ΛΟΓΟΣ Ζ'
(Ασμα Ασμ. 3,9 - 4,7)
«Φορείο έφτιαξε για τον εαυτό του ο βασιλιάς Σολομών
από ξύλα του Λιβάνου,
τους στύλους του τους έκανε από ασήμι
το θρόνο του (ανάκλιντρό του) από χρυσάφι,
και το στρώμα του από πορφύρα,
μέσα του κεντημένο λιθόστρωτο,
δώρο αγάπης απ' τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ.
Βγείτε και δείτε, κοπέλες της Ιερουσαλήμ,
το βασιλιά Σολομώντα
με το στεφάνι που τον στεφάνωσε η μάνα του
τη μέρα του γάμου του,
τη μέρα που χαιρόταν η καρδιά του.
Βλέπω τι καλή που ‘σαι, αγαπημένη μου, τι καλή!
Τα μάτια σου μάτια περιστεριού
έξω από όσα αποσιωπάς
τα μαλλιά σου κοπάδια κατσικιών,
που φάνηκαν να κατηφορίζουν από το Γαλαάδ.
Τα δόντια σου κοπάδια κουρεμένα πρόβατα,
που ανηφορίζουν από το λουτρό,
κι όλα γεννούνε δίδυμα
και δεν υπάρχει ανάμεσά τους στείρα.
Γαϊτάνι κόκκινο τα χείλια σου,
κι ωραία η λαλιά σου.
Τα μάγουλά σου κομμάτια ροδιού,
έξω από το πέπλο σου (έξω από όσα αποσιωπάς).
Ως πύργος του Δαβίδ ο λαιμός σου
χτισμένος στο Θαλπιώθ.
Χίλιοι θυρεοί (ασπίδες) κρέμονται σ' αυτόν,
όλα τα κοντάρια (οι βολίδες) των δυνατών (πολεμιστών).
Οι δύο μαστοί σου σα δίδυμα μικρά ζαρκαδιού,
που βόσκουν μέσα στα κρίνα.
Ώσπου να φυσήξει το αεράκι της μέρας και να σκορπίσουν οι σκιές,
θ' ανέβω από μόνος μου στο όρος της σμύρνας
και στο βουνό του λιβανιού.
Όλη καλή είσαι, αγαπημένη, και ψεγάδι δεν έχεις κανένα.
Σε πολλά σημεία ο βασιλεύς Σολομών χρησιμοποιείται ως τύπος του αληθινού βασιλέως, και είναι πολλά όσα λέγονται γι' αυτόν από τα ιστορούμενα της αγίας Γραφής προς έπαινό του. Λέγεται ειρηνικός, ότι οικοδομεί το ναό, ότι έχει σοφία αμέτρητη, είναι βασιλιάς του Ισραήλ και κρίνει το λαό με δικαιοσύνη, κατάγεται από τη γενιά του Δαβίδ, και ακόμα τον επισκέπτεται και η βασίλισσα των Αιθιόπων. Όλα αυτά λέγονται για κείνον ως τύποι, και προδιαγράφουν τη δύναμη του Ευαγγελίου. Ποιος είναι τόσο ειρηνικός όπως εκείνος που θανάτωσε την έχθρα και την κάρφωσε στο σταυρό, αυτός που εμάς τους εχθρούς του ή καλύτερα όλο τον κόσμο τον συμφιλίωσε με τον εαυτό του και γκρέμισε το μεσότοιχο του φράχτης, για να κτίσει στον εαυτό του τους δύο σε ένα νέο (καινόν) άνθρωπο και σύναψε ειρήνη μαζί του, αυτός που κήρυξε στους μακρινούς και στους κοντινούς την ειρήνη με εκείνους που ευαγγελίζονται τα αγαθά; Ποιος είναι τέτοιος οικοδόμος ναού, που έβαλε τα θεμέλια αυτού επάνω στα βουνά, στους αγίους, δηλαδή στους προφήτες και στους αποστόλους, και χτίζει πάνω σ' αυτά, όπως λέει ο Απόστολος «πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών» τις ζωντανές και έμψυχες πέτρες που από μόνες τους κυλούν στο αρμονικό χτίσιμο των τοίχων σύμφωνα με το λόγο του προφήτη, ώστε, αφού συναρμοσθούν στην ενότητα της πίστης και το σύνδεσμο της ειρήνης, να μεγαλώσουν με τους εαυτούς τους το ναό τον άγιο, για να γίνει εν Πνεύματι κατοικία του Θεού;
Ότι ο Σολομών με τη σοφία του προμηνά την αληθινή σοφία, κανένας δε θα φέρει αντίρρηση αποβλέποντας στην ιστορία και την αλήθεια. Γιατί η ιστορία μαρτυρεί γι' αυτόν ότι εκείνος ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης σοφίας, περιλαμβάνοντας μέσα στην ευρύτητα της καρδιάς του τη γνώση όλων, ώστε και τους πριν από αυτόν να ξεπεράσει και οι επόμενοι να μη μπορούν να τον φτάσουν. Ο Κύριος όμως είναι στην φύση του αυτό που είναι αλήθεια και σοφία και δύναμη. Γι' αυτό λέγοντας ο Δαβίδ «όλα έγιναν με σοφία», ερμηνεύοντας ο θείος Απόστολος τον προφήτη λέει ότι «Γιατί δι’ αυτού έχουν κτιστεί τα πάντα», επειδή αυτόν δηλώνει με τη λέξη «σοφία» ο προφήτης. Το ότι ήταν ο Κύριος βασιλιάς του Ισραήλ, έχει βεβαιωθεί και από τους εχθρούς που επέγραψαν στο σταυρό του την ομολογία της βασιλείας του λέγοντας «αυτός είναι ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Δεχόμαστε τη μαρτυρία αν και νομίζεται ότι μικραίνει πολύ το μεγαλείο της κυριαρχίας του ορίζοντας την εξουσία στη βασιλεία των Ισραηλιτών. Δεν είναι βέβαια έτσι· αλλά από το επί μέρους τού αποδίδει η επιγραφή αυτή επάνω στο σταυρό την κυριαρχία όλων, επειδή δεν προσθέτει ότι αυτός είναι βασιλιάς «μόνο» των Ιουδαίων. Αποδίδοντάς του η επιγραφή χωρίς τον περιορισμό την κυριαρχία επάνω στους Ιουδαίους συμπεριέλαβε κατά το σχήμα της αποσιώπησης και την εξουσία επάνω σε όλους. Ο βασιλεύς όλης της γης έχει οπωσδήποτε και την κυριαρχία (δεσποτεία) επί όλων.
Η φροντίδα πάλι του Σολομώντα για δίκαιη κρίση φανερώνει τον αληθινό κριτή όλου του κόσμου που λέει «ο Πατήρ δεν κρίνει κανένα· όλη την εξουσία της κρίσης την ανάθεσε στον Υιό». Κι ακόμα «δε δύναμαι εγώ να κάνω από τον εαυτό μου τίποτα. Καθώς ακούω κρίνω, και η κρίση η δική μου είναι δίκαιη». Αυτός είναι ο κορυφαίος όρος της δίκαιης κρίσης, να μην επιδικάζεις κάτι σ' αυτούς που κρίνεις από συμπάθεια ή ρίχνοντας κλήρο, αλλά ν' ακούς πρώτα τους κατηγορούμενους κι έτσι ν' αποφασίζεις έπειτα γι' αυτούς. Και γι' αυτό η θεία δύναμη ομολογεί ότι είναι και μερικά που δεν τα μπορεί. Η αλήθεια δηλαδή αδυνατεί να κατευθύνει την κρίση της έξω από το δίκαιο. Το ότι πάλι ο Κύριος κατά σάρκα κατάγεται από τη γενιά του Δαβίδ, και προμηνύεται από αυτόν που γεννήθηκε από το Δαβίδ, επειδή είναι αυτόδηλο θα το παραλείψουμε.
Το πρόβλημα όμως με την Αιθιόπισσα, πως άφησε τη βασιλεία της κι αφού πέρασε όλες τις μεταξύ χώρες, βιάζεται να έρθει στο Σολομώντα εξαιτίας της φήμης της σοφίας του, τιμώντας το βασιλιά με πολύτιμους λίθους, με χρυσαφικά και αρώματα που μοσχοβολούν, θα γίνει φανερό σ' όποιον προσέξει, σε ποιο από τα θαύματα του Ευαγγελίου αναφέρεται. Ποιος δηλαδή δε γνωρίζει ότι στην αρχήν η σύναξη των εθνών προτού γίνει Εκκλησία ήταν εξαιτίας της ειδωλολατρίας μαύρη, απομακρυσμένη από τη γνώση του αληθινού Θεού, επειδή μεσολάβησε μεγάλο διάστημα άγνοιας; Όταν όμως φάνηκε η χάρις του Θεού και άστραψε η Σοφία και το Φως το αληθινό έστειλε τη λάμψη του «σ' εκείνους που κάθονταν στο σκότος και στον ίσκιο του θανάτου», τότε, επειδή ο Ισραήλ έκλεισε τα μάτια του στο φως και κρατήθηκε μακριά από τη μετουσία των αγαθών, έρχονται οι Αιθίοπες, αυτοί που προστρέχουν στην πίστη από τα έθνη και που, ενώ κάποτε ήταν μακριά, τώρα έρχονται κοντά, πλύνοντας το μαύρο τους χρώμα με το μυστικό νερό, ώστε η Αιθιοπία ν' απλώσει το χέρι της στο Θεό και να προσφέρει δώρα στο βασιλιά, τ' αρώματα της ευσέβειας, το χρυσάφι της θεογνωσίας και τους πολύτιμους λίθους της εφαρμογής των εντολών και των αρετών.
Αλλά σε τι αποβλέποντας αρχίζω από αυτό το σημείο την θεωρία μου για τους στίχους αυτούς, θα το εξηγήσω τώρα, εκθέτοντας πρώτα κατά λέξη τους θείους λόγους που είναι οι εξής· «φορείο έφτιαξε για τον εαυτό του ο βασιλιάς Σολομών από ξύλα του Λιβάνου· έκανε τους στύλους του από ασήμι, το θρόνο του από χρυσάφι, το στρώμα του από πορφύρα· μέσα του κέντησαν λιθόστρωτο από αγάπη οι κοπέλες της Ιερουσαλήμ». Όπως λοιπόν σε όσα εκθέσαμε προηγουμένως για το Σολομώντα ο λόγος μας βρήκε τα στοιχεία τα οποία προδιαγράφουν στο πρόσωπο αυτό το μυστήριο το σχετικό με τον Κύριο, έτσι και με την κατασκευή του φορείου σημαίνεται η οικονομία του Κυρίου για μας. Γιατί ο Θεός υπάρχει με πολλούς τρόπους μέσα σε όσους είναι άξιοί του και βρίσκεται μέσα στον καθένα ανάλογα με τη δύναμη και την αξία του. Ο ένας γίνεται τόπος του Θεού, ο άλλος οίκος του Θεού, άλλος θρόνος κι άλλος υποπόδιο. Είναι και κάποιος που γίνεται άρμα ή άλογο υπάκουο που δέχεται πάνω του τον καλό ιππέα και κάνει το δρόμο σύμφωνα με το θέλημα του ηνιόχου του.
Κι όπως τώρα διδασκόμαστε γίνεται κανένας και φορείο του, όχι όποιος κατασκευάζεται μόνο από ξύλα του Λιβάνου, σύμφωνα με τη σοφία εκείνου, αλλά κι όποιος στολίζεται κατάλληλα σε κάθε μέρος από χρυσάφι και ασήμι και πορφύρα και πετράδια. Μ' αυτά η αγάπη του γίνεται ενεργός, αν και δεν εννοούν όλοι την ενέργεια της αγάπης, αλλ' όποια αναγνωρίζεται με τη ζωή της κόρης τής άνω Ιερουσαλήμ της ελεύθερης. Ότι λοιπόν όποιος φέρει εν ευατώ τον Θεό είναι το φορείο εκείνου που έχει εγκατασταθεί στον εαυτό του, είναι φανερό και χωρίς τις δικές μας εξηγήσεις. Όποιος κατά τον άγιο Παύλο δε ζει πια ο ίδιος, αλλά ζώντα έχει εν εαυτώ (στον ευατό του) τον Χριστό και δίνει απόδειξη για το Χριστό που μιλάει εντός του, αυτός κυριολεκτικά λέγεται και γίνεται φορείο εκείνου τον οποίο έχει στον εαυτό του και τον σηκώνει.
Αλλά δεν είναι αυτό το ζητούμενό μας. Πρέπει μάλλον να εξηγήσουμε προσεκτικά εκείνο· τι νόημα έχει δηλαδή η ποικιλία και η πολυμορφία της ύλης και πως ανάμεσα στο χρυσό και στο ασήμι και την πορφύρα και τους λίθους παίρνει μέρος και το ξύλο στην κατασκευή του φορείου. Μολονότι ο σοφός αρχιτέκτονας Παύλος κρίνει ότι πρέπει να πεταχτεί από την κατασκευή του σπιτιού το ξύλο μαζί με τα χόρτα και τις καλαμιές, επειδή το έργο αφανίζεται με την αναλωτική δύναμη της φωτιάς που αποτελεί δοκιμασία του έργου. Γνωρίζουμε όμως ένα είδος ξύλου που δεν μονιμοποιείται σ' αυτό που είναι, αλλά μεταβάλλεται σε χρυσάφι ή ασήμι ή κάτι άλλο πολύτιμο. Γιατί στο μεγάλο σπίτι του Θεού, λέει ο Απόστολος, «άλλα σκεύη είναι χρυσά και ασημένια», και υπαινίσσεται νομίζω μ' αυτά την ασώματον και νοερή κτίση, «και άλλα ξύλινα και πήλινα», και ίσως με αυτά δηλώνει εμάς, που η παρακοή μας κατάντησε γη και μας έκανε πήλινους (οστράκινους) και η αμαρτία η σχετική με το ξύλο της ζωής μας έκανε σκεύη ξύλινα από χρυσά. Ανάλογα με την αξία του υλικού μοιράζεται και η χρήση των σκευών. Όσα είναι από πιο πολύτιμο αγαθό ξεχωρίστηκαν για χρήση τιμητική, τα άλλα απορρίφθηκαν στην υπηρεσία την ταπεινωτική. Τι λέει όμως γι' αυτά ο Παύλος; Ότι το σκεύος έχει εξουσία από την ίδια του την προαίρεση να γίνει η χρυσό από ξύλινο ή ασημένιο από πήλινο, Αν κάποιος, λέει, καθαρίσει τον εαυτό του θα είναι σκεύος που το τιμά ο Κύριος κατάλληλο για κάθε έργο αγαθό.
Με όσα λοιπόν είπαμε πλησιάζουμε κάπως την ερμηνεία του λόγου που μας απασχολεί. Το όρος Λίβανος μνημονεύεται σε πολλά σημεία της αγίας Γραφής, για να δηλωθεί η εχθρική δύναμη, όπως όταν λέει μέσω του προφήτη· «θα συντρίψει ο Κύριος τα κέδρα του Λιβάνου και θα τα λιώσει κι αυτά και το Λίβανο», όπως το μοσχάρι εκείνο δηλαδή που το έλιωσε μέσα στην έρημο ο Μωϋσης και με το λιώσιμο το έκανε κατάλληλο να το πιούν οι Ιουδαίοι. Η προφητεία δηλαδή θέλει εδώ να δηλώσει ότι όχι μόνο τα κακά που βλάστησαν από την εχθρική δύναμη, αλλά και το ίδιο το όρος, η πρώτη ρίζα του κακού, ο Λίβανος, που τροφοδοτεί την ανάπτυξη αυτών των κέδρων, θα καταλήξει να μην υπάρχει. Έτσι λοιπόν ήμασταν κάποτε τα ξύλα του Λιβάνου, όσο ήμασταν ριζωμένοι σ᾽ εκείνον με την αμαρτωλή ζωή μας (τον πονηρό βίο μας) και την απάτη των ειδώλων. Επειδή όμως κοπήκαμε από εκεί από το λογικό τσεκούρι και βρεθήκαμε στα χέρια του τεχνίτη, μας έκανε φορείο του, μεταβάλλοντας (μεταστοιχειώνοντας) τη φύση του ξύλου με την παλιγγενεσία μας σε ασήμι και χρυσάφι, σε λαμπερή πορφύρα και σε πέτρες που αστράφτουν. Κι όπως λέει ο Απόστολος ο Θεός μοίρασε κατάλληλα στον καθένα τις δωρεές του αγίου Πνεύματος και σε άλλον δίνει την προφητεία ανάλογα με την πίστη του και σε άλλον κάποια άλλη δύναμη να ενεργεί, για την οποία η φύση του είναι κατάλληλη και μπορεί καθένας να δεχτεί τη χάρη· ή να γίνει δηλαδή οφθαλμός στο σώμα της Εκκλησίας ή να πάρει τη θέση του χεριού ή να τη στηρίζει όπως τα πόδια. Κι έτσι στην κατασκευή του φορείου ο ένας γίνεται στύλος, ο άλλος βάση, άλλος το μέρος όπου ακουμπά το κεφάλι και ονομάστηκε ανάκλιντρο, είναι και μερικοί που είναι ταγμένοι στο εσωτερικό. Με όλα αυτά σύμφωνα με κάποιο λόγο ο τεχνίτης δεν επινοεί μια κοινή ύλη για τον καλλωπισμό, αλλ' όλα στολίζονται βέβαια με κάποιο στολίδι, φαντάζεται όμως διαφορετική και κατάλληλη για το καθένα ομορφιά.
Είναι λοιπόν ασημένιοι οι στύλοι του φορείου, πορφύρα τα στρωσίδια τους, από χρυσό το ανάκλιντρο που βάζει κάτω από το κεφάλι του, όπου ο νυμφίος ακουμπά το κεφάλι του και με τα πολύτιμα πετράδια στολίζεται όλο το εσωτερικό. Ως στύλους λοιπόν πρέπει να εννοήσουμε τους στύλους της Εκκλησίας, που ο λόγος τους είναι ακριβώς ασήμι καθαρό και ατόφιο, που έλαβαν τη βασιλεία την ανώτατη αρχή της πολιτείας (εξαιρετικό γνώρισμα της βασιλείας θεωρείται η πορφύρα) κι αυτό που είναι το πρώτο ανάμεσά τους, όπου ακουμπά το κεφάλι του ο κατασκευαστής του φορείου, είναι το χρυσάφι των καθαρών δογμάτων. Όσα είναι αφανή και μυστικά, στολίζονται με την καθαρή συνείδηση των πολύτιμων πετραδιών κι από όλα αυτά συγκροτείται (συνίσταται) η αγάπη των θυγατέρων της Ιερουσαλήμ. Αν θέλει όμως κάποιος να εννοήσει ως φορείο όλη την Εκκλησία και ανάλογα με τις διαφορές των ενεργειών να καταμερίσει σε κάποια πρόσωπα τα μέρη του φορείου, όπως μιλήσαμε κιόλας γι' αυτό, είναι πολύ εύκολο στο λόγο μας να εφαρμόσει τα μέρη του φορείου σε κάθε τάξη που υπηρετεί στην Εκκλησία. Έτσι λέει ο Απόστολος ότι «ο Θεός όρισε πρώτους στην Εκκλησία τους αποστόλους, δεύτερους τους προφήτες, τρίτους τους διδασκάλους, κι έπειτα όλα τα επιμέρους για τον καταρτισμό των αγίων». Με τα ονόματα αυτά που συντελούν στην κατασκευή του φορείου μπορεί να εννοούνται οι ιερείς και οι διδάσκαλοι και η σεβαστή παρθενία που φεγγοβολά μέσα στο φορείο με την καθαρότητα των αρετών όπως οι λάμψεις κάποιων πετραδιών. Αλλά περί τούτων αρκετά.
Στη συνέχεια ο λόγος περιέχει προτροπή προς τις κοπέλες της Ιερουσαλήμ που τους απευθύνει η νύμφη. Όπως δηλαδή ο μεγάλος Παύλος θεωρούσε ζημία, αν δε μετέδιδε (κοινωνούσε) σε όλους τα δικά του αγαθά (γι' αυτό έλεγε στους ακροατές του λόγους σαν αυτούς· «γίνεσθε όπως εγώ», «γιατί κι εγώ ήμουν κάποτε σαν κι εσάς· κι ακόμα, «γίνεσθε μιμητές μου όπως είμαι κι εγώ του Χριστού»), όμοια και η φιλάνθρωπος αυτή νύμφη, αφού αξιώθηκε τα θεία μυστήρια του νυμφίου, όταν είδε το κρεβάτι κι έγινε φορείο του βασιλιά φωνάζει στις κοπέλες (αυτές μπορούν να είναι οι ψυχές εκείνων που σώζονται) λέγοντας: έως πότε θα είστε κλεισμένες μέσα στο σπήλαιο του βίου; Βγείτε από τα προκαλύμματα της φύσης και δείτε το θαυμαστό θέαμα, αφού γίνετε κόρες της Σιών, δείτε να λάμπει ολόγυρα στο κεφάλι του βασιλέως το στεφάνι, που όπως λέει ο προφήτης (Δαβίδ), του έβαλε η μητέρα του «έβαλες στο κεφάλι του στεφάνι από πολύτιμη πέτρα». Όπως και να 'ναι κανένας από όσους βάλθηκαν να εξετάσουν τους λόγους για το Θεό δεν πετυχαίνει ακριβώς τη σημασία του ονόματος, ότι αναφέρει τη μητέρα αντί τον Πατέρα, δίνοντας την ίδια σημασία και στα δύο ονόματα.
Επειδή δηλαδή το θείο δεν είναι ούτε αρσενικό ούτε θηλυκό (πως θα μπορούσε να εννοηθεί κάτι τέτοιο για τη θεότητα, αφού ούτε σ’ εμάς δεν παραμένει η διάκριση αυτή για πάντα, αλλά όταν όλοι γίνουμε ένας με τη χάρη του Χριστού μαζί με όλο τον παλαιό άνθρωπο ξεντυνόμαστε και τα σημεία αυτής της διαφοράς), γι' αυτό για τη δήλωση της άφραστης φύσης έχει την ίδια δύναμη όποιο όνομα βρεθεί και δεν μπορεί να μολύνει τη σημασία της αθάνατης φύσης ούτε το αρσενικό ούτε το θηλυκό. Γι' αυτό μέσα στο Ευαγγέλιο αναφέρεται ότι ο Πατέρας κάνει τους γάμους του Υιού και ο προφήτης απευθυνόμενος στο Θεό λέει, «έβαλες στο κεφάλι του στεφάνι από πολύτιμη πέτρα (εκ λίθου τιμίου)», ενώ εδώ λέει ότι το στεφάνι το φόρεσε στο νυμφίο η μητέρα του.
Επειδή λοιπόν ο γάμος είναι ένας και μία η νύμφη και ένας είναι που βάζει το στεφάνι στο νυμφίο, δεν έχει καμιά διαφορά να λέμε τον μονογενή Θεό Υιό του Θεού ή Υιό της αγάπης του, επειδή σύμφωνα με το λόγο του Παύλου και με το ένα και με το άλλο όνομα είναι η ίδια δύναμη που τον στολίζει ως νυμφίο για τη συνοίκησή του μαζί μας. «Βγείτε λοιπόν», λέει η νύμφη στις κοπέλες, «και γίνετε κόρες της Σιών», ώστε από ψηλή σκοπιά (έτσι ερμηνεύεται η λέξη Σιών) να μπορέσετε να δείτε το θαυμαστό θέαμα, το νυμφίο να φοράει το στεφάνι. Και στεφάνι του γίνεται η Εκκλησία, στεφανώνοντας το κεφάλι του με τους έμψυχους λίθους, και είναι η αγάπη που έπλεξε αυτό το στεφάνι, που είτε μητέρα την πει κάποιος είτε αγάπη, δεν κάνει λάθος. Γιατί η αγάπη είναι ο Θεός, κατά το λόγο του Ιωάννη. Και λέει η νύμφη ότι χαίρεται μ' αυτό το στεφάνι, αναγαλλιάζοντας ο νυμφίος για το νυφικό στολισμό του. Χαίρεται δηλαδή στ' αλήθεια αυτός που έκανε σύνοικόν του την Εκκλησία και τον στεφανώνουν οι αρετές των διαπρεπόντων μέσα σ' αυτήν. Είναι όμως καλύτερο να παραθέσουμε τους θείους λόγους κατά λέξη που είναι οι εξής· «βγείτε και δείτε, κοπέλες της Σιών, το βασιλιά Σολομώντα στεφανωμένο με το στεφάνι που του φόρεσε η μητέρα του τη μέρα του γάμου του, τη μέρα που χαιρόταν η καρδιά του».
Επιδοκιμάζοντας την φιλανθρωπία αυτή της νύμφης ο Λόγος, ότι κατά το παράδειγμα του Κυρίου και αυτή «θέλει να σωθούν όλοι και ν' αποχτήσουν την τέλεια γνώση της αλήθειας» γίνεται κήρυκας και ζωγράφος του κάλλους της και την κάνει σεμνότερη. Δεν ακούεται απλώς ο έπαινος της ωραιότητάς της περιέχοντας ένα γενικό εγκώμιο του κάλλους, αλλ' επιμένει σε καθένα από τα μέλη απονέμοντας σε κάθε μέλος, συγκρίνοντας και παρομοιάζοντάς το, το δικό του εγκώμιο. Και λέει τα εξής· «ναι, είσαι καλή, αγαπημένη μου, είσαι ωραία». Αυτή δηλαδή που μιμήθηκε το φιλάνθρωπο θέλημα του Κυρίου και προέτρεψε τις κοπέλες να βγουν κάθε μια έξω από τη γη τους όμοια με τον Αβραάμ και από τη συγγένεια με τα αισθητήρια τους, ώστε να δει τον καθαρό νυμφίο να φοράει σαν στεφάνι την Εκκλησία, πλησιάζει στ' αλήθεια τη δεσποτική αγαθότητα, προσεγγίζοντας το Θεό με την αγάπη προς τον πλησίον. Καλή λοιπόν, της λέει ο Λόγος, είσαι· έχεις πλησιάσει το καλό με την αγαθή σου προαίρεση. Η επανάληψη του επαίνου δείχνει πόσο η μαρτυρία δε δέχεται διάψευση. Ο θείος νόμος αποφαίνεται ότι η αλήθεια επιβεβαιώνεται με δύο μάρτυρες. Γι' αυτό λέει, «ναι, είσαι καλή, η πλησίον μου, ναι είσαι καλή».
Αλλά η Εκκλησία του Χριστού είναι όλη ένα σώμα και το ένα σώμα, όπως λέει ο Απόστολος, έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη δεν κάνουν την ίδια λειτουργία, αλλά ο Θεός έκανε στο σώμα αυτό οφθαλμό τον μεν ένα, τον δε άλλο έκανε να γεννηθεί ως αυτί, μερικοί με την ενέργεια των ικανοτήτων τους έγιναν χέρια και άλλοι που βαστάζουν τα βάρη λέγονται πόδια, και υπάρχει και έργο της γεύσης και της όσφρησης και όλα τα επιμέρους, τα οποία συγκροτούν το ανθρώπινο σώμα, είναι δυνατό όμως να βρούμε στο κοινό σώμα της Εκκλησίας χείλια και δόντια και γλώσσα και στήθη και κοιλιά και τράχηλο, κι όπως λέει ο Παύλος, κι αυτά που θεωρούμε ότι είναι άσχημα. Γι' αυτό κι ο ακριβής εξεταστής του κάλλους αποδίδει ξεχωριστό και κατάλληλο έπαινο με κάθε ένα από τα μέλη του σώματος που του άρεσαν. Κι αρχίζει τα εγκώμιά του από τα κυριότερα των μελών. Τι πιο πολύτιμο από τα μάτια, με τα οποία γίνεται η αντίληψη του φωτός, αναγνωρίζονται οι φίλοι και οι εχθροί, με τα οποία διακρίνουμε το δικό μας και το ξένο, που γίνονται σύμβουλοι και δάσκαλοι κάθε εργασίας και για κάθε ασφαλισμένη οδοιπορία οδηγοί συμφυείς κι αχώριστοι, που η θέση τους πάνω από τα άλλα αισθητήρια δείχνει πόσο προτιμότερη για μας είναι η ωφέλεια που μας προσφέρουν για τη ζωή.
Είναι πρόδηλο οπωσδήποτε σε όσους ακούν σε ποια μέλη της Εκκλησίας αφορά ο έπαινος των ματιών. Οφθαλμός ήταν ο Σαμουήλ, αυτός που βλέπει (αυτό σημαίνει το όνομα), οφθαλμός ο Ιεζεκιήλ που ήταν ταγμένος από το Θεό ως σκοπός για τη σωτηρία εκείνων που φύλαγε, οφθαλμός ήταν ο Μιχαίας που παρατηρούσε και ο Μωυσής ο θεώμενος, που γι' αυτό είχε ονομαστεί θεός, οφθαλμοί ήταν όλοι εκείνοι που είχαν οριστεί οδηγοί του λαού. Αυτούς οι τότε άνθρωποι τους έλεγαν «αυτοί που βλέπουν». Και τώρα όποιοι κατέχουν τη θέση εκείνων μέσα στο σώμα της Εκκλησίας ονομάζονται χαρακτηριστικά οφθαλμοί, αν βλέπουν ακριβώς στον Ήλιο της δικαιοσύνης και δεν αλληθωρίζουν καθόλου στα έργα του σκότους, κι αν ξεχωρίζουν το δικό τους από το ξένο, γνωρίζοντας ότι ολότελα αλλότριο από τη φύση μας είναι το φαινόμενο και πρόσκαιρο, ενώ δικό της αυτό που βλέπουν μπροστά τους με την ελπίδα και που η απόκτησή του μένει αναφαίρετη για πάντα. Έργο των ματιών είναι να διακρίνουν το φιλικό και το εχθρικό, ώστε ν' αγαπάς τον αληθινό φίλο με όλη σου την καρδία και την ψυχή και τη δύναμη∙ και να έχεις τέλειο μίσος κατά του εχθρού της ζωής μας. Αλλά και ο σύμβουλός μας για τα πρακτέα και δάσκαλος του συμφέροντός μας και χειραγωγός στην πορεία μας προς το Θεό ασκεί με ακρίβεια το έργο του καθαρού και υγιούς οφθαλμού όμοια με τα σωματικά μάτια προβάλλοντας από τους λοιπούς με την υψηλή πολιτεία του.
Γι' αυτό ο Λόγος αρχίζει από αυτό το σημείο να επαινεί την ομορφιά της νύμφης και λέει «τα μάτια σου είναι περιστέρια». Βλέποντας ακέραιους έναντι του κακού αυτούς που κατέχουν τη θέση των οφθαλμών κι επιδοκιμάζοντας την απλότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους τούς ονόμασε περιστέρια· η ακεραιότητα είναι γνώρισμα που ταιριάζει στα περιστέρια. Ίσως απονέμει κι ένα τέτοιον έπαινο στα μάτια ο Λόγος και γι’ αυτό· επειδή οι εικόνες όλων των ορατών επιτελούν τη λειτουργία της όρασης πέφτοντας επάνω στην καθαρότητα της κόρης είναι ανάγκη πάσα προς ό,τι βλέπει κανένας, αυτού τη μορφή να παίρνει με το μάτι του σα να είναι καθρέφτης και ν' αποτυπώνει την όψη του ορατού. Όταν λοιπόν αυτός που έλαβε την οπτική αυτή εξουσία επάνω στην Εκκλησία δε στρέφει το βλέμμα του σε κάτι σωματικό και υλικό, πραγματοποιείται σ' αυτόν ο πνευματικός και άυλος βίος. Και η ζωή αυτή παίρνει τη μορφή της χάριτος του αγίου Πνεύματος. Επομένως ο παντέλειος έπαινος των ματιών είναι να μορφωθεί το είδος της ζωής τους σύμφωνα με τη χάρη του αγίου Πνεύματος· γιατί το περιστέρι είναι το άγιο Πνεύμα. Το ζευγάρι των δύο ματιών επαινείται, με σκοπό να επαινεθεί ολόκληρος ο άνθρωπος, τόσο ο ορατός όσο και ο νοητός. Γι' αυτό πρόσθεσε στον έπαινο κι άλλη μια υπερβολή λέγοντας «εκτός από αυτά που αποσιωπάς». Γιατί ένα μέρος από τη ζωή της αρετής είναι πρόδηλο, ώστε να το γνωρίζουν και οι άνθρωποι· το άλλο όμως είναι κρυφό κι απόρρητο και το βλέπει μόνο ο Θεός. Αυτός λοιπόν που βλέπει αυτό που δεν έγινε πράξη και παρατηρεί τα ολόκρυφα, μαρτυρεί ότι για το πρόσωπο που επαινείται ό,τι αποσιωπάται αξίζει περισσότερο από αυτό που φαίνεται, λέγοντας ότι «τα μάτια σου είναι περιστέρια έξω από όσα αποσιωπάς». Γιατί είναι έξω από εκείνα που επαινούνται τώρα αυτό που θαυμάζεται σιωπηλά.
Προχωρώντας συνεχίζει στα επόμενα το εγκώμιο του κάλλους, μεταφέροντας το λόγο του στα μαλλιά και λέει· «τα μαλλιά είναι κοπάδια κατσικιών που φάνηκαν επάνω στο Γαλαάδ». Πρέπει πρώτα να εννοήσουμε τη φύση των μαλλιών κι έπειτα να κατανοήσουμε τον έπαινο, που ο Λόγος προσφέρει στη νύμφη εξαιτίας των μαλλιών της. Δόξα λοιπόν της γυναίκας ονομάστηκαν από τον Παύλο τα μαλλιά της και λέει ότι «τα μαλλιά δόθηκαν στη γυναίκα ως φόρεμα». Και το φόρεμα που πρέπει στις γυναίκες είναι η σεμνότητα και η σωφροσύνη γράφοντας κατά λέξη «όπως αρμόζει σε γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό», «με σεμνότητα και σωφροσύνη να στολίζονται», ώστε με αυτά να εννοούμε με τη σοφία του Παύλου τα μαλλιά που τρέφει η γυναίκα, τη σεμνότητα και τη σωφροσύνη. Γιατί δεν πρέπει να ονομάζεται καμιά άλλη δόξα της ψυχής που λέει ότι σέβεται το Θεό, παρά η σεμνότητα (η αιδώ) και η σωφροσύνη που την ονόμασε «μαλλιά», την οποία όταν δεν την έχει «ντροπιάζει την κεφαλή της», όπως λέει ο Απόστολος.
Κι αν ο Παύλος δίδαξε τόσα υψηλά για τα μαλλιά, πρέπει να μεταφερθούν σε έπαινο της Εκκλησίας όσα λέγονται για τα μαλλιά κατά το στίχο που εξηγούμε ότι «τα μαλλιά σου είναι σαν κοπάδια κατσικιών, που φάνηκαν πάνω στο Γαλαάδ». Με αυτά ο Λόγος επαινεί τον ενάρετο βίο της. Αλλά πρέπει να προστεθεί κι αυτό στο λόγο για τα μαλλιά, ότι είναι άμοιρα από αίσθηση ζωής. Για να ενισχυθεί ένα εγκώμιο δεν είναι κι αυτό μικρό, ότι δεν διαθέτουν τα μαλλιά ούτε πόνο ούτε ηδονής αίσθηση. Το σώμα, όπου φυτρώνουν, όταν τα τραβούμε πονάει, η ίδια όμως η τρίχα ούτε αν κοπεί ούτε αν καεί ούτε αν τη φτιάξει η κομμωτική τέχνη, ποτέ δε νιώθει κάτι για όσα της συμβαίνουν. Το να είσαι όμως άμοιρος από αίσθηση είναι ιδιότητα των νεκρών. Επομένως όποιος δεν έχει καμιά αίσθηση από όσα γίνονται σ' αυτόν τον κόσμο, ούτε δηλαδή φουσκώνει από τις δόξες και τις τιμές ούτε υποφέρει από τις ύβρεις και την περιφρόνηση, αλλά κρατάει την ίδια στάση και στις δύο αυτές αντίθετες περιπτώσεις, αυτός είναι τα μαλλιά της νύμφης που εγκωμιάζονται κι αποδεικνύεται τελείως νεκρός και ακίνητος μπροστά στα πράγματα του κόσμου είτε τέτοια είναι είτε αλλιώτικα.
Αν τώρα τα πλούσια μαλλιά της παραβάλλονται με κοπάδια κατσικιών που φάνηκαν από το Γαλαάδ, δεν μπορέσαμε ακόμα να καταλάβουμε, τι πρέπει να γνωρίζουμε με ακρίβεια γι’ αυτά, εικάζουμε όμως ότι όπως τα ξύλα του Λιβάνου, αφού ο βασιλιάς τα μετάτρεψε σε χρυσό κι ασήμι και πορφύρα και πολύτιμες πέτρες, κατασκεύασε για τον εαυτό του φορείο, έτσι κι ο καλός ποιμήν, ενώ έχει παραλάβει κοπάδια κατσικιών, γνωρίζει να μεταβάλει σε κοπάδια προβάτων τα κοπάδια των κατσικιών του όρους Γαλαάδ. Αυτό όμως είναι όνομα ξενικού βουνού, που αποκαλύπτει αυτή τη χάρη, ώστε όσοι από τους εθνικούς ακολούθησαν τον καλό ποιμένα να συντελέσουν στην αύξηση των μαλλιών που είναι στοιχείο της ομορφιάς της νύμφης, με τα οποία, σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε προηγουμένως, δηλώνεται η σωφροσύνη, η σεμνότητα, η εγκράτεια και η νέκρωση του σώματος.
Ή μήπως συμβάλλει στο λόγο για τα κατσίκια και ο Ηλίας που έκανε πολύχρονη άσκηση στο όρος Γαλαάδ; Αυτός κυρίως δίδαξε το βίο της εγκράτειας κι ήταν τραχύς στην όψη, δασύτριχος κι αντί με μαλακό φόρεμα ντυνόταν με δέρμα κατσικιού. Όλοι λοιπόν όσοι κατορθώνουν να πραγματοποιήσουν τη ζωή τους κατά το παράδειγμα εκείνου του προφήτη γίνονται στολισμός της Εκκλησίας, κατορθώνοντας ομαδικά και με το κόπο την αρετή κατά τον τρόπο της άσκησης που επικρατεί τώρα. Το γεγονός ότι οι αγέλες αυτές φάνηκαν από το Γαλαάδ είναι άξιο γι' ακόμα μεγαλύτερο θαυμασμό, γιατί από τη ζωή των εθνικών έγινε η μετάστασή μας στην κατά Θεόν φιλοσοφία. Δεν προπορεύτηκε στο βίο αυτόν το όρος Σιών το άγιό του, αλλά το έθνος που προσκυνούσε τα είδωλα πέρασε μια τέτοια μεταβολή στη ζωή του, ώστε να στολίσει το κεφάλι της νύμφης με προτερήματα αρετής.
Έπειτα στη συνέχεια των επαίνων ο λόγος προβάλλει τα εγκώμια των δοντιών, προσπερνώντας το στόμα και τα χείλη, πράγμα που αξίζει να μην το αφήσουμε ανεξέταστο. Για ποιο λόγο λοιπόν προηγούνται στους επαίνους τα δόντια από τα χείλη; Θα πεί ίσως κάποιος θέλοντας να δείξει γλαφυρότερα την ομορφιά, το χαμόγελο συντελεί στην ανάδειξή της χωρίς λόγια με την υπογράμμιση των δοντιών. Εγώ όμως έχοντας στο νού μου κάτι άλλο σκέφτομαι ότι προηγείται στους επαίνους η ομορφιά των δοντιών πριν από τα εγκώμια του στόματος για κάποιο άλλο λόγο. Γιατί έπειτα από αυτό δεν άφησε ούτε τα χείλη χωρίς εγκώμιο, λέγοντας ότι «τα χείλη της είναι γαϊτάνι κόκκινο και η λαλιά της ωραία». Τι στοχάζομαι λοιπόν γι' αυτό; Ότι η καλύτερη σειρά στα μαθήματα είναι πρώτα να διδάσκεσαι και τότε να μιλάς. Κι αν πει κανένας ότι τα μαθήματα είναι οι τροφές της ψυχής, δε θα λαθέψει στο σωστό. Κι όπως τη σωματική τροφή λεπταίνοντάς την με τα δόντια την κάνουμε κατάλληλη για τα σπλάχνα, κατά τον ίδιο τρόπο υπάρχει και μέσα στην ψυχή μια ικανότητα για τη λέπτυνση των διδαγμάτων, που κάνει ωφέλιμο το μάθημα γι' αυτόν που το δέχεται. Τους καθηγητές λοιπόν που κάνουν τις διακρίσεις των διδαγμάτων και γίνεται για μας εύληπτη και επωφελής η διδασκαλία, ο λόγος νομίζω τους ονομάζει μεταφορικά δόντια. Γι' αυτό προηγείται ο έπαινος των δοντιών κι έτσι έπειτα προσθέτεται το εγκώμιο των χειλιών· δε θα στολιζόταν βέβαια τα χείλη με τη λογική ομορφιά, αν δεν απόθεταν σ' αυτά δια της φιλόπονης κατανόησης των μαθημάτων τη χάρη των λόγων. Αυτή λοιπόν την αιτία αντιληφθήκαμε στην ακολουθία των επαίνων σχετικά με τα δόντια.
Αλλ' είναι καιρός να εξετάσουμε και τον ίδιο τον έπαινο, πως συγκρίνει την ομορφιά των δοντιών με κοπάδια κουρεμένα, που μόλις βγήκαν από το λουτρό και χαίρονται όλα εξίσου για τούς δίδυμους τόκους τους. Ο έπαινος είναι ο εξής κατά λέξη· «τα δόντια σου σαν κοπάδια πρόβατα που τα έχουν κουρέψει, που ανεβαίνουν από το λουτρό, όλα γεννούν δίδυμα κι ανάμεσά τους δεν υπάρχει στείρα». Δεν ξέρω πως θα επαινέσει κάποιος τα δόντια, αν προσέξει το σωματικό μέρος του παραδείγματος, συγκρίνοντάς τα με τις πολύτεκνες αγέλες. Ο έπαινος των δοντιών έγκειται στη στερεότητά τους, στην κανονική θέση τους και στη σταθερή εμφύτευσή τους μέσα στα ούλα, ώστε να έχουν κανονική κι αρμονική σειρά∙ ποια ομορφιά όμως των δοντιών τονίζουν με το παράδειγμά τους τα κοπάδια που ανεβαίνουν από το λουτρό με το δίδυμο γένος τους, σκορπισμένα στις πλαγιές, δεν μπορώ έτσι εκ του προχείρου να καταλάβω. Αυτά στέκονται σε μια κανονική σειρά στοιχημένα και συνεχόμενα μεταξύ τους, ενώ τα κοπάδια σκορπίζουν το ένα εδώ, το άλλο εκεί αραιώνοντας για την ανάγκη της βοσκής. Αλλά και με τη φυσική γυμνότητα του δοντιού δεν προσφέρεται στη σύγκριση το ντυμένο με το μαλλί του πρόβατο. Επομένως πρέπει να ερευνήσουμε πως αυτός, που εγκωμιάζει την αρμονία των δοντιών, παραβάλλει την ομορφιά τους με τις διπλογεννούσες αγέλες, που έχουν κουρέψει το μαλλί τους κι έχουν καθαρίσει τον ρύπο του σώματός τους με το λουτρό.
Τι σκεφτήκαμε λοιπόν γι' αυτά; Αυτοί που με σαφέστερη εξήγηση λεπτοποιούν τα θεία μυστήρια, ώστε να μπορεί εύκολα το σώμα της Εκκλησίας να δεχτεί αυτή την πνευματική τροφή, αυτοί κάνουν το έργο των δοντιών· παίρνουν στο στόμα τους παχύ και σφιχτό το ψωμί του λόγου και το κάνουν με λεπτομερέστερη εξέταση να γίνει πιο εύκολα δεκτό από τις ψυχές εκείνων που το δέχονται. Για παράδειγμα (είναι καλύτερο να παραστήσουμε το νόημα με παραδείγματα) ο μακάριος Παύλος τη μια μας προβάλλει απλά κι απέριττα, σαν ψωμί ακατέργαστο, το παράγγελμα του νόμου, λέγοντας «δε θα φιμώσεις το βόδι που αλωνίζει», και την άλλη απαλύνοντάς το με την επεξήγηση κάνει εύκολα αποδεκτό το θέλημα του νόμου λέγοντας «μήπως ο Θεός νοιάζεται για τα βόδια;» Σίγουρα γράφτηκε για μας, όπως και πολλά άλλα παρόμοια. Όπως ο Αβραάμ δηλαδή που απόχτησε δύο γιους, ένα από τη δούλη του κι ένα από την ελεύθερη. Αυτό είναι ο ακατέργαστος άρτος. Πώς όμως τον μαλακώνει και τον κάνει κατάλληλο να τον φάνε όσοι τρέφονται από αυτόν; Μεταφέρει το παράδειγμα στις δύο διαθήκες· η μια γεννά τέκνα για τη δουλεία, η άλλη ελευθερώνει από τη δουλεία. Έτσι κι ολόκληρο το νόμο (για να μην καθυστερούμε μιλώντας για το καθένα χωριστά) τον παίρνει σαν ένα σώμα παχύ, τον λεπταίνει με τη θεωρία και από σωματικό τον κάνει πνευματικό λέγοντας, «γνωρίζουμε ότι ο νόμος είναι πνευματικός». Αυτό λοιπόν που καταλάβαμε με τον Παύλο, ότι εκπληρώνει μέσα στην Εκκλησία έργο δοντιών λεπταίνοντας τη σαφήνεια των διδαγμάτων, αυτό το λέμε και για τον καθένα που κατά μίμηση εκείνου μας εξηγεί τα μυστήρια.
Δόντια λοιπόν της Εκκλησίας είναι αυτοί που λεπταίνουν το ανεπεξέργαστο χόρτο των θείων λόγων και το μηρυκάζουν. Όπως λοιπόν ο θείος Απόστολος περιγράφει το βίο όποιων ορέγονται το καλό έργο της επισκοπής λέγοντας τα καθ’ έκαστον για το ποιος πρέπει να είναι όποιος αφιερωθεί στην ιερωσύνη, ώστε μαζί με όλα να έχει και το διδακτικό χάρισμα, έτσι εδώ αυτοί που είναι ταγμένοι στην υπηρεσία των δοντιών μέσα στην Εκκλησία η Γραφή θέλει να έχουν πρώτα δεχτεί κουρά, δηλαδή να γυμνωθούν από κάθε υλικό βάρος, έπειτα να γίνουν καθαροί από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος με το λουτρό της συνειδήσεως, και εκτός από αυτά να προκόβουν πάντοτε και ν' ανεβαίνουν και ποτέ να μην τους παίρνει πάλι ο κατήφορος προς το βάραθρο, και μαζί με όλα να χαίρονται για τα δίδυμα γεννήματα των αγαθών που κυοφορούν σε κάθε είδος αρετής και να μην είναι άγονοι σε κανένα από τα καλά έργα. Η διπλή κυοφορία είναι το σύμβολο της ευδοκίμησης σε καθένα από τα δύο στοιχεία που έχουμε, ώστε τα τέτοιου είδους δόντια να γεννούν δίδυμα, γεννώντας στην ψυχή την απάθεια ενώ στο σωματικό βίο την ευσχημοσύνη (σεμνότητα, κοσμιότητα).
Προσθέτει σ' αυτά στη συνέχεια τον έπαινο που αρμόζει στα χείλη παρομοιάζοντας την ομορφιά τους με γαϊτάνι βαμμένο κόκκινο, που την ερμηνεία την πρόσθεσε ο ίδιος ονομάζοντας το γαϊτάνι «ωραία λαλιά». Αυτό το εξετάσαμε ήδη στα προηγούμενα, πως με την υπηρεσία των δοντιών, δηλαδή των διδασκάλων, μιλάει από κοινού το στόμα της Εκκλησίας. Γι' αυτό ανέφερε δόντια πρώτα που δέχονται κουρά και λούζονται και δε μένουν στείρα και γεννούν δίδυμα και τότε τα χείλια παίρνουν την όψη κόκκινου λουλουδιού, όταν όλη η Εκκλησία στην κοινή αποδοχή του αγαθού γίνει ένα χείλος και μία φωνή. Το παράδειγμα της ομορφιάς έχει διπλή σημασία. Δεν λέει μόνο ότι τα χείλια είναι απλώς γαϊτάνι, αλλά πρόσθεσε και το έξοχο χρώμα, ώστε να στολιστεί και με τα δύο το στόμα της Εκκλησίας και με το γαϊτάνι και με το κόκκινο χρώμα ανάλογα σε κάθε μέρος· με το σπαρτίο δηλαδή διδάσκεται την ομοφροσύνη (ομογνωμοσύνη), ώστε όλη να γίνει ένα γαϊτάνι και μια σειρά κλωσμένη από διάφορα νήματα∙ με το κόκκινο διδάσκεται ν' αποβλέπει προς το αίμα με το οποίο λυτρωθήκαμε και να ομολογεί πάντοτε αυτόν που μας εξαγόρασε με το αίμα του. Και με τα δύο αυτά ολοκληρώνεται η ευπρέπεια στα χείλη της Εκκλησίας, όταν και η πίστη σκορπίζει τη λάμψη της μπροστά στην ομολογία και η αγάπη συνυφαίνεται με την πίστη. Κι αν πρέπει να περιλάβω το παράδειγμα σ' ένα ορισμό, θα ορίσουμε αυτό που είπαμε ως εξής· κόκκινο γαϊτάνι είναι «η πίστη δι’ αγάπης ενεργούμενη», ώστε η πίστη να δηλώνει το κόκκινο και το γαϊτάνι να εξηγείται με την αγάπη. Η αλήθεια βεβαιώνει ότι μ' αυτά στολίζονται τα χείλη της νύμφης. Η ωραία ομιλία δε χρειάζεται άλλη λεπτομερέστερη εξέταση η ερμηνεία. Γιατί προηγουμένως ο Απόστολος διευκρίνισε ότι η ομιλία αυτή είναι ο λόγος της πίστης που κηρύσσουμε, λέγοντας «αν ομολογήσεις με το στόμα σου πως ο Ιησούς είναι ο Κύριος και πιστέψεις με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε από τους νεκρούς, θα σωθείς· γιατί η πίστη της καρδιάς οδηγεί στην δικαιοσύνη, ενώ η ομολογία με το στόμα στη σωτηρία». Αυτή είναι η ωραία λαλιά, με την οποία επανθίζουν ευπρεπώς τα χείλη της Εκκλησίας, όπως εκείνο το κόκκινο γαϊτάνι.
Ευχαριστιέται ο νυμφίος έπειτα από την ωραιότητα του στόματος και με το ερύθημα (κοκκίνισμα) στο μάγουλο. Η συνήθεια καλεί καταχρηστικά το μέρος αυτό του προσώπου μήλο. Παρομοιάζει λοιπόν τα μήλα του προσώπου με το ρόδι και διατυπώνει τον έπαινο αυτόν κατά λέξη ως εξής· «όπως το ρόδι είναι τα μάγουλά σου έξω απ' τη σιωπή σου». Ότι αυτό που επαινείται είναι η ντροπή (αιδώς) είναι εύκολο να το σκεφτεί κανένας από τη σειρά των σκέψεων που κάναμε. Αφού δηλαδή ο Λόγος έδωσε σώμα στην Εκκλησία με τη μορφή της νύφης κι αφού μοίρασε τις επί μέρους αρετές ανάλογα με την περιγραφή της ομορφιάς του προσώπου, τώρα με το ερύθημα να ανάβει τα μάγουλα κάνει τον πρόσφορο έπαινο της σωφροσύνης, στολίζοντάς την με την αιδώ με το συμβολισμό του ροδιού. Γιατί ο καρπός αυτός τρέφεται μέσα σε εξωτερικό στυφό που δεν τρώγεται, γι' αυτό ορθά και κατάλληλα μεταφέρεται από τη θεωρητική εξέταση στο κατόρθωμα της σωφροσύνης. Όπως δηλαδή η στυπτική ιδιότητα της φλούδας του ροδιού τρέφει και φυλάει τη γλυκύτητα του καρπού που περιέχει, έτσι κι ο στυφός και εγκρατής και ξηρός βίος γίνεται φύλακας των αγαθών της σωφροσύνης. Και γίνεται κι εδώ διπλός ο έπαινος της αρετής αυτής και με τις εκδηλώσεις της κόσμιας ζωής και με τα κατορθώματα της απάθειας της ψυχής. «Αυτών ο έπαινος», όπως λέει ο Απόστολος, «δε γίνεται από τους ανθρώπους, αλλά από το Θεό». Γιατί η αιδώς που λάμπει σε όσα γίνονται έχει ξεχωριστό έπαινο από τα πρόδηλα, είναι όμως έξω από όσα θαυμάσια σωπαίνονται και είναι κρυμμένα και που τα βλέπει μόνο εκείνος ο οφθαλμός που βλέπει τα κρυφά.
Με τα επόμενα μαθαίνουμε ότι καθετί που γινόταν από τους θεοφόρους αγίους, γινόταν ως παράδειγμα και για διδασκαλία των κατορθωμάτων της αρετής. Οι γάμοι, οι ξενιτεμοί, οι πόλεμοι, οι κατασκευές των οικοδομημάτων, όλα ήταν για κάποιο λόγο προτυπώσεις και νουθεσίες για τη μετέπειτα ζωή. Γιατί λέει, «αυτά γράφτηκαν για να νουθετήσουν εσάς, στους οποίους συνέκλιναν τα τέλη των αιώνων». Ο πόλεμος κατά των αλλοφύλων μας διδάσκει να δείχνουμε ανδρεία κατά της κακίας, ο ζήλος κατά το γάμο μας προτείνει συμβολικά τη συνοίκηση με την αρετή. Το ίδιο και ο ξενιτεμός μας υποβάλλει την αναχώρηση για ενάρετη ζωή· οι φροντίδες τους για κατασκευές κτηρίων μας προτρέπουν να δείχνουμε επιμέλεια για τα δικά μας σπίτια που χτίζονται με την αρετή. Γι' αυτό νομίζω ότι κι εκεί τον περιφανή εκείνο πύργο, όπου ο Δαβίδ τοποθέτησε τα καλύτερα λάφυρα, αποβλέποντας στην προκοπή της Εκκλησίας, αυτόν προτύπωσε με το έργο αυτό για εκείνους που επιδιώκουν ένα έργο αρετής, τον πύργο που προβάλλει από μια άκρη του βουνού και ανατείνεται προς το ύψος και που νομίστηκε κατάλληλος τον χρόνον εκείνον για τη φύλαξη των λαφύρων, όσα με την υποδούλωση των αλλοφύλων πήρε ως δικό του κέρδος ο βασιλιάς μαζί με άλλα πράγματα.
Έδειξε λοιπόν ο βασιλιάς με τη σοφία του σε ποιο αγαθό για τη ζωή των ανθρώπων απέβλεπε ο Δαβίδ και το προκατέθεσε σαν συμβουλή με την κατασκευή του πύργου για το βίο των ανθρώπων. Θέλοντας δηλαδή να εγκωμιάσει την ομορφιά του καθενός μέλους από το σώμα της Εκκλησίας με την παραβολή και την παρομοίωση με κάτι, θυμάται στη συνέχεια τούτον τον πύργο, περιγράφοντας πως πρέπει να είναι αυτοί που μέσα στο λαό έχουν τη θέση του τραχήλου (λαιμού). Με τον πύργο επονομάζεται ο Δαβίδ και γνωρίζεται και από τους προμαχώνες∙ γιατί «Θαλπιώθ» ονομάζονται οι επάλξεις. Κατά λέξη η διατύπωση είναι η εξής· «ο λαιμός σου σαν πύργος του Δαβίδ που έχει χτιστεί στη Θαλπιώθ· χίλιες ασπίδες κρέμονται σ' αυτόν, όλα τα κοντάρια των δυνατών». Η υλική λοιπόν κατασκευή του πύργου είναι περίβλεπτη. Τόσο επειδή είναι έργο του βασιλιά Δαβίδ, όσο κι επειδή ο τόπος φαίνεται από παντού, ακόμα κι επειδή είναι τοποθετημένα σ' αυτόν τα όπλα, οι ασπίδες και τα κοντάρια. Το πλήθος τους το δηλώνει ο λόγος με τη λέξη «χίλιες», αλλ' ο σκοπός μας είναι να καταλάβουμε το νόημα του θείου στίχου. Πώς συγκρίνεται μ' αυτόν τον πύργο της Εκκλησίας που λέγεται τράχηλος;
Πρώτα λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε ποιο μέλος του σώματός μας ονομάζεται τράχηλος, κι έπειτα ν' αποδώσουμε το όνομα στο μέλος της Εκκλησίας. Το τμήμα λοιπόν που στηρίζεται στο μέσο των ώμων και βαστάζει επάνω του το κεφάλι και είναι η βάση της κεφαλής ονομάζεται τράχηλος, που το πίσω μέρος του στηρίζεται επάνω σε οστά, ενώ το πρόσθιο είναι ελεύθερο από τη συνοχή των οστών. Η φύση του οστού αυτού δεν είναι όμοια με του οστού του πήχυ ή της κνήμης, συνεχής και αδιαίρετη· σε πολλά σημεία τα οστά είναι χωρισμένα με τη μορφή των σπονδύλων, αλλά με τα νεύρα και τους μύες και τους συνδέσμους που τα περιβάλλουν ενώνονται μεταξύ τους, όπως και με το μυελό που περνά στο μέσο σαν από αυλό. Περιέχεται από τις μεμβράνες (μήνιγγες) και ενώνεται με τον εγκέφαλο. Εμπρός ο τράχηλος περιέχει την αρτηρία, που δέχεται τον αέρα που έρχεται απ' έξω και εισχωρεί μέσα μας κι αυτός αναρριπίζει τη θέρμη της καρδιάς για τη φυσική της λειτουργία. Αυτό περιέχει ακόμη και τις εισόδους της τροφής από το λαιμό και το φάρυγγα και μεταφέρει ό,τι εισάγονται από το στόμα στην κοιλότητα την ορισμένη για την υποδοχή του. Κατ' εξαίρεση από τα λοιπά έχει και κάτι άλλο ο τράχηλος· πάνω απ' τη θέση της αρτηρίας υπάρχει σ' αυτόν το εργαστήριο της φωνής, όπου έχουν τοποθετηθεί όλα τα φωνητικά όργανα, με τα οποία προκαλείται ο ήχος καθώς δονείται κυκλικά η αρτηρία από τον αέρα που αναδίνεται.
Έτσι λοιπόν, αφού περιγράψαμε το μέλος του σώματός μας, θα είναι εύκολο με όσα εκθέσαμε εδώ να κατανοήσουμε και τον τράχηλο του εκκλησιαστικού σώματος. Ποιος είναι που με τις κατάλληλες ενέργειες παίρνει κυριολεκτικά το όνομα τούτο και ονομάζεται τράχηλος και παρομοιάζεται με τον πύργο του Δαβίδ. Πρώτο λοιπόν ό,τι και στα πράγματα είναι πρώτο· αν κάποιος βαστάζει πάνω του την αληθινή κεφαλή του παντός (εννοώ την κεφαλή που είναι ο Χριστός, από την οποία συναρμολογείται και συνταιριάζεται όλο το σώμα), αυτός έχει κυριολεκτικά το όνομα αυτό. Εκτός από αυτά αν κάποιος είναι δεκτικός του αέρα που κάνει την καρδιά μας πυρώδη και τη θερμαίνει κι αν με αρμονική φωνή υπηρετεί το λόγο. Γιατί βέβαια ο Θεός δεν κατασκεύασε για κανέναν άλλο λόγο μέσα στη φύση των ανθρώπων την ανθρώπινη φωνή, παρά για να είναι όργανο του λόγου και να εκφράζει τα κινήματα της καρδιάς. Ο τράχηλος αυτός ας έχει και την ενέργεια της θρέψης, εννοώ τη διδασκαλία, με την οποία συντηρείται η δύναμη μέσα σε όλο το σώμα της Εκκλησίας. Γιατί με τη διαρκή εισροή της τροφής παραμένει το σώμα στη ζωή κι όταν αυτή λείψει, φθίνει και καταστρέφεται. Κι ας μιμείται και την αρμονική θέση των σπονδύλων στο ότι όσους επιτελούν κάτι επιμέρους για το λαό τους κάνει με το σύνδεσμο της αγάπης ένα μέλος που γέρνει και ανορθώνεται και στρέφεται ευκίνητο αριστερά και δεξιά.
Τέτοιος τράχηλος είναι ο Παύλος και όποιος άλλος τυχόν κατόρθωσε τη ζωή του στα ίχνη εκείνου, που σήκωσε το όνομα του Κυρίου, αφού έγινε το σκεύος της εκλογής του. Και με τόση ακρίβεια εφάρμοσε σ' αυτόν η κεφαλή των όλων, ώστε και όσα έλεγε να μην είναι πια ο ίδιος που τα έλεγε, όπως έδειξε στους Κορινθίους ότι «μέσα του έλεγε και μιλούσε ο Χριστός». Τόσο καλλίφωνη και εύηχη ήταν η αρτηρία του, που με τη χάρη του αγίου Πνεύματος άρθρωνε της αλήθειας τον Λόγον, τόσο καταγλυκαινόταν πάντοτε ο λάρυγγάς του από τα θεία λόγια, τρέφοντας ολόκληρο το σώμα μ' εκείνα τα ζωοποιά διδάγματα. Αν θέλεις να ρωτήσεις τώρα και για τους σπονδύλους, ποιος τους συνάρμοσε όλους σε ένα σώμα με το σύνδεσμο της ειρήνης και της αγάπης; Ποιος δίδαξε έτσι τον τράχηλο να γέρνει για να παρακολουθεί τα χαμηλά και να υψώνεται πάλι αναλογιζόμενος τα άνω και να κοιτάζει ολόγυρα προς τα πλάγια μ' ευστροφία κι ευκινησία με το να ξεφεύγει τα τεχνάσματα του διαβόλου και ν' ασφαλίζεται από αυτά. Ο τράχηλος αυτός έχει αληθινά οικοδομηθεί από το Δαβίδ.
Κι όταν λέμε Δαβίδ να εννοείς το βασιλιά, τον Πατέρα του βασιλιά, που κατασκεύασε τον άνθρωπο εξαρχής, ώστε να είναι πύργος κι όχι ένα γκρέμισμα, και που με τη χάρη του τον ξανάχτισε ασφαλίζοντάς τον με τις πολλές ασπίδες, ώστε να μην είναι πια ευάλωτος στις επιθέσεις των εχθρών· γιατί οι κρεμασμένες ασπίδες, επειδή δεν κείτονται στο έδαφος, αλλά τις βλέπομε ανάερες γύρω από αυτόν, και μαζί με τις ασπίδες και τα κοντάρια των πολεμιστών προκαλούν το φόβο στους εχθρούς, ώστε ούτε καν να επιχειρήσουν επίθεση κατά του πύργου. Και νομίζω ότι ο πύργος αυτός θέλει να σημάνει με το πλήθος των ασπίδων τη φρουρά των αγγέλων που μας περιβάλλει κυκλικά. Και η αναφορά των κονταριών μαρτυρεί αυτό το νόημα. Γιατί δεν είπε απλώς “κοντάρια”, αλλά με την προσθήκη της λέξης «πολεμιστών» έδειξε εκείνους που υπερμαχούν για μας, ώστε ό,τι λέγεται εδώ να συμφωνεί με το ρητό των Ψαλμών· «θα βάλει άγγελος Κυρίου φρουρά γύρω από όσους τον φοβούνται και θα τους σώσει». Ο αριθμός «χίλια» δε νομίζω ότι σημαίνει ακριβώς τις δέκα εκατοντάδες, αλλά χρησιμοποιήθηκε στο λόγο για να δηλώσει το πλήθος. Γιατί είναι συνηθισμένο από την πολλή χρήση στη Γραφή με τον αριθμό αυτόν να δηλώνεται το πλήθος, όπως λέει ο Δαβίδ αντί πλήθος «χιλιάδες αγγέλων και αγίων εὐθηνούντων (πλημμυρισμένοι από χαράν)» και «πάνω από χιλιάδες χρυσό και αργυρό».
Έτσι λοιπόν εννοήσαμε τον τράχηλο που στηρίζεται στους ώμους. Και ως ώμους όπου στηρίζεται εννοούμε τις πρακτικές ενέργειες, με τις οποίες τα χέρια μας πραγματοποιούν τη σωτηρία μας. Την αύξηση προς το ανώτερο της ψυχής που υψώνεται κατά Θεό τη γνωρίζει οπωσδήποτε όποιος ακολουθεί με γνώση και προσοχή όσα λέγονται, ότι πρώτα έφτανε στη νύμφη να παρομοιωθεί με το άλογο που κατανίκησε τον Αιγύπτιο τύραννο και που είχε τη ομορφιά πάνω στον τράχηλό της παρόμοια με τα περιδέραια. Αλλά τώρα πόση τελειότητα στο αγαθό της αποδίδει, που δεν παρομοιάζει την ομορφιά του τραχήλου με κάποια κυκλικά περιδέραια, αλλά χαρακτηρίζεται για το μέγεθός της πως είναι πύργος, που τον κάνει να φαντάζει ολόγυρα και να τον βλέπουν κι όσοι βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση όχι μονάχα η φιλοτιμία για την οικοδομή που ανεβάζει το ύψος όσο ψηλότερα γίνεται, αλλά και η θέση του είναι φυσικά ψηλότερη από τα γειτονικά της. Όταν λοιπόν ο πύργος είναι έργο του βασιλιά και τύχει να έχει ανεβεί στην υψηλή πολιτεία του βίου, τότε αποδεικνύει αληθινό αυτό που λέει ο Κύριος ότι «δεν μπορεί να κρυφτεί μια πόλη που βρίσκεται πάνω στο βουνό». Και να νοείς εδώ τον πύργο αντί της πόλεως.
Είναι ώρα να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και τα δύο ελαφόπουλα, που τριγυρίζουν την καρδιά της νύμφης και ονομάζονται από το Λόγο «στήθη» (όπως λέει, «τα δύο στήθη σου είναι σαν δύο ελαφόπουλα που βόσκουν μέσα στα κρίνα»), επειδή η θέση της καρδιάς είναι ανάμεσά τους· η βοσκή τους δεν είναι χόρτα ή αγκάθια, αλλά κρίνα που διατηρούν το άνθος τους καθόλο το διάστημα της βοσκής· και δεν ανθίζουν ένα διάστημα κι ένα άλλο μαραίνονται, αλλά δίνουν στα ελαφόπουλα συνέχεια τροφή τον εαυτό τους, ώσπου να παύσουν πια να υπάρχουν οι ίσκιοι των απατηλών φαντασμάτων που επιδιώκονται στη ζωή και θα έχει πια λάμψει παντού το φως και θα καταυγαστούν τα πάντα με το φως της ημέρας που αποστέλλει όπου θέλει το φως της. Γιατί έτσι λέει ο Λόγος· «ώσπου να φυσήξει το αγέρι της ημέρας και να σκορπίσουν οι σκιές. Το έχεις μάθει από το Ευαγγέλιο και το ξέρεις οπωσδήποτε ότι είναι το άγιο Πνεύμα που δημιουργεί όπου θέλει το φως με το φύσημά του σ' εκείνους που ξέρουν από που έρχεται και που πηγαίνει. Γι' αυτό τώρα ο Λόγος μιλάει έτσι· «τα δύο στήθη του είναι σα δύο δίδυμα ελαφόπουλα που βόσκουν μέσα στα κρίνα, ώσπου να φυσήξει η ημέρα το αεράκι της και να σκορπίσουν οι σκιές».
Αλλά ότι «ημέρα» λέγεται το άγιο Πνεύμα, που πνέει φως σ' όποιους επισκεφθεί, δε νομίζω ότι θ' αμφιβάλει κανένας για το λόγο. Αν δηλαδή όσοι γεννήθηκαν από το Πνεύμα γίνονται υιοί του φωτός και υιοί της ημέρας, τι άλλο να θεωρήσουμε το Πνεύμα το άγιον αν όχι φως και ημέρα, που η πνοή της φυγαδεύει τις σκιές της ματαιότητας; Γιατί είναι ανάγκη πάσα όταν φανεί ο ήλιος να μη μένουν οι σκιές, αλλά να μετακινηθούν και να υποχωρήσουν. Είναι τώρα καιρός να περιλάβουμε στην εξέτασή μας το μυστήριο το σχετικό με τα ελαφόπουλα που γεννήθηκαν δίδυμα, που τροφή τους είναι το κρίνο και τόπος της βοσκής τους η καλή και γόνιμη γη, που είναι η καρδιά κατά την παραβολή του Κυρίου∙ σ' αυτή βόσκουν και παχαίνουν διαλέγοντας από εκεί τους καθαρούς λογισμούς. Το άνθος του κρίνου έχει διπλή χάρη από τη φύση, έχει αναμιγμένο το άρωμα με το ωραίο χρώμα, για να το αγαπούν όσοι το κόβουν και για τα δύο, είτε το πλησιάσουν στην όσφρηση είτε απολαύσουν την ομορφιά του με τα μάτια. Γιατί τότε η όσφρησή τους γεμίζει από την ευωδιά του Χριστού, ενώ με την όψη του φανερώνεται η καθαρότητα και η απουσία κηλίδας.
Ίσως λοιπόν με όσα είπαμε έχει αποσαφηνιστεί πια το δηλούμενο από το λόγο ότι, επειδή σε κάθε άνθρωπο παρατηρούμε δύο ανθρώπους, ένα σωματικό και ορατό, κι ένα άλλο νοητό και αόρατο, και των δύο η γέννηση είναι δίδυμη κι έρχονται και οι δύο μαζί στη ζωή· γιατί ούτε η ψυχή προϋπάρχει από το σώμα ούτε το σώμα κατασκευάζεται πριν από την ψυχή, αλλά έρχονται στη ζωή ταυτόχρονα. Φυσική τους τροφή είναι η καθαρότητα και η ευωδιά και όλα τα όμοια για τα οποία είναι γόνιμες οι αρετές. Μερικοί βέβαια κάποτε κυνηγούν το δηλητήριο κι όχι το κατάλληλο για φαγητό∙ είναι αυτοί που δεν βόσκουν τα άνθη των αρετών, αλλά ευχαριστούνται με αγκάθια και τριβόλια. Έτσι ακούσαμε την παραβολή του Ευαγγελίου να ονομάζει τις αμαρτίες, που η κατάρα του φιδιού δημιούργησε το κακό φύτρωμά τους.
Επειδή λοιπόν χρειάζονται μάτια με διάκριση, που να μπορέσουν να διαγνώσουν με ακρίβεια το κρίνο και το αγκάθι, ώστε να προτιμήσουν το σωτήριο και ν' απορρίψουν το καταστρεπτικό, γι' αυτό εκείνον που γίνεται κατά ομοιότητα με τον μεγάλο Παύλο μαστός για τα νήπια και τρέφει με γάλα τους νεογέννητους της Εκκλησίας, ονόμασε ζευγάρι μαστών που γεννήθηκαν ο ένας μαζί με τον άλλο και παρομοιάστηκαν με τα ελαφόπουλα. Αποδίδει με όλα στο μέλος αυτό της Εκκλησίας τον χαρακτηρισμό του δόκιμου και γιατί επιτυχαίνει και κατά το ένα και κατά το άλλο στη βοσκή των καθαρών κρίνων, ξεχωρίζοντας μ' οξυδέρκεια το αγκάθι από το κατάλληλο για τροφή, και γιατί ασχολείται με το ηγεμονικό, που συμβολίζεται από την καρδιά, η οποία τρέφει τους μαστούς· κι ακόμα εκτός από αυτά γιατί δε φυλακίζει μέσα του τη χάρη, αλλά προσφέρει τη θηλή σ' όσους έχουν ανάγκη του λόγου, «όπως η τροφός περιποιείται τα παιδιά της» όπως έκανε και έλεγε ο Απόστολος.
Κι αφού έφερε ο Λόγος τον έπαινο ως αυτά τα μέλη της Εκκλησίας, στα επόμενα της κάνει το εγκώμιο για όλο γενικά το σώμα, όταν «με το θάνατο καταργήσει αυτόν που κρατάει την εξουσία του θανάτου», και ξαναφέρει πάλι τον εαυτό του στη δόξα της ίδιας του θεότητας, που είχε από την αρχή προτού δημιουργηθεί ο κόσμος, λέγοντας «θα πάω από μόνος μου στο όρος της σμύρνας και στο βουνό του Λιβάνου», κάνοντας ένδειξη με τη σμύρνα για το πάθος και με το λιβάνι για τη δόξα της θεότητας πρόσθεσε· «είσαι ολόκληρη ωραία, αγαπημένη μου, και δεν έχεις κανένα ψεγάδι»· διδάσκει μ' αυτά, πρώτα ότι κανένας δεν παίρνει από αυτόν τη ζωή του, αλλά «είναι στην εξουσία του να την προσφέρει και στην εξουσία του να την ξαναπάρει», πηγαίνοντας από μόνος του στο όρος της σμύρνας· δεν πηγαίνει εξαιτίας των δικών μας έργων, για να μην καυχηθεί κάποιος, αλλά δέχεται το θάνατο για τους αμαρτωλούς από την ίδια του τη φιλανθρωπία. Και δεύτερο ότι δεν είναι δυνατό να καθαρθεί η ανθρώπινη φύση από την αμαρτία, αν δεν εξαλείψει με τον εαυτό του όλη την κακία ο αμνός που σηκώνει την αμαρτία του κόσμου. Αυτός λοιπόν που είπε, «είσαι όλη ωραία, αγάπημένη μου, και δεν έχεις κανένα ψεγάδι», και πρόσθεσε το μυστήριο του πάθους με το συμβολισμό της σμύρνας και ανέφερε έπειτα το λιβάνι με το οποίο δηλώνει τη θεότητα, μας διδάσκει το εξής· ότι όποιος συμμετάσχει μαζί του στη σμύρνα, θα συμμετάσχει οπωσδήποτε και στο λιβάνι· γιατί αυτός που έπαθε μαζί, ασφαλώς και συνδοξάζεται, κι όποιος βρεθεί μια φορά μέσα στη θεία δόξα, ομορφαίνει ολόκληρος κι απαλλάσσεται από την αντίθετή μας δύναμη, από την οποία είθε να χωριστούμε κι εμείς μέσω του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας που πέθανε κι αναστήθηκε για χάρη μας και στον οποίο ανήκει η δόξα και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή