Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (35)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ. 
Ρομαντισμός και μηδενισμός.


Οι ρομαντικοί δαίμονες του ρεαλισμού

Η απελευθέρωση του αρνητικού στοιχείου στη σκέψη του Hegel από τις εγελιανές αλυσίδες του συνέβη βαθμηδόν, καθώς στοχαστές ο ένας μετά τον άλλο σιγά σιγά στρέφονταν σε όλο και περισσότερο ριζικές μορφές άρνησης, οπότε οι λιγότερο ριζικές εναλλακτικές λύσεις αποδεικνύονταν αναποτελεσματικές. Ενώ αυτοί οι διστακτικοί μηδενιστές παρέμειναν επικριτικοί τόσο προς τη δεξιά όσο και προς την αριστερά, δεν ήταν εύκολο να μη μετατοπιστούν προς το δόγμα της απόλυτης άρνησης που ήταν εγγενές στην κριτική στάση τους απέναντι στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Ο κριτικισμός έγινε επικριτικός απέναντι σε κάθε σταθερή μορφή και τάξη. Η ελευθερία, κατανοημένη με βάση την άρνηση, ανακαλύπτει πως περιορίζεται από κάθε όριο. Άπαξ και εγκαταλείφθηκε η κυκλική πορεία της «καλής απεραντοσύνης» του Hegel, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να στραφεί κανείς προς την «κακή απεραντοσύνη», δηλαδή προς τον άπειρο αγώνα του Fichte για απεριόριστη ελευθερία. Αυτή η ελευθερία, εν τούτοις, είναι πιθανή μόνο ως αποτέλεσμα της επαναλαμβανόμενης άρνησης όσων τάξεων καθιδρύονται, δηλαδή μέσω διαρκούς επανάστασης. Ένα από τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση ήταν η ρεαλιστική κριτική του ρομαντισμού.

Αυτή η κριτική, που άρχισε τη δεκαετία του 1830, καθοδηγούνταν από μέλη του αποκαλούμενου Κινήματος της Nεαρής Γερμανίας. Το όνομα «Νεαρή Γερμανία» δημιουργήθηκε από τις κρατικές αρχές το 1835 για να συνδέσει μια ομάδα νεαρών συγγραφέων και στοχαστών, συμπεριλαμβανομένων των Heinrich Heine και Karl Gutzkow, οι οποίοι αντιπολιτεύονταν εν γένει το καθεστώς. Δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, ούτε είχαν κάποιο σαφές πρόγραμμα. Ενώ όμως συνδέονταν μόνο με αυτό τον επιφανειακό τρόπο, απέρριπταν στο σύνολό τους τον ρομαντισμό ως αποτέλεσμα της αύξουσας επίγνωσης για την ένδεια και τον ψυχρό αυταρχισμό των βιομηχάνων επιχειρηματιών και του γραφειοκρατικού κράτους. Είχαν, επίσης, βαθύτατα επηρεαστεί από τον αριστερό εγελιανισμό, και ιδιαίτερα από την ιδέα της άρνησης ως βάση της κοινωνικής κριτικής. Μάλιστα, η έμφασή τους στο αρνητικό στοιχείο είχε ως αποτέλεσμα να χαρακτηριστούν μηδενιστές προς το τέλος της δεκαετίας του 1840.

Αυτός ο μηδενισμός εξεικονίζεται από τον ίδιο τον Karl Gutzkow στο μυθιστόρημά του Οι Μηδενιστές. Το έργο διαδραματίζεται σε κάποιο ανώνυμο γερμανικό πριγκιπάτο και το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια των μηνών που προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1848. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την έλξη που ασκεί μια νεαρή γυναίκα, η Έρτα Ουίνγκολφ, σε δύο διαφορετικούς άνδρες, τον Κονσταντίν Ούλριχ και τον Έμπερχαρτ Οτ. Και οι τρεις είναι μηδενιστές και ο μηδενισμός τους είναι προέκταση του αριστερού εγελιανισμού τους. Όταν πρωτοσυναντούν την Έρτα, αυτή διαβάζει ένα απόσπασμα από τον Feuerbach, το οποίο ο αφηγητής παραθέτει κατά λέξη: «Η πρακτική γνώση είναι μολυσμένη γνώση, βεβηλωμένη από εγωισμό. Με δαύτη δεν παρατηρώ κάποιο πράγμα χάριν του ιδίου, αλλά για να το ιδιοποιηθώ, όπως όταν κάποιος ἀνδρας αγαπά κάποια γυναίκα μόνο για αισθησιακούς σκοπούς. Η πρακτική γνώση δεν ικανοποιείται με τον εαυτό της, μόνο η θεωρητική γνώση το κάνει, είναι χαρούμενη, μονάχα αυτή είναι απαραβίαστη γι' αυτή το αντικείμενο της αγάπης είναι αντικείμενο θαυμασμού».

Αυτό το παράθεμα εκφράζει τη διάκριση στην οποία εδράζονται το μυθιστόρημα και η αξιολόγησή του για τον μηδενισμό. Δύο διαφορετικές μορφές μηδενισμού παρουσιάζονται στο μυθιστόρημα από τους δύο άνδρες και η σχετική αξία τους αντικατοπτρίζεται στην αγάπη της Έρτα πρώτα για τον ένα και έπειτα για τον άλλο. Η εξέλιξη της αγάπης και της συμπάθειάς της, ωστόσο, είναι στην πραγματικότητα η απόληξη αυτής της διάκρισης του Feuerbach ανάμεσα σε πρακτική και θεωρητική γνώση.

Ο Gutzkow με αυτό τον τρόπο παρουσιάζει τον ακραίο μηδενισμό ως απόλυτο εγωισμό, ο οποίος εκδηλώνεται ως το μεφιστοφελικό πνεύμα του κριτικισμού και της άρνησης. Συγχρόνως προασπίζεται ένα μετριοπαθή μηδενισμό που ειναι κριτικός και αρνητικός αλλά επίσης ενδιαφέρεται να κατασκευάσει κάποιον καλύτερο κόσμο. Ο Κωνσταντίν Ούλριχ αντιπροσωπεύει εκείνη τη μορφή μηδενισμού που αντιστοιχεί στην πρακτική γνώση του Feuerbach, τη μεφιστοφελική στιγμή της καθαρής άρνησης ή του ριζικού κριτικισμού. Είναι πνευματώδης, γοητευτικός, πάντοτε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, πάντοτε γνώστης της πιο πρόσφατης γνώμης σε ζητήματα επιστήμης και πολιτικής. Είναι αριστερός εγελιανός, ο οποίος μιλά σύμφωνα με το πνεύμα των Ruge και Bruno Bauer και περιγράφεται από τον αντιδραστικό βαρώνο Χανς φον Λάντσουτζ ως κομμουνιστής. Αυτό καθιστά τον ίδιο και τον μηδενισμό του εξαιρετικά ελκυστικούς στις μεθυστικές μέρες που προηγήθηκαν της Επανάστασης του 1848.

Η Έρτα έλκεται από τα χαρίσματα του Κωνσταντίν επειδή φαίνεται να υπόσχεται μια νέα ζωή. Υπάρχει όμως και άλλη μία πλευρά στον Κονσταντίν την οποία δεν βλέπει, «ένας άγριος εγωισμός». Ο «διττά δαιμονιακός Κονσταντίν», όπως τον περιγράφει ο αφηγητής, τη γοητεύει με τις ομιλίες του, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ο ίδιος δεν τις πιστεύει, αφού είναι κυνικός. Είναι ο άνθρωπος των λόγων ο οποίος αντιτίθεται σε καθετί, αλλά η αντίθεσή του δεν απορρέει από κάποιο όραμα για έναν καλύτερο κόσμο αλλά από την επιθυμία να δεσπόζει πάνω από κάθε κόσμο, πάνω από κάθε περιεχόμενο. Το πνεύμα του είναι όλως διόλου κριτικό και αρνητικό.

Η Έρτα αρχίζει να κατανοεί αυτό το γεγονός κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην οικογένεια του Κωνσταντίν, όπου γνωρίζει την αδελφή του Φρίντα. Η Φρίντα, όπως την περιγράφει ο Έμπερχαρτ, είναι ένα «άγριο παιδί της φύσης». Είναι υπερήφανη σε σημείο ματαιοδοξίας και δεν ενδιαφέρεται για τα αισθήματα των άλλων. Θέλει περισσότερο από καθετί άλλο να προστάζει και, εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε τουλάχιστον να ανατρέψει όσους προστάζουν. Είναι το πνεύμα της άρνησης ενσαρκωμένο. Μιλά συνεχώς αλλά ποτέ δεν ακούει, είναι πάντοτε επικριτική αλλά κατά κανόνα δεν γνωρίζει ό,τι αντιστρατεύεται. Όπως τελικά διαπιστώνει η Έρτα, η μεγαλοφυΐα της είναι η μεγαλοφυΐα του «εύθυμου καταστροφέα, του αρνητικού, όμοια με τη μεγαλοφυΐα του αδελφού της». Μέσω της αδελφής και της υπόλοιπης οικογένειας η Έρτα κατανοεί την επιπολαιότητα που διακατέχει τον σκέτο αρνητικό μηδενισμό του Κωνσταντίν.

Ο ίδιος ο Κονσταντίν δεν είναι σε θέση να ακολουθήσει τη μέση οδό. Θέλει είτε Κάτωνα είτε Καίσαρα, είτε Αμερική είτε Ρωσία. Η απόλυτη κριτική επιτρέπει στον ίδιο και στους ομοίους του να δεσπόζουν πάνω από κάθε περιεχόμενο, αφού ποτέ δεν χρειάζεται να επιβεβαιώσουν ή να δημιουργήσουν οτιδήποτε. Πιστεύουν ότι είναι «οι θεοί επί της γης, οι οποίοι διακηρύσσουν ότι το πνεύμα είναι φωσφόρος, ο ρομαντισμός είναι ανοησία, η ελεύθερη βούληση παραμύθι· και το απέδειξαν με μια γιγαντιαία σαρωτική χειρονομία καθώς ισχυρίζονταν πως, ό,τι κι αν είναι κάποιος άνθρωπος, πρέπει να είναι ολόψυχα και πως πρέπει να ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τη δική του φύση». Η αρνητικότητα του Κονσταντίν είναι πανίσχυρη και η Έρτα είναι η μόνη που του αντιστέκεται, τονίζοντας ότι οι συνεχείς εκκλήσεις του στην κτηνώδη δύναμη της φύσης είναι άρνηση της ανθρώπινης προόδου εν γένει. Σύμφωνα με την άποψή της, η συνεχής αντιπαράθεση απόλυτων εναλλαγμάτων δεν προσφέρει τίποτα το καλό. Είναι πολύ καλύτερα να επιδιώκονται η διαμεσολάβηση και η συμφιλίωση, η σύζευξη δικαίου και καθήκοντος, αδυναμίας και δύναμης, επειδή ο πολιτισμός ως όλον εδράζεται στον αμοιβαίο περιορισμό και στον οίκτο για τα ανθρώπινα σφάλματα. Η κριτική της, ωστόσο, αντιμετωπίζεται με αδιαφορία, καθώς η Φρίντα και ο Κονσταντίν τη χλευάζουν ως σχολαστική και οπισθοδρομική.

Ο Έμπερχαρτ Οτ είναι μηδενιστής διαφορετικής τάξης: Και αυτός επίσης είναι αριστερός εγελιανός και αντιτίθεται στην καθεστηκυία τάξη, αλλά δεν είναι εγωπαθής αντιρρησίας και δεν χρειάζεται να καταδικάσει καθετί σε καταστροφή για να καταπραΰνει το δικό του εγώ. Ο Έμπερχαρτ είναι ψηλός, ήσυχος και ειλικρινής, και κερδίζει κάθε καρδιά που έλκεται από την πνευματική υπόσταση και όχι από την υλική υπόσταση του ανθρώπου. Είναι ανιδιοτελής, αλτρουιστής και δημιουργικός. Οργανώνει ακούραστα πολιτικές ομάδες και προγράμματα για να υποστηρίξει μεταρρυθμίσεις. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτόν και στον Κωνσταντίν είναι η διαφορά ανάμεσα σε θεωρητική και πρακτική γνώση. Ο Κονσταντίν θέλει να γνωρίζει τα πράγματα για να τα νέμεται, να επικεντρώνει καθετί γύρω από τον εαυτό του έτσι ώστε να είναι το κέντρο της δημιουργίας. Ο Έμπερχαρτ ακολουθεί το στωικό απόφθεγμα ότι δεν ζει κανείς για τον εαυτό του αλλά για τους άλλους. Πιστεύει ότι τα «πάθη και ο εγωισμός κατά κανόνα διαφθείρουν τα πάντα». Δεν είναι σπινθηροβόλος ρήτορας όπως ο Κονσταντίν, αλλά υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν δοκιμάζεται στα λόγια του αλλά με τις πράξεις και την επίδρασή του στην ιστορία.

Σύντομα γίνεται το ιδεώδες της Έρτα. Διαθέτει ότι η ίδια θαυμάζει στον Κονσταντίν και στερείται ό,τι θεωρεί απαράδεκτο. Τελικά αναγνωρίζει ότι δεν αγαπούσε τον ίδιο τον Κωνσταντίν αλλά μόνο την κατανόησή του, και ότι αυτή υφίσταται ολοκληρωμένη στον Έμπερχαρτ. Ό,τι κυρίως την έλκει στον Έμπερχαρτ όμως είναι η αγάπη του για την Άγκνες. Η Άγκνες προηγουμένως ήταν αρραβωνιασμένη με τον Κονσταντίν, αλλά όταν εκείνος συνάντησε την Έρτα, έστειλε τον Έμπερχαρτ να διαλύσει τον αρραβώνα. Από συμπόνια για τη δυστυχία της, ο Έμπερχαρτ καταλήγει να την αγαπήσει και τελικά την παντρεύεται. Αυτό είναι ακατανόητο για τον Κονσταντίν και τη Φρίντα, οι οποίοι εκτιμούν μόνο όσα πράγματα ικανοποιούν τις επιθυμίες τους. Το ενδιαφέρον του για τους άλλους, ωστόσο, εμπνέει αγάπη στην Έρτα και
το αποτέλεσμα είναι ότι αποφασίζει να εγκαταλείψει τον Κονσταντίν.

Το ξέσπασμα της επανάστασης αλλάζει τα πάντα. Ο Κονσταντίν φαίνεται να έχει μεταμορφωθεί. Είναι αταλάντευτος. Δραστηριοποιείται παντού και αναλαμβάνει τα ηνία στα πάντα. Η Έρτα ενθουσιάζεται. Το πάθος, ο θυμός και το μίσος του Κονσταντίν γίνονται δικό της πάθος, δικός της θυμός και δικό της μίσος. Είναι συνεχώς δραστήριοι, συνεχώς σε κίνηση. Όμως η Έρτα δεν υποφέρει αυτή τη ζωή της συνεχούς άρνησης. Αρρωσταίνει βαριά και αποτραβιέται στην Ελβετία για να αναρρώσει. Ακούει όλο και λιγότερα νέα για τον Κονσταντίν και αρχίζει να καταλαβαίνει ότι έχει αλλάξει. Ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις.

Η αποτυχία της επανάστασης επιφέρει τεράστια αλλαγή. Η Άγκνες πεθαίνει πάνω στη γέννα. Η Φρίντα παντρεύεται τον αντιδραστικό γιούγκερ βαρώνο Φον Λάντσουτζ και ο Κονσταντίν παντρεύεται την αδελφή του βαρώνου και διορίζεται από την κυβέρνηση δημόσιος κατήγορος. Οι ενέργειές τους φανερώνουν ότι η Φρίντα και ο Κονσταντίν είναι σκέτοι εγωιστές. Ο Έμπερχαρτ και η Έρτα διάγουν πολύ πιο δημιουργική και μεστή νοήματος ζωή. Η Έρτα αναλαμβάνει τη φροντίδα του παιδιού της Άγκνες και ο Έμπερχαρτ γίνεται δημόσιος συνήγορος. Οι καταστροφικοί μηδενιστές είναι ανίκανοι να επιτελέσουν κάτι άξιο λόγου και ασχολούνται με την κοινωνική τους θέση και με μια ξεθωριασμένη φήμη. Ζουν με τη ρομαντική ψευδαίσθηση ότι είναι άτομα με μοναδική μεγαλοφυΐα, πράγμα που τους τοποθετεί υπεράνω του όχλου, και περιφρονούν βαθύτατα τους δημιουργικούς μηδενιστές οι οποίοι άρχισαν να οικοδομούν ένα νέο κόσμο.

Η διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές μηδενισμού γίνεται σαφής στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος, στο οποίο ο Κονσταντίν διώκει τον πατέρα της Έρτα για τον ρόλο που έπαιξε ως μέλος της συνταγματικής συνέλευσης. Τον υπερασπίζεται ο Έμπερχαρτ. Ο Κονσταντίν υποστηρίζει ότι πριν από την επανάσταση ο ίδιος και οι μηδενιστές του είδους του είχαν φθάσει στο σημείο να περιφρονούν τον κόσμο και εργάζονταν για την ανατροπή του επειδή πίστευαν ότι θα μπορούσαν εύκολα να τον αλλάξουν. Όταν είδαν το αποτέλεσμα πολλών αντιφατικών προσπαθειών για μεταρρύθμιση, αηδίασαν. Δεν επρόκειτο για την ουτοπία της καθαρής ελευθερίας την οποία θα γεννούσε η απόλυτη άρνηση. Αυτός ο ημιτελής κόσμος δεν μπορούσε να ικανοποιήσει ένα πνεύμα που ανέκαθεν διεκδικούσε τα πάντα ή τίποτα, Κάτωνα ή Καίσαρα, Αμερική ή Ρωσία. Μια και ήταν αδύνατο να υπάρξει τελειότητα αμέσως και άκοπα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν ώριμος ο καιρός και επέστρεψαν στην παλαιά τάξη, την ασπάστηκαν και έγιναν μέρος της. Βλέπουμε σε αυτή τη δήλωση όλο τον εγωισμό και τη φιλαυτία του Κονσταντίν και της μηδενιστικής εκδοχής του. Είναι απλώς αρνητικά πνεύματα τα οποία δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν. Η αποτυχία της απόλυτης άρνησής τους με στόχο την έλευση της χιλιετίας τούς οδηγεί να εγκαταλείψουν εντελώς την άρνηση και να επιδιώκουν την προσωπική ικανοποίησή τους μέσα στην καθεστηκυία τάξη.`

Ο Έμπερχαρτ και η Έρτα αντιπροσωπεύουν μια διαφορετική τοποθέτηση, που έρχεται στο φως με την αγόρευση του Έμπερχαρτ. Οι δυνάμεις της άρνησης κατά τη γνώμη του μπορεί να δαμαστούν και να στραφούν σε μια δημιουργική κατεύθυνση. Η απόλυτη άρνηση που οδήγησε παντού σε καταστροφή δίνει τη θέση της στην προσδιορισμένη άρνηση, η οποία δεν επιδιώκει να επικρίνει και να αρνείται τα πάντα, αλλά να εφαρμόσει την άρνηση για να μετασχηματίσει τη σημερινή τάξη πραγμάτων αργά και επιφυλακτικά σε κάτι καλύτερο. Η περιορισμένη επιτυχία τους όμως περιφρονείται από τους ακραίους μηδενιστές, οι οποίοι χλευάζουν οποιοδήποτε είδος βελτίωσης ως άχρηστο, επειδή οι ίδιοι δεν είναι τίποτα παρά μόνο άρνηση και καταστροφή. Λεηλατούν τον κόσμο για το χατίρι του καθενός. Ο Έμπερχαρτ, λοιπόν, συμπεραίνει ότι οι μετριοπαθείς μεταρρυθμιστές «θα πρέπει να εκτιμώνται περισσότερο απ' ό,τι εκείνοι οι οποίοι επιθεωρούν την εξάρτυση του εχθρού και τα συμπράγκαλά του».

Στο τέλος οι μετριοπαθείς μηδενιστές βρίσκουν την ευτυχία ο ένας στον άλλο, οικοδομώντας μαζί μια νέα ζωή. Η Έρτα εξηγεί στον Έμπερχαρτ πώς τον ερωτεύτηκε για την ευγενή εκπλήρωση του καθήκοντός του. Αποφασίζουν να παντρευτούν και ο πατέρας της Έρτα ανταποκρίνεται σε αυτά τα χαρούμενα νέα με την αισιόδοξη εγελιανή φράση που συνοψίζει τη γνώμη του Gutzkow για τον μετριοπαθή μηδενισμό: «Οι καιροί και οι άνθρωποι κάνουν κύκλους, αλλά η αιωνίως ταυτόσημη κυκλική κίνηση ανελίσσεται προς τα πάνω σε μια λεπτή γραμμή σαν σπείρα, και μαζί με τούτη και οι ελπίδες μας».

Σε πρώτο επίπεδο, ο Gutzkow είναι επικριτής του μηδενισμού, ή, εν πάση περιπτώσει, της πιο ακραίας μορφής μηδενισμού. Αυτή η κριτική, ωστόσο, είναι αναπόσπαστο μέρος της προάσπισης ενός μετριοπαθούς μηδενισμού που χρησιμοποιεί την προσδιορισμένη και όχι την απόλυτη άρνηση στη μεθοδολογική του προσπάθεια να κατακτήσει το απόλυτο. Αυτός ο μηδενισμός δεν είναι εγωιστικός και αποκτηνωτικά ιδιοτελής, αλλά ενάρετος και ανιδιοτελής, αφοσιωμένος στο καθήκον και στη συνεχή βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Η εξεικόνιση του Gutzkow υποδηλώνει ότι αυτή η μορφή μηδενισμού θεμελιώνεται σε μια αυθεντική ερμηνεία της αριστερής εγελιανής σκέψης. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκει να απομακρύνει τον αριστερό εγελιανισμό από την επαναστατική άβυσσο του 1848 και να τον στρέψει προς κάποια δημιουργικότερη πολιτική δέσμευση στον μετεπαναστατικό κόσμο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτός ο μετριοπαθής μηδενισμός είναι ελκυστικότερος σε σχέση με τον απόλυτο μηδενισμό του Κονσταντίν, αλλά δεν είναι χωρίς κινδύνους. Εκ πρώτης όψεως ο μετριοπαθής μηδενισμός του Gutakow μοιάζει να είναι ταυτόσημος με τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό – προτάσσει μια νομικίστικη μορφή και απορρίπτει τα ριζικά μέτρα. Ωστόσο αυτός ο μετριοπαθής μηδενισμός δεν παύει να ακολουθεί την αριστερή εγελιανή κατεύθυνση της άρνησης και στην πραγματικότητα είναι πιο αδιάλλακτος απ' ό,τι ο ακραίος μηδενισμός: Δεν αγωνίζεται να μετασχηματίσει τον κόσμο σε μια μεγάλη στιγμή αποκαλυπτικής άρνησης, για να αποσυρθεί στη συνέχεια, όταν εξαντληθεί, σε κάποιο είδος ησυχασμού, αλλά αναγνωρίζει το μεγαλείο των στόχων του και υιοθετεί μια στρατηγική διηνεκούς προσδιορισμένης άρνησης που θα οδηγήσει σε κάποιο αίσιο τέλος. Συμφιλιώνεται ευκολότερα με την πραγματικότητα και μπορεί να δημιουργήσει κάποια εστία μέσα στον κόσμο, αλλά αυτή η συμφιλίωση είναι πάντοτε επισφαλής, στο πλαίσιο ενός κόσμου που πρέπει να αμφισβητηθεί και να μετασχηματιστεί.

Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί εάν ένα τέτοιο δόγμα άρνησης συμβιβάζεται με κάποια εποικοδομητική προσέγγιση του κόσμου. Στο πλαίσιο του μυθιστορήματος αυτό το ερώτημα αφορά την ευλογοφάνεια της απεικόνισης του Έμπερχαρτ και της Έρτα. Είναι πιθανό να υπάρχουν τέτοια ανθρώπινα όντα; Πώς είναι δυνατόν να υποστηρίζουν τέτοιες απόψεις για την αναγκαιότητα της αυτονομίας και παρ' όλα αυτά να είναι ικανοποιημένοι με κάποια μετριοπαθή μεταρρύθμιση; Εάν πιστεύουν ειλικρινά ότι η απόλυτη ελευθερία είναι ουσιώδης για την ευτυχία, μπορεί να είναι τόσο ευτυχείς όσο εξεικονίζονται σε έναν κόσμο περιορισμένης ελευθερίας; Εδώ θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο ελευθερία και καθήκον είναι δυνατόν να συνδυαστούν τόσο εύκολα όσο θέλει ο Gutzkow να πιστεύουμε. Αυτό ήταν το πρόβλημα που βασάνιζε τον γερμανικό ιδεαλισμό και το οποίο βρήκε απάντηση μόνο στη θεωρησιακή σύνθεση του Hegel. Αυτή ακριβώς η σύνθεση όμως απορρίφθηκε από τους αριστερούς εγελιανούς και τη Νεαρή Γερμανία. Σε ποια βάση, τότε, θα επανεγκαθίδρυαν αυτό τον συνδυασμό ελευθερίας και καθήκοντος; Η απάντηση που δόθηκε από τους αριστερούς εγελιανούς υποστήριζε σε γενικές γραμμές ότι έχουμε καθήκον να διασφαλιστεί η ελευθερία, δηλαδή έχουμε καθήκον να ασπαστούμε την κριτική, την άρνηση και την επανάσταση και να τις κάνουμε πράξη. Η βάση για οποιοδήποτε άλλο είδος συμφιλίωσης απουσιάζει στο έργο του Gutzkow, και η συμφιλίωση την οποία εξεικονίζει μοιάζει να είναι ad hoc ή να στηρίζεται σε κάποιο ασαφές και άρα σαθρό θεμέλιο. Αυτό οδηγεί στην επιπρόσθετη υποψία ότι ο μετριοπαθής μηδενισμός του Gutzkow είναι στην πραγματικότητα σαθρός και ενδέχεται να ξεπέσει στον ακραίο μηδενισμό, τον οποίο επικρίνει. Η ιστορία του δεύτερου μισού του δέκατου ένατου αιώνα επιβεβαιώνει αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος, θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο ο αφίλαυτος μηδενισμός της αυτοθυσίας της Έρτα και του Έμπερ χαρτ είναι προτιμότερος από τον εγωιστικό μηδενισμό της Φρίντα και του Κονσταντίν. Εκ πρώτης όψεως η αφίλαυτη δράση μοιάζει να είναι προτιμότερη από την εγωιστική δράση. Ωστόσο αυτό συμβαίνει μόνο εάν ο σκοπός για τον οποίο θυσιάζεται κανείς είναι από μόνος του επιθυμητός. Στο πλαίσιο του μυθιστορήματος η αφιλαυτία ουσιαστικά παρακινείται από συμπόνια, και η συμπόνια ως τέτοια δικαιολογείται από την αισθητική κρίση ότι είναι όμορφη. Η αγάπη της Έρτα για τον Έμπερχαρτ, για παράδειγμα, απορρέει από την εικόνα που σχηματίζει όταν ο Έμπερχαρτ την παρηγορεί μέσα στην απόγνωσή της. Η αφιλαυτία των διαλλακτικών μηδενιστών, όπως απεικονίζεται στο μυθιστόρημα, είναι ευγενής, αλλά η ευγένειά της απορρέει από τον στόχο της. Εάν τέτοιοι σκοποί όμως είναι απλώς το προϊόν συναισθημάτων, τότε υπάρχει πραγματικός κίνδυνος η αφίλαυτη βούληση σε άλλες περιστάσεις να αποδειχτεί πως είναι φαύλη. Εφ' όσον το κίνητρο για θετική δράση, σε αντίθεση με την αρνητική, εδράζεται σε συναισθήματα, αντιμετωπίζουμε τον ίδιο κίνδυνο με εκείνον που διαπιστώσαμε στον Ουίλλιαμ Λόβελ. Όπου κυβερνούν τα αισθήματα ο σαδισμός είναι προ των πυλών. Η αφοσίωση σε κάποιο σκοπό είναι αξιέπαινη εφ' όσον αυτός ο σκοπός είναι δίκαιος. Εάν ο σκοπός δικαιολογείται μόνο από τα αισθήματά μας, διατρέχουμε πάντα τον κίνδυνο να παραδοθούμε στη διαστροφή και στον φανατισμό.

Η εμπιστοσύνη στην αυτοθυσία και στο συναίσθημα ανοίγει τον δρόμο για το δαιμονιακό σε μια νέα και ακόμη πιο επικίνδυνη μορφή, γιατί εδώ το δαιμονιακό δεν εμφανίζεται στο άτομο αλλά στη συλλογικότητα, όχι σε κάποιον Ουίλλιαμ Λόβελ αλλά στο κόμμα και στον λαό, και συνέπειά του δεν είναι ο εκφυλισμός του ατόμου αλλά της ανθρωπότητας. Ο Gutzkow απορρίπτοντας τον εγωιστικό μηδενισμό χάριν του αυτοθυσιαστικού μηδενισμού προετοιμάζει υπ' αυτή την έννοια το έδαφος για ένα διεστραμμένο μηδενισμό που στρέφει την καρδιά των μαζών όχι απλώς ενάντια στα δικά τους συμφέροντα αλλά ενάντια στα υψηλότερα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Μάρτυρες στην υπηρεσία της ηθικότητας, αυτοί οι μηδενιστές γίνονται οι ακούσιοι φορείς της διαστροφής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου