Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (3)

Συνέχεια από: Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022                      

                                       Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

                                            Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας 

Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

1.4 Οικουμενισμός και Ελληνόφωνη Ορθόδοξη Εκκλησία. 
Η Εγκύκλιος του 1920[1].
                                                Το Πατριαρχείο μας προτρέπει: «Ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς»[2], και με αυτό τον τρόπο μας εισάγει στο θέμα της εγκυκλίου.   Αυτό που η Εγκύκλιος του 1902 άρχισε να ιχνογραφεί ως το νέο μονοπάτι που η Πατριαρχική βακτηρία αποφάσισε να οδεύσει, έχοντας μεταφράσει την έμπονη ευαγγελική αγάπη ως εμπαθή αγάπη—η οποία γνωρίζεται ως αγαπολογία—ενός αυτονομημένου ουμανισμού[3], υποστασιάζει η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1920.
Το κείμενο τιτλοφορείται και απευθύνεται «Πρὸς τὰς ἁπανταχοῦ ᾿Εκκλησίας τοῦ Χριστοῦ». Από την πρώτη γραμμή και χωρίς περιστροφές οι ετερόδοξες θρησκευτικές οργανώσεις χαρακτηρίζονται ως χριστιανικές εκκλησίες, οι οποίες οφείλουν να αντιπαρέλθουν τις υφιστάμενες δογματικές τους διαφορές και να εργαστούν προς την κατεύθυνση της ενώσεως, η οποία είναι και το «καλῶς ἐννοούμενον συμφέρον ἑκάστης τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν». Με αυτή την ισοπεδωτική εισαγωγή το Πατριαρχείο καταφέρνει να διαγράψει πορεία αιώνων και αυτό που πριν μερικά χρόνια αποκαλούταν «ἀναδενδράδες» χαρακτηρίζεται τώρα ως «Εκκλησίες του Χριστού». Αρχίζει λοιπόν, να αχνοφαίνεται μεταξύ των δυο εγκυκλίων (1902 και 1920) μια λειτουργική συνέχεια. Καταδικάζονται οι παλαιές προλήψεις και έξεις, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν δυσχέρειες στο έργο της ενώσεως. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιες είναι αυτές οι προλήψεις και έξεις, οι οποίες αποτελούν σοβαρό πρόσκομμα στην πρόοδο που το Πατριαρχείο επιθυμεί, αλλά θεωρείται ότι όλα αυτά είναι δυνατόν να ξεπεραστούν από την αγαθή θέληση. Για να τελεσφορήσει όμως μια τέτοια πορεία, πρέπει να οικοδομηθούν, κατά το Πατριαρχείο, δυο βασικοί πυλώνες  («δύο τάδε τα μέγιστα[4]») πάνω στους οποίους μπορεί να στηριχθεί η συνολική προσπάθεια. Σύμφωνα με το Πατριαρχείο, λοιπόν: «πρῶτον ἀναγκαίαν καί ἀπαραίτητον ὑπολαμβάνομεν τήν ἄρσιν καί ἀπομάκρυνσιν πάσης ἀμοιβαίας δυσπιστίας καί δυσφορίας μεταξύ τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν[5]». Είναι μια παρακαταθήκη η οποία το 1965[6]έλαβε σάρκα και οστά μετά από μια πορεία που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ιδιωτική», καθώς ο τότε Πατριάρχης εν πολλοίς, ενεργούσε αφ’ εαυτού[7]. Σε κάθε περίπτωση αυτές οι ενέργειες οδηγούσαν στην απαξίωση του συνοδικού συστήματος διοίκησης της Εκκλησίας από το Πατριαρχείο[8]. Θα τολμούσαμε να παρατηρήσουμε ότι η ποιότητα αυτών των ενεργειών μας οδήγησε στη σημερινή προσπάθεια του Πατριαρχείου να ερμηνεύσει το Πρωτείο τιμής ως Πρωτείο εξουσίας θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα θεμέλια του  ορθοδόξου πρωτείου[9]. Στη συνέχεια το Πατριαρχείο μας αποκαλύπτει την ουσία της πρώτης προϋπόθεσης. Λέγει χαρακτηριστικά: «Οὕτω δέ τῆς εἰλικρινείας καί τῆς ἐμπιστοσύνης πρό παντός ἀποκαθισταμένης μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, νομίζομεν δεύτερον ὅτι ἐπιβάλλεται ἴνα ἀναζωπυρωθῇ καί ἐνισχυθῇ πρό παντός ἡ ἀγάπη μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, μή λογιζομένων ἀλλήλας ὡς ξένας καί ἀλλοτρίας, ἀλλ΄ ὡς συγγενείς και  οἰκείας ἐν Χριστώ καί "συγκληρονόμους καί συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστῷ"». Τα παραπάνω είναι δυνατό να επιτευχθούν[10]: α) με την αποδοχή ενός ΄΄ἑνιαίου ἡμερολογίου΄΄, β) ΄΄τῆς ἀνταλλαγῆς ἀδελφικῶν γραμμάτων κατά τάς μεγάλας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἑνιαυτοῦ ἑορτάς΄΄, γ) ΄΄διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχού εὑρισκομένων ἀντιπροσώπωντῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν΄΄, δ) με την επικοινωνία των Θεολογικών Σχολών και των αντιπροσώπων της Θεολογικής Επιστήμης των εκκλησιών, ε) με την ανταλλαγή σπουδαστών, στ) ΄΄διά τῆς συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων  πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος΄΄, ζ) ΄΄διά τῆς ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν΄΄, η) ΄΄διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων΄΄. Η εκκλησιαστική ιστορία μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε με ασφάλεια ότι όλοι οι στόχοι που τέθηκαν, απαρέγκλιτα εφαρμόστηκαν με πολύ μεγάλη επιτυχία.
Η έλλειψη της δικαιοσύνης και της φιλανθρωπίας που αποκάλυψε η δριμύτητα του 1ουπαγκοσμίου πολέμου, καθώς και μια σειρά κοινωνικών προβλημάτων που αυτός επισώρευσε, θεωρούνται από το Πατριαρχείο θέματα δεκτικά μιας κοινής, όλων των εκκλησιών, προσπάθειας[11]. Μετά από την παράθεση των ανωτέρω και αφού διαπιστώσει ότι οι εκκλησίες υστερούν των «πολιτικῶν ἀρχῶν[12]» στην αντιμετώπιση καίριων κοινωνικών ζητημάτων, προτείνει κατ’ αντιστοιχία της πολιτικής Κοινωνίας των Εθνών την ίδρυση της θρησκευτικής Κοινωνίας των Εκκλησιών προς: «συμπήξεως τοιαύτης τινός τουλάχιστον τό κατ’ ἀρχάς συνάφειας καί κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν[13]».
Το Πατριαρχείο επανατοποθετεί τη βάση επί της οποίας θα διεξαχθεί πλέον ο διάλογος. Τον αλιευτικό χαρακτήρα, με τον οποίο οι ορθόδοξοι συζητούσαν μετά το σχίσμα, και ο οποίος είχε ως βασικό στόχο την αναγνώριση και την καταδίκη των κακοδοξιών των ετεροδόξων και την επιστροφή τους στην Εκκλησία του Κυρίου, η  καινοφανής σύλληψη της «ἀπαθοῦς καί ἐπί τό ἱστορικώτερον ἐξετάσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν», μας προτρέπει να τον παραβλέψουμε. Να παραβλέψουμε τις σοβαρές δογματικές αποκλίσεις προς διευκόλυνση της ενώσεως των «ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν καί τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ σώματος[14]». Ουσιαστικά έχουμε μετατόπιση της ευχής σε επιδίωξη.
Συνοπτικά θα λέγαμε ότι στο κείμενο ιστορούνται βασικές κατευθύνσεις του Οικουμενισμού έστω και αν αυτές ακόμη δεν αποσαφηνίζονται πλήρως. Έτσι: α) μας εισάγει στην διευρυμένη εκκλησία αποκαλώντας τις διάφορες εκκλησίες ΄΄Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ΄΄[15], β) η ένωση αφορά τις επιμέρους εκκλησίες, όπως ομολογείται, πράγμα που δικαιώνει την θεωρία των «κλάδων» μιας και η ένωση δεν λογίζεται ως επιστροφή στην ενότητα της Εκκλησίας του Κυρίου, αλλά είναι ένωση εξωτερική και κατά βάση έχει ηθικό χαρακτήρα, είναι μια νεστοριανικού τύπου ένωση και όχι λειτουργική και εν Αγίω Πνεύματι, γ) αποκαλεί  τις εκκλησίες ΄΄συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ Χριστῷ΄΄. Κατά τον Απόστολο Παύλο όμως: «Οὐ γὰρ ἐλάβετε Πνεῦμα δουλείας πάλιν εἰς φόβον, ἀλλ᾿ ἐλάβετε Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἐν ᾧ κράζομεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συμμαρτυρεῖ τῷ πνεύματι ἡμῶν ὅτι ἐσμὲν τέκνα Θεοῦ. Εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ, εἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν[16]». Η διατύπωση είναι μια πρωτόλεια μορφή του κειμένου Β.Ε.Μ[17], δ) επικεντρώνουν τις προσπάθειες τους σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα ο δε θεολογικός λόγος δεν είναι ευπρόσδεκτος, ε) επικροτείται η ενίσχυση της αγάπης χωρίς αυτή να συνεπικουρείται και από την δογματική αλήθεια. Η αυτονόμηση της αγάπης εις βάρος της αληθείας έρχεται σαφέστατα σε αντίθεση με αυτό το οποίο ο ευαγγελιστής και θεολόγος Ιωάννης λέει: «Ἀλλ᾿ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν[18]», στ) η γέννηση του Π.Σ.Ε κινείται πάνω στις γραμμές της πρότασης ΄΄συγκροτήσεως παγχριστιανικῶν συνεδρίων πρός ἐξέτασιν ζητημάτων κοινοῦ πάσαις ταῖς Ἐκκλησίαις ἐνδιαφέροντος΄΄[19], ζ)΄΄διά τῆς οἰκειοτέρας συσχετίσεως τῶν ἑκασταχού εὑρισκομένων ἀντιπροσώπων τῶν διαφόρων Ἐκκλησιῶν΄΄ γίνεται φανερό ότι είναι επιθυμητές οι πνευματικές συνευρέσεις, τέλος η)΄΄διά τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ τῶν κρατούντων ἐν ταῖς διαφόροις Ἐκκλησίαις ἠθῶν καί ἐθίμων΄΄ αναγνωρίζουμε την «ποικιλομορφία εν τη ενότητι»[20].
Συμπερασματικά, μπορεί κανείς με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι η εκκλησιολογία του Πατριαρχείου του έτους 1920 δεν συνάδει με την εκκλησιολογία, του ίδιου Πατριαρχείου, του έτους 1895. Κι ενώ στην Εγκύκλιο του 1895 είχαμε μια ξεκάθαρη εκκλησιολογία, η οποία έθετε τα όρια μεταξύ της Εκκλησίας και της κακοδοξίας, στην Εγκύκλιο του 1920, η εκκλησιολογία  μεταπίπτει σε κοινωνιολογία και πολίτικη, η ανθρωπολογία κανοναρχεί την ιδέα της δημιουργίας μιας Κοινωνίας των Εκκλησιών ο δε θεολογικός λόγος δεν ανιχνεύεται πουθενά εντός της εγκυκλίου. Είναι σαφές ότι η Εγκύκλιος προκρίνει έναν εκκοσμικευμένο χριστιανισμό. Φυσικό αποτέλεσμα της έκπτωσης της εκκλησιολογίας είναι η διολίσθηση της σε νεόκοπα εκκλησιολογικά κακοτεχνήματα, σύμφωνα με τα οποία μπορούμε πλέον να μιλάμε για «εκκλησίες του Χριστού», όταν αναφερόμαστε στις κακόδοξες αιρέσεις (εμφανής η νέα ερμηνεία και νοηματοδότηση των λέξεων και των εννοιών). Εγκαταλείποντας το δογματικό κριτήριο το Πατριαρχείο και υιοθετώντας μια πολιτική-κοσμική προσέγγιση, στην ουσία υιοθετεί και προάγει ένα μονοφυσιτιστικό παράγωγο, το οποίο παραβλέπει την παρακαταθήκη του Κυρίου προς όφελος των εφήμερων ανθρωπίνων διανοητικών συλλήψεων. Σε κάθε περίπτωση η αποκεκαλυμμένη αλήθεια και οι ζωές των Αγίων της Εκκλησίας καθίστανται μη ικανοποιητικά κριτήρια. Στην ουσία ο εκκλησιαστικός λόγος διολισθαίνει και οικειοποιείται το πρωταγόρειο «΄΄πάντων χρημάτων μέτρον΄΄ ἄνθρωπον εἶναι, ΄΄τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστι, τῶν δὲ μὴ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν΄΄.[21]», σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος και ο λόγος του, είναι το κριτήριο για τα πράγματα και τον κόσμο γιατί μόνο αυτός λέει και κατανοεί το «Είναι» των όντων. Στην ουσία ο ανθρωπος καθίσταται το μέτρο των όντων και των μη-όντων. Εισάγεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ένας ακραίος σχετικισμός και υποκειμενισμός. Η ύστερη ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων δείχνει ότι ο υποκειμενισμός αυτός δεν είναι παθητικός, αλλά ο άνθρωπος οικειοποιείται και μεταμορφώνει τον κόσμο σύμφωνα με τον λόγο του. Η ίδια ανάγνωση μας βεβαιώνει για την σχέση σχετικισμού και αλλοτρίωσης του όντος. Ο άκρατος σχετικισμός οδηγεί το υποκείμενο στην αυτονόμηση από τον Δημιουργό του, ελλείψει δε αναφοράς το ον οδεύει στην αποθεωσή του ή με άλλα λόγια στην αέναη αμαύρωση του κατ’ εικόνα ή με άλλα λόγια στον μηδενισμό. Το μέτρο-Θεάνθρωπος[22] αντικαθίσταται από το μέτρο-άνθρωπος με προοπτική τον ανθρωπο-Θεό. Απαλείφεται αυτός ο οποίος μας έχει βεβαιώσει ότι: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[23]. Μάλλον η θεανθρωπότητα του Κυρίου δεν ευνοεί τέτοιου είδους εκκλησιολογικές θεωρήσεις. Ως εκ τούτου διαφαίνονται οι πρώτες απόπειρες εξοστρακισμού του Κυρίου από το ορθόδοξο γίγνεσθαι.  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]Καρμίρης, 1953, σ. 957-960.
[2]Α΄ Πέτρου 1, 22.
[3]Πόποβιτς, 1987, σ.149- 152.
[4]Καρμίρης, 1953, σ. 958.
[5]Καρμίρης, 1953, σ. 958.
[6]Θ.Η.Ε. τομ. 9,  σ. 871.
[7]Ιστορική αναδρομή της προσεγγίσεως Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών κατά τον 20οαιώνα. Μακρής, 2009, σ. 48-50.
[8]«Ο Αθηναγόρας επί συνεχή έτη διαπραγματεύεται παρασκηνιακώς με το Βατικανό την συνάντηση του με τον Πάπα. Διαμεσολαβητής είναι ο Ρουμάνος Αρχιμανδρίτης Σκρίμα, διαπρεπής θεολόγος, και διάφορες προσωπικότητες του παπικού κόσμου», τα παραπάνω τα γράφει ο Καθηγητής Δ. Τσάκωνας, ο οποίος ήταν από τους κορυφαίους θαυμαστές και υμνητές του Πατριάρχη Αθηναγόρα. Μακρής, 2009, σ. 53-54.
[9]Αναφερόμαστε στο κείμενο του Αρχιμ. Παντελεήμων Μανουσάκη στο Περιοδικό Νέα Ευθύνη.  Μανουσάκης, 2013, σ. 65-67. Επίσης, ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας σημειώνει: «Η ερώτηση, εάν η Εκκλησία χρειάζεται έναν πρώτο σε παγκόσμιο επίπεδο, καθίσταται καθοριστικής σημασίας όχι μόνο σε σχέση με τις ρωμαιοκαθολικές αξιώσεις, αλλά επίσης ως εσωτερικό ζήτημα εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας», Ζηζιούλας, 2009, σ. 21, επίσης «Σε εκείνους μεταξύ των Ορθοδόξων, οι οποίοι θεωρούν τη Σύνοδο ως υπεράνω του πρώτου,διαφεύγει απλώς πως δεν υπάρχει «σύνοδος» χωρίς τον πρώτο. Η σύνοδος δεν είναι πάνω από τον πρώτο, καθώς δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτόν. Το πρωτείο και η συνοδικότητα αλληλοεξαρτώνται», Ζηζιούλας, 2009, σ. 23.  Επίσης βλέπε την απάντηση του Μητροπολίτη Προύσης Ελπιδοφόρου. Πρόκειται για μια παπική εκκλησιολογική επέλαση: http://anastasiosk.blogspot.gr/2014/01/primus-sine-paribus.html.
[10]Καρμίρης, 1953, σ. 958-959. Όπου μπορεί να δει κανείς αναλυτικότερα τα έντεκα (11) βήματα που προτείνει το Πατριαρχείο προς επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί.
[11]Καρμίρης, 1953, σ. 959.
[12]Καρμίρης, 1953, σ. 959.
[13]Καρμίρης, 1953, σ. 960.
[14]Καρμίρης, 1953, σελ. 957.
[15]Τσέτσης, 1988, σελ. 93. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Θυατείρων Γερμανός. Ως αντιπρόσωπος τοῦ Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Αʹ Παγκόσμιο Συνέδριο «Ζωή καὶ Εργασία» αναφέρθηκε στην Εγκύκλιο του 1920 σημειώνοντας ότι υπάρχει και μια άλλη, πιο περιεκτική έννοια της ενότητας, κατά την οποία όλοι όσοι παραδέχονται την θεμελιώδη διδασκαλία της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ, και αποδέχονται Αυτόν ως Σωτήρα και Κύριο, θα έπρεπε να θεωρούν ο ένας τον άλλο ως μέλη του ιδίου σώματος και όχι ως ξένους». Εμφανή τα περί «διευρυμένης εκκλησίας».
[16]Προς Ρωμαίους 8, 15-17.
[17]Baptism Eucharist and Ministry, FO paper Νο 111, WCC Geneva, 1982.
[18]Κατά Ιωάννην 4, 23-24.
[19]«Το Π.Σ.Ε διαμορφώθηκε από τις εκκλησίες για να υπηρετεί τη μία οικουμενική κίνηση», «Κύριος σκοπός της κοινωνίας των εκκλησιών που αποτελούν το Π.Σ.Ε. είναι να καλούν οι εκκλησίες-μέλη η μια την άλλη στο στόχο της ορατής ενότητας, με μία πίστη και μία ευχαριστιακή κοινωνία, που εκφράζεται στη λατρεία και την κοινή ζωή εν Χριστώ, μέσω της μαρτυρίας και της διακονίας στον κόσμο, και να προωθούν αυτήν την ενότητα έτσι ώστε ο κόσμος να πιστεύσει». Τσοπανίδης, 2008, σ. 116-118. Αυτού του είδους η ορατή ενότητα, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, συνάγει τα διεστώτα; Θέτει με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα του πρωτείου και του πρώτου; Αποδίδει τα διεστώτα στον Κύριο τους;
[20]Βλ. σχετικά υποσημείωση 243.
[21]Πλάτωνος, Θεαίτητος, 152a. Για αρκετούς μελετητές ο Πρωταγόρας λέει πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος, και όχι έκαστος άνθρωπος, δηλ. όχι ο καθένας χωριστά αλλά γενικά ο άνθρωπος ως έννοια γένους, είναι το κριτήριο για τα πράγματα και τον κόσμο· δεν μπορούμε να επικαλεσθούμε ούτε να στηριχθούμε σε μεταφυσικά όντα, δηλ. στο Θεό, ή σε όποιες άλλες εξωκόσμιες και μεταφυσικές δυνάμεις για να κρίνουμε τα πράγματα. Ο Πρωταγόρας δε δέχεται μεταφυσικά κριτήρια ή μέτρα για να αποτιμήσουμε τον κόσμο, αλλά μόνο ανθρώπινα, όσα έχουν πηγή τους τον ανθρώπινο λόγο, τις έλλογες δυνάμεις του ανθρώπου. Ο σοφιστής με σαφήνεια και καθαρότητα διακήρυξε ότι ο άνθρωπος γενικά, ως έννοια γένους θεωρούμενος, είναι το μέτρο και κριτήριο όλων των πραγμάτων: γι’ αυτά που υπάρχουν ο άνθρωπος αποτιμά την ύπαρξή τους, δηλ. καταφάσκει ότι υπάρχουν, για όσα δεν υπάρχουν, αυτός πάλι θα κρίνει και θα αποφανθεί ότι δεν υπάρχουν. Δηλαδή ο άνθρωπος με τις διανοητικές του δυνάμεις ανάγεται σε κριτήριο όλων των όντων, η γνώση των όντων είναι η γνώση του ανθρώπου. Δεν μπορούμε να στηριχθούμε σε κάποιο άλλο ον έξω από τον άνθρωπο, για να κρίνουμε και να αποτιμήσουμε τον κόσμο· και αυτό σημαίνει ότι ο Πρωταγόρας αρνείται την προσφυγή σε μεταφυσικές λύσεις, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τον κόσμο και τα πράγματα. Ο άνθρωπος καλείται να αναλάβει την ευθύνη της δικής του ερμηνείας του κόσμου, χωρίς τη συνδρομή μεταφυσικών ερεισμάτων.  Περισσότερα στο Κύρκος, 1992, σ. 123-137.
[22]«Ὁ δυτικός θρησκευτικός οὑμανισμός ἀνεκήρυξε τόν πανταχοῦ παρόντα Θεάνθρωπον ὡς μή παρόντα εἰς τήν Ρώμην, καί ὥρισε τόν ἀντικαταστάτην Του ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀλάθητου ἀνθρώπου. Μέ ὅλα αὐτα ὁ οὑμανισμός οὗτος εἶναι ὡσάν να ἔλεγεν εἰς τόν Θεάνθρωπον: Ἀποσύρθητι ἀπό αὐτόν τόν κόσμον εἰς τόν ἄλλον, φύγε ἀπό ἡμᾶς, ἡμεῖς ἔχομεν τόν ἀντικαταστάτην Σου, ὁ ὁποῖος ἀλαθήτως Σέ ἀντικαθιστά εἰς ὅλα», Πόποβιτς, 1987, σ. 128.
[23]Κατά Ιωάννην, 15,6.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου