Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος 38ος, Στά Θεοφάνια, δηλαδή στά Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος (Μέρος Ά)

 Τό κοσμοχαρμόσυνο γεγονός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ

1. Ὁ Χριστός γεννιέται· δοξολογῆστε Τον! Ὁ Χριστός ἦλθε ἀπ’ τούς οὐρανούς· ὑποδεχθεῖτε Τον! Ὁ Χριστός στή γῆ· ὑψωθεῖτε! Ἄς ψάλετε ὕμνους στόν Κύριο ὅλη ἡ γῆ· καί γιά νά περιλάβω καί τά δύο μέ μία φράση: «ᾌσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ», «Εὐφραινέσθωσαν οἱ οὐρανοί, καί ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ»(2) γιά τόν ἐπουράνιο, πού ἔγινε τώρα ἐπίγειος. [313Α] Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος· σκιρτᾶτε ἀπό τρόμο καί χαρά· τρόμο γιά τήν ἁμαρτία, χαρά γιά τήν ἐλπίδα. Ὁ Χριστός γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο· γυναῖκες, νά ζεῖτε ζωή παρθενίας, γιά νά γίνετε μητέρες τοῦ Χριστοῦ. Ποιός δέν προσκυνεῖ Αὐτόν πού εἶναι ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας; ­ποιός δέν δοξάζει τόν τελευταῖο;

2. Πάλι διαλύεται τό σκοτάδι, πάλι δημιουργεῖται τό φῶς(3)· πάλι ἡ Αἴγυπτος τιμωρεῖται μέ σκοτισμό(4), πάλι ὁ ἰσραηλιτικός λαός φωτίζεται μέ στύλο πυρός(5). Ὁ λαός πού καθόταν στό σκοτάδι τῆς ἀγνοίας, ἄς δεῖ τό μεγάλο φῶς τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ(6). «Τά ἀρχαῖα παρῆλθεν· ἰδού γέγονε τά πάντα καινά»(7).

Τό γράμμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὑποχωρεῖ, τό πνεῦ­μα τῆς Καινῆς Διαθήκης κυριαρχεῖ, φεύγουν οἱ σκιές, ἔρ­χεται ἡ ἀλήθεια. Ὁ τύπος τοῦ Μελχισεδέκ ἐκπληρώνεται(8). Αὐτός πού δέν εἶχε μητέρα (ὡς Θεός), τώρα δέν ἔχει πατέρα (ὡς ἄνθρωπος). Ἦταν χωρίς μητέρα πρίν, τώρα εἶναι χωρίς πατέρα. [313Β] Οἱ νόμοι τῆς φύσεως καταλύονται. Πρέπει νά συμπληρωθεῖ ὁ οὐράνιος κόσμος. Ὁ Χριστός τό προστάζει· ἄς μήν ἀντιστεκόμαστε. «Πάντα τά ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας»(9), «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ» – διότι μαζί μέ τόν σταυρό τήν ἀναλαμβάνει· «καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς», τῆς βουλῆς τοῦ Πατρός, «Ἄγγελος»(10). Ἄς ­φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «Ἑτοιμάσατε τήν ὁδόν Κυρίου»(11). Κι ἐγώ θά δια­λαλήσω τό μυστήριο τῆς ἡμέρας: Ὁ ἄσαρκος σαρκώνεται, ὁ Λόγος λαμβάνει σῶμα ὑλικό, ὁ ἀόρατος γίνεται ὁρατός. Αὐτός πού δέν μποροῦσε κανείς νά Τόν ἀγγίξει, μπορεῖ νά ψηλαφηθεῖ. Αὐτός πού εἶναι ἔξω ἀπό τόν χρόνο, ἀποκτᾶ χρονική ἀρχή. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱός ἀνθρώπου, «Ἰησοῦς Χριστός, χθές καί σήμερον, ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας»(12). Ἄς σκανδαλίζονται οἱ Ἰουδαῖοι, ἄς χλευάζουν οἱ εἰδωλολάτρες, [313C] ἄς φλυαροῦν τίς βλασφημίες τους οἱ αἱρετικοί. Τότε θά πιστέψουν, ὅταν Τόν δοῦν ν’ ἀνεβαίνει στόν οὐρανό· κι ἄν ὄχι τότε, πάντως ὅταν Τόν δοῦν νά ἔρχεται ἀπό τούς οὐρανούς καί νά κάθεται ὡς Κριτής.

Τά δύο ὀνόματα τῆς γιορτῆς: Θεοφάνια καί Γέννηση

3. Αὐτά ὅμως θά γίνουν ἀργότερα. Σήμερα ἡ γιορτή εἶναι τά Θεοφάνια, δηλαδή ἡ Γέννηση – διότι λέγονται καί τά δύο, καθώς ὑπάρχουν δύο ὀνομασίες γιά τό ἴδιο πράγμα. Φανερώθηκε δηλαδή ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους μέ τή Γέννησή Του. Ἀφενός μέν ὡς Θεός ὑπῆρχε, καί ὑπῆρχε πάντοτε, προερχόμενος ἀπό Αὐτόν πού ὑπῆρχε πάντοτε (τόν Πατέρα), πάνω ἀπό κάθε αἰτία καί λογική (διότι δέν ὑπῆρχε λόγος ἀνώτερος ἀπό τόν Λόγο)· ἀφετέρου δέ ἔγινε κατόπιν ἄνθρωπος γιά χάρη μας, ὥστε Αὐτός πού μᾶς χάρισε τό εἶναι, νά μᾶς χαρίσει καί τό εὖ εἶναι, τήν εὐτυχία· ἤ καλύτερα, ἐφόσον ἐξαιτίας τῆς κακίας μας εἴχαμε χάσει τήν εὐτυχία, νά μᾶς ἐπαναφέρει σ’ αὐτήν μέ τή σάρκωσή Του. Ἔτσι ἡ ἑορτή ὀνομάζεται Θεοφάνια, ἐπειδή φανερώθηκε ὁ Θεός, καί Γενέθλια, ἐπειδή γεννιέται (ὡς ἄνθρωπος).

Μᾶς ἐπισκέφθηκε γιά νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του

[316Α] 4. Αὐτό εἶναι γιά μᾶς ἡ ἑορτή, αὐτό ἑορτάζουμε σήμερα: τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους, γιά νά πλησιάσουμε τόν Θεό, ἤ νά ἐπιστρέψουμε κοντά Του – διότι αὐτό εἶναι πιό σωστό νά ποῦμε – ὥστε νά ἀποθέσουμε τόν παλαιό ἄνθρωπο καί νά ἐνδυθοῦμε τόν νέο(13). Καί ὅπως βρεθήκαμε ὑπό τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου ὡς ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάμ, ἔτσι ἄς γευθοῦμε τήν ἀληθινή ζωή ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό(14). Κι αὐτό θά γίνει μέ τό νά γεννηθοῦμε μαζί μέ τόν Χριστό, μέ τό νά συσταυρωθοῦμε, συνταφοῦμε καί συναναστηθοῦμε μαζί Του. Διότι πρέπει νά ὑπομείνω τήν ἀντίστροφη πορεία πού ὁδηγεῖ στό καλό· καί ὅπως ἀπό τά πιό εὐχάριστα ἦλθαν τά δυσάρεστα, ἔτσι ἀπό τά δυσάρεστα νά ἐπανέλθουν τά πιό εὐχάριστα. «Οὗ γάρ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις»(15). Καί ἄν ἡ γεύση(16) ἐπέφερε τήν καταδίκη, πόσο περισσότερο μᾶς χάρισε τή δικαίωση τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ;

Νά γιορτάζουμε πνευματικά καί ὄχι κοσμικά

Λοιπόν ἄς ἑορτάζουμε, ὄχι μέ ξεφαντώματα ἀλλά θεϊκά· ὄχι [316Β] κοσμικά ἀλλά ὑπερκόσμια· ὄχι τά δικά μας, ἀλλά τά τοῦ δικοῦ μας, ἤ μᾶλλον τά τοῦ Κυρίου· ὄχι τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς θεραπείας· ὄχι τά τῆς δημιουργίας ἀλλά τά τῆς ἀναδημιουργίας.

5. Κι αὐτό πῶς θά γίνει; Νά μή στεφανώσουμε τίς ἐξ­ώθυρες, νά μή στήσουμε χορούς, νά μή στολίσουμε τούς δρόμους, νά μή θρέψουμε τό μάτι μέ κοσμικά θεάματα, νά μήν τέρψουμε τήν ἀκοή, νά μήν ἐκθηλύνουμε τήν ὄσφρηση, νά μή διαφθείρουμε τή γεύση, νά μή χαριστοῦμε στήν ἁφή – σ’ αὐτούς τούς δρόμους πού εὔκολα μᾶς ὁδηγοῦν στήν κακία καί ἀπό τούς ὁποίους εὔκολα εἰσέρχεται μέσα μας ἡ ἁμαρτία – νά μήν ἀποχαυνωθοῦμε μέ ἔνδυμα ἁπαλό καί πλούσιο (γιά τό ὁποῖο τό καλύτερο πού θά μποροῦσα νά πῶ εἶναι ὅτι εἶναι ἄχρηστο) οὔτε μέ λαμπερούς πολύτιμους λίθους, οὔτε μέ ἀστραφτερά χρυσαφικά, οὔτε μέ περίτεχνα βαψίματα πού ψευτίζουν τό φυσικό κάλλος, ἐφευρήματα πού βλάπτουν τήν εἰκόνα· ὄχι μέ γλέντια καί μεθύσια, πού ξέρω ὅτι συνοδεύονται ἀπό αἰσχρότητες [316C] καί ἀσέλγειες(17) – ἐπειδή τῶν κακῶν δασκάλων εἶναι κακά τά μαθήματα, ἤ καλύτερα ἀπό κακό σπόρο κακή σοδειά.

Ἄς μή στήσουμε ψηλά ντιβάνια, στήνοντας τόν ἐξο­πλι­σμό γιά τήν ἡδονή τῆς κοιλίας. Ἄς μήν ­τιμήσουμε τά ἐκλεκτά κρασιά πού μοσχοβολοῦν ἀπό τά ἀρώματα τῶν λουλουδιῶν, τά περίτεχνα ἐδέσματα τῶν μαγείρων, τά ἐξεζητημένα μυρωδικά. Ἄς μή μᾶς χαρίσουν ἡ γῆ καί ἡ θάλασσα τήν κόπρο πού ἐμεῖς τιμοῦμε – διότι ἔτσι συνηθίζω νά τιμῶ τήν τρυφή. Ἄς μήν προσπαθοῦμε νά ξεπεράσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στήν ἀκρασία. Ἀκρασία γιά μένα εἶναι κάθε περιττό καί πέρα ἀπό τό ἀναγκαῖο· κι αὐτά, τή στιγμή πού ἄλλοι πεινοῦν καί στεροῦνται, κι ἔχουν τήν ἴδια φύση μ’ ἐμᾶς.

[316D] 6. Ἀλλ’ αὐτά ἄς τ’ ἀφήσουμε στούς εἰδωλο­λάτρες καί στίς εἰδωλολατρικές φαντασμαγορίες καί γιορτές. Αὐτοί θέλουν τούς θεούς τους νά χαίρονται μέ τίς τσίκνες ἀπό τίς θυσίες πού τούς προσφέρουν, μέ ἀ ποτέλεσμα νά λατρεύουν τό θεῖο μέ τίς ἀπολαύσεις τῆς κοιλίας, καθώς εἶναι πονηρῶν δαιμόνων πονηροί καί δημιουργοί καί ἱερεῖς καί λάτρεις. Ἐμεῖς ἀντίθετα, πού προσκυνοῦμε τόν Λόγο, κι ἄν εἶναι ἀνάγκη νά ἔχουμε κάποια τρυφή, ἄς ἐντρυφήσουμε [317Α] σέ πνευματικούς λόγους, στό θεῖο νόμο καί σέ διηγήσεις, καί στίς ἄλλες ἀλλά καί σ’ αὐτές ἀπό τίς ὁποῖες προῆλθε ἡ σημερινή ἑορτή· ὥστε ἡ ἀπόλαυση νά ἁρμόζει σ’ Ἐκεῖνον πού μᾶς συγκέντρωσε σ’ αὐτή τή σύναξη, καί νά μήν εἶναι τελείως ξένη πρός Αὐτόν. Ἤ μήπως θέλετε – γιατί ἐγώ σήμερα σᾶς κάνω τό τραπέζι – νά μιλήσω γι’ αὐτά σέ σᾶς τούς καλούς συνδαιτυμόνες ὅσο πιό πλούσια καί γενναιόδωρα, γιά νά μάθετε πῶς μπορεῖ νά θρέψει ὁ ξένος τούς ντόπιους, καί τούς πρωτευουσιάνους ὁ χωριάτης, κι αὐτούς πού ζοῦν μέσα στίς ἀπολαύσεις αὐτός πού ἀπέχει ἀπό αὐτές, καί ὅσους διακρίνονται γιά τήν περιουσία τους ὁ φτωχός καί ἄστεγος;

Θ’ ἀρχίσω ἀπ’ τό ἑξῆς… ἀλλά κάντε μου τή χάρη καί καθαρίστε καί τόν νοῦ καί τήν ἀκοή καί τή διάνοια, ὅσοι θέλετε νά δοκιμάσετε τέτοιες ἀπολαύσεις· γιατί γιά τόν Θεό θά μιλήσουμε, καί εἶναι ὁ λόγος θεϊκός. Ἔτσι, θά φύγετε ἀπό ἐδῶ ἔχοντας ἐντρυφήσει σ’ αὐτά πού δέν ἐξαντλοῦνται. Θά ’ναι ὁ λόγος πληρέστατος καί συγχρόνως συντομότατος, ὥστε [317B] οὔτε λόγῳ ἐλλείψεων νά σᾶς λυπήσει, οὔτε νά σᾶς κουράσει μέ τήν πληθωρικότητα καί τήν ἔκτασή του.

Ὁ ἄπειρος Θεός καί καταληπτός καί ἀκατάληπτος

7. Ὁ Θεός ὑπῆρχε πάντοτε καί ὑπάρχει καί θά ὑπάρ­χει· ἤ μᾶλλον ὑπάρχει αἰωνίως – διότι τό «ὑπῆρχε» καί «θά ὑπάρχει» εἶναι διαιρέσεις τοῦ χρόνου καί τῆς φθαρτῆς φύσεώς μας. Ἐκεῖνος ὅμως ὑπάρχει ­αἰωνίως, κι ἔτσι ὀνομάζει ὁ Ἴδιος τόν Ἑαυτό του, ὅταν ­ἐμφανίζεται στόν Μωυσῆ στό ὄρος(18). Διότι τό εἶναι, ἡ ἰδιότητα τῆς ὑ πάρξεως, ἀνήκει ἀποκλειστικά καί ἐξ ὁλοκλήρου στόν Θεό, ἡ ὕπαρξη χωρίς ἀρχή καί χωρίς τέλος, σάν ἕνα πέ­λαγος οὐσίας ἄπειρο καί ἀπεριόριστο, πού ξεπερνᾶ κά­θε ἔννοια καί χρόνου καί φύσεως.

Μόνο μέ τόν νοῦ μπορεῖ νά σκιαγραφηθεῖ, κι αὐτό πολύ ἀμυδρά καί μέτρια, ὄχι ἀπό τήν οὐσία Του ἀλλ’ ἀπό τά δημιουργήματά Του, ὥστε [317C] ἀπό τή συγκέντρωση ποικίλων καί διαφόρων παραστάσεων νά σχηματισθεῖ μιά κάποια εἰκόνα τῆς ἀλήθειας, πού ὅμως πρίν τήν κρατήσουμε μᾶς φεύγει, καί πρίν τή συλλάβουμε στό νοῦ, δραπετεύει. Τόσο φωτίζει μέ τό πλούσιο φῶς Του τό ἡγεμονικό μας, τόν νοῦ μας – ἐφόσον ἔχει καθαρθεῖ ἀπό τά πάθη – ὅσο ἡ στιγμιαία ἐμφάνιση τῆς ἀστραπῆς. Κι αὐτό συμβαίνει κατά τή γνώμη μου, ὥστε στό μέτρο πού μποροῦμε νά καταλάβουμε τόν Θεό νά μᾶς ἑλκύει πρός τόν Ἑαυτό Του (διότι τό τελείως ἀκατάληπτο δέν ἐλπίζουμε νά τό καταλάβουμε, καί γι’ αὐτό δέν τό προσπαθοῦμε κιόλας), ἐνῶ στό μέτρο πού δέν Τόν καταλαβαίνουμε προκαλεῖ τόν θαυμασμό μας· ὁ θαυμασμός αὐξάνει τόν πόθο· ἐφόσον Τόν ποθοῦμε, μᾶς καθαρίζει· καθαρίζοντάς μας μᾶς ἀπεργάζεται θεόμορφους· κι ὅταν γίνουμε τέτοιοι, ἐπικοινωνεῖ πλέον μαζί μας μέ τέτοια οἰκειότητα ὅπως κάποιος μέ τά πολύ δικά του πρόσωπα – θά πῶ κάτι πολύ τολμηρό – ὁ Θεός ἑνώνεται μέ θεούς, οἱ ὁποῖοι συνεχῶς Τόν γνωρίζουν, καί τόσο ἴσως ὅσο ἤδη γνωρίζει αὐτούς πού γνωρίζει(19). Ἄπειρο λοιπόν τό θεῖο καί δύσκολο νά τό ἐννοήσει κανείς· καί τό μόνο πού μπορεῖ νά καταλάβει κανείς τελείως γιά τόν Θεό [317D] εἶναι τό ἑξῆς: τό ὅτι εἶναι ἄπειρος.

Βέβαια εἶναι ἐνδεχόμενο κάποιος νά θεωρεῖ ὅτι ἐφόσον ὁ Θεός ἔχει ἁπλή φύση, θά εἶναι ἤ ὅλος ἀκατάληπτος ἤ τελείως καταληπτός. Γιά νά δώσουμε ἀπάντηση, ἄς ἐξετάσουμε τί σημαίνει ὅτι κάποιος ἔχει ἁπλή φύση. Ἡ ἁπλότητα δέν εἶναι ἡ φύση του, [320Α] ὅπως οὔτε στά σύνθετα ὄντα εἶναι φύση μόνο τό ὅτι εἶναι σύνθετα.

Στόν Θεό δέν ὑπάρχει χρονική ἀρχή καί τέλος

8. Τό ἄπειρο τό ἐννοοῦμε ὡς πρός δύο στοιχεῖα, τήν ἀρχή καί τό τέλος. Αὐτό δηλαδή πού εἶναι πέρα ἀπ’ αὐτά καί δέν ὁριοθετεῖται ἀπό αὐτά εἶναι ἄπειρο. Ὅταν λοιπόν ὁ νοῦς ἀτενίζει στό ἀχανές βάθος τοῦ παρελθόντος, καθώς δέν ἔχει ποῦ νά σταθεῖ καί νά καταλήξει ν’ ἀκουμπήσει σέ εἰκόνες περί τοῦ Θεοῦ, τό ἐκεῖ ἀπέραντο καί ἀκατανόητο τό ὀνομάζει ἄναρχο· ὅταν κοιτάξει στό μέλλον, τό ὀνομάζει ἀθάνατο καί ἄφθαρτο· ὅταν κοιτάξει συνολικά, τό ὀνομάζει αἰώνιο. Διότι ἡ αἰωνιότητα δέν εἶναι οὔτε χρόνος οὔτε μέρος χρόνου – δέν μπορεῖ ἐξάλλου νά μετρηθεῖ· ἀλλ’ [320Β] ὅ,τι εἶναι γιά μᾶς ὁ χρόνος, πού μετρᾶμε μέ βάση τήν κίνηση τοῦ ἡλίου, αὐτό εἶναι γιά τά αἰώνια ἡ αἰωνιότητα, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μαζί μέ τά ὄντα σάν κάποιο χρονικό κίνημα καί διάστημα. Αὐτά πρός τό παρόν γιά τόν Θεό. Διότι δέν ὑπάρχει χρόνος γιά περισσότερα, καθώς τό θέμα μας δέν εἶναι ἡ θεολογία ἀλλά ἡ ­οἰκονομία(20).

Ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί τριαδικός

Κι ὅταν λέω «τοῦ Θεοῦ», ἐννοῶ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χωρίς νά ἐννοῶ ὅτι ἡ θεότητα διαχέεται ἔξω ἀπ’ αὐτά, ἔξω ἀπό τά τρία θεῖα πρόσωπα – γιά νά μήν εἰσαγάγουμε πλῆθος θεῶν –, οὔτε πάλι ὅτι περιορίζεται σ’ ἕνα ἀπ’ αὐτά, ὥστε νά κατηγορηθοῦμε ὅτι δεχόμαστε μιά ἐλλειμματική θεότητα, κλίνοντας εἴτε στόν ἰουδαϊσμό – ἐφόσον θά ἀποδεχόμαστε τή μοναρχία(21) – εἴτε στήν εἰδωλολατρία – ἐφόσον θά ἀποδεχόμαστε πλῆθος θεοτήτων. Διότι τό κακό καί στίς δύο περιπτώσεις εἶναι τό ἴδιο, ἔστω κι ἄν ἐντοπίζεται σέ ἀντίθετες μεταξύ τους πίστεις. Αὐτό μᾶς διδάσκουν τά οὐράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, πού κατακλύζονται ἀπό τά Σεραφείμ καί ἀντηχοῦν ἀπό τίς δοξολογίες τους, τά τριπλά «ἅγιος», τά ὁποῖα Σεραφείμ ἔτσι ἀναγνωρίζουν μία κυριότητα καί [320C] θεότητα(22). Σ’ αὐτό καί κάποιος ἄλλος πρίν ἀπό ἐμᾶς ἔχει ­ἐνδιατρίψει ἔξοχα καί πολύ πνευματικά.

Ἡ δημιουργία τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων

9. Ἐπειδή ὅμως δέν ἦταν ἀρκετό γιά τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ αὐτό, τό νά κινεῖται δηλαδή μόνο στή θεωρία τοῦ Ἑαυτοῦ Του, ἀλλ’ ἔπρεπε κατά τήν προαιώνια ἐλεύθερη βούλησή Του νά μεταδοθεῖ τό ἀγαθό, ὥστε νά εἶναι περισσότερα τά ὄντα πού θά εὐεργετοῦνταν – διότι αὐτό ἦταν γνώρισμα τῆς ἄκρας ἀγαθότητος – πρῶτα συλλαμβάνει στόν νοῦ Του τίς ἀγγελικές καί οὐράνιες δυνάμεις· καί ἡ σκέψη ἔγινε ἔργο, πού συμπληρώθηκε ἀπό τόν Λόγο καί τελειοποιήθηκε ἀπό τό Ἅγιον Πνεῦμα. Κι ἔτσι δημιουργήθηκαν δεύτερες λαμπρότητες, ὑπηρέτες τῆς πρώτης λαμπρότητος· θά πρέπει νά τίς θεωρήσουμε εἴτε νοερά πνεύματα [320D] εἴτε σάν ἄϋλη καί ἀσώματη φωτιά εἴτε κάποια ἄλλη φύση πολύ συγγενή πρός αὐτά πού εἴπαμε. [321Α] Θέλω νά τίς χαρακτηρίσω ἀκίνητες στό κακό, μέ ροπή μόνο πρός τό καλό, καθώς βρίσκονται κοντά στόν Θεό καί φωτίζονται ἄμεσα ἀπό τόν Θεό (διότι τά ἐδῶ, τά ἐπίγεια, φωτίζονται ἔμμεσα). Ἀλλά μέ πείθει νά τίς θεωρῶ καί νά τίς χαρακτηρίζω ὄχι ἀκίνητες ἀλλά δυσκίνητες αὐτός πού γιά τή λαμπρότητά του ὀνομάστηκε Ἑωσφόρος, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς του καί ἔγινε καί λέγεται σκότος, καί οἱ ἀγγελικές δυνάμεις πού τόν ἀκολούθησαν στήν ἀποστασία του ἀπό τόν Θεό, πού δημιούργησαν τήν κακία μέ τήν ­ἀπομάκρυνσή τους ἀπό τό καλό καί τό προκάλεσαν καί σ’ ἐμᾶς.

10. Ἔτσι λοιπόν καί γι’ αὐτήν τήν αἰτία δημιουργή­θη­κε ἀπό τόν Θεό ὁ νοητός κόσμος, ὅσο μπορῶ ἐγώ του λάχιστον νά ἐμβαθύνω σ’ αὐτά, μέ μικρό καί πτωχό λό­γο περιγράφοντας τά μεγάλα.

Ἡ δημιουργία τοῦ ὁρατοῦ κόσμου

Καί ἀφοῦ εἶδε ὅτι ἡ πρώτη αὐτή δημιουργία ἦταν ὡραία, ὅπως τήν εἶχε θελήσει ἡ ἀγαθή βουλή Του(23), συλλαμβάνει δεύτερο κόσμο, [321B] ὑλικό καί ὁρατό. Καί αὐτός εἶναι τό σύστημα καί σύνολο τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καί ὅσων περιλαμβάνονται σ’ αὐτά, θαυμαστό γιά τήν τελειότητα τοῦ κάθε μέρους του, ἀλλά πιό θαυμαστό γιά τό ἁρμονικό συνταίριασμα ὅλων, καθώς τό ἕνα ἔδενε μέ τό ἄλλο, καί ὅλα μέ ὅλα, ὥστε νά ἀπαρτισθεῖ ἕνα συγκροτημένο ἁρμονικό σύνολο· γιά νά δείξει ὅτι μπορεῖ νά δημιουργήσει ὄχι μόνο φύση συγγενή πρός τή δική Του, ἀλλά καί τελείως διαφορετική.

Διότι εἶναι ὅμοιες στή θεότητα οἱ νοερές φύσεις καί μόνο μέ τόν νοῦ γίνονται ἀντιληπτές, ἐνῶ εἶναι ­τελείως διαφορετικές ὅσες ὑποπίπτουν στίς αἰσθήσεις, κι ἀπό αὐ­τές τίς τελευταῖες διαφέρουν ἀκόμη περισσότερο ὅ ­σες εἶναι παντελῶς ἄψυχες καί ἀκίνητες.

«Ἀλλά τί μᾶς ἐνδιαφέρουν αὐτά;» θά ρωτήσει ἐνδεχομένως κάποιος ἀπ’ ὅσους ἀγαποῦν πολύ τίς ἑορτές καί ἦλθαν μέ μεγαλύτερο ζῆλο ἀπό τούς ἄλλους ν’ ἀ κούσουν γιά τή σημερινή ἑορτή. «Σπιρούνισε τό πουλάρι γύρω ἀπό τή νύσσα(24). [321C] Μίλα μας γιά τήν ἑορτή καί γι’ αὐτά πού ἤρθαμε σήμερα ν’ ἀκούσουμε». Αὐτό λοιπόν καί θά κάνω, ἔστω καί ἄν εἶχα ἀρ­χίσει νά μιλῶ γιά ἀλήθειες πού προϋποθέτουν τή σημερινή ἑορτή – ὁ πόθος καί ἡ ροή τοῦ λόγου μέ παρέσυραν.

Τό μεγαλεῖο τοῦ ἀνθρώπου ὡς δημιουργήματος

11. Λοιπόν ὁ νοητός πλέον καί ὁ αἰσθητός κόσμος ἔτσι ἦταν διακεκριμένοι μεταξύ τους, βρισκόταν ὁ καθένας μέσα στά ὅριά του, καί ἔφεραν μέσα τους τό μεγαλεῖο τοῦ δημιουργοῦ Λόγου, σιωπηλοί ὑμνωδοί καί φλογεροί κήρυκες τοῦ μεγαλείου τῆς δημιουργίας. Δέν ὑπῆρχε ἀκόμη κράμα κι ἀπό τά δύο οὔτε κάποια ἕνωση τῶν ἀντιθέτων, πού θά ἦταν δεῖγμα ἀνώτερης σοφίας καί τοῦ πλούτου τῆς θείας ἐνεργείας ὡς πρός τή δημιουργία τῶν φύσεων· οὔτε εἶχε φανερωθεῖ ὁ ὅλος πλοῦτος τῆς θείας ἀγαθότητος. Αὐτό λοιπόν θέλησε νά φανερώσει ὁ καλλιτέχνης Λόγος, κι ἕνα ζωντανό πλάσμα καί ἀπό τά δύο – ἀπό τήν ἀόρατη ἐννοῶ καί ἀπό τήν ὁρατή φύση· ἔτσι, δημιουργεῖ τόν ἄνθρωπο. Καί ἀ ­φοῦ ἔλαβε τό σῶμα ἀπό τήν ὕλη, [321D] πού ἤδη εἶχε δημιουργηθεῖ, καί ἔβαλε μέσα του τήν πνοή Του (πού ἡ Γραφή ὀνομάζει νοερά ψυχή καί εἰκόνα Θεοῦ), τόν τοποθετεῖ στή γῆ [324Α] σάν ἕναν κόσμο δεύτερο, ­μεγάλο μέσα στόν μικρό, ἄλλον ἄγγελο, μικτό προσκυνητή, ἐπόπτη τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστη τῆς ἀόρατης, βασιλιά τῶν ἐπιγείων, πού ἔχει ὅμως βασιλιά στόν οὐρανό· ­ἐπίγειο καί οὐράνιο, πρόσκαιρο καί ἀθάνατο, ὁρατό καί ­νοερό, μεταξύ μεγαλείου καί ταπεινότητος. Εἶναι ὁ ἴδιος πνεῦμα καί σάρκα· πνεῦμα λόγῳ τῆς χάριτος, σάρκα ἐξαιτίας τῆς ἐπάρσεώς του· τό πρῶτο, γιά νά μένει καί νά δοξάζει τόν Θεό· τό δεύτερο, γιά νά εἶναι δεκτικός παθημάτων, ὥστε στήν καύχησή του γιά τό ὕψος μέ τό ὁποῖο τόν τίμησε ὁ Θεός, μέ τά παθήματα τῆς σαρκός νά τοῦ ὑπενθυμίζεται ἡ ἀδυναμία του καί νά συνετίζεται· ἔμψυχο ὄν πού ἐδῶ διάγει τή ζωή του κάτω ἀπό τή φροντίδα τοῦ Θεοῦ, καί μεταβαίνει ἀλλοῦ μέ τόν σωματικό θάνατο, καί – αὐτό πού εἶναι ἡ τελείωση τοῦ μυστηρίου σχετικά μέ τόν ἄνθρωπο – θεώνεται μέ τήν κίνησή του πρός τόν Θεό. Διότι σ’ αὐτόν τόν σκοπό συντείνει κατά τή γνώμη μου ὁ μέτριος σ’ αὐτή τή ζωή φωτισμός τῆς ἀληθείας πού δεχόμαστε, νά δοῦμε τή λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καί ν’ ἀλλοιωθοῦμε ἀπό αὐτήν, ἡ ὁποία εἶναι ἀντάξια Ἐκείνου πού καί [324Β] συνέθεσε τά δύο στοιχεῖα τῆς φύσεώς μας (τό σῶμα καί τήν ψυχή) καί θά τά χωρίσει μέ τόν σωματικό θάνατο καί πάλι θά τά ἑνώσει κατά τρόπο ἀκόμη πιό ἔνδοξο.

Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο

12. Αὐτόν λοιπόν τόν τοποθέτησε στόν παράδεισο – ὅποιος τέλος πάντων ἦταν αὐτός ὁ παράδεισος – καί τόν τίμησε μέ τό αὐτεξούσιο, ὥστε ἡ ἀρετή νά εἶναι ἐκείνου πού τήν ἐπιλέγει ὄχι λιγότερο ἀπό ὅ,τι Ἐκείνου πού ἐμφύτευσε στήν ὕπαρξή του τά σπέρματά της. Τόν ἐγκατέστησε ἐκεῖ γεωργό ἀθάνατων φυτῶν, πού ἴσως εἶναι οἱ θεῖες ἔννοιες, οἱ ἁπλούστερες καί οἱ τελειότερες· γυμνό λόγῳ τῆς ἁπλότητος καί τῆς χωρίς τέχνες ζωῆς, καί χωρίς κανένα κάλυμμα καί προστατευτικό. Γιατί ἔτσι ἔπρεπε νά εἶναι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Καί τοῦ δίνει νόμο, ἐρέθισμα γιά τό αὐτεξούσιό του. Ὁ νόμος ἦταν ἐντολή, ποιῶν φυτῶν ἐπιτρεπόταν νά δοκιμάσει τούς καρπούς, καί ποιό φυτό ἀπαγορευόταν ν’ ἀγγίξει. Αὐτό ἦταν τό δένδρο τῆς γνώσεως, τό ὁποῖο δέν ἦταν κακό ὡς δημιούργημα, οὔτε ὁ Θεός ἀπαγόρευσε τή βρώση τῶν καρπῶν του ἀπό φθόνο (ἄς μή φθάνουν νά διδάσκουν τέτοια οἱ θεομάχοι οὔτε νά μιμοῦνται τό φίδι στή συκοφαντία)· ἀλλά ἦταν καλό, [324C] ἐφόσον δοκίμαζε κανείς τούς καρπούς του στόν κατάλληλο καιρό (δηλαδή τό φυτό ἦταν πνευματική θεωρία κατά τήν ἀντίληψή μου, τήν ὁποία μόνο οἱ πνευματικά τελειότεροι ἦταν ἀκίνδυνο νά δοκιμάσουν)· ἐνῶ δέν ἦταν καλό γιά ὅσους ἦταν ἀκόμη ἀκατάρτιστοι καί μή ἀσκημένοι νά συγκρατοῦν τίς ἐπιθυμίες τους, ὅπως ἡ στερεά τροφή δέν ὠφελεῖ τά τρυφερά ἀκόμη βρέφη πού ἔχουν ἀνάγκη ἀπό γάλα.

 Ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων καί συνέπειες

Ὅταν ὅμως ἐξαιτίας τοῦ φθόνου τοῦ διαβόλου καί τῆς βλάβης τῆς γυναίκας, τήν ὁποία ὑπέστη ἡ ἴδια ὡς πιό ἀδύναμη καί ὑποχωρητική καί τήν ὁποία ἐπέφερε στόν Ἀδάμ ὡς πιό κατάλληλη νά τόν ἐπηρεάσει – ἀλίμονο στήν ἀδυναμία μου! διότι δική μου εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ προπάτορος –, λησμόνησε τήν ἐντολή πού τοῦ εἶχε δοθεῖ καί ὑπέκυψε στήν πικρή γεύση, ἐξαιτίας τῆς κακίας του ἐξορίζεται συγχρόνως καί ἀπό τό ξύλο τῆς ζωῆς καί ἀπό τόν παράδεισο καί ἀπό τόν Θεό, καί ἐνδύεται τούς δερμάτινους χιτῶνες, πού εἶναι ἴσως ἡ παχύτερη σάρκα, πού εἶναι καί θνητή καί ἀντιστέκεται στό ἀγαθό. Καί αὐτό πρῶτο γνωρίζει, τήν ντροπή του, καί κρύβεται [324D] ἀπό τόν Θεό. Κερδίζει βέβαια κάτι ἀπό ἐδῶ: τόν θάνατο καί τή διακοπή τῆς ἁμαρτίας, γιά νά μήν εἶναι ἀθάνατο τό κακό. Ἔτσι, γίνεται φιλανθρωπία ἡ τιμωρία – γιατί ἔχω πεισθεῖ ὅτι μέ τέτοιο πνεῦμα τιμωρεῖ ὁ Θεός.

Ὁ Θεός παιδαγωγεῖ τόν ἄνθρωπο πρίν ἀπό τήν ἐνανθρώπησή Του

[325Α] 13. Γιά τίς πολλές ἁμαρτίες, πού γέννησε ἡ ρίζα τῆς κακίας ἀπό διάφορες αἰτίες καί στίς διάφορες ἐποχές, ὁ Θεός πρῶτα παιδαγώγησε τόν ἄνθρωπο μέ πολλά σωφρονιστικά μέσα, μέ λόγο, νόμο, προφῆτες, εὐεργεσίες, ἀπειλές, πληγές, πλημμύρες, πυρκαγιές, πολέμους, νίκες, ἧττες, σημεῖα ἀπό τόν οὐρανό, σημεῖα ἀπό τόν ἀέρα, ἀπό τή γῆ, ἀπό τή θάλασσα, μέ ἀνέλπιστες μεταβολές ἀνθρώπων, πόλεων, ἐθνῶν, μέ τά ὁποῖα ἡ ἐπιδίωξη ἦταν νά ἐξαλειφθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τελικά ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νά ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἰσχυρότερα φάρμακα γιά τίς βαρύτερες ἀσθένειές του, τούς ἀλληλοσκοτωμούς, τίς μοιχεῖες, τίς ἐπιορκίες, τίς ἀνώμαλες ἐπιθυμίες καί – τό χειρότερο καί μεγαλύτερο ἀπό ὅλα τά κακά – τίς εἰδωλολατρίες καί τή μετάθεση τῆς προσκυνήσεως ἀπό τόν Δημιουργό στά δημιουργήματα.

Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου μυστήριο βαθύ καί τό κατ’ ἐξοχήν σωτηριῶδες γεγονός γιά τόν ἄνθρωπο

Ἐπειδή γι’ αὐτά ὑπῆρχε ἀνάγκη γιά μεγαλύτερη βοήθεια, δόθηκε ὄντως μεγαλύτερη. [325Β] Κι αὐτή ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ προαιώνιος, ὁ ἀόρατος, αὐτός πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιορισθεῖ, ὁ ­ἀσώματος, ἡ ἀρχή ἀπό τήν ἀρχή (τόν Πατέρα), τό φῶς, πού προῆλθε προαιωνίως ἀπό τό φῶς, ἡ πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς ἀθανασίας, τό ἀποτύπωμα τοῦ πρωτότυπου κάλλους, ἡ ἀ ­με­τάβλητη σφραγίδα, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα, ὁ ὅρος καί λόγος τοῦ Πατρός. Αὐτός λοιπόν πορεύεται πρός τήν εἰκόνα Του καί ἐνδύεται τήν σάρκα γιά χάρη τῆς σάρκας καί ἑνώνεται μέ ψυχή νοερά γιά χάρη τῆς ψυχῆς μου, καθαρίζοντας ἔτσι τό ὅμοιο μέ τό ὅμοιο. Καί γίνεται ἄνθρωπος σέ ὅλα ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία(25)· γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο, ἡ ὁποία πρίν ἀπό τήν ἀπόρρητη κατά σάρκα σύλληψή Του εἶχε καθαρισθεῖ καί στήν ψυχή καί στό σῶμα (διότι ἔπρεπε καί ἡ γέννηση νά τιμηθεῖ καί ἡ παρθενία νά προτιμηθεῖ)· λοιπόν Θεός μέ τήν ἀνθρώπινη φύση πού προσέλαβε, ἕνα πού προέκυψε ἀπό τά δύο ἀντίθετα, τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση· ἀπό αὐτά τό ἕνα (ἡ θεία φύση) [325C] θέωσε, τό ἄλλο (ἡ ἀνθρώπινη) θεώθηκε. Τί πρωτοφανής σύνθεση! Τί παράδοξη ἕνωση! Ὁ ὤν γίνεται, καί ὁ ἄκτιστος δημιουργεῖται, καί ὁ ἀπεριόριστος περιορίζεται διά μέσου τῆς νοερᾶς ψυχῆς πού λειτουργεῖ τρόπον τινα ὡς ἐνδιάμεσος, ὡς σύνδεσμος μεταξύ τῆς ἄυλης θείας φύσεως καί τῆς παχύτητος τοῦ ὑλικοῦ ἀνθρώπινου σώματος. Καί Αὐτός πού πλουτίζει τούς ἄλλους, γίνεται πτωχός· δηλαδή γίνεται πτωχός μέ τήν πρόσληψη τῆς σάρκας μου, γιά νά γίνω ἐγώ πλούσιος μέ τήν κοινωνία τῆς θεότητός Του. Καί ὁ πλήρης ἀδειάζει· ἀδειάζει ἀπό τή δόξα Του γιά μικρό χρονικό διάστημα, γιά νά γίνω ἐγώ μέτοχος τοῦ πληρώματός Του, τοῦ ἀνεξάντλητου πλούτου τῶν χαρίτων Του. Τί πλοῦτος ἀγάπης εἶναι αὐτός! Τί εἶναι αὐτό τό μυστήριο πού σφραγίζει τήν ὕπαρξή μου! Ἔλαβα τή θεία εἰκόνα καί δέν τήν φύλαξα· προσλαμβάνει Ἐκεῖνος τή σάρκα μου, μέ σκοπό καί τήν εἰκόνα νά σώσει καί τή σάρκα ν’ ἀπαθανατίσει. Ἔρχεται σέ δεύτερη κοινωνία μαζί μας πολύ πιό παράδοξη ἀπό τήν πρώτη, [325D] καθ’ ὅσον τότε μᾶς μετέδωσε τό ἀνώτερο, τώρα κοινωνεῖ τό κατώτερο. Αὐτό εἶναι πιό ταιριαστό στόν Θεό ἀπό τό πρῶτο. Αὐτό γιά ὅσους διαθέτουν κρίση εἶναι ὑψηλότερο.

Σημειώσεις


(1) Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ΄, Εἰς τά Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, PG 36, 312Α-334Α. Κατά τήν ἐκπόνηση τῆς μεταφράσεως λάβαμε ὑπ’ ὄψιν μας καί τή μετάφραση τῆς ΕΠΕ 5, 36-71.

(2) Ψαλμ. ϟ  ε΄ 1, 11.

(3) Πρβλ. Γεν. α΄ 2-4.

(4) Πρόκειται γιά τήν ἔνατη πληγή: Ἐξ. ι΄ 21-23.

(5) Ἐξ. ιγ΄ 21.

(6) Πρβλ. Ἡσ. θ΄ 2.

(7) Β΄ Κορ. ε΄ 17.

(8) Βλ. Γεν. ιδ΄ 17-20, Ἑβρ. ζ΄ 1-10.

(9) Ψαλμ. μς΄ 2.

(10) Ἡσ. θ΄ 6.

(11) Ματθ. γ΄ 3.

(12) Ἑβρ. ιγ΄ 8.

(13) Πρβλ. Κολ. γ΄ 9-10.

(14) Βλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 21-22.

(15) Ρωμ. ε΄ 20.

(16) Δηλ. τό ὅτι οἱ Πρωτόπλαστοι δοκίμασαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό.

(17) Πρβλ. Ρωμ. ιγ΄ 13.

(18) Βλ. Ἐξ. γ΄ 14: «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν». Σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό ἀπόλυτο ὄν, πού δέν ὀφείλει τήν ὕπαρξή Του σέ ἄλλον, ἀλλά ὑπάρχει ἀπό τόν Ἑαυτό Του· ἡ ὕπαρξή Του δέν ἔχει ἀρχή οὔτε τέλος· καί τά πάντα δημιουργήθηκαν ἀπό Αὐτόν ἐκ τοῦ μή ὄντος.

(19) Πρβλ. Α΄ Κορ. ιγ΄ 12.

(20) Ἡ θεολογία ἐδῶ νοεῖται μέ τή στενή ἔννοια, δηλαδή ὡς λόγος περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μόνο. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική λέξη «οἰκονομία» σημαίνει τή διαχείριση καί διευθέτηση τῶν ὑποθέσεων τοῦ οἴκου, τοῦ σπιτιοῦ. Ὡς θεολογικός ὅρος σημαίνει γενικῶς τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τόν κόσμο καί εἰδικότερα τά ὅσα ἐργάστηκε γιά τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, μέ κορυφαῖο γεγονός τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ Του. Ἔτσι, ἡ οἰκονομία (ἤ «θεία οἰκονομία» ἤ «ἐν Χριστῷ οἰκονομία») ταυτίζεται πολλές φορές μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου καί τήν ἀπολύτρωση πού ἐξασφαλίστηκε μέ αὐτήν (Π. Ν. Τρεμπέλα, Δογματική Α´ 40, Β´ 21-22).

(21) Ἡ μοναρχία ὡς κακοδοξία (ὅπως ἐδῶ) σημαίνει ὅτι δέν ὑπάρχουν στόν Θεό τρεῖς ὑποστάσεις ἀλλά μία. Ὡς ὅρος ὅμως τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας σημαίνει ὅτι ὑπάρχει μία ἀρχή στή θεότητα, ὁ Πατήρ, ὁ Ὁποῖος προαιωνίως ἐγέννησε τόν Υἱό καί ἐκπόρευσε τό Πνεῦμα τό Ἅγιον.

(22) Βλ. Ἡσ. ς΄ 1-4.

(23) Πρβλ. Γεν. α΄ 4, 8, 10 κλπ.

(24) Ἡ νύσσα ἦταν στήλη στόν ἱππόδρομο πίσω ἀπό τήν ὁποία ἔστριβαν οἱ ἀθλητές ἱππεῖς ἤ ἁρματηλάτες, γιά νά ἐπιστρέψουν στήν ἀφετηρία.

(25) Πρβλ. Ἑβρ. δ΄ 15.

Πηγή: Από το βιβλίο “Στη Γέννηση του Σωτήρος Χριστού” του κ. Αθανασίου Φραγκοπούλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου