Ο ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, που έχει ολοκληρώσει τον πρώτο τόμο της βιογραφίας του Χένρι Κίσινγκερ, το ομολογεί: Ενώ ο ίδιος ετοίμαζε τον δεύτερο τόμο, ο σχεδόν αιωνόβιος Κίσινγκερ είχε προλάβει να εκδώσει δύο βιβλία. Βιογράφος και βιογραφούμενος συναντήθηκαν και μίλησαν για όλα.
Ο Χένρι Κίσινγκερ έκλεισε τα 99 του χρόνια στις 27 Μαΐου. Γεννημένος στη Γερμανία στο αποκορύφωμα του υπερπληθωρισμού της Βαϊμάρης, δεν ήταν ούτε δέκα ετών όταν ο Χίτλερ ήρθε στην εξουσία και ήταν μόλις 15 ετών όταν ο ίδιος και η οικογένειά του αποβιβάστηκαν ως πρόσφυγες στη Νέα Υόρκη. Είναι σχεδόν το ίδιο εκπληκτικό ότι αυτός ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ και γίγαντας της γεωπολιτικής εγκατέλειψε το αξίωμα πριν από 45 χρόνια.
Καθώς οδεύει προς τα εκατό του χρόνια, ο Κίσινγκερ δεν έχει χάσει ίχνος της διανοητικής δύναμης που τον έκανε να ξεχωρίζει από άλλους καθηγητές και επαγγελματίες της εξωτερικής πολιτικής, τόσο της δικής του όσο και των επόμενων γενεών. Το διάστημα που πέρασα γράφοντας τον δεύτερο τόμο της βιογραφίας του, ο Κίσινγκερ έχει εκδώσει όχι ένα αλλά δύο βιβλία – το πρώτο, σε συνεργασία με τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο της Google Eρικ Σμιντ και τον επιστήμονα πληροφορικής Ντάνιελ Χάτενλοχερ, αφορά την τεχνητή νοημοσύνη, και το δεύτερο είναι μια συλλογή από έξι βιογραφικές μελέτες ηγετικών προσωπικοτήτων.
Συναντιόμαστε στο ησυχαστήριό του, βαθιά μέσα στα δάση του Κονέκτικατ, όπου ο ίδιος και η σύζυγός του, Νάνσι, περνούν τον περισσότερο χρόνο τους από την έναρξη της COVID. Η πανδημία είχε και την καλή της πλευρά για εκείνους. Ηταν η πρώτη φορά στα 48 χρόνια γάμου που ο ψυχαναγκαστικά μετακινούμενος δρ Κίσινγκερ αναγκάστηκε να τραβήξει χειρόφρενο. Αποκομμένος από τους πειρασμούς των εστιατορίων του Μανχάταν και των συμποσίων του Πεκίνου, έχασε βάρος. Παρόλο που βαδίζει με μπαστούνι, φοράει ακουστικό βαρηκοΐας και μιλάει πιο αργά από ό,τι παλιότερα, με τη χαρακτηριστική βαρύτονη χροιά του, είναι όσο οξύνους ήταν πάντα.
Ο Κίσινγκερ είναι ακόμη σε θέση να εξοργίζει τους φιλελεύθερους καθηγητές και τους προοδευτικούς ή «αφυπνισμένους» φοιτητές που κυριαρχούν στο Χάρβαρντ, το πανεπιστήμιο όπου έχτισε τη φήμη του ως ακαδημαϊκός και διανοούμενος τις δεκαετίες του 1950 και του 1960.
Κάθε υπουργός Εξωτερικών και σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας (η πρώτη θέση που κατείχε στην κυβέρνηση) έχει χρειαστεί να επιλέξει μεταξύ κακών και χειρότερων εναλλακτικών. Ο Αντονι Μπλίνκεν και ο Τζέικ Σάλιβαν, οι οποίοι κατέχουν σήμερα αυτές τις θέσεις, εγκατέλειψαν πέρυσι τον λαό του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν και φέτος ρίχνουν όπλα αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων στην εμπόλεμη ζώνη της Ουκρανίας. Για κάποιο λόγο αυτές οι ενέργειες δεν προκαλούν τις ύβρεις που έχουν εξαπολυθεί κατά του Κίσινγκερ όλα αυτά τα χρόνια για τον ρόλο του σε γεγονότα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ (σημαντικό μέρος της κριτικής έχει επίσης προέλθει από τη Δεξιά, αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους).
Τίποτα δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει καλύτερα την ικανότητά του να εξοργίζει τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά από τη διαμάχη που προκάλεσε η σύντομη ομιλία του στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός στις 23 Μαΐου. Ο τίτλος της Telegraph ήταν «Χένρι Κίσινγκερ: Η Ουκρανία πρέπει να παραχωρήσει εδάφη στη Ρωσία» και προκάλεσε σχεδόν ισάριθμα οργισμένα tweets από προοδευτικούς, που έχουν προσθέσει τα μπλε και κίτρινα χρώματα της Ουκρανίας στην τελευταία εκδοχή της pride flag, και νεοσυντηρητικούς που βαυκαλίζονται για μια ουκρανική νίκη και αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα. Σε μια καυστική απάντηση, ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κατηγόρησε τον Κίσινγκερ ότι ευνοεί τον κατευνασμό της φασιστικής Ρωσίας κατά το πρότυπο του 1938.
Το πιο περίεργο πράγμα στον σάλο που προκλήθηκε ήταν ότι ο Κίσινγκερ δεν είπε τίποτα τέτοιο. Υποστηρίζοντας ότι πρέπει τελικά να διαπραγματευτεί κάποιο είδος ειρήνης, δήλωσε απλώς ότι «η διαχωριστική γραμμή (μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας) θα πρέπει να είναι η επιστροφή στο status quo ante» – εννοώντας την κατάσταση πριν από τις 24 Φεβρουαρίου, όταν τμήματα του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των φιλορώσων αυτονομιστών και η Κριμαία αποτελούσε μέρος της Ρωσίας, όπως συνέβαινε από το 2014. Ο ίδιος ο Ζελένσκι το έχει αναφέρει σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, αν και ορισμένοι Ουκρανοί εκπρόσωποι υποστήριξαν πρόσφατα την επιστροφή στα προ του 2014 σύνορα.
Η ατάκα του Μπάιντεν
Τέτοιες παρερμηνείες δεν είναι κάτι καινούργιο για τον Κίσινγκερ. Οταν προσπαθούσε να πείσει τον Μπαράκ Ομπάμα να αποχωρήσει από το Αφγανιστάν, ο αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, έκανε έναν ατυχή παραλληλισμό με τον απαξιωμένο πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον. «Πρέπει να ετοιμαστούμε να φύγουμε», είπε στον βετεράνο διπλωμάτη Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, «να κάνουμε ό,τι κάναμε στο Βιετνάμ». Ο Χόλμπρουκ, ειδικός εκπρόσωπος του Ομπάμα για το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, απάντησε πως θεωρούσε «ότι είχαμε μια κάποια υποχρέωση απέναντι στους ανθρώπους που μας εμπιστεύτηκαν». Η απάντηση του Μπάιντεν ήταν αποκαλυπτική: «Γ*** το αυτό», φέρεται να είπε στον Χόλμπρουκ. «Δεν χρειάζεται να ανησυχούμε γι’ αυτό. Το κάναμε στο Βιετνάμ. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ τη γλίτωσαν».
Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν, και πάλι, εντελώς διαφορετική. Ο Νίξον και ο Κίσινγκερ απέρριψαν πλήρως την ιδέα να εγκαταλείψουν το Νότιο Βιετνάμ στην τύχη του, όπως τους προέτρεπαν οι αντιπολεμικοί διαδηλωτές το 1969. Αντί να το βάλουν στα πόδια, επιδίωξαν να επιτύχουν «ειρήνη εν τιμή». Η στρατηγική τους για τη «βιετναμοποίηση» ήταν στην πραγματικότητα μια εκδοχή αυτού που κάνουν οι ΗΠΑ σήμερα στην Ουκρανία: παροχή όπλων ώστε η χώρα να μπορέσει να πολεμήσει για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της, αντί να βασίζεται σε επιτόπου αμερικανικά στρατεύματα.
Οι τύποι του Χάρβαρντ και του Γέιλ θα εκνευριστούν ακόμη περισσότερο όταν δουν τον Νίξον ανάμεσα στα έξι υποδείγματα στην «Ηγεσία» του Κίσινγκερ, δίπλα στον Κόνραντ Αντενάουερ, τον Σαρλ ντε Γκωλ, τον πρώην πρόεδρο της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ, τον πρώτο πρωθυπουργό της Σιγκαπούρης Λι Κουάν Γιου και τη Μάργκαρετ Θάτσερ (η συμπερίληψη της οποίας θα κάνει και τους τύπους της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ να εκνευριστούν).
Ρωταώ τον Κίσινγκερ πώς γίνεται ο Νίξον –ο μόνος πρόεδρος που αναγκάστηκε να παραιτηθεί– να αξίζει ένα κεφάλαιο δικό του σε ένα βιβλίο για την ηγεσία. Δεν είναι μάλλον η περίπτωση του πώς δεν πρέπει κάποιος να ηγείται; Ο Κίσινγκερ ξεκινά με τη συνοπτική ετυμηγορία για το Γουότεργκεϊτ που έδωσε ο Μπράις Χάρλοου, ο έμπειρος πράκτορας της Ουάσιγκτον που ήταν ο σύνδεσμος του Νίξον με το Κογκρέσο: «Κάποιος αναθεματισμένος ανόητος πήγε στο Οβάλ Γραφείο και έκανε ό,τι του είπαν» – εννοώντας ότι κάποιος στον Λευκό Οίκο πήρε κατά γράμμα τα όσα είπε ο Νίξον.
«Ως γενική αρχή», λέει ο Κίσινγκερ, «οι συνεργάτες οφείλουν στους εντολείς τους στην πολιτική να μη στέκονται σε συναισθηματικές δηλώσεις (για) πράγματα που γνωρίζουν ότι δεν θα έκαναν έπειτα από περαιτέρω σκέψη». Υπήρχαν πολλές φορές που, εν βρασμώ ή για να εντυπωσιάσει την παρούσα παρέα, ο Νίξον έδινε ακατάσχετες προφορικές εντολές. Ο Κίσινγκερ έμαθε γρήγορα να μην ενεργεί κάθε φορά που ο Νίξον τον διέταζε να «βομβαρδίσει μέχρι θανάτου» κάποιον.
«Αν δείτε το Γουότεργκεϊτ», υποστηρίζει, «στην πραγματικότητα ήταν μια διαδοχή παραβάσεων» – ξεκινώντας με τις διαρρήξεις στα κεντρικά γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του αντίπαλου Δημοκρατικού Κόμματος, οι οποίες διατάχθηκαν από την εκστρατεία για την επανεκλογή του Νίξον το 1972. Αυτές οι παραβάσεις στη συνέχεια «συγκεντρώθηκαν σε μια έρευνα. Πίστευα τότε και πιστεύω και τώρα ότι άξιζαν μομφή – όχι όμως απομάκρυνση από το αξίωμα».
Από την οπτική γωνία του Κίσινγκερ, το Γουότεργκεϊτ ήταν καταστροφή επειδή γκρέμισε την έξυπνη στρατηγική εξωτερικής πολιτικής που ο ίδιος και ο Νίξον είχαν επινοήσει για να ενισχύσουν τη θέση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες είχαν ουσιαστικά χάσει τον Ψυχρό Πόλεμο όταν εκείνοι ανέλαβαν τα καθήκοντά τους τον Ιανουάριο του 1969.
«Είχαμε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο», θυμάται. «(Ο Νίξον) ήθελε να τερματίσει τον πόλεμο του Βιετνάμ με έντιμους όρους. Ηθελε να δώσει στην Ατλαντική Συμμαχία μια νέα στρατηγική κατεύθυνση. Και πάνω απ’ όλα ήθελε να αποφύγει μια (πυρηνική) σύγκρουση (με τη Σοβιετική Ενωση) μέσω της πολιτικής ελέγχου των εξοπλισμών».
«Και έπειτα υπήρχε το ανεξερεύνητο μυστήριο της Κίνας. (Ο Νίξον) διακήρυξε από την πρώτη του ημέρα ότι ήθελε να κάνει άνοιγμα στην Κίνα. Κατάλαβε ότι επρόκειτο για μια στρατηγική ευκαιρία, ότι δύο αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών βρίσκονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους» – αναφορά στον συνοριακό πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και της Κίνας το 1969, αφού οι δύο μεγαλύτερες κομμουνιστικές δυνάμεις είχαν χωριστεί για ιδεολογικά ζητήματα οκτώ χρόνια πριν. «Εκ μέρους του έδωσα εντολή να προσπαθήσουμε να έρθουμε πιο κοντά στην Κίνα και στη Ρωσία απ’ ό,τι αυτές μεταξύ τους». Αυτές οι κατευθύνσεις, λέει, συνέκλιναν τη χρονιά πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ.
«Μέχρι το τέλος (της προεδρίας του Νίξον) υπήρχε μια ειρήνη στο Βιετνάμ, που με τους όρους της ήταν έντιμη και ήταν βιώσιμη από έναν πρόεδρο που είχε εσωτερική υποστήριξη. Είχαμε επανασχεδιάσει την πολιτική για τη Μέση Ανατολή», εκδιώκοντας ουσιαστικά τους Σοβιετικούς από την περιοχή και καθιερώνοντας τις ΗΠΑ ως διαμεσολαβητή ειρήνης μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών. «Και είχαμε κάνει άνοιγμα στην Κίνα και (διαπραγματευτήκαμε τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων) με τη Ρωσία. Δυστυχώς, η υποστήριξη στο εσωτερικό διαλύθηκε. Αντί να εκμεταλλευτούμε αυτές τις ευκαιρίες, αναγκαστήκαμε από την εσωτερική πανωλεθρία του Νίξον απλώς να αντέξουμε».
Ο Νίξον που αποκαλύπτεται από την «Ηγεσία» του Κίσινγκερ είναι μια τραγική φιγούρα – ένας αριστοτέχνης της στρατηγικής που, συγκαλύπτοντας αδίστακτα το έγκλημα της ομάδας της καμπάνιας για την επανεκλογή του, κατέστρεψε όχι μόνο την προεδρία του, αλλά και καταδίκασε το Νότιο Βιετνάμ σε καταστροφή. Και δεν ήταν μόνον αυτό. Ηταν η ήττα στο Βιετνάμ, υποστηρίζει ο Κίσινγκερ, που έβαλε τις ΗΠΑ σε μια καθοδική τροχιά πολιτικής πόλωσης.
Ρωτάω αν οι ΗΠΑ είναι πιο διχασμένες τώρα από ό,τι την εποχή του Βιετνάμ.
«Ναι, απείρως περισσότερο», απαντά.
Ξαφνιασμένος, του ζητώ να το αναλύσει. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εξηγεί, υπήρχε ακόμη η δυνατότητα του δικομματισμού. «Το εθνικό συμφέρον ήταν ένας όρος που είχε νόημα, δεν αποτελούσε αντικείμενο αντιπαράθεσης. Αυτό έχει τελειώσει. Κάθε κυβέρνηση αντιμετωπίζει πλέον την αδιάκοπη εχθρότητα της αντιπολίτευσης, και μάλιστα με τρόπο που στηρίζεται σε διαφορετικές αφετηρίες – η ανομολόγητη αλλά πολύ πραγματική συζήτηση στην Αμερική αυτή τη στιγμή αφορά το κατά πόσον οι βασικές αξίες της Αμερικής ισχύουν», με τον όρο αυτό εννοεί το ιερό και απαραβίαστο καθεστώς του συντάγματος και την πρωτοκαθεδρία της ατομικής ελευθερίας και της ισότητας ενώπιον του νόμου.
Ρεπουμπλικανός από τη δεκαετία του 1950, ο Κίσινγκερ αποφεύγει να δηλώσει ρητά ότι υπάρχουν στοιχεία στην αμερικανική Δεξιά που φαίνεται τώρα να αμφισβητούν αυτές τις αξίες. Αλλά είναι σαφές ότι δεν ενθουσιάζεται από τέτοιους λαϊκιστές περισσότερο απ’ ό,τι επί των ημερών του Μπάρι Γκολντγουότερ, του υποψηφίου για τις προεδρικές εκλογές της δεκαετίας του 1960, ο οποίος ήταν υπέρμαχος του ατομικισμού και σφοδρός αντικομμουνιστής. Στην προοδευτική Αριστερά, λέει, οι άνθρωποι υποστηρίζουν σήμερα ότι «αν δεν ανατραπούν αυτές οι βασικές αξίες και δεν αλλάξουν οι αρχές της εφαρμογής τους, δεν έχουμε κανένα ηθικό δικαίωμα ούτε καν να ασκούμε την εσωτερική μας πολιτική, πολύ περισσότερο την εξωτερική μας πολιτική». Αυτή «δεν είναι ακόμη διαδεδομένη άποψη, αλλά είναι αρκετά έντονη ώστε να έλκει οτιδήποτε άλλο προς την κατεύθυνσή της και να εμποδίζει την ενοποίηση των πολιτικών – (είναι μια άποψη που υποστηρίζεται) από μια μεγάλη ομάδα της κοινότητας των διανοουμένων, που πιθανώς κυριαρχεί σε όλα τα πανεπιστήμια και σε πολλά μέσα ενημέρωσης».
– Μπορεί κάποιος ηγέτης να το διορθώσει αυτό;
– Δύο πράγματα μπορούν να συμβούν όταν έχεις αγεφύρωτες διαφορές. Είτε η κοινωνία καταρρέει και δεν είναι πλέον ικανή να φέρει εις πέρας τις αποστολές της υπό οποιαδήποτε ηγεσία είτε τις υπερβαίνει…
– Χρειάζεται κάποιο εξωτερικό σοκ ή έναν εξωτερικό εχθρό;
– Αυτός είναι ο ένας τρόπος. Ή θα μπορούσε να υπάρξει μια μη διαχειρίσιμη εσωτερική κρίση.
«Κάποιος ανόητος πήγε στο Οβάλ Γραφείο και έκανε ό,τι του είπαν», λέει για το Γουότεργκεϊτ, εννοώντας ότι κάποιος πήρε κατά γράμμα τα όσα είπε ο Νίξον.
Τι ρώτησε ο Αντενάουερ
Τον οδηγώ πίσω στον παλαιότερο από τους ηγέτες που παρουσιάζονται στο βιβλίο του, τον Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος το 1949 έγινε ο πρώτος καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας. Στην τελευταία τους συνάντηση –διότι φυσικά ο Κίσινγκερ γνώριζε και τους έξι ηγέτες προσωπικά– ρώτησε ο Αντενάουερ: «Υπάρχουν ακόμη ηγέτες που είναι σε θέση να ασκούν μια γνήσια μακροπρόθεσμη πολιτική; Είναι ακόμη εφικτή η πραγματική ηγεσία σήμερα;». Αυτό είναι σίγουρα το ερώτημα που θέτει και ο ίδιος ο Κίσινγκερ, σχεδόν έξι δεκαετίες αργότερα.
Η άσκηση της ηγεσίας έχει γίνει πιο δύσκολη, τονίζει, «λόγω του συνδυασμού των κοινωνικών δικτύων, των νέων μορφών δημοσιογραφίας, του Διαδικτύου και της τηλεόρασης, που όλα εστιάζουν στο βραχυπρόθεσμο μέλλον».
Αυτό μας οδηγεί στην πολύ ιδιαίτερη άποψή του για την ηγεσία. Αυτό που είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό οι έξι ηγέτες του είναι οι εξής πέντε ιδιότητες: έλεγαν σκληρές αλήθειες, είχαν όραμα και ήταν τολμηροί. Επίσης, μπορούσαν να περνούν χρόνο με τον εαυτό τους, σε απομόνωση. Και δεν φοβούνταν να είναι διχαστικοί.
«Πρέπει να υπάρχουν στη ζωή ενός ηγέτη κάποιες στιγμές περισυλλογής», λέει, επισημαίνοντας το διάστημα της εσωτερικής εξορίας του Αντενάουερ στη ναζιστική Γερμανία· το διάστημα που ο Ντε Γκωλ ήταν αιχμάλωτος των Γερμανών στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο· τα χρόνια της ερημιάς του Νίξον στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αφού είχε χάσει τις υποψηφιότητες τόσο για την προεδρία όσο και για τη θέση του κυβερνήτη στην Καλιφόρνια· το διάστημα της φυλακής του Σαντάτ όταν η Αίγυπτος βρισκόταν ακόμη υπό βρετανικό έλεγχο. Ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά αποσπάσματα του βιβλίου αφορούν αυτές τις περιόδους απομόνωσης. «Το να κυριαρχεί κανείς στον εαυτό του πρέπει να γίνει ένα είδος συνήθειας», έγραψε ο Ντε Γκωλ ως αιχμάλωτος πολέμου, «ένα ηθικό ανακλαστικό που αποκτάται με συνεχή γυμναστική της θέλησης, ιδίως στα πιο μικρά πράγματα: το ντύσιμο, τη συζήτηση, τον τρόπο που σκέφτεται κανείς».
Η «οργισμένη» Θάτσερ
Περνάμε στη Μάργκαρετ Θάτσερ, για την οποία ο Κίσινγκερ προφανώς ανέπτυξε συμπάθεια, αλλά και σεβασμό. Σε ένα πρώιμο στάδιο του πολέμου των Φόκλαντ, έχοντας μόλις ενημερωθεί από τον υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας, Φράνσις Πιμ, ο Κίσινγκερ τη ρώτησε ποια μορφή διπλωματικής λύσης προτιμούσε. «Δεν δέχομαι κανένα συμβιβασμό!» βροντοφώναξε. «Πώς μπορείς, φίλε μου παλιέ; Πώς μπορείς να λες τέτοια πράγματα;».
«Ηταν τόσο οργισμένη», θυμάται ο Κίσινγκερ. «Δεν μου πήγε η καρδιά να της εξηγήσω ότι η ιδέα δεν ήταν δική μου, αλλά του επικεφαλής διπλωμάτη της».
Φέρνει επιμελώς τη συζήτηση στους σημερινούς ηγέτες και προσθέτει: «Δεν θα έλεγα την αλήθεια εάν έλεγα ότι το επίπεδο (της σημερινής ηγεσίας) είναι στο ύψος των περιστάσεων». Αντιτείνω ότι σίγουρα μας δίνεται ένα μάθημα αριστείας στην ηγεσία από τον πρόεδρο της Ουκρανίας, την απίθανη φιγούρα του κωμικού που έγινε ήρωας πολέμου.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ζελένσκι έχει φέρει εις πέρας μια ιστορική αποστολή», συμφωνεί ο Κίσινγκερ. «Εχει ένα υπόβαθρο που δεν είχε κανείς στην ουκρανική ηγεσία σε καμία περίοδο της Ιστορίας» – αναφορά στο ότι ο Ζελένσκι είναι, όπως και ο Κίσινγκερ, Εβραίος. «Ηταν ένας τυχαίος πρόεδρος λόγω απογοήτευσης από την εσωτερική πολιτική. Και βρέθηκε αντιμέτωπος με την προσπάθεια της Ρωσίας να επαναφέρει την Ουκρανία σε μια εντελώς εξαρτημένη και υποτελή θέση. Και συσπείρωσε τη χώρα του και την παγκόσμια κοινή γνώμη γύρω του με ιστορικό τρόπο. Αυτό είναι το μεγάλο του επίτευγμα».
Το ερώτημα παραμένει, ωστόσο, «μπορεί να το διατηρήσει αυτό στην επίτευξη ειρήνης, ιδίως μιας ειρήνης που προϋποθέτει κάποιες περιορισμένες θυσίες;».
Ζητώ τις σκέψεις του για τον αντίπαλο του Ζελένσκι, τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, τον οποίο έχει συναντήσει πολλές φορές, αρχής γενομένης από μια τυχαία συνάντηση στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ο Πούτιν ήταν αντιδήμαρχος της Αγίας Πετρούπολης.
«Νόμιζα ότι ήταν ένας στοχαστικός αναλυτής», σημειώνει ο Κίσινγκερ, «βασισμένος σε μιαν άποψη για τη Ρωσία ως ένα είδος μυστικιστικής οντότητας που κρατήθηκε ενωμένη πέραν των 11 ζωνών ώρας με ένα είδος πνευματικής προσπάθειας. Και σε αυτό το όραμα η Ουκρανία έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο. Οι Σουηδοί, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί πέρασαν από αυτό το έδαφος (όταν εισέβαλαν στη Ρωσία) και εν μέρει ηττήθηκαν επειδή τους εξάντλησε. Αυτή είναι η άποψή του (του Πούτιν)».
Ωστόσο, η άποψη αυτή έρχεται σε αντίθεση με εκείνες τις περιόδους της ιστορίας της Ουκρανίας που τη διαφοροποίησαν από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το πρόβλημα του Πούτιν, υπογραμμίζει ο Κίσινγκερ, είναι ότι «είναι επικεφαλής μιας παρακμάζουσας χώρας» και «έχει χάσει την αίσθηση του μέτρου σε αυτή την κρίση». Δεν υπάρχει «καμία δικαιολογία» για όσα έκανε φέτος.
Ο Κίσινγκερ μού θυμίζει το άρθρο που έγραψε το 2014, την εποχή της ρωσικής προσάρτησης της Κριμαίας, στο οποίο επιχειρηματολογούσε κατά της ιδέας της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, προτείνοντας αντ’ αυτού ένα ουδέτερο καθεστώς, όπως αυτό της Φινλανδίας, και προειδοποιώντας ότι η συνέχιση της συζήτησης με όρους ένταξης στο ΝΑΤΟ ενέχει τον κίνδυνο πολέμου. Τώρα, βέβαια, η Φινλανδία είναι αυτή που προτείνει την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, μαζί με τη Σουηδία. Μήπως αυτό το διαρκώς διευρυνόμενο ΝΑΤΟ είναι πλέον πολύ μεγάλο;
«Το ΝΑΤΟ ήταν η κατάλληλη συμμαχία για να αντιμετωπίσει μια επιθετική Ρωσία, όταν αυτή ήταν η κύρια απειλή για την παγκόσμια ειρήνη», απαντά. «Και το ΝΑΤΟ έχει εξελιχθεί σε ένα θεσμό που αντανακλά την ευρωπαϊκή και αμερικανική συνεργασία με έναν σχεδόν μοναδικό τρόπο. Επομένως, είναι σημαντικό να διατηρηθεί. Αλλά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι τα μεγάλα ζητήματα θα τεθούν στις σχέσεις της Μέσης Ανατολής και της Ασίας με την Ευρώπη και την Αμερική. Και σε σχέση με αυτό, το ΝΑΤΟ είναι ένας θεσμός του οποίου οι συνιστώσες δεν έχουν απαραιτήτως συμβατές απόψεις. Ενώθηκαν για την Ουκρανία επειδή αυτό θύμιζε (παλαιότερες) απειλές, και τα κατάφεραν πολύ καλά, και υποστηρίζω αυτό που έκαναν».
«Το ερώτημα θα είναι τώρα πώς θα τερματιστεί αυτός ο πόλεμος. Με τη λήξη του πρέπει να βρεθεί μία θέση για την Ουκρανία και μία θέση για τη Ρωσία – αν δεν θέλουμε η Ρωσία να γίνει ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της Κίνας στην Ευρώπη».
Του θυμίζω μια συζήτηση που είχαμε στο Πεκίνο στα τέλη του 2019, όταν τον ρώτησα εάν βρισκόμαστε ήδη στον «Β΄ Ψυχρό Πόλεμο», αλλά με την Κίνα να παίζει πλέον τον ρόλο της Σοβιετικής Ενωσης. Μου απάντησε, αξιομνημόνευτα, «βρισκόμαστε στους πρόποδες ενός ψυχρού πολέμου». Ενα χρόνο αργότερα, το προχώρησε «στα ορεινά περάσματα ενός ψυχρού πολέμου». Πού βρισκόμαστε τώρα;
«Δύο χώρες με την ικανότητα να κυριαρχήσουν στον κόσμο» –οι ΗΠΑ και η Κίνα– «αντιμετωπίζουν η μία την άλλη ως οι απόλυτοι ανταγωνιστές. Κυβερνώνται από ασύμβατα εσωτερικά συστήματα. Και αυτό συμβαίνει την ώρα που η τεχνολογία έχει εφεύρει τέτοια μέσα που ένας πόλεμος θα έφερνε την οπισθοδρόμηση, αν όχι την καταστροφή του πολιτισμού μας».
Με άλλα λόγια, ο Β΄ Ψυχρός Πόλεμος είναι δυνητικά ακόμη πιο επικίνδυνος από τον Α΄ Ψυχρό Πόλεμο; Η απάντηση του Κίσινγκερ είναι πως ναι, διότι και οι δύο υπερδυνάμεις διαθέτουν πλέον συγκρίσιμους οικονομικούς πόρους (κάτι που δεν συνέβαινε στον Α΄ Ψυχρό Πόλεμο) και οι τεχνολογίες καταστροφής είναι ακόμη πιο τρομακτικές, ιδίως με την έλευση της τεχνητής νοημοσύνης. Δεν έχει καμία αμφιβολία ότι η Κίνα και η Αμερική είναι πλέον αντίπαλοι. Το «να περιμένουμε η Κίνα να γίνει δυτική» δεν είναι πλέον μια εύλογη στρατηγική. «Δεν πιστεύω ότι η παγκόσμια κυριαρχία είναι μια κινεζική αντίληψη, αλλά θα μπορούσαν να γίνουν τόσο ισχυροί. Και αυτό δεν είναι προς το συμφέρον μας». Παρ’ όλα αυτά, λέει, οι δύο υπερδυνάμεις «έχουν μια ελάχιστη κοινή υποχρέωση να αποτρέψουν (μια καταστροφική σύγκρουση)». Αυτό ήταν στην πραγματικότητα το κύριο θέμα στο Νταβός, αν και πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο.
Ρωτάω αν ο Κίσινγκερ θεωρεί τον εαυτό του ηγέτη. «Οταν ξεκίνησα, μάλλον δεν το πίστευα», απαντά. «Αλλά τώρα ναι. Οχι με την απόλυτη έννοια του όρου – (αλλά) προσπαθώ να είμαι ηγέτης. Ολα τα βιβλία που έχω γράψει έχουν το στοιχείο τού «πώς βαδίζει κανείς προς το μέλλον;».
Σημειώνω ότι πρόκειται για υπερβολική μετριοφροσύνη. Εχοντας ηγηθεί του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και, κατά περιόδους στη διάρκεια του Γουότεργκεϊτ, ουσιαστικά της κυβέρνησης των ΗΠΑ, είναι ένας απόλυτα καταρτισμένος ηγέτης, έστω και αν δεν εξελέγη ποτέ.
Η ανάγκη για ηγεσία
Ερχεται η ώρα να φύγω. Ο σχεδόν αιωνόβιος συνομιλητής μου μπορεί να εξακολουθεί να λειτουργεί με φουλ τις μηχανές, αλλά εγώ αρχίζω να χάνω τη φόρμα μου και πρέπει να προλάβω το αεροπλάνο μου. Μια τελευταία έμπνευση με ωθεί να αναρωτηθώ για την αναγκαία συνέπεια της ηγεσίας. «Τι γίνεται με όσους είναι διατεθειμένοι να ακολουθούν;» ρωτάω. «Εχει υποχωρήσει κι αυτό; Είναι οι άνθρωποι λιγότερο πρόθυμοι να οδηγηθούν;».
«Ναι», γνέφει. «Το παράδοξο είναι ότι η ανάγκη για ηγεσία είναι μεγαλύτερη από ποτέ».
Υπάρχουν αναμφίβολα κάποιοι που θα συνεχίσουν να δαιμονοποιούν τον Χένρι Κίσινγκερ και να αγνοούν ή να υποτιμούν όσα λέει. Στα 99 του χρόνια, ωστόσο, έχει την πολυτέλεια να αγνοεί όσους τον μισούν. Ωστόσο, δεν έχει χάσει την παρόρμησή του να ηγείται. «Η ηγεσία», γράφει, «χρειάζεται για να βοηθήσει τους ανθρώπους να φτάσουν από εκεί όπου βρίσκονται ώς εκεί που δεν έχουν πάει ποτέ και, ενίοτε, δύσκολα μπορούν να φανταστούν να πηγαίνουν. Χωρίς ηγεσία, οι θεσμοί παρασύρονται και τα έθνη αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη ασημαντότητα και, τελικά, την καταστροφή».
* Ο κ. Νάιαλ Φέργκιουσον είναι ανώτερος συνεργάτης της οικογένειας Μίλμπανκ στο Ινστιτούτο Χούβερ του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ. Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Κίσινγκερ, 1923-1968: Ο ιδεαλιστής». Ο δεύτερος τόμος θα ολοκληρωθεί το 2023.
Πηγή: https://www.kathimerini.gr/world/562071619/pos-teleionei-o-polemos-k-kisingker/
Κίσινγκερ, για μια ζωή άνθρωπος των Rockefeller...
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.rbf.org/about/our-history/timeline/special-studies-project/in-depth
ΑπάντησηΔιαγραφή