Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

ΘΕΙΕΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΕΣ.ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΆ ΙΕΡΆ ΜΟΝΉ ΑΓΊΟΥ ΙΩΆΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΌΜΟΥ ΜΕΓΆΡΩΝ ΑΛΕΠΟΧΩΡΊΟΥ.

 

ΘΕΙΕΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΕΣ

Στὸν δύσκολον ἀγῶνα της ἡ Γ. Μακρῖνα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐνισχύεται μὲ θεῖες παρηγορίες. Ἤδη, ὅμως, ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχε γευθῆ τὴν γλυκύτητα τῶν
θείων ἐμπειριῶν τοῦ μύστου τῆς Χάριτος
π. Δαμασκηνοῦ. Μὲ τὴν πολλήν της ταπείνωσι καὶ ἁπλότητα εἶχε γίνει κοινωνὸς τῶν ἐνθέων ἐλλάμψεων τοῦ Πνεύματος.
Τὸν Φεβρουάριον τοῦ ἔτους 1989, κατὰ τὴν
διάρκειαν μιᾶς Ἀκολουθίας, εἶδε τὸν ναὸν μεταμορφωμένον. Ἀναφέρει ἡ ἴδια: «Εἶδα τὸν ναόν μας πολὺ μεγάλον, τὴν ὡραίαν Πύλην κι αὐτὴν πολὺ μεγάλην, τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν ἐπίσης πολὺ μεγάλην, ὑπερυψωμένην, μὲ σκαλοπάτια, στὰ ὁποῖα ἀνέβαινε ἕνας Ἀρχιερεὺς ἢ
Ἱερεύς, δὲν ξέρω τὶ ἦτο. Πάντως δὲν φοροῦσε οὔτε σάκκο οὔτε φαιλόνι. Λοιπόν, ἦταν ψηλός, λαμπάδα. Δὲν θυμᾶμαι τὸ πρόσωπό του.
Δίπλα του ἦταν ἕνα κοριτσάκι τῶν τριῶν-τεσσάρων ἐτῶν. Κι αὐτὸ λαμπάδα. Δὲν κινήθηκε οὔτε ἔτσι οὔτε ἀλλοιῶς. Στεκόταν δίπλα του, στὰ ἀριστερά του, πάνω στὸ σκαλοπάτι τῆς ἁγίας Τραπέζης. Τὸ κοίταζα. Φοροῦσε μαντηλάκι καὶ φουστανάκι, ποὺ δὲν ἦταν οὔτε
μαῦρα οὔτε ἄσπρα, ἀλλὰ κάπως χρυσίζοντα.
Ὑπῆρχε, ὅμως καὶ φῶς ὑπερφυσικὸ μέσα στὸ Ἱερό. Ὁ Ἀρχιερεὺς ἔλεγε εὐχές, μὰ τὸ κοριτσάκι δὲν κινήθηκε καθόλου. Σὲ λίγο κατεβαίνει σὰν περδικούλα -τάκα τάκα τάκα ἔκαναν τὰ ποδαράκια της– καὶ ἔρχεται στὸ δεξιὸ ἀναλόγιο καὶ στέκεται ἐκεῖ. Ὅση ὥρα ἦταν στὸ Ἱερό, ἐγὼ ἤμουν γονατιστή. Μὲ κατάνυξι πολλὴ ἔλεγα: Πώ, πώ, Θεέ μου! Εἶναι ἡ Παναγία ἡ Ἑπταβηματίζουσα!
Κοίταζα τὸν ἀριστερὸ χορὸ καὶ ἐφώναζα:
− Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε νὰ δῆτε. Ἐλᾶτε, μὴ χάνετε!
Τοὺς ἔκανα νόημα νὰ ἔρθουν, νὰ γονατίσουν
μπροστά, νὰ δοῦν τὸ θέαμα... Ὅταν, λοιπόν, τὸ κοριτσάκι κατέβηκε πηδηκτὰ σὰν περδικούλα καὶ πῆγε στὸ δεξιὸ ἀναλόγιο, βγαίνει ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ τῆς λέει: Ἔλα ἐδῶ, πάρε τὸ βιβλίο
Καὶ πῆρε τὸ βιβλίο και στάθηκε στο αναλόγιο καὶ ἄρχισε να διαβάζη,
Ἄλλοτε πάλι ἀξιώθηκε να δη την Παναγίαν
τὴν Κλαίουσαν, σε Εἰκόνα «πολύ ζωντανή»,
ὅπως ἔλεγε. Μὲ τὸ δεξί της χέρι ἡ Θεοτόκος ἔσκεπε τὴν Ἀδελφότητα, ενώ με το αριστερό ἐκάλυπτε ὅλη τὴν καρδιά της. Καθώς ή Γερόντισσα τὴν παρακαλοῦσε. «Παναγία μου, φανερωσέ μου τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου», ή Θεομήτωρ με μεγάλη ιλαρότητα τῆς ἀπήντησε. «Σε ἔχω στὴν καρδιά μου!».
Ἡ μετοχὴ τῆς Γεροντίσσης Μακρίνης στις
θεῖες ἐμπειρίες τοῦ μύστου τῆς Χάριτος Πατρὸς Δαμασκηνοῦ, φανερώνει την θείαν μέθεξιν, ποὺ εἶχε ἀποκτήσει καὶ ἐκείνη διὰ τῆς ταπεινώσεως.
Ὁ Γέροντας περιγράφει μίαν κατ' ὄναρ ὑπερκόσμιον θείαν κατάστασιν, ποὺ τοῦ παρεχωρήθη ὡς παρηγορία μετὰ ἀπὸ μεγάλον πειρασμόν, λέγοντας: «Ἐν μια νυκτί, ἐνῶ εὑρισκόμην μεταξὺ ὕπνου καὶ ἐγρηγόρσεως, μοὶ παρεχωρήθη
ἕνα γλυκύτατον καὶ παράδοξον ὅραμα –οὕτω νὰ τὸ εἴπω; Ὁ Θεὸς γνωρίζει τί ἦτο.
»Εὑρισκόμην εἰς ἅρμα ἄλλου τινὸς κόσμου.
Τὸ ἅρμα είχε δύο θέσεις, τὴν μίαν ὄπισθεν τής ἄλλης. Ἐμπρὸς ἐκαθήμην ἐγώ, καὶ ὄπισθεν ἡ Γερόντισσα. Τὸ ἅρμα ἐπορεύετο ἡσύχως πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἡμεῖς ἀπελαμβάνομεν τὴν ὑπερβάλλουσαν ὡραιότητα καὶ τὴν ἀπέραντον ήσυχίαν τῆς φύσεως.
»Η Γερόντισσα ἤρχισε νὰ ψάλλη πρωτάκουστα ᾄσματα, γλυκύφθογγα, θαυμαστῆς ὡραιότητος γέμοντα, ποὺ ἦσαν οὐράνια ἐγκώμια τῆς Θεοτόκου. Τὰ ρήματα ἦσαν καὶ πάλιν ἄρρητα.
Εἶχαν οὐρανίαν ἔκφρασιν καὶ ἀσύλληπτον σύλληψιν. Ἀκατανόητα καὶ γνωστά, πλήρη Χάριτὸς οὐρανίου. Αντανακλοῦσαν τὴν θείαν των ὡραιότητα εἰς ὅλα τὰ ὁρώμενα γύρω μας.
»Συνεχῶς ἡ Μακρῖνα ἤλλασσεν ᾆσμα καὶ
ἦχον. Τὸ ἅρμα προεχώρει ἀπὸ ὡραιότητα εἰς πανωραιότητα, ἐναρμονίζον τὴν πορείαν του μὲ τὴν ἐναλλαγὴν τῶν ἀσμάτων. Συνεχῶς τὰ ἐγκώμια ηὔξανον εἰς ὡραιότητα λόγων καὶ ἤχων. Μᾶλλον ἦσαν τρία ἐγκώμια, ἕκαστον μὲ τὸν ἰδικόν του ἦχον καὶ τὸ ἰδικόν του ὕψος
μυστικῆς σοφίας. Ἡ μελωδία σεραφική, ἀνήκουστος! Εἶχαν μείνει ἄναυδος, Ποταμὸς γλυκυτάτων δακρύων ἔρρεον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν μου. Τότε μία φωνὴ μοῦ λέγει: “Αὐτὸ εἶναι τὸ
Τρισάγιον τῆς Παναγίας”.
»Ὅταν ἦλθον εἰς ἑαυτόν, πηγαίνω εἰς τὸ
κελλίον τῆς Γεροντίσσης καὶ τῆς λέγω: Τί εἶναι πάλι αὐτὰ ποὺ ἔψαλλες; Εὔχομαι νὰ δοξάζης αἰωνίως τὸν Θεόν. Εἴθε αὐτὰ τὰ ᾄσματα νὰ τὰ ψάλλης στὴν Παναγία καὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους στὸν οὐρανόν. Γι' αὐτό, λοιπόν, σοῦ εἶπε ἡ Παναγία στὸ δικό σου ὅραμα: “Σὲ ἔχω στὴν καρδιά μου!”».
Ἡ γνησιότης αὐτῶν τῶν μεθέξεων τῆς Γεροντίσσης ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ταπεινό της φρόνημα. Ἔλεγε: «Δὲν εἶναι δικό μας τίποτα. Ὁ πόλεμος καὶ ὁ ἀγώνας θὰ σταματήσουν, ὅταν μᾶς σκεπάσῃ ἡ πλάκα τοῦ τάφου. Μὴ περιμένωμε νὰ ζήσωμε μὲ ἀποκαλύψεις καὶ ἐμφανεῖς ἐπισκέψεις τῆς Χάριτος.
»Βέβαια, Χάριτι Θεοῦ στεκόμεθα. Δὲν μπο-
ροῦμε νὰ μὴ τὸ παραδεχθοῦμε αὐτό. Ἀλλὰ δὲν παραχωρεῖ ἀνώτερες καταστάσεις ὁ Θεός, γιατὶ θὰ νομίσωμε ὅτι ὀφείλονται στὴν ἁγιότητά μας. Λόγῳ τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ πνιγοῦμε στὸ λιμάνι. Ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐμεῖς κάτι κατορθώσαμε,
Τίποτα δὲν ἐπιτύχαμε».

Βιβλιογραφία ΓΕΡΌΝΤΙΣΣΑ ΜΑΚΡΙΝΆ
ΕΥΏΔΗΣ ΣΜΎΡΝΑ ΚΕΝΏΣΕΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου