην πράξη Χ, αλλά αυτές λειτουργούσαν ως εκ των υστέρων δικαιολογήσεις μιας αρχικής προκατάληψης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Haidt επισημαίνει, πώς συναίσθημα και λογική δεν έρχονται σε σύγκρουση, αλλά το πρώτο, ενω οδηγεί κάποιον να ενστερνιστεί εύκολα μια θέση, επιστρατεύει τη λογική ώστε να συγκροτηθούν επιχειρήματα υπέρ αυτής της θέσης.
Επίσης, η αναφορά στην ανάλυση του Bryan Caplan εξηγεί περαιτέρω την συνεχή υποστήριξη πολλών ανθρώπων προς τον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στις ανορθόλογες πεποιθήσεις, που αφορούν την προσωπική ζωή κάποιου, και στις ανορθόλογες πολιτικές πεποιθήσεις, καθώς στην περίπτωση των δεύτερων δεν υπάρχει προσωπικό κόστος για τον ενστερνισμό αυτών. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να ασπάζεται ξενοφοβικές απόψεις, αλλά ταυτόχρονα να προσλάβει ξένο εργάτη στην επιχείρησή του ή να δουλέψει για ξένο εργοδότη, εάν κάτι τέτοιο εξυπηρετεί το συμφέρον του[2]. Ενώ υιοθετούν ανορθόλογες πεποιθήσεις, πράττουν σαν να ασπάζονται ορθολογικές (σύμφωνα με την εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος). Έτσι, η πεποίθηση που είναι ικανοποιητική συναισθηματικά και δεν συνοδεύεται από κάποιο κόστος αναμένεται να υιοθετηθεί εύκολα. Πίσω από αυτήν την τακτική υπάρχει η ανάλυση κόστους – οφέλους (cost – benefit analysis), η οποία, όμως, είναι ορθολογική. Δηλαδή, η υιοθέτηση μιας εσφαλμένης άποψης είναι ορθολογική στο μέτρο που συνυπολογίζονται τα προσδοκώμενα οφέλη, χωρίς να προκύπτει προσωπικό κόστος. Γι’ αυτό και η στάση αυτή αποκαλείται «ορθολογική ανορθολογικότητα»[3].
Η στάση της «προκατάληψης επιβεβαίωσης» (confirmation bias) συναντάται συχνά στους υποστηρικτές του σοσιαλισμού, καθώς ακόμα και κατακτήσεις στα φιλελεύθερα κράτη της Ευρώπης, όπως η παροχή δημόσιας παιδείας ή δημόσιας υγείας, παρουσιάζονται ως καινοτόμα κεκτημένα από τους υποστηρικτές μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί η υπεροχή του σοσιαλιστικού μοντέλου. Επίσης, ο Niemitz σημειώνει πώς στην ίδια στάση ανήκει και η τακτική του ‘Whataboutism’, δηλαδή η αντερώτηση του τύπου «Γιατί δεν μιλάς για το..;» ή «Γιατί αποκρύβεις το..;» αλλάζοντας το θέμα συζήτησης ώστε να αποφευχθεί η παραδοχή αποτυχίας του σοσιαλιστικού μοντέλου, αλλά και να ενοχοποιηθεί ηθικά ο αντίπαλος της συζήτησης ως υποστηρικτής μιας υποδεέστερης μορφής πολιτικής οργάνωσης. Η ανάλυση του Caplan, επίσης, είναι σημαντική, καθώς στην περίπτωση των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, δεν υπάρχει κάποιο προσωπικό κόστος υποστήριξης των σοσιαλιστικών οραμάτων, καθώς οι ίδιοι ζουν στη Δύση και οι επιλογές τους διαμορφώνονται συνεκτιμώντας πάντοτε τον παράγοντα του ατομικού συμφέροντος. Μάλιστα, η ανυπαρξία κόστους είναι πιο εμφανής στην περίπτωση γνωστών διανοουμένων, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τη φήμη τους και το θαυμασμό αρκετών αναγνωστών παρά τις συνεχείς εσφαλμένες εκτιμήσεις τους σχετικά με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Πέρα από την αξιοποίηση των αναλύσεων του Haidt και του Caplan, ο Niemitz υποστηρίζει ότι ένας επιπρόσθετος λόγος για την υποστήριξη σοσιαλιστικών ιδεών είναι ο ενστικτώδης αντι – καπιταλισμός, ο οποίος ανάγεται ήδη στην προϊστορική εποχή. Οργανωμένος ο άνθρωπος ως μέλος μιας φυλής, επιβίωνε κυνηγώντας ζώα. Σε αυτό το πλαίσιο οργάνωσης, δεν υπάρχει καταμερισμός της εργασίας και τα μέλη μιας φυλής έχουν κοινό στόχο, η επίτευξη του οποίου είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας. Έτσι, η οικονομική δραστηριότητα είναι στοχευμένη συνειδητά και οι προθέσεις των μελών έχουν σημασία, καθώς αυτοί που προωθούν την ευημερία του συνόλου καταλήγουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της, όπως και όσοι μεριμνούν να πλουτίσουν εις βάρος της ομάδας. Δεν υπάρχουν μη προσδοκώμενα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν απρόβλεπτα παρά τις ενδεχόμενες αντίθετες προσπάθειες των μελών της ομάδας. Έτσι, η αντίδραση των μελών είναι ευαίσθητη και άμεση σε όποιον μεριμνά για το δικό του συμφέρον, γιατί μπορούν να τον δουν να το επιτυγχάνει. Επομένως, ο Niemitz υποστηρίζει ότι οι διαισθήσεις που αφορούν τα οικονομικά ζητήματα συνιστούν κληρονομιά αυτής της εποχής[4].
Επιπλέον, η ίδια η απάντηση για ένα καθεστώς ότι «δεν ήταν πραγματικά σοσιαλιστικό» εμπίπτει στο σόφισμα του ουδενός πραγματικού Σκώτου (No true Scotsman fallacy)[5]. Σύμφωνα με αυτό το σόφισμα, το τι είναι πραγματικό ορίζεται με βάση τα αποτελέσματα, τα οποία προσδοκά να δει κάποιος και όχι με βάση τα λειτουργικά γνωρίσματα που συγκροτούν την ύπαρξή του. Το αν τα αποτελέσματα είναι θετικά ή όχι, δεν επηρεάζουν την ουσία π.χ ενός πολιτικού συστήματος, αλλά κυρίως συμβάλλουν στην περαιτέρω αξιολόγησή του. Μια άλλη εκδοχή του σοφίσματος σε ανεκδοτολογικό επίπεδο είναι η ρήση – σόφισμα του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Gary Lineker: « Το ποδόσφαιρο είναι ένα απλό παιχνίδι: 22 παίκτες κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί». Στο παράδειγμα αυτό, το τί είναι ποδόσφαιρο καθορίζεται από το ποιός κερδίζει στο τέλος και όχι από τους κανόνες του ίδιου του αθλήματος. Αναλόγως, το τί είναι σοσιαλισμός πρέπει να ορίζεται από τα γνωρίσματα του αντίστοιχου μοντέλου και όχι από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, όπως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ή ο ο έλεγχος του οικονομικού βίου από τους εργάτες.
Το βιβλίο του Niemitz, αν και είναι φανερό ότι εκφράζει στήριξη προς το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμός), η κριτική του στον σοσιαλισμό δεν διατυπώνεται σε επίπεδο θεωρητικό. Αντιθέτως, επιχειρεί να αποδομήσει λογικά την στάση υποστηρικτών, οι οποίοι παρακάμπτουν εκ των υστέρων τα σοσιαλιστικά πειράματα του 20ου αιώνα ως μη σοσιαλιστικά. Εδώ πρέπει να επισημανθεί, ότι ο ανορθολογικός τρόπος πρόσληψης των πειραμάτων αυτών από τους σοσιαλιστές (όπως παρουσιάζονται παραπάνω) συνεπάγεται ότι σε διαφορετική περίπτωση ο σοσιαλισμός θα αναμενόταν να χάσει την πλήρη υποστήριξή του από οποιονδήποτε. Δηλαδή, πίσω από την εύστοχη κριτική του Niemitz, φαίνεται ότι η άλλη πιθανότητα θα ήταν η κατάρρευση της πίστης των ανθρώπων προς το σοσιαλισμό. Δηλαδή, ο ίδιος εμπειρικά δεν διαπιστώνει την παρουσία ρεαλιστικής σοσιαλιστικής πρότασης, η οποία να αποτελεί το αντίπαλον δέος στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο.
Με αφορμή την παραπάνω παρατήρηση, αξίζει να σημειωθούν ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την κριτική του Niemitz. Αρχικά, η στάση των υποστηρικτών να αποφεύγουν την αναμέτρηση με το ιστορικό παρελθόν έχει δύο βασικές συνέπειες: α) η τακτική αυτή, αν και δεν αρνείται τα πεπραγμένα των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων, δεν βοηθά τους υποστηρικτές να αναθεωρήσουν τη στάση τους σχετικά με τις αντιλήψεις τους, καθώς συνεχίζουν να εκστασιάζονται από αντίστοιχα πειράματα καταλήγοντας στην επανάληψη ενός κύκλου ενθουσιασμών και απορρίψεων, σύμφωνα με το μοτίβο που περιγράφεται από τον συγγραφέα, β) η συζήτηση/αντιπαράθεση με τέτοιους υποστηρικτές καθίσταται ανέφικτη, διότι τοποθετούν το συγκεκριμένο σύνολο ιδεών υπεράνω κριτικής αποτίμησης, καθώς δεν επιτρέπουν να τεθεί στο τραπέζι το ζήτημα της ιστορικής εφαρμογής τους. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ιδέα δια των υποστηρικτών απολαμβάνει ένα είδος ασυλίας, αφού δεν αναγνωρίζεται το ιστορικό παρελθόν ως μέρος αυτής της πολιτικής παράδοσης.
Αναλύοντας περαιτέρω την πρώτη συνέπεια, αξίζει να ειπωθεί ότι η απροθυμία των υποστηρικτών να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στα ιστορικά παραδείγματα συνίσταται στην επιμονή τους να μην αναρωτιούνται γιατί οι ηγέτες του σοσιαλισμού οδήγησαν τα πειράματα στην εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων (είτε αυτά ήταν ολοκληρωτικά με μαζικές εξοντώσεις και εκκαθαρίσεις είτε όχι). Η αδυναμία τους να προχωρήσουν σε μια γενναία παραδοχή και αποτίμηση τους αποτρέπει από τη μετάβαση στο επόμενο κριτικό βήμα, δηλαδή, το εγχείρημα μελέτης μιας πιθανής σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και τις αυταρχικές πρακτικές. Αντιθέτως, ο προβληματισμός αυτός λείπει φανερά, καθώς η ερμηνεία των κοινωνιών και του μέλλοντος τους εξακολουθεί να είναι επικεντρωμένη στην οικονομία χωρίς να προτείνεται συγκεκριμένα ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο θα πραγματώνει τις αξίες, τις οποίες υπερασπίζονται οι σοσιαλιστές. Έτσι, η στάση που εκφράζεται υπό τη μορφή σοφίσματος του «ουδενός πραγματικού Σκώτου» εγκιβωτίζει τους ίδιους στην ίδια νοοτροπία, κατά την οποία η διολίσθηση στον αυταρχισμό δεν οφείλεται σε κάποιον συγκεκριμένο λόγο (που θα άξιζε να διερευνηθεί), καθώς η κατοχύρωση των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων εναπόκειται απλώς και μόνο στη βούληση του προλεταριάτου.
Συμπερασματικά, το βιβλίο του Niemitz παρά το γεγονός ότι υπαινίσσεται την υποστήριξη του κυρίαρχου μοντέλου της ελεύθερης αγοράς, ασκεί εύστοχη κριτική αναφορικά με τους λόγους επιβίωσης του σοσιαλισμού ως ιδέας ακόμα και μετά την πληθώρα ιστορικών αποτυχιών. Η ισχυρή παράμετρος του βιβλίου συνίσταται στην σαφή, ξεκάθαρη και κατανοητή κριτική επιχειρηματολογία, στην οργανωμένη αποδόμηση της στάσης των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, καθώς και στην συνεχή παράθεση αποσπασμάτων που επιβεβαιώνουν το ερμηνευτικό μοτίβο που υιοθετείται. Η διαδρομή της απάντησης περί «μη πραγματικού σοσιαλισμού» αποτελώντας το επίκεντρο του βιβλίου, είναι ταυτόχρονα και μια υπενθύμιση προς τους υποστηρικτές του σοσιαλισμού, ότι η ίδια θα δίνεται πιθανόν και στο μέλλον μετά από ενδεχόμενες απόπειρες. Μέχρι όμως να αντιληφθούν την προβληματική στάση τους και να προτείνουν μια συγκεκριμένη θεσμική πρόταση ενσωμάτωσης των αντίστοιχων αξιών, θα επαναφέρεται πάντα σε μια αντιπαράθεση ο βασικός ισχυρισμός του βιβλίου: ότι τα παραδείγματα του παρελθόντος ήταν πραγματικός σοσιαλισμός.
[1] Kristian Niemitz, Socialism: The Failed Idea that Never Dies, London: The Institute of Economic Affairs, 2019, σ. 262
[2] Niemitz Kristian, Στο ίδιο., σ. 268
[3] Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ανάλυση του Caplan, ενώ εξηγεί με ενδιαφέροντα τρόπο το μηχανισμό της αποδοχής εσφαλμένων θέσεων, ωστόσο τοποθετείται σε μία ευρύτερη αντίληψη για τις επιλογές των ψηφοφόρων, η οποία είναι ελιτίστικη. Ο ίδιος χρησιμοποιεί την ανάλυση αυτή για να αποδείξει ότι ο μέσος ψηφοφόρος εκλέγει και πολιτικούς, οι οποίοι εφαρμόζουν εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές διαιωνίζοντας έτσι σε θεσμικό επίπεδο την άγνοια για οικονομικά ζητήματα. Βλέπε τη σχετική μελέτη: Caplan Bryan, The Myth of the Rational Voter: Why Democracies choose Bad Policies, Princeton: Princeton University Press, 2008.
[4] Οι σοσιαλιστικές ιδέες έρχονται σε συμφωνία με αυτές τις οικονομικές διαισθήσεις, γιατί θέλουν να μετατρέψουν (στη θεωρία πάντοτε) τον οικονομικό βίο σε συλλογική υπόθεση. Βλ. Niemitz…, Στο ίδιο, σ. 285 – 286.
[5] Πιο συγκεκριμένα, το σόφισμα αυτό συνιστά απόπειρα προστασίας ενός γενικού προσδιορισμού από το αντεπιχείρημα του συνομιλητή, ώστε να αποκλειστεί το αντεπιχείρημα ως κριτική, υιοθετώντας ad hoc έναν ορισμό του προσδιορισμού π.χ ‘πραγματικός’ χωρίς κάποια αναφορά σε ένα αντικειμενικό κριτήριο.
Επίσης, η αναφορά στην ανάλυση του Bryan Caplan εξηγεί περαιτέρω την συνεχή υποστήριξη πολλών ανθρώπων προς τον σοσιαλισμό. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, υπάρχει μια σημαντική διαφορά στις ανορθόλογες πεποιθήσεις, που αφορούν την προσωπική ζωή κάποιου, και στις ανορθόλογες πολιτικές πεποιθήσεις, καθώς στην περίπτωση των δεύτερων δεν υπάρχει προσωπικό κόστος για τον ενστερνισμό αυτών. Δηλαδή, κάποιος μπορεί να ασπάζεται ξενοφοβικές απόψεις, αλλά ταυτόχρονα να προσλάβει ξένο εργάτη στην επιχείρησή του ή να δουλέψει για ξένο εργοδότη, εάν κάτι τέτοιο εξυπηρετεί το συμφέρον του[2]. Ενώ υιοθετούν ανορθόλογες πεποιθήσεις, πράττουν σαν να ασπάζονται ορθολογικές (σύμφωνα με την εξυπηρέτηση του ατομικού συμφέροντος). Έτσι, η πεποίθηση που είναι ικανοποιητική συναισθηματικά και δεν συνοδεύεται από κάποιο κόστος αναμένεται να υιοθετηθεί εύκολα. Πίσω από αυτήν την τακτική υπάρχει η ανάλυση κόστους – οφέλους (cost – benefit analysis), η οποία, όμως, είναι ορθολογική. Δηλαδή, η υιοθέτηση μιας εσφαλμένης άποψης είναι ορθολογική στο μέτρο που συνυπολογίζονται τα προσδοκώμενα οφέλη, χωρίς να προκύπτει προσωπικό κόστος. Γι’ αυτό και η στάση αυτή αποκαλείται «ορθολογική ανορθολογικότητα»[3].
Η στάση της «προκατάληψης επιβεβαίωσης» (confirmation bias) συναντάται συχνά στους υποστηρικτές του σοσιαλισμού, καθώς ακόμα και κατακτήσεις στα φιλελεύθερα κράτη της Ευρώπης, όπως η παροχή δημόσιας παιδείας ή δημόσιας υγείας, παρουσιάζονται ως καινοτόμα κεκτημένα από τους υποστηρικτές μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί η υπεροχή του σοσιαλιστικού μοντέλου. Επίσης, ο Niemitz σημειώνει πώς στην ίδια στάση ανήκει και η τακτική του ‘Whataboutism’, δηλαδή η αντερώτηση του τύπου «Γιατί δεν μιλάς για το..;» ή «Γιατί αποκρύβεις το..;» αλλάζοντας το θέμα συζήτησης ώστε να αποφευχθεί η παραδοχή αποτυχίας του σοσιαλιστικού μοντέλου, αλλά και να ενοχοποιηθεί ηθικά ο αντίπαλος της συζήτησης ως υποστηρικτής μιας υποδεέστερης μορφής πολιτικής οργάνωσης. Η ανάλυση του Caplan, επίσης, είναι σημαντική, καθώς στην περίπτωση των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, δεν υπάρχει κάποιο προσωπικό κόστος υποστήριξης των σοσιαλιστικών οραμάτων, καθώς οι ίδιοι ζουν στη Δύση και οι επιλογές τους διαμορφώνονται συνεκτιμώντας πάντοτε τον παράγοντα του ατομικού συμφέροντος. Μάλιστα, η ανυπαρξία κόστους είναι πιο εμφανής στην περίπτωση γνωστών διανοουμένων, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τη φήμη τους και το θαυμασμό αρκετών αναγνωστών παρά τις συνεχείς εσφαλμένες εκτιμήσεις τους σχετικά με τα σοσιαλιστικά καθεστώτα.
Πέρα από την αξιοποίηση των αναλύσεων του Haidt και του Caplan, ο Niemitz υποστηρίζει ότι ένας επιπρόσθετος λόγος για την υποστήριξη σοσιαλιστικών ιδεών είναι ο ενστικτώδης αντι – καπιταλισμός, ο οποίος ανάγεται ήδη στην προϊστορική εποχή. Οργανωμένος ο άνθρωπος ως μέλος μιας φυλής, επιβίωνε κυνηγώντας ζώα. Σε αυτό το πλαίσιο οργάνωσης, δεν υπάρχει καταμερισμός της εργασίας και τα μέλη μιας φυλής έχουν κοινό στόχο, η επίτευξη του οποίου είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας. Έτσι, η οικονομική δραστηριότητα είναι στοχευμένη συνειδητά και οι προθέσεις των μελών έχουν σημασία, καθώς αυτοί που προωθούν την ευημερία του συνόλου καταλήγουν να συμβάλλουν στην επίτευξή της, όπως και όσοι μεριμνούν να πλουτίσουν εις βάρος της ομάδας. Δεν υπάρχουν μη προσδοκώμενα αποτελέσματα, τα οποία προέκυψαν απρόβλεπτα παρά τις ενδεχόμενες αντίθετες προσπάθειες των μελών της ομάδας. Έτσι, η αντίδραση των μελών είναι ευαίσθητη και άμεση σε όποιον μεριμνά για το δικό του συμφέρον, γιατί μπορούν να τον δουν να το επιτυγχάνει. Επομένως, ο Niemitz υποστηρίζει ότι οι διαισθήσεις που αφορούν τα οικονομικά ζητήματα συνιστούν κληρονομιά αυτής της εποχής[4].
Επιπλέον, η ίδια η απάντηση για ένα καθεστώς ότι «δεν ήταν πραγματικά σοσιαλιστικό» εμπίπτει στο σόφισμα του ουδενός πραγματικού Σκώτου (No true Scotsman fallacy)[5]. Σύμφωνα με αυτό το σόφισμα, το τι είναι πραγματικό ορίζεται με βάση τα αποτελέσματα, τα οποία προσδοκά να δει κάποιος και όχι με βάση τα λειτουργικά γνωρίσματα που συγκροτούν την ύπαρξή του. Το αν τα αποτελέσματα είναι θετικά ή όχι, δεν επηρεάζουν την ουσία π.χ ενός πολιτικού συστήματος, αλλά κυρίως συμβάλλουν στην περαιτέρω αξιολόγησή του. Μια άλλη εκδοχή του σοφίσματος σε ανεκδοτολογικό επίπεδο είναι η ρήση – σόφισμα του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή Gary Lineker: « Το ποδόσφαιρο είναι ένα απλό παιχνίδι: 22 παίκτες κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί». Στο παράδειγμα αυτό, το τί είναι ποδόσφαιρο καθορίζεται από το ποιός κερδίζει στο τέλος και όχι από τους κανόνες του ίδιου του αθλήματος. Αναλόγως, το τί είναι σοσιαλισμός πρέπει να ορίζεται από τα γνωρίσματα του αντίστοιχου μοντέλου και όχι από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, όπως η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής ή ο ο έλεγχος του οικονομικού βίου από τους εργάτες.
Το βιβλίο του Niemitz, αν και είναι φανερό ότι εκφράζει στήριξη προς το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς (καπιταλισμός), η κριτική του στον σοσιαλισμό δεν διατυπώνεται σε επίπεδο θεωρητικό. Αντιθέτως, επιχειρεί να αποδομήσει λογικά την στάση υποστηρικτών, οι οποίοι παρακάμπτουν εκ των υστέρων τα σοσιαλιστικά πειράματα του 20ου αιώνα ως μη σοσιαλιστικά. Εδώ πρέπει να επισημανθεί, ότι ο ανορθολογικός τρόπος πρόσληψης των πειραμάτων αυτών από τους σοσιαλιστές (όπως παρουσιάζονται παραπάνω) συνεπάγεται ότι σε διαφορετική περίπτωση ο σοσιαλισμός θα αναμενόταν να χάσει την πλήρη υποστήριξή του από οποιονδήποτε. Δηλαδή, πίσω από την εύστοχη κριτική του Niemitz, φαίνεται ότι η άλλη πιθανότητα θα ήταν η κατάρρευση της πίστης των ανθρώπων προς το σοσιαλισμό. Δηλαδή, ο ίδιος εμπειρικά δεν διαπιστώνει την παρουσία ρεαλιστικής σοσιαλιστικής πρότασης, η οποία να αποτελεί το αντίπαλον δέος στο κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο.
Με αφορμή την παραπάνω παρατήρηση, αξίζει να σημειωθούν ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία προκύπτουν από την κριτική του Niemitz. Αρχικά, η στάση των υποστηρικτών να αποφεύγουν την αναμέτρηση με το ιστορικό παρελθόν έχει δύο βασικές συνέπειες: α) η τακτική αυτή, αν και δεν αρνείται τα πεπραγμένα των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων, δεν βοηθά τους υποστηρικτές να αναθεωρήσουν τη στάση τους σχετικά με τις αντιλήψεις τους, καθώς συνεχίζουν να εκστασιάζονται από αντίστοιχα πειράματα καταλήγοντας στην επανάληψη ενός κύκλου ενθουσιασμών και απορρίψεων, σύμφωνα με το μοτίβο που περιγράφεται από τον συγγραφέα, β) η συζήτηση/αντιπαράθεση με τέτοιους υποστηρικτές καθίσταται ανέφικτη, διότι τοποθετούν το συγκεκριμένο σύνολο ιδεών υπεράνω κριτικής αποτίμησης, καθώς δεν επιτρέπουν να τεθεί στο τραπέζι το ζήτημα της ιστορικής εφαρμογής τους. Συνεπώς, η συγκεκριμένη ιδέα δια των υποστηρικτών απολαμβάνει ένα είδος ασυλίας, αφού δεν αναγνωρίζεται το ιστορικό παρελθόν ως μέρος αυτής της πολιτικής παράδοσης.
Αναλύοντας περαιτέρω την πρώτη συνέπεια, αξίζει να ειπωθεί ότι η απροθυμία των υποστηρικτών να αναθεωρήσουν τη στάση τους απέναντι στα ιστορικά παραδείγματα συνίσταται στην επιμονή τους να μην αναρωτιούνται γιατί οι ηγέτες του σοσιαλισμού οδήγησαν τα πειράματα στην εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων (είτε αυτά ήταν ολοκληρωτικά με μαζικές εξοντώσεις και εκκαθαρίσεις είτε όχι). Η αδυναμία τους να προχωρήσουν σε μια γενναία παραδοχή και αποτίμηση τους αποτρέπει από τη μετάβαση στο επόμενο κριτικό βήμα, δηλαδή, το εγχείρημα μελέτης μιας πιθανής σχέσης ανάμεσα στη θεωρία και τις αυταρχικές πρακτικές. Αντιθέτως, ο προβληματισμός αυτός λείπει φανερά, καθώς η ερμηνεία των κοινωνιών και του μέλλοντος τους εξακολουθεί να είναι επικεντρωμένη στην οικονομία χωρίς να προτείνεται συγκεκριμένα ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο θα πραγματώνει τις αξίες, τις οποίες υπερασπίζονται οι σοσιαλιστές. Έτσι, η στάση που εκφράζεται υπό τη μορφή σοφίσματος του «ουδενός πραγματικού Σκώτου» εγκιβωτίζει τους ίδιους στην ίδια νοοτροπία, κατά την οποία η διολίσθηση στον αυταρχισμό δεν οφείλεται σε κάποιον συγκεκριμένο λόγο (που θα άξιζε να διερευνηθεί), καθώς η κατοχύρωση των προσδοκώμενων αποτελεσμάτων εναπόκειται απλώς και μόνο στη βούληση του προλεταριάτου.
Συμπερασματικά, το βιβλίο του Niemitz παρά το γεγονός ότι υπαινίσσεται την υποστήριξη του κυρίαρχου μοντέλου της ελεύθερης αγοράς, ασκεί εύστοχη κριτική αναφορικά με τους λόγους επιβίωσης του σοσιαλισμού ως ιδέας ακόμα και μετά την πληθώρα ιστορικών αποτυχιών. Η ισχυρή παράμετρος του βιβλίου συνίσταται στην σαφή, ξεκάθαρη και κατανοητή κριτική επιχειρηματολογία, στην οργανωμένη αποδόμηση της στάσης των υποστηρικτών του σοσιαλισμού, καθώς και στην συνεχή παράθεση αποσπασμάτων που επιβεβαιώνουν το ερμηνευτικό μοτίβο που υιοθετείται. Η διαδρομή της απάντησης περί «μη πραγματικού σοσιαλισμού» αποτελώντας το επίκεντρο του βιβλίου, είναι ταυτόχρονα και μια υπενθύμιση προς τους υποστηρικτές του σοσιαλισμού, ότι η ίδια θα δίνεται πιθανόν και στο μέλλον μετά από ενδεχόμενες απόπειρες. Μέχρι όμως να αντιληφθούν την προβληματική στάση τους και να προτείνουν μια συγκεκριμένη θεσμική πρόταση ενσωμάτωσης των αντίστοιχων αξιών, θα επαναφέρεται πάντα σε μια αντιπαράθεση ο βασικός ισχυρισμός του βιβλίου: ότι τα παραδείγματα του παρελθόντος ήταν πραγματικός σοσιαλισμός.
[1] Kristian Niemitz, Socialism: The Failed Idea that Never Dies, London: The Institute of Economic Affairs, 2019, σ. 262
[2] Niemitz Kristian, Στο ίδιο., σ. 268
[3] Πρέπει να σημειωθεί, ότι η ανάλυση του Caplan, ενώ εξηγεί με ενδιαφέροντα τρόπο το μηχανισμό της αποδοχής εσφαλμένων θέσεων, ωστόσο τοποθετείται σε μία ευρύτερη αντίληψη για τις επιλογές των ψηφοφόρων, η οποία είναι ελιτίστικη. Ο ίδιος χρησιμοποιεί την ανάλυση αυτή για να αποδείξει ότι ο μέσος ψηφοφόρος εκλέγει και πολιτικούς, οι οποίοι εφαρμόζουν εσφαλμένες οικονομικές πολιτικές διαιωνίζοντας έτσι σε θεσμικό επίπεδο την άγνοια για οικονομικά ζητήματα. Βλέπε τη σχετική μελέτη: Caplan Bryan, The Myth of the Rational Voter: Why Democracies choose Bad Policies, Princeton: Princeton University Press, 2008.
[4] Οι σοσιαλιστικές ιδέες έρχονται σε συμφωνία με αυτές τις οικονομικές διαισθήσεις, γιατί θέλουν να μετατρέψουν (στη θεωρία πάντοτε) τον οικονομικό βίο σε συλλογική υπόθεση. Βλ. Niemitz…, Στο ίδιο, σ. 285 – 286.
[5] Πιο συγκεκριμένα, το σόφισμα αυτό συνιστά απόπειρα προστασίας ενός γενικού προσδιορισμού από το αντεπιχείρημα του συνομιλητή, ώστε να αποκλειστεί το αντεπιχείρημα ως κριτική, υιοθετώντας ad hoc έναν ορισμό του προσδιορισμού π.χ ‘πραγματικός’ χωρίς κάποια αναφορά σε ένα αντικειμενικό κριτήριο.
https://theodotus.blogspot.com/2013/08/blog-post_15.html
ΑπάντησηΔιαγραφή