Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Εμείς και οι άλλοι – Walter Venchiarutti

Ετερότητα και ταυτότητα

Η έννοια της ετερότητας (αυτό που διακρίνει) και της ταυτότητας (αυτό που ενώνει)  δεν έχουν ποτέ μελετηθεί τόσο πολύ όσο σήμερα από κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και ανθρωπολόγους. Ο λόγος για αυτό το βασανιστικό ενδιαφέρον οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμη και οι σχέσεις συναναστροφής, ειδικά τον τελευταίο καιρό, έχουν υποστεί μια επιταχυνόμενη διαδικασία ρευστοποίησης. Από τον Διαφωτισμό και μετά: «θεωρούνταν κοινή λογική αλήθεια το γεγονός ότι η χειραφέτηση του ανθρώπου, η απελευθέρωση των πραγματικών δυνατοτήτων του, απαιτούσε να σπάσουν οι δεσμοί της κοινότητας  και και να απελευθερωθούν τα άτομα από τις συνθήκες της γέννησής τους» (Z. Bauman, Liquid life, Laterza, Bari 2006).

Η σύγχρονη οικονομία, που πέρασε από την αποικιοκρατία στην παγκοσμιοποίηση, συνέβαλε στη διάλυση των κοινωνικών δεσμών που κληρονομήθηκαν από την παράδοση που μέχρι χθες, επί αιώνες, είχαν αποτελέσει τη συγκολλητική ουσία πάνω στην οποία βασίζονταν οι σχέσεις συμβίωσης (συνύπαρξης). Η κατάρρευση των κοσμικών ιδεολογιών και θρησκειών, η κινητικότητα των αγορών, ο δυναμισμός των πολιτισμικών ανταλλαγών και των κινημάτων, η αμεσότητα των επικοινωνιών, όλα οδήγησαν σε έναν υπερβολικό κοινωνικό ατομικισμό. Ο σολιψισμός είναι η μεγάλη σύγχρονη ασθένεια που καταλαμβάνει το σενάριο των διαπροσωπικών σχέσεων. Τα συνηθισμένα συναισθήματα, αισιόδοξα και παθιασμένα, που κάποτε εμπλούτιζαν τη ζωή καλώς ή κακώς, έχουν αντικατασταθεί από εικονικές και άσηπτες (στείρες) εμπειρίες. Η απομόνωση που παρέχεται από την υπέρβαση των συναισθηματικών πραγματικοτήτων έχει δημιουργήσει αναμορφικά οράματα που διαστρεβλώνουν την άμεση αντίληψη των περιβαλλουσών κινήσεων. Αυτή η προστατευτική οθόνη αλληλεπιδρά και οι σχεσιακές επαφές με τον κόσμο των άλλων περιορίζονται σε απλά ολογράμματα. Η μετάβαση σε μια συνθήκη απελευθέρωσης από τις πρωταρχικές ανάγκες του σώματος και του πνεύματος οδήγησε σε μια σειρά από δευτερεύουσες ανάγκες, πραγματικές ή εικαζόμενες, με την επακόλουθη αποξένωση από τις συναισθηματικές πραγματικότητες που προορίζονται για τους άλλους.

Η φιγούρα του άλλου δεν υπάρχει πια ή μάλλον, εμείς είμαστε οι άλλοι. Αυτή η συνακόλουθη ταύτιση καθόρισε αναγκαστικά την παραδοχή στάσεων που, στον μικρόκοσμο (ατομική ταυτότητα) οδηγούν σε μια ψευδή αλτρουιστική κατανόηση με μορφές εγωιστικού ευσεβισμού. Ταυτόχρονα, σε μακροκοσμικό επίπεδο (συλλογική ταυτότητα), έχουν εμφανιστεί αισθήματα ρεβανσιστικής εκδίκησης και οι ιδιωτικές και δημόσιες ενέργειες περιορίζονται απλώς προς όφελος του ατόμου ή της ομάδας στην οποία ανήκει. Για παράδειγμα, όταν ο διπλανός μας υποφέρει, πεθαίνει ή χαίρεται, υποκαθιστούμε την αντίληψη του αισθήματός του μεταφέροντάς τη σε εμάς μέσω μιας διαδικασίας ταύτισης. Νιώθουμε πόνο ή ευτυχία για τον εαυτό μας, γιατί βλέπουμε την αντανάκλαση της μοίρας μας στον άλλον, δηλαδή μια απλή έγνοια (ενασχόληση) για τον εαυτό μας. Η υπεροχή του εγώ μπορεί να φτάσει στο σημείο να εμπλέξει ακόμη και θεσμούς, ενθαρρύνοντας συγκρούσεις και επιθετικότητα που μπορούν να διαταράξουν την ισορροπία της διεθνούς γεωπολιτικής.
Ο παλιός παροικισμός παίρνει τη μορφή ενός νέου υπερμεγέθους κυριαρχισμού. Η εξάλειψη της ταυτότητας περνά μέσα από μια προκαθορισμένη σειρά φάσεων που μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: αρχική κριτική, διάλυση, δυσφήμιση (απαξίωση) των πολιτισμών του ανήκειν και σχέδιο αντικατάστασης με ρευστούς πολιτισμούς (διαπολιτισμικούς και παγκοσμιοποιητικούς), άνευ όρων υποστήριξη για το πολιτισμικό χωνευτήριο, αντικατάσταση των ιδανικών αξιών με τις οικονομικές, δημιουργία των βάσεων που οδηγούν σε μια ενιαία σκέψη, μάσκα φιλοξενίας και καλωσόρισμα για την κάλυψη της κερδοσκοπίας, αντικατάσταση της εκλογικής βάσης με την ένταξη νέων ομάδων.

Ελευθερία και κοινοτισμός

Το σύνθετο πλέγμα των προσφορών που προτείνει η αγορά απομακρύνεται από ένα σοβαρό οντολογικό όραμα και τις περισσότερες φορές η παρατήρηση γίνεται «reductio ad ventrem»[μείωση στήν κοιλιά]. Οι ανάγκες και η επισφάλεια που βάρυναν τους προγόνους μας ήταν σημαντικές, αλλά η ικανότητα για αντοχή και συλλογική αλληλεγγύη θα μπορούσε να τους εγγυηθεί ένα διακριτό κοινοτικό προπύργιο, το οποίο δεν υπάρχει σήμερα (C. Preve,  Elogio del comunitarismo, Εκδ. Controcorrente, Νάπολη 2006). Ωστόσο, παρά τις τάσεις των τελευταίων χρόνων, είναι πάντα δύσκολο να σπάσει ο δεσμός που ενώνει την ατομικότητα με τη συλλογική συνείδηση. Ο άνθρωπος, ως κοινωνικό ζώο, όποια και αν είναι η θέση του, κατανοεί ότι η επιβίωση δεν μπορεί να αγνοεί την κοινοτική σφαίρα. Δεν υπάρχει κανείς αν δεν υπάρχουν δύο. Κάθε άνθρωπος σχετίζεται πάντα ως μέλος μιας συγκεκριμένης ένωσης, είτε είναι πολιτική, πολιτιστική, γλωσσική, θρησκευτική κ.λπ. Η αναφορά σε έναν ορίζοντα αξιών είναι απαραίτητη για τον καθορισμό και την τοποθέτηση οποιουδήποτε, ανά πάσα στιγμή και σε οποιαδήποτε περίσταση.

Η προκαθορισμένη κληρονομιά που αποκτά ο καθένας εκούσια ή ακούσια είναι τέτοια που δεν μπορεί ποτέ να την αρνηθεί κανείς ή να την απορρίψει εντελώς. Το να ανακαλεί κανείς τα υπάρχοντά του στο όνομα της ελευθερίας είναι ουτοπία. Το να εγκαταλείπει κανείς τους μύθους, να τους θεωρεί όρια που πρέπει να ξεπεραστούν, δεν σημαίνει να τους έχει ακυρώσει συνειδητά και για πάντα από τη μνήμη του. Εξάλλου, «[…] η άρνηση να ανήκεις (του ανήκειν) εξακολουθεί να είναι ένας τρόπος έκφρασης έκφρασής του» (A. de Benoist, Identity and community, Εκ. Guida, Νάπολη 2005).

Το να αναγνωρίζουμε μια ταυτότητα σημαίνει να παραδεχόμαστε ότι μοιάζουμε επειδή αναγνωρίζουμε ότι είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας. Ισότητα δικαιωμάτων δεν σημαίνει εξίσωση της ετερότητας με την ίδια, το δικαίωμα στη διαφορετικότητα είναι θεμελιώδες μέρος κάθε ελευθερίας. Η αναγνώριση της διαφορετικότητας του καθενός είναι ο καλύτερος τρόπος, σύμφωνα με το ολιστικό όραμα του Durkheim, για να παραμείνουμε καλύτερα ενωμένοι. Σε κάθε περίπτωση, η ετερότητα είναι συμπληρωματική της ταυτότητας και αυτή η σχέση μπορεί να γίνει κατανοητή με ενσυναισθητική ή εχθρική έννοια. Είτε έτσι είτε αλλιώς είναι μια σχέση.

Το να δίνεις αναδεικνύει επίσης μια σχεσιακή αμοιβαιότητα αφού με αυτόν τον τρόπο χτίζεται ο κύκλος εναλλαγής της αμοιβαιότητας: δίνω→λαμβάνω→ανταποδίδω(M. Mauss, Δοκίμιο για το δώρο, Einaudi, Τορίνο 2002), το δώρο που δίνεται σε κάποιον που δεν μπορεί να το επιστρέψει συνεπάγεται ότι δεν αναγνωρίζεται η ταυτότητα του παραλήπτη. Βασικά, ο κοινοτισμός υποστηρίζει την υπεροχή του κοινού καλού έναντι της έννοιας της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ ο φιλελευθερισμός ευνοεί την έννοια του δικαιώματος που πιστεύει ότι πρέπει να υπερισχύει έναντι αυτής του κοινού καλού. Ο κοινοτικός υποθέτει τον άνθρωπο που εντάσσεται στην κοινότητα (οικογένεια, επάγγελμα, ιδεολογία, θρησκεία κ.λπ.) με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η ιδιότητα μέλους. Η φιλελεύθερη αντίληψη του εαυτού είναι ατομικιστική, ο άνθρωπος «χειραφετείται» από τους κανόνες και τις υποχρεώσεις απέναντι στην ομάδα για να μπορεί να επιδιώκει καλύτερα το προσωπικό όφελος.

Ο τόπος του μη τόπου
Σύμφωνα με τους προβληματισμούς του Marc Augé, ο άνθρωπος είναι τρισδιάστατος αφού παρουσιάζει: πρώτα απ' όλα την ατομική διάσταση που τον βλέπει ως συνειδητό υποκείμενο, την πολιτιστική διάσταση, που ενυπάρχει στα σύμβολα και τους κανόνες των σχέσεων με τους θεσμούς που οδηγεί στον ορισμό μιας πολιτικής, εθνικής κοινωνίας· τέλος, τη γενική διάσταση που προκύπτει από το να ανήκεις στο ανθρώπινο είδος (M. Augé, L'uno e l'altro, gli uni e gli altri, Massetti Rodella Εκ., Roccafranca 2013).

Και οι δύο έννοιες της ταυτότητας και της ετερότητας δεν μπορούν να διαχωριστούν από τη σωστή αντίληψη του χώρου (M. Augé, Nonluoghi - Introduction to anthropology of supermodernity, Elèuthera, Milan 2009) η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να γίνει ο κύριος  χώρος της σχέσης, της αλληλεπίδρασης ή της ανωνυμίας. Ο Γάλλος ανθρωπολόγος  την όρισε ως εξής: ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ: εκεί όπου ισχύουν οι σχεσιακοί κανόνες των κοινωνικών δεσμών κατοικίας, λατρείας και κοινής ιστορίας.

Η περίμετρός του χαρακτηρίζεται από τη στιγμιαία διαμόρφωση τριών θέσεων:
– Ταυτότητα, αφού αντιπροσωπεύει το σήμα της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, για παράδειγμα τον τόπο γέννησης.
– Η σχεσιακή ή κοινωνική πτυχή συνίσταται από τους κανόνες διαμονής που ορίζουν στο άτομο μια ακριβή θέση στην ομάδα με τους άλλους.
Η ιστορική αξία, δηλαδή ένα ακριβές τελετουργικό ημερολόγιο που οργανώνεται για την αφύπνιση των κηδεμονικών δυνάμεων, αποτελούμενο από τελετές, γιορτές, επετείους κ.λπ.

Από την άλλη πλευρά, οι χώροι που χαρακτηρίζονται από το εφήμερο, από το πέρασμα, από τη μετάδοση, όπου η πιστοποίηση ταυτότητας γίνεται με χρήση καρτών, εισιτηρίων, πιστωτικών καρτών, εγγράφων, θεωρούνται ΜΗ ΤΟΠΟΙ. Δεν ενσωματώνουν τους τόπους της μνήμης και εκφράζουν το εγγενές (οικονομικό, παιγνιώδες, ωφελιμιστικό) με ομογενοποιημένο και μονομερές τρόπο. 
Με τη σειρά τους, οι μη τόποι χωρίζονται σε:
Κατάλληλοι μη τόποι, που αντιπροσωπεύονται από χώρους ανωνυμίας, όπως προάστια, περιοχές σχεδιασμένες να ευνοούν την ταχεία κυκλοφορία των ανθρώπων (δρόμοι, αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια κ.λπ.), κόμβοι (σταθμοί, λιμάνια κ.λπ.).
Υποχώροι, ταυτιζόμενοι με τις απαγορευμένες τοποθεσίες υποβάθμισης (στρατόπεδα προσφύγων, παραγκουπόλεις, χωματερές, συνοικίες κοιτώνων).
Υπερχώροι, οι χώροι που ορίστηκαν να φιλοξενήσουν τις έδρες του ωφελιμισμού. Έχουν αντικαταστήσει τους συμβολικούς χώρους. Είναι γενικά αφιερωμένες στη χρηματοδότηση, τις πιστώσεις  (τράπεζες, χρηματοοικονομικούς οργανισμούς) και τη φιλοξενία της διοικητικής γραφειοκρατίας - αφορούν τους χώρους που διατίθενται για ψυχαγωγικές και αθλητικές δραστηριότητες (γήπεδα, γυμναστήρια, πισίνες, παιδικές χαρές) - τα εμπορικά καταστήματα του οικονομικού/εμπορικού τομέα (υπερμάρκετ, σούπερ μάρκετ, αγορές, πολυκαταστήματα κ.λπ.).
Φανταστικοί μη τόποι, τεχνητά δημιουργημένοι από τα μέσα ενημέρωσης (τηλεοράσεις, υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κ.λπ.) όπου το υποκείμενο ζει πέρα ​​από τις διαστάσεις της πραγματικότητας.

Ακόμη και ο ορισμός που δίνεται στην έννοια των "συνόρων" αποσαφηνίζει έμμεσα τις προοπτικές του αρχικού θέματος.  Ο Augé αναρωτιέται εάν το ιδεώδες ενός ισότιμου κόσμου δεν περνάει από την κατάργηση όλων των συνόρων, αλλά από την αναγνώρισή τους και συνεχίζει: « Το ιδανικό μας λοιπόν δεν πρέπει να είναι αυτό ενός κόσμου χωρίς σύνορα, αλλά ενός κόσμου στον οποίο αναγνωρίζονται όλα τα σύνορα, γίνονται σεβαστά  και βατά, δηλαδή ένας κόσμος στον οποίο ο σεβασμός των διαφορών ξεκινά με τον σεβασμό των ατόμων, ανεξάρτητα από την καταγωγή, το φύλο ή τις πολιτικές πεποιθήσεις τους».

Αληθινές και ψεύτικες προκαταλήψεις

Η λέξη ταυτότητα συνδέεται συχνά με αυτή της μετανάστευσης. Αν αυτό ίσχυε για τους ιθαγενείς Ινδιάνους, παραμένει ένας αστικός μύθος ότι σήμερα οι ρίζες των ιθαγενών έχουν υπονομευθεί ανεπανόρθωτα από την άφιξη των νεοφερμένων. Στην πραγματικότητα, η πραγματική απειλή της διαγραφής ταυτότητας, που βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι εις βάρος των αλλοδαπών μειονοτήτων που συχνά υποφέρουν από πιέσεις προσαρμογής, εργασιακής εκμετάλλευσης και κοινωνικού αποκλεισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν πολλές άλλες αιτίες που υπονομεύουν την επιβίωση των αυτόχθονων πολιτισμών. Η αποσύνθεση των συλλογικών ταυτοτήτων στην πραγματικότητα προκαλείται από ένα σύμπλεγμα εντελώς δευτερευόντων παραγόντων, οι οποίοι ανεξήγητα δεν λαμβάνονται υπόψη τόσο από τους ξενοφοβικούς όσο και από τους υποστηρικτές του κοσμοπολιτικού αγγελισμού.  Η απόρριψη του άλλου ή, ακόμη χειρότερα, η αποδοχή του με στόχο την ενσωμάτωσή του, μόνο και μόνο για να τον επαναφέρουμε στο ίδιο (αναγνωρίζοντάς τον όπως είμαστε) είναι δύο μόνο φαινομενικά αντίθετα λάθη.

Στις σύγχρονες εθνικές κοινωνίες, αυτό που διακυβεύει την ικανότητα να παράγει κανείς το δικό του μοντέλο ζωής και σκέψης δεν είναι τόσο η άφιξη των «νέων βαρβάρων» αλλά η υιοθέτηση εκείνων των νοητικών στάσεων που έχουν ανοίξει την πρωτοκαθεδρία της κατανάλωσης, την ιδεολογία των εμπορευμάτων και των εθίμων, την ομογενοποίηση των μέσων ενημέρωσης, συμβάλλοντας στην προώθηση της λατρείας του προσώπου, της επιτυχίας, της δικτατορίας του ιδιωτικού και των οικονομικών (A. de Benoist , Oltre il Moderno, Sguardi sulthird millennio, Arianna ed, Casalecchio 2005). Επιπλέον, δεν πρέπει να υποτιμάται το χειροκρότημα των μεσαίων οικογενειών και η γοητεία προς τις νεότερες συνειδήσεις που προσφέρουν τα εμπορικά κέντρα συνεδριάσεων και τα εικονικά λούνα παρκ (M. Augè, Disneyland και άλλοι μη τόποι), Boringhieri , Τορίνο 1999) που υποκινούν τις κυριακάτικες εξόδους και απασχολούν την περιήγηση των παραθεριστών.
Η απώλεια αγαθών και αξιών κοινωνικής αλληλεγγύης λόγω της ομοιομορφίας των συμπεριφορών δεν πρέπει να αναζητηθεί σε αποδιοπομπαίους τράγους, αλλά ν' αποδίδεται σε συμπεριφορές ακριβούς παραίτησης που αυξάνουν τον διαχωρισμό μεταξύ του ατομικού μέλλοντος και της κοινής μοίρας. Από την άλλη πλευρά, η επιβεβαίωση των εθνικών ατομικοτήτων δεν αποτελεί αναγκαστικά εμπόδιο στην ενσωμάτωση.

Οι αποσκευές της παράδοσης, που αποτελούνται από ένα σύνολο εθίμων και παραδόσεων, αντιπροσωπεύουν τη δυναμική κληρονομιά μιας κοινωνίας, ένα παράγωγο εμπειριών που, ως τέτοιες, δεν είναι καθόλου μονοδιάστατες και μονολιθικές. Οι αξίες του παρελθόντος αναγκαστικά προσαρμόζονται στις ανάγκες του παρόντος, ξορκίζοντας τις διαφορές, επιτρέποντας παράγοντες αλλαγής.

Η διάκριση που θεωρητικοποιήθηκε από τον Paul Ricoeur (P. Ricoeur, L'identitè narrative, στο Revue des Sciences Humaines, LXXXXV, 1991) συγκρίνει τις δύο επικαλυπτόμενες και διακριτές έννοιες που οι Λατίνοι απέδωσαν στον όρο ταυτόσημο: idem συνώνυμο με όμοιο, ανάλογο (ισότητα που συνεπάγεται αμετάβλητο στο χρόνο) και ipse ταυτότητα του εαυτού του, ipseity, που δεν προϋποθέτει προσήλωση στην μονιμότητα. Η μονιμότητα και η αλλαγή είναι συμβατές με την ταυτότητα. Όπως η προσωπικότητα των ατόμων αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου και δεν είναι ποτέ η ίδια, επειδή στην πορεία ο άνθρωπος αποκτά νέες δυνατότητες και παραμελεί ή χάνει τις παλιές (L. Pirandello, Ένας, κανένας, εκατό χιλιάδες, Εκδ. Einaudi, Τορίνο 2014).

Με τον ίδιο τρόπο, τα ιδανικά μιας κοινότητας συνδυάζουν παράγοντες μονιμότητας με παράγοντες αλλαγής, που προέρχονται από ενδογενείς ή εξωτερικές μεταλλάξεις. Οι κοινωνικές συγκρούσεις δεν επιλύονται με την ακύρωση ή τη δαιμονοποίηση των διαφορών, αλλά με τη βελτιστοποίησή τους σε μια αντιπαράθεση αμοιβαίου σεβασμού. Το πέρασμα του χρόνου δείχνει με τη σειρά του ότι, παρά τη θέληση του ανθρώπου, η επιλογή των μεταδιδόμενων αξιών ακολουθεί μια φυσική διαδικασία. Οι ψευδοπροφήτες μπορούν να αλλάξουν προσωρινά τις προοπτικές, αλλά, από μια μακραίωνη σκοπιά, έρχεται πάντα η κρίση της ιστορίας που, πέρα ​​από τα άμεσα κομματικά συμφέροντα, διακρίνει το αληθινό από το ψεύτικο και αλλάζει το μέγεθος των αλαζονειών από όποια πλευρά και χρώμα προέρχονται.

Τα όρια της σημερινής προσωπικότητας

Τα ελεύθερα μέλη της ρωμαϊκής κοινωνίας για ταύτιση είχαν το tria nomina : – το praenomen. Ισοδύναμο με το πραγματικό όνομα. 
– το nomen. Το επώνυμο προσδιόριζε την ευρύτερη οικογένεια, που ανήκε στο γένος. 
– το cognomen. Το παρατσούκλι διέκρινε το υποκείμενο μέσα στην οικογένειά του.

Στην αγροτική κοινωνία της Crema κάθε άτομο ήταν προικισμένο με:
Nóm, το οποίο διέκρινε το ανήκειν που συνδέεται με το υποκείμενο. Cugnóm, που χρησιμοποιείται για να δηλώσει όλα τα μέλη της γενεαλογίας (άμεση ή επίκτητη συγγένεια αίματος). Στις πόλεις της περιοχής Crema, η ενδογαμική χρήση συχνά οδήγησε στη συνύπαρξη  πολλών ομάδων με το ίδιο επώνυμο που δεν αναγνώριζαν η μία την άλλη ως συγγενικές ομάδες. Στο κοινό επώνυμο προστέθηκε ένα διαλεκτικό επίθετο που συνέβαλε σε έναν επιπλέον προσδιορισμό της καταγωγής.

Scurmàgna, προσωνύμιο που χρησιμοποιείται στην κοινότητα, με άμεσο δεσμό (γέννηση) ή έμμεσο, του εδάφους (κατοικία). Το παρατσούκλι περιέγραφε έντονα την προσωπικότητα του ατόμου και η απόδοσή του προερχόταν από άτομα που γνώριζαν καλά τις συνήθειες, τις ηθικές και σωματικές του συμπεριφορές. Το παρατσούκλι θα μπορούσε πράγματι να αφορά ένα επαναλαμβανόμενο ψευδώνυμο  που χρησιμοποιούσε το υποκείμενο, υπογράμμιζε ένα έντονο φυσικό ελάττωμα, αναφερόταν στην εμπορική του δραστηριότητα, ένα προνόμιο του χαρακτήρα, τον τόπο καταγωγής ή μερικές φορές περιλάμβανε την προσθήκη του ονόματος του πατέρα του. Στη σύγχρονη κοινωνία η σφαίρα του ανήκειν έχει περιοριστεί σημαντικά.

Το προσωνύμιο (scurmagna) έχει εξαφανιστεί εντελώς αφού η προσεκτική παρατήρηση ατομικών ιδιαιτεροτήτων και αδυναμιών, χάρη στην απομόνωση που παράγει ο μαζικός πολιτισμός, έχει γίνει ανέφικτη.  Ακόμη και το επώνυμο πλαισιώνεται όλο και περισσότερο και αντικαθίσταται από ανώνυμους αλφαριθμητικούς κωδικούς που πιο γρήγορα, σε μια άκρως ψηφιακή εποχή, προσφέρουν τη δυνατότητα αγοράς, ανάληψης, ταυτοποίησης. Σήμερα το όνομα παραμένει, ίσως επειδή θεωρείται πιο δημοκρατικό από τα άλλα - με τη σειριακή του διάχυση, επιτρέπει μια απατηλή ιδιωτικότητα χωρίς ιθαγένεια και φαίνεται να εγγυάται την εμφάνιση μιας ανύπαρκτης ιδιωτικότητας. Το τελευταίο, στην πραγματικότητα, διακυβεύεται έντονα από τις πανταχού παρούσες κάμερες που βρίσκονται διάσπαρτες παντού, από την τελευταία γενιά δορυφορικών κινητών, από κατασκόπους και κοριούς έτοιμους να καταγράψουν όλες τις δημόσιες και ιδιωτικές πράξεις της καθημερινής ζωής.

Υπήρξε μια εποχή που όχι μόνο τα άτομα συνοδευόταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους από ένα παρατσούκλι, αλλά και όλες οι κοινότητες, οι κάτοικοι μεγάλων και μικρών δήμων, διακρίνονταν από ένα επίθετο που τους έκανε αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσιμους. Το δημοφιλές έθιμο ήταν να ορίζονται τα ονόματα των κατοίκων των γύρω χωριών με υποβλητικά παρατσούκλια. Αυτοί οι σκανδαλώδεις και πικάντικοι ορισμοί προήλθαν από μια σειρά αληθινών ή φανταστικών πεποιθήσεων και γεγονότων που με την πάροδο του χρόνου είχαν καταλήξει να μπουν στη συλλογική φαντασία και συχνά χρησιμοποιούνταν με ειρωνική έννοια.

Ταυτότητα και παροικία (
τοπικότητα)

Οι λόγοι ταυτότητας μπορούν επίσης να εντοπιστούν σε αυτό που έχει οριστεί ως το πιο σημαντικό κοσμικό φεστιβάλ για τους Cremaschi: το καρναβάλι. Απηχεί τους ανταγωνισμούς που σημάδεψαν τη δύσκολη σχέση συμβίωσης μεταξύ χωρικών (gagèt) και πολιτών (schitì) από τον πρώιμο Μεσαίωνα. Δεν έλειψαν οι διαφωνίες και οι αμοιβαίες παρεξηγήσεις που δεν ήταν ποτέ αδρανείς μεταξύ γειτονικών πόλεων και χωριών. Στην ίδια πόλη, όπως και στα χωριά, η αντιπαράθεση επεκτάθηκε στις συνοικίες για πολιτικούς λόγους (οι περιφέρειες Guelph και Ghibelline στο Soncino), διοικητικές (οι περιφέρειες, που συνδέονται με το δημοτικό καταστατικό που ρύθμιζε τις τέσσερις πύλες πρόσβασης στην περιτειχισμένη πόλη), για αθλητικά και θρησκευτικά θέματα.

Παρά το πέρασμα των χιλιετιών, αυτοί οι ανταγωνισμοί συνέχισαν να επιμένουν, όπως για την τροφοδότηση της αίσθησης αμοιβαίας δυσπιστίας μεταξύ Cremaschi και Cremonesi. Οι τελευταίοι θεωρήθηκαν ένοχοι ως κληρονόμοι εκείνων που είχαν υποκινήσει τον Μπαρμπαρόσα στην πολιορκία και την καταστροφή της Κρέμα.  Είναι ενδεικτικές παρεξηγήσεις, αλλά που πιθανώς προέρχονται από την προϊστορία και ανάγονται στις διαφορετικές εθνοτικές καταβολές. Η δημοτική γλώσσα cremasco θα ήταν στην πραγματικότητα μια παράγωγη του λεξικού cenomane ενώ η Cremona θα ανήκε στην 
περιοχή Ιnsubre. Ακόμη και μέσα στην ίδια πόλη, συχνά προέκυπταν διαφωνίες μεταξύ γειτονιών λόγω της κεντρικής ή περιφερειακής τους θέσης, μεταξύ γειτονικών πόλεων και μεταξύ φατριών που συνέβαλαν στην υποδαύλιση αντιθέσεων από τις οποίες προέκυπταν διασκεδαστικές ιστορίες και τοπικιστικά ανέκδοτα που δεν ήταν πάντα επιβλαβή για το περιβαλλοντικό πλαίσιο των μικρών κοινοτήτων.
Υπάρχει συχνά μια παρεξήγηση  στο να συγχέεται ο παροικιακός χαρακτήρας (μια περιορισμένη συναισθηματική στάση που τείνει να μην υπερβαίνει τον ορίζοντα του δικού του καμπαναριού, να διατηρεί, να αναβιώνει και να ενισχύει τα λαϊκά ήθη και έθιμα) με το φαινόμενο του νατιβισμού (που αντιθέτως αποτελεί την πολιτική του εφαρμογή). Η οικονομική υποταγή συνεπάγεται αναγκαστικά γλωσσική έγκριση και η εξάρτηση γίνεται όχι μόνο οικονομική αλλά και πολιτιστική. Η ενεργειακή υποδούλωση από τις ανατολικές χώρες, καθώς και η υποταγή στη δυτική πολιτική σήμερα επιβαρύνουν πολύ τη δυνητική ανάπτυξη και την ανεξαρτησία της Ευρώπης και συνεπώς της Ιταλίας, και είναι απαραίτητο όχι μόνο να το συνειδητοποιήσουμε, αλλά κυρίως, πριν είναι πολύ αργά, να προσπαθήσουμε να το διορθώσουμε.

https://www-ereticamente-net.translate.goog/2022/12/noi-e-gli-altri-walter-venchiarutti.html?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου