Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (1)

 ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ*

Εκδότης: Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία (1970)

Συγγραφέας: Δημ. Ι. Κουτσογιαννόπουλου 

«Τί εἶνε χρόνος ; ἂν οὐδεὶς μὲ ἐρωτᾷ, τὸ γνωρίζω· ἂν θελήσω νὰ τὸ ἐξηγήσω εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐρωτᾷ, δὲν τὸ γνωρίζω». Μὲ αὐτὰς τὰς λέξεις ἀρχίζει ὁ Αὐγουστῖνος τὴν περίφημον ἔρευνάν του περὶ χρόνου εἰς τὰς «Εξομολογήσεις» του καὶ ὀφείλομεν νὰ τὰς ἐκλάβωμεν κατὰ γράμμα, ἂν θέλωμεν νὰ πλησιάσωμεν ἀπὸ τῆς ὀρθῆς πλευρᾶς τὸ ἀσφαλῶς εἰς τὰ πλέον δύσλυτα συγκαταλεγόμενον φιλοσοφικὸν τοῦτο πρόβλημα. Φαίνεται, πράγματι, ὅτι αἱ δυσχέρειαι τὰς ὁποίας ἐμφανίζει τὸ θέμα τοῦ χρόνου δὲν ἀρχίζουν ἁπλῶς ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς ἐπιληφθῶμεν τῆς ἐξετάσεώς του, ἀλλὰ πολὺ πρὸ αὐτῆς. Ὁ χρόνος εἶνε τὸ οἰκειότατον τῶν φαινομένων, ἀλλ᾽ αὐτὸ εἶνε ἀκριβῶς ἡ αἰτία καὶ ἡ ρίζα ὅλων τῶν συναφῶν πρὸς αὐτὸν δυσχερειῶν. ᾿Αφ' ἑτέρου, ἅπαξ ἀρχίσωμεν νὰ τὸν ἐρευνῶμεν, εὑρισκόμεθα ἐμπεπλεγμένοι ἐντὸς ἑνὸς τοιούτου λαβυρίνθου πολυπλόκων καὶ ἀντιφατικῶν φαινομενικῶν δομῶν, ὥστε συντόμως λησμονοῦμεν ὅτι ὁ χρόνος πρέπει νὰ κατανοηθῇ ὡς ἕνα κατὰ βάσιν ἁπλοῦν φαινόμενον καὶ διατρέχομεν τὸν κίνδυνον νὰ τὸν ἐμφανίσωμεν ὡς πολὺ περισσότερον δύσκολον, ἔτι δὲ ἴσως καὶ ὡς πολύ περισσότερον σπουδαῖον ἀπὸ ὅ,τι πράγματι εἶνε. Αὐτὴ εἶνε ἡ περίπτωσις τῶν περὶ χρόνου ἀναλύσεων τοῦ M. Heidegger εἰς τὸ ἔργον του «Εἶναι καὶ χρόνος», αἱ ὁποῖαι ἀποσκοπούν νὰ ἀποδείξουν, ὅτι ὁ χρόνος εἶνε ἡ θεμελιώδης ἐκείνη ὀντολογικὴ δομὴ ἡ ὁποία ὑπόκειται εἰς σύμπασαν τὴν σύστασιν καὶ φαινομενικότητα τοῦ κόσμου.

Δὲν εἶνε ἴσως ἀνάγκη νὰ παρατηρηθῇ, ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου κατὰ τὴν νεωτέραν φυσικὴν δὲν δύναται νὰ μᾶς παράσχῃ μεγάλην βοήθειαν κατὰ τὴν ἐξέτασιν τοῦ φαινομένου. Ὄχι διότι ὁ καλούμενος «ἀντικειμενικός» ἢ ποσοτικὸς χρόνος εἶνε περισσότερον «χυδαῖος» (ἐν τῇ ὑποτιμητικῇ ἐννοίᾳ, τὴν ὁποίαν δίδει ὁ Heidegger εἰς τὸν ὅρον τοῦτον) ἀπὸ τὸν «ὑποκειμενικὸν» ἢ ψυχολογικόν· ἀλλὰ διότι ὁ τελευταῖος εἶνε προφανῶς ἡ εὐρυτέρα ἔννοια, ἐφ' ὅσον κάθε εἶδος χρόνου, συμπεριλαμβανομένου καὶ τοῦ ὡρολογιακοῦ ἢ μετρητοῦ χρόνου, εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀναχθῇ εἰς τὸν κοινὸν ψυχικὸν ὁρίζοντα, ἂν πρόκειται νὰ γίνῃ κατανοητὸν κατὰ τὴν πρωταρχικήν του φαινομενικότητα. Ἐπὶ τοῦ σημείου αὐτοῦ ὁ Heidegger συμφωνεί κατά βάσιν μὲ τὸν Αὐγουστῖνον, τοῦ ὁποίου η θεωρία ταυτίζει τὸ παρελθὸν μὲ τὴν μνήμην, τὸ μέλλον μὲ τὴν προσδοκίαν καὶ τὸ παρὸν μὲ τὴν προσοχήν, τ.ἔ. τὸν χρόνον καθόλου μὲ τὰ ψυχικὰ ἐκεῖνα φαινόμενα, ἐντὸς τῶν ὁποίων ἀνακύπτει. ᾿Αλλ' ἡ ἄποψις αὕτη, τῆς ψυχικῆς δηλ. προελεύσεως τοῦ χρόνου, εἶνε εἰς τὴν πραγματικότητα πολύ παλαιοτέρα, ἐφ᾽ ὅσον ὑπάρχει ἤδη εἰς τὴν περίφημον Αριστοτελικὴν ἀνάλυσιν τοῦ χρόνου εἰς τὰ Φυσικὰ Δ 10 - 14. Φαίνεται, ἑπομένως, ὅτι, ἐν συγκρίσει πρὸς ἄλλας μεταγενεστέρας ἀποπείρας νὰ ὁρισθῇ ἡ φύσις τοῦ χρόνου, ἡ ᾿Αριστοτελική θεωρία προσφέρει μίαν πολύ σταθερωτέραν βάσιν διὰ μίαν νέαν ἐπανεξέτασιν τοῦ προβλήματος, τοσούτῳ μᾶλλον καθ᾽ ὅσον συνδυάζει μίαν πληθὺν ὀρθῶν ἐπόψεων μὲ τὰ σπέρματα μιᾶς πλήρους συστηματικῆς των συνθέσεως. Αλλ' ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο : ὁ ᾿Αριστοτέλης ἐξετάζει τὸ πρόβλημα τοῦ χρόνου ὄχι ἀνεξαρτήτως, ἀλλ' ἐν ἀναφορὰ πρὸς τὰς θεωρίας προγενεστέρων Ελλήνων διανοητῶν· οὕτως, ἀντιμετωπίζοντες τὰς γνώμας του, ἀναγόμεθα αὐτομάτως εἰς τὴν ἀνίχνευσιν τοῦ προβλήματος ὡς πρὸς τὰς πρώτας, τὰς ἀφελεστάτας, ἀλλ᾽ ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον τοῦτον πολυτιμοτάτας, ἀπαρχάς του. Δι' ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους, λοιπόν, ἡ εἰς τὰ Φυσικὰ Δ 10 - 14 ἀνάλυσις φαίνεται νὰ εἶνε τὸ ἰδεῶδες έδαφος διὰ μίαν νέαν καρποφόρον και, κατὰ τὸ δυνατόν, ἐξαντλητικὴν (εἰς τὰς γενικὰς τοὐλάχιστον γραμμάς) πραγμάτευσιν τοῦ προβλήματος τοῦ χρόνου, ἀρκεῖ μόνον νὰ μὴ αὐτοπεριορισθῶμεν εἰς τὸ νὰ ἐξετάσωμεν τὸ κείμενον τοῦτο ὡς δεῖγμα ἑνὸς παρῳχημένου, καὶ ἄρα ἱστορικῶς μόνον ἐνδιαφέροντος πλέον, τρόπου σκέψεως, ἀλλ᾿ ὡς μίαν ζωντανὴν παρουσίαν ἱκανὴν νὰ προκαλέσῃ μίαν περαιτέρω δημιουργικὴν φιλοσοφικὴν ἀναζήτησιν.

Α. ΑΙ ΑΠΑΡΧΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Ἐν ἀρχῇ εἶνε ἀνάγκη νὰ παρατηρήσωμεν, ὅτι ὁ χρόνος φαίνεται νὰ σχετίζεται στενῶς μὲ τὴν κίνησιν («κινήσεώς τι»). Αγνοοῦντες πρὸς στιγμὴν τὰς εἰδικὰς συνεπείας, τὰς ὁποίας ὁ ᾿Αριστοτέλης συνάγει ἐκ τοῦ πρώτου τούτου καὶ ὅλως προέχοντος γνωρίσματος τοῦ φαινομένου, ἂς στραφῶμεν πρὸς τὴν ἰδικήν μας προσωπικὴν πεῖραν (ἐφ' ὅσον, ὡς εἴπομεν, ὁ χρόνος ὑπάρχει πρωτίστως ἐν τῇ ψυχῇ), καὶ ἂς ἐρωτήσωμεν πῶς ἐμφανίζεται κατὰ πρῶτον ἡ τοιαύτη σύνδεσις τοῦ χρόνου μὲ τὴν κίνησιν. Ἡ γλῶσσα ἔχει πολλὰς ἐκφράσεις πρὸς δήλωσιν τούτου, συνδεομένας συνήθως εἰς τὴν Ἑλληνικὴν μὲ τοὺς ὅρους «καιρός», «ώρα» κ.τ.τ., οἱ ὁποῖοι δηλοῦν τὸν χρόνον ὡς τὴν ψυχικὴν ἀναφορὰν πρὸς τὴν κίνησιν : «εἶνε καιρὸς νὰ ἐνεργήσω», «ἦλθεν ἡ ὥρα να κάμω τὸ α ἢ τὸ β», «χρόνος πρὸς δρᾶσιν» κτλ.1. Ἡ δομὴ ἑπομένως «χρόνος (καιρός, ώρα) – πρὸς» εἶνε ἡ ἁπλουστάτη μορφή, ὑπὸ τὴν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου, ἡ διαπίστωσις δὲ αὕτη διαστέλλει τὸν χρόνον ἀπὸ δύο διαφορετικὰς ὁμάδας φαινομένων : 

α. ὁ χρόνος δὲν συνιστᾷ (πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, συμφώνως πρὸς τὴν ἀρχὴν ὅτι ὁ χρόνος εἶνε ἐν τῇ ψυχῇ, σημαίνει : δὲν τὸν ἀντιλαμβανόμεθα ὡς) μίαν πλήρη ἔλλειψιν κινήσεως. Ακόμη και ὅταν λέγωμεν : «δὲν εἶνε ἀκόμη ἡ ὥρα πρὸς τοῦτο», δὲν καταφάσκομεν ἁπλῶς τὴν ἀναφορὰν τοῦ χρόνου πρὸς μίαν κατάστασιν ἀδρανείας, δηλ. ἀκινησίας, ἀλλ᾽ ἀντιμετωπίζομεν ἤδη τὸ πρόβλημα μιᾶς πιθανῆς ἐνεργείας, τὴν ὁποίαν, προσωρινῶς μόνον, ἀποκρούομεν ἢ μᾶλλον ἀναβάλλομεν διὰ μίαν προσφορωτέραν στιγμήν. 

β. ὁ χρόνος δὲν εἶνε αὐτὴ αὕτη ἡ κίνησις. Μόλις ὑποκύψωμεν εἰς τὸν πειρασμὸν νὰ τὸ λησμονήσωμεν, ὅπερ σημαίνει ὅτι ἐπιχειροῦμεν νὰ μεταβῶμεν ἀμέσως ἀπὸ τῆς συνειδήσεως τοῦ χρόνου εἰς τὴν ἐνέργειαν πρὸς τὴν ὁποίαν ἡ συνείδησις αὕτη ὁδηγεῖ, ἀναγκαζόμεθα ἐκ πείρας νὰ τὸ μετανοήσωμεν. Λέγομεν τότε (ἐκ τῶν ὑστέρων) «δὲν ἦτο ἀκόμη ἡ ὥρα νὰ τὸ ἐπιχειρήσωμεν», «τὸ πρᾶγμα δὲν εἶχεν ὡριμάσει ἔτι» κλπ., ἂν καὶ οὐδ᾽ ἐπὶ στιγμὴν ἀμφισβητοῦμεν τὴν ἀρχικήν μας ἐντύπωσιν, ὅτι «φθάνει ὁ καιρός». Ὅ,τι αἱ ἐν τῇ πράξει ἀποτυχίαι μας αὐταὶ φανερώνουν εἶνε μόνον, ὅτι ἐσπεύσαμεν, ὅτι «ἐβιασθήκαμεν» νὰ συνδέσωμεν τὴν περὶ ἐλεύσεως τοῦ χρόνου συνείδησίν μας μὲ ὡρισμένας ἐνεργείας, χωρὶς νὰ λάβωμεν ὑπ' ὄψιν, ὅτι αἱ τελευταῖαι εἶχον καὶ αὐταὶ τὸν ἰδικόν των χρόνον, τὸν ὁποῖον κακῶς δὲν ἀντελήφθημεν ὡς ὄντα διάφορον τοῦ ἰδικοῦ μας. Ο χρόνος, λοιπόν, φαίνεται νὰ εἶνε μία μεταβατική φάσις τῆς συνειδήσεώς μας μεταξύ τελείας ἀδρανείας καὶ ἀκινησίας ἀφ' ἑνὸς καὶ ἐνεργοῦ ἐκδηλώσεως δράσεως ἀφ' ἑτέρου, ἢ ἄλλως : τὸ προπαρασκευαστικὸν στάδιον δι᾽ ἐνέργειαν καὶ κίνησιν, τὸ ὁποῖον δύναται προχείρως να περιγραφῇ ὡς προσωρινή νωχέλεια ἐν ὄψει μελλούσης ἐνεργείας. Ας ἴδωμεν ἂν ἡ ἄποψις αὕτη ἐπιβεβαιοῦται ὑπὸ τῆς ἱστορικῆς μαρτυρίας.

Αἱ ἀπαρχαὶ τῆς περὶ χρόνου προβληματικῆς ἐν τῇ Ἑλληνικῇ διανοήσει δὲν εὑρίσκονται εἰς τὸν ᾿Αριστοτέλη, οὐδὲ εἰς αὐτὸν τὸν Πλάτωνα, ἀλλ᾽ ἀνάγονται εἰς πολὺ παλαιοτέρας πηγάς, τὰς Ορφικὰς καλουμένας Θεολογίας· Οὕτω, ἡ κατὰ Ἱερώνυμον καὶ Ἑλλάνικον Θεολογία φέρει τὸν Χρόνον ὡς τὸν πρῶτον γεννηθέντα ἐκ τῆς ἀρχικῆς μάζης, ἡ ὁποία ἀπετελέσθη ἐξ ὕδατος καὶ ὕλης, καὶ ὡς γεννήσαντα καὶ τοῦτον ὑπερμέγεθες ᾠόν, ἐκ τῆς ρήξεως τοῦ ὁποίου προῆλθον ὁ καλούμενος Φάνης, ὁ «πρωτόγονος» θεός, Ζεὺς ἢ Πάν, τὸ Χάος, ὁ Αἰθὴρ καὶ τὸ Ἔρεβος, ἔτι δὲ καὶ οἱ λοιποί, ἐκ τῆς ῾Ησιοδείου Θεογονίας γνωστοί, Τιτᾶνες καὶ θεοί. Ο Χρόνος ὀνομάζεται ἀγήρως καὶ Ἡρακλῆς, περιγράφεται δὲ ὡς πτερωτὸς δράκων ἔχων δύο κεφαλάς, ταύρου καὶ  λέοντος, ἐν μέσῳ δὲ αὐτῶν «θεοῦ πρόσωπον». Συνυπάρχει μετ᾿ αὐτοῦ ἡ ᾿Ανάγκη ἢ ᾿Αδράστεια, ἀσώματον ὃν ἐκτεινόμενον μέχρι τῶν περάτων τοῦ κόσμου2. Πόθεν προῆλθεν ἡ τοιαύτη τερατόμορφος εἰκὼν τοῦ χρόνου, ἂν δηλ. εἶνε Σημιτικῆς ἢ Περσικῆς προελεύσεως ἢ όχι, δὲν εἶνε φυσικὰ δυνατὸν νὰ προσδιορισθῇ μετ᾿ ἀκριβείας, οὔτε καὶ ἔχει ἴσως τοῦτο μεγάλην σημασίαν. Πτερωτοὺς καὶ ἀνθρωπομόρφους ταύρους, λέοντας ἢ ὄφεις γνωρίζομεν ἀπὸ πολλὰ Βαβυλωνιακά γλυπτά, ἡ τοποθέτησις δὲ τοῦ Χρόνου ἐν ἀρχῇ τῆς θεογονίας ὡς γεννῶντος τὸν Αἰθέρα καὶ τὸ Ἔρεβος ἐνθυμίζει τὸν Περσικὸν θεὸν Ζurvan akarana (= ἄπειρον Χρόνον), ἐκ τοῦ ὁποίου γεννῶνται τὰ δύο πνεύματα, τὸ πνεῦμα τοῦ φωτὸς (Ahura Mazda) καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ σκότους (Ahriman). Ὅ,τι ἀντιθέτως ἔχει σημασίαν νὰ τονισθῇ, εἶνε ἡ ἀρχαϊκή προέλευσις τῆς περὶ χρόνου ταύτης ἀντιλήψεως. Υπεστηρίχθη, πράγματι, ὅτι αἱ Ορφικαὶ Θεολογίαι ἐν μέρει μόνον ἕλκουν τὴν προέλευσίν των ἐκ τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς, ἐνῷ ἡ κυρία διαμόρφωσίς των ἀνάγεται εἰς χρόνους πολύ μεταγενεστέρους, Ελληνιστικούς ή Ρωμαϊκούς3. Αν καὶ εἶνε ἄκρως ἐπισφαλές νὰ διαχωρισθοῦν ἐν προκειμένῳ τὰ παλαιότερα τῶν νεωτέρων, νομίζω ότι εἰδικῶς ὡς πρὸς τὴν θέσιν τοῦ Χρόνου ἐντὸς τοῦ ὅλου θεογονικοῦ συστήματος τῶν Ὀρφικῶν πρέπει ἀδιστάκτως νὰ ταχθῶμεν ὑπὲρ τῆς ἀρχαϊκῆς της προελεύσεως. Πράγματι, ὁ σύγχρονος τῶν Ὀρφικῶν θεολόγος Φερεκύδης κατατάσσει τὸν Χρόνον ἢ Κρόνον, ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ζάντος καὶ τῆς Χθονίης, μεταξύ τῶν τριῶν πρώτων ἀρχῶν τῶν ὄντων, ἀρχῶν μάλιστα ἀγεννήτων καὶ ἀνάρχων («ἦσαν ἀεί4»). Τὸ μοναδικὸν ὁμοίως περισωθεν χωρίον τοῦ ᾿Αναξιμάνδρου (εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἐπανέλθωμεν κατὰ τὸ τέλος τῶν παρουσῶν ἀναλύσεων) ἐμφανίζει τὸν Χρόνον ὡς δικαστήν, ἐπιβάλλοντα εἰς τὰ ὄντα «δίκην καὶ τίσιν» πρὸς ἄλληλα ἕνεκα τῆς ἀδικίας των. Ὅσον καὶ ἂν θελήσῃ τις νὰ ἀμφισβητήσῃ τὴν ἐξάρτησιν τῆς ἀντιλήψεως ταύτης ἐκ τῆς Ὀρφικῆς διδασκαλίας περὶ ἁμαρτίας καὶ ποινῆς5, πάλιν παραμένει τὸ γεγονός, ὅτι τὸ πρόβλημα τοῦ χρόνου εἰσῆλθε πρωιμώτατα ἐντὸς τοῦ ὁρίζοντος τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως, καὶ μάλιστα ὑπὸ τὴν παράλληλον ἐκδήλωσιν αὐτῆς ὡς θεολογίας καὶ φιλοσοφίας. 

Πέντε εἶνε τὰ σημεῖα εἰς τὴν μυθικὴν ταύτην περὶ χρόνου ἀντίληψιν, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ ἐπισύρουν τὴν προσοχήν μας. Τοῦτο δὲ ὄχι διὰ λόγους ἁπλῶς ἱστοριογνωστικούς, ὡς δῆθεν ἄνευ σημασίας πλέον διὰ τὴν κατανόησιν τῆς ἐννοίας τοῦ χρόνου, ἀλλ᾽ οὐσιαστικούς, διότι ἡ μυθική προοπτικὴ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἀρχὴν πάσης ἑρμηνευτικῆς ἀποπείρας τοῦ κόσμου καὶ τῶν συγκρατουσῶν αὐτὸν οὐσιωδῶν δομῶν. Ὁ μῦθος εἶνε τὸ «πρὸς ἡμᾶς πρότερον», τὸ οἰκειότατον συγχρόνως καὶ γνωριμώτατον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον δυνάμεθα μετ' ἀσφαλείας νὰ ὁδηγηθῶμεν εἰς τὴν διαφώτισιν τοῦ ἀγνώστου. 

(α) Ἐν πρώτοῖς, ὁ Χρόνος ἀποκαλεῖται «ἀγήρως». Ὁ Χρόνος δὲν εἶνε νέος καὶ ἔπειτα γέρων, δὲν διέρχεται δηλ. τὰ στάδια, τὰ ὁποῖα ὁδηγοῦν ἀπὸ τῆς γεννήσεως εἰς τὸν θάνατον, ἀλλὰ παραμένει πάντοτε ἀναλλοιώτως ὁ αὐτός. Τοῦτο δὲν σημαίνει, ὅτι εἶνε νέος· ἀντιθέτως, ὁ Χρόνος εἶνε γέρων, εἶνε, κατὰ τὴν περὶ Θεοῦ ἔκφρασιν τῆς ᾿Αποκαλύψεως, «ὁ παλαιὸς τῶν ἡμερῶν», ἡ μορφὴ ἐκείνη τὴν ὁποίαν, ὅσον καὶ ἂν ὑποχωρήσωμεν πρὸς τὰ ὀπίσω, συναντῶμεν πάντοτε ἀμετάβλητον καὶ ἀπαράλλακτον. Ἐνῷ ὅλα τὰ ὄντα γίνονται καὶ ἀποθνήσκουν ἐν χρόνῳ, ὁ ἴδιος ὁ Χρόνος ἐπιζῇ αὐτῶν οὕτως, ὥστε, ἐνῷ πρὶν γίνουν ἦτο ἤδη παλαιός, γέρων, μετὰ τὸν θάνατόν των περαμένει οἷος καὶ πρίν, «ἀγήρως», οὐδὲ κατὰ κεραίαν δηλ. προβεβηκὼς ἐν τῷ μεταξὺ πρὸς τὸ τέλος του. Η έννοια αὕτη τοῦ χρόνου προβάλλει καὶ εἰς τὸν ᾿Αριστοτέλη, χωρὶς ὅμως νὰ καταβάλλεται ἡ προσπάθεια νὰ ἐναρμονισθῇ πρὸς τὴν κυρίως θεωρίαν : «δῆλον οὖν ὅτι φθορᾶς μᾶλλον ἔσται καθ᾽ αὑτὸν αἴτιος ἢ γενέσεως», διὰ τοῦτο δὲ καί, ἐπιφέρει, ὁ Πυθαγόρειος Πάρων τὸν ὠνόμασεν ἀμαθέστατον, ἐπειδὴ ἐν αὐτῷ ἐπιλανθάνεται τις πάντα, ἂν καὶ ἄλλοι τὸν εἶπον σοφώτατον, προφανῶς διότι ὁ ἴδιος ἀποθησαυρίζει πάντα τὰ ἐν αὑτῷ συμβαίνοντα6. Ἡ ἀντίληψις εἶνε κατ' οὐσίαν ἡ αὐτὴ πρὸς τὴν τῶν Ὀρφικῶν καὶ τοῦ Φερεκύδους. Ο τελευταῖος λέγει ρητῶς, ὅτι ὁ Χρόνος «ἦν ἀεί», δὲν ἔσχε δηλ. ποτὲ ἀρχήν, ἀλλ᾽ ἦτο αὐτὸς μᾶλλον ἡ ἄναρχος ἀρχὴ τοῦ παντός. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ Ὀρφική Θεολογία δὲν ἀπέχει καὶ πολὺ ἀπὸ ταῦτα : «πρωτόγονος» λέγεται μόνον ὁ ἐκ τοῦ Χρόνου γεννηθεὶς Φάνης, ἡ ἀνάκυψις δὲ τοῦ Χρόνου ἐξ ὕδατος καὶ ὕλης δὲν δύναται κατ᾽ ἀκρίβειαν νὰ ὀνομασθῇ «γέννησις», ἐφ' ὅσον τὰ στοιχεῖα ταῦτα, καθὸ ἀπρόσωπα, δὲν δύνανται νὰ «γεννήσουν», τῆς γεννήσεως οὔσης μυθικῆς, ὄχι ἀφηρημένης φιλοσοφικῆς κατηγορίας. ᾿Αλλὰ καὶ ἡ πρώιμος ταύτισις τοῦ Χρόνου πρὸς τὸν Κρόνον ἔχει τὴν αὐτὴν ἔννοιαν : Ο Κρόνος παρίσταται ὡς «ἀγκυλομήτης», δηλ. πονηρὸς γέρων (Ησ. Θεογ. στ. 168) καταπίνων τὰ τέκνα του, διὰ νὰ μὴ τὸν ὑποκαταστήσουν (στ. 473), συγχρόνως ὅμως καὶ ὡς ἀνόητος φλύαρος, τῶν λέξεων Κρόνος καὶ κρονόληρος σημαινουσῶν ἀμφοτέρων τὸν ἀνόητον καὶ λάλον ἁπλῶς,δηλ. τὸν ἀπράγμονα γέροντα. Η πρώτη, λοιπόν, καὶ πλέον ἀφελὴς περὶ τοῦ χρόνου ἀντίληψις εἶνε ἡ τοῦ αἰωνοβίου (οὐδέποτε δηλ. γηράσκοντος μέχρι σημείου νὰ ἀποθάνῃ) γέροντος, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ πονηρία του ἐπιχειρεῖ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν γένεσιν καὶ διαδοχὴν τῶν γεγονότων («ὁ γέρων φθονερὸς καὶ τῶν ἔργων ἐχθρός», λέγει ὁ Ποιητής), καὶ ὁ ὁποῖος, εὐθὺς ὡς ταῦτα, παρὰ τὴν θέλησίν του, συμβοῦν, μένει πλέον ἀπρακτῶν εἰς τὸ περιθώριον. 

(β) 'Αλλ' ὁ μῦθος γνωρίζει ἤδη μίαν νέαν, ἀντίθετον ὅλως πρὸς τὴν προηγουμένην, διάστασιν τοῦ χρόνου : ὁ Χρόνος εἶνε ὁ «πτερωτὸς ὄφις», ὁ ὁποῖος κινεῖται καὶ μεταβάλλει συνεχώς κατάστασιν καὶ θέσιν («ὁ χρόνος πετᾷ»), ἐλαυνόμενος ἀπὸ μίαν ἀσίγαστον ἀνησυχίαν. Τὴν διπλῆν ταύτην ἰδιότητα, τὴν μίαν θέτουσαν τὸν χρόνον ὡς τὸ ἀπράγμον παρελθόν, τὴν ἄλλην αὐτὸν ὡς τὸ ἀνήσυχον μέλλον, δὲν εἶνε ἀπίθανον νὰ αἰνίττεται τὸ σύμβολον τῆς διπλῆς κεφαλῆς τοῦ Χρόνου, τοσούτῳ μᾶλλον καθ᾽ ὅσον μεταξὺ τῶν δύο κεφαλῶν, ἀκριβῶς ὅπως μεταξὺ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ μέλλοντος ἀνακύπτει τὸ παρόν, θέτει ἡ μυθικὴ εἰκὼν «θεοῦ πρόσωπον». 

(γ) Τὸ πρόσωπον, λοιπόν, τοῦ Χρόνου εἶνε θεῖον, θεῖον προφανῶς ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ αἰωνίου, τοῦ «ἀεὶ ἐόντος» (Ησ. Θεογ. στ. 105), τοῦ ἀτρέπτου παρόντος, τὸ ὁποῖον φαίνεται νὰ εἶνε καὶ ὁ κατ' ἐξοχὴν χρονικός ὁρισμὸς τοῦ θεοῦ. 

(δ) Ὁ Χρόνος ὀνομάζεται, ἔπειτα, «Ηρακλής». Διατί ἆρά γε ; Ὁ Ἡρακλῆς εἶνε ὁ ὑπεράνθρωπος σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ καταπολεμῶν τὰ τέρατα τῆς φύσεως, την Λερναίαν π.χ. ὕδραν. Ο Κρόνος ὁμοίως κατὰ τὸν Φερεκύδη τίθεται ἐπὶ κεφαλῆς τῶν θείων δυνάμεων καὶ καταπολεμεί τὸν Οφιονέα, τὸν - πτερωτόν ; - ὄφιν, ὑπερασπίζων τὴν ὑπὸ τούτου ἀπειλουμένην τάξιν 7. Ἔχει, λοιπόν, ὁ Χρόνος καὶ μίαν ἡρωικὴν πλευράν, τοσούτῳ μᾶλλον ἀξιοσημείωτον καθ᾽ ὅσον φαίνεται κάπως ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν νωθρότητα τῆς ἀρχικῆς του φύσεως. 

(ε) Ο Χρόνος, τέλος, γεννᾶ κατὰ τοὺς Ὀρφικοὺς τὸν Φάνητα, τὴν λάμπουσαν πτερωτὴν μορφήν, ἡ ὁποία ταυτίζεται πρὸς τὸν Δία (τὸν δημιουργὸν θεόν), τὸν Πᾶνα (τὸν θεὸν τοῦ παντὸς) ἢ τὸν Ἔρωτα (πρβ. Ησ. Θεογ. στ. 120). Οὕτω, ἂν καὶ δὲν εἶνε ὁ ἴδιος ἡ δημιουργικὴ δύναμις τοῦ σύμπαντος, ὁ φωτεινὸς κύριος τοῦ κόσμου, περιέχει ἤδη ἐν ἑαυτῷ τὸν μυστικὸν σπόρον, ὁ ὁποῖος καθιστᾷ τὸν κόσμον ἐμφανῆ. Καίτοι δὲν εἶνε αὐτὸς ὁ ᾿Αποκαλυπτόμενος, εἶνε οὐχ ἧττον ὁ ᾿Αποκαλύπτων τὰ ὄντα καὶ ὁ Πατὴρ τοῦ παντός.

Εἶνε φανερὸν ἐξ ὅλων τούτων, ὅτι ὑπὸ τὸν συμβολισμὸν τοῦ μύθου εὑρίσκεται μία ἑνιαία καὶ ἐσωτερικῶς συνεχὴς σύλληψις, ἡ ὁποία βοηθεῖ εἰς τὸ νὰ ἐπαληθεύσωμεν ὅ,τι παρετηρήσαμεν ἀνωτέρω ὡς πρὸς τὴν ἀρχικὴν φύσιν τοῦ χρόνου. Ο χρόνος εἶνε μία κατάστασις μεταξὺ τῆς ἀχρόνου ὑπάρξεως ἐν ἀδρανείᾳ καὶ τῆς συγκεκριμένης πράξεως, ἡ ὁποία ὡριμάζει βραδέως ἀλλὰ σταθερῶς ἐν τῷ σκότει. Οὕτως ὁ χρόνος δὲν ἔχει κυρίως εἰπεῖν μίαν ἀρχήν, ἐφ' ὅσον ἦτο πάντοτε παρών, ἂν καὶ λανθάνων εἰς τὴν κατάστασιν τῆς ἀδρανείας (ἀναμένων «τὴν ὥραν του νὰ ἔλθῃ»), ἀλλά, ἀκριβῶς ὡς οἱ κοιμώμενοι οἱ ὁποῖοι διέρχονται κατὰ στάδια ἀπὸ τοῦ ὕπνου εἰς τὴν ἐγρήγορσιν, εἶνε ἡ νωχελὴς φάσις κατὰ τὴν ὁποίαν αἰσθανόμεθα ἀκόμη πολὺ ἀσθενεῖς διὰ νὰ δράσωμεν καὶ προσπαθοῦμεν, ἂν ὄχι νὰ ἀποφύγωμεν ὅ,τι πράγματι γνωρίζει - μεν ὅτι εἶνε ἀναπόφευκτον, τοὐλάχιστον νὰ τὸ ἀναβάλωμεν ὅσον εἶνε δυνατόν. Κατὰ τὸ στάδιον τοῦτο πολλαὶ σκέψεις καὶ σχέδια διέρχονται ἀπὸ τὸν νοῦν μας, ἀκόμη πολὺ ἀσταθῆ καὶ ἀόριστα ὥστε νὰ μᾶς παρακινήσουν εἰς δρᾶσιν, ἀλλ᾽ ἱκανὰ νὰ ἀνοίξουν ἐνώπιόν μας ἕνα ὁρίζοντα, ἤτοι τὴν ἀβεβαίαν καὶ ἀσαφῆ διάστασιν τοῦ μέλλοντος ὡς μιᾶς συγκεχυμένης καὶ ἀσχηματίστου μάζης δυνατοτήτων. Ἐν τῷ μεταξύ, μία ἀξιοπρόσεκτος ἀπάθεια κυριαρχεῖ εἰς τὴν συνείδησίν μας, μία δύναμις ἀδρανείας ἡ ὁποία μᾶς κρατεῖ εἰς τὴν ἔντονον μακαριότητα τοῦ «ἀκόμη ὀλίγον», τῆς ἡδονικῆς ἀναβολῆς τῆς ἐνεργείας διὰ τῆς παραμονῆς ἐπ' ὀλίγα λεπτὰ εἰς τὴν διάστασιν τῆς ἀναμονῆς της. Μετ᾿ οὐ πολὺ ὅμως μία ταχέως αὐξάνουσα ἀνυπομονησία πληροῖ τὴν ψυχήν, μία νευρικότης τὴν ὁποίαν ἡ ἀρχική μας νωχέλεια προσπαθεῖ μὲ διάφορα μέσα νὰ κατασιγάσῃ (λέγομεν χαρακτηριστικῶς : «σκοτώνω τὴν ὥραν μου»), ἕως ὅτου φθάνει μία στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποίαν, ρίπτοντες ἓν τελευταῖον βλέμμα εἰς τὸν ἀπράγμονα χρόνον ὁ ὁποῖος διέρρευσε (φαινόμενον εἰς ἡμᾶς ἀτελείωτον, ὄχι κατὰ τὴν μετρητήν του ἔκτασιν, ἀλλὰ κατὰ τὴν ἔντονον ποιότητα τῆς ἀπραγμοσύνης, ἡ ὁποία τὸν κατέστησεν ἀντιληπτόν), διερχόμεθα πλέον όριστικῶς τὸ κατώφλιον τῆς πλήρους ἐγρηγόρσεως καὶ ἀντιμετωπίσεως τῆς πραγματικότητος. Αρκεῖ, λοιπόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν μυθικὴν διήγησιν ἀπὸ τὸ φανταστικόν της περίβλημα διὰ νὰ ἀνακαλύψωμεν ὑπ᾽ αὐτὴν τὴν ψυχολογικήν της ἀλήθειαν καὶ ἑπομένως καὶ τὴν φιλοσοφικήν της σημασία».

(Συνεχίζεται)

ΝΑ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΟΙ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΑΝ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΑΣ ΒΕΒΑΙΩΣΟΥΝ ΟΤΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗΚΕ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΦΕΡΟΝΤΕΣ ΜΑΛΙΣΤΑ ΣΑΝ ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΟΝ ΠΟΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΕΡΜΑ, ΤΑΥΤΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΩΡΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΚΑΙΩΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ(ΣΑΝ ΜΕΛΛΟΝ), ΤΗΝ ΟΡΙΖΟΝΤΙΑ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ.

Σημειώσεις

*Ὁ ἀναγνώστης τῆς παρούσης καθὼς καὶ τῆς ὑπ' ἀρ. 29 μελέτης εἰς τὴν σειρὰν αὐτὴν τῶν ἐκδόσεων τῆς Ἑλληνικῆς ᾿Ανθρωπιστικής Εταιρείας θὰ συναντήσῃ ίσως κάποιαν δυσκολίαν, μεγαλυτέραν πιθανῶς τῆς συνήθους, εἰς τὴν κατανόησιν τῶν ἀναπτυσσομένων. Πρόκειται ὅμως περὶ δυσκολίας ἡ ὁποία προκύπτει ἐξ αὐτοῦ τοῦ θέματος τῶν μελετῶν τούτων, καὶ ἡ ὁποία ἄλλωστε δὲν χρειάζεται ἄλλο τι διὰ νὰ ὑπερπηδηθῇ ἐκτὸς ἀπὸ μίαν προσεκτικωτέραν ἁπλῶς ἀνάγνωσιν.

1. Πρβ. Ε. Μουτσοπούλου, Χρονικαὶ καὶ καιρικαὶ κατηγορίας (Επετηρ. Φιλ. Σχ. Παν. Αθ. ΙΒ. 1961/62, σ. 412 κέξ.).

2. Diels, Fragm. Vors., 8, 1956, τ. A, 1 B 13.

3. Πρβ. W. Jaeger, Die Theologie der frühen Griech. Denker, Stuttg. 1953, σ. 73-74.

4. Diels, Fragm. Vors, 7 A 9 καὶ 7 B 1.

5. Jaeger, Theologie, σσ. 46 καὶ 74.

6. Φυσ. 217 b 32/218α (Δ 13).

7. Diels, Fragm. Vors., 7 B 4.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου