Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2023

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (34)

ΑΝΙΧΝΕΥΟΝΤΑΣ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΛΕΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΣΤΟΝ ΚΥΚΕΩΝΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ.

 Συνέχεια από: Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliette.
3. Φίχτε (συνέχεια)


 Ο Θεός, του οποίου η ουσία είναι η ύπαρξη, βλέπει όλα τα πράγματα μέσα στον Λόγο του.    
          Η κατάργηση τής εκ του μηδενός δημιουργίας, η οποία αντεκατεστάθη απο μία αιώνια δημιουργία, νοητική, προεικονισμένη στον Λόγο, ακουμπάει έναν "εκλεπτυσμένο πανθεϊσμό". Περιέχεται στην μυστικιστική φιλοσοφία του Φίχτε και μπορούμε να βρούμε έναν υπέροχο απόηχο σε ένα απο τα τρία σονέττα-το τρίτο-στο οποίο συμπύκνωσε το δόγμα του. Η πίστη είναι σκέψη, στοχασμός: "η ίδια η καθαρή σκέψη είναι η Θεία ύπαρξη" και αυτή δέν είναι τίποτε άλλο απο την καθαρή σκέψη" Η ζωή της σκέψης λοιπόν είναι η Θεία ζωή, αλλά σε απόλυτη εικόνα. Η Μακάρια ζωή είναι διαλογισμός της Θείας ζωής, η πίστη είναι όραμα.

Η ενσάρκωση σημειώνει μία τομή, τόσο εμφανή όσο ο ρολος του Βαπτιστού διέφυγε μ' έναν ελιγμό και ο ερχόμενος εις τον Κόσμον αναφέρεται στον άνθρωπο γενικώς (στον πραγματικό άνθρωπο). Μία τέτοια τομή δείχνει τον διαχωρισμό ανάμεσα στο μεταφυσικό και το ιστορικό, κάτι καθοριστικό για την Χριστολογία του ΦίχτεΗ αιώνια και απόλυτη οπτική γωνία και η χρονική και ιστορική δέν θα μπορούσαν λοιπόν να έλθουν σε σύγκρουση. Παρ'όλα αυτά και ο στοχασμός αποδίδει μία σημασία στον Λόγο που έγινε σάρκα. Απο την οπτική γωνία του αιωνίου, σε όποιον εγκαταλείπει την ατομική του ζωή στην Θεία ζωή, για να ενωθεί με τον Θεό, ο Λόγος γίνεται αισθητή ύπαρξη, ανθρώπινη. Ο Ιωάννης ενισχύει την ιστορική οπτική γωνία η οποία είναι εκείνη του Χριστιανισμού σαν καταστατική θρησκεία. Και πράγματι για τους Χριστιανούς ο Ιησούς είναι το απαραίτητο μέσον της ενώσεως με τον Θεό. Αυτός υπήρξε αυθόρμητα ο εαυτός του, εκ φύσεως, χωρίς έμπνευση, ούτε κάποια τεχνική, η τέλεια αναπαράσταση του αιωνίου Λόγου: να λοιπόν το θεμελιώδες δόγμα του Χριστιανισμού, το οποίο περιέγραψε στην καθαρότητά του ο Ιωάννης, αναμεμειγμένο με εβραϊκές φαντασίες στον Απ.Παύλο και σε άλλους. Οι δύο κυρίαρχες πλευρές είναι το ομοούσιο και η μεσολάβηση. Ο Φίχτε δέν υποβάλλει την ενσάρκωση στην μοίρα τής δημιουργίας εκ του μηδενός. Παρ'όλα αυτά κρατά σταθερά, το γεγονός ότι, όποιος θέλει, εγκαταλείποντας τον εαυτό του πραγματικά στην Θεία ζωή, μπορεί να ενσαρκώσει τον αιώνιο Λόγο, όπως ο Ιησούς Χριστός. Παρότι οι μαθητές δέν είναι μεγαλύτεροι απο τον δάσκαλο, είναι εντούτοις ικανοί να τον φτάσουν. Στην θεωρία-αυτό είναι το αποδεκτό, ξεκάθαρο δόγμα του Ιησού και του Ιωάννη-η μεσολάβηση του Χριστού δέν είναι αναγκαία. Παρ'όλα αυτά αυτή επιβάλλεται στους Χριστιανούς σαν ένα πρόσκαιρο μέσο, στο εσωτερικό μίας πρόχειρης θεσμοθέτησης. Αλλά το έργο του Ιησού είναι ο εκμηδενισμός του, να καταστή περιττός. Ο Ιησούς "περαστικός", ο "ξεχασμένος" Ιησούς. Μόνον η μεταφυσική προσφέρει την Μακαριότητα και εάν ο Ιησούς επέστρεφε, θα χαιρόταν να έβλεπε τον Χριστιανισμό να βασιλεύει στα πνεύματα, όταν ακόμη και το πρόσωπό Του θα είχε εξαφανισθεί και η μνήμη Του θα ήταν νεκρή. Διατυπώσεις που ερεθίζουν τα αυτιά των συγχρόνων, αλλά οι οποίες δέν παύουν να ταράζουν τους ορθοδόξους πιστούς. Είναι αλήθεια ότι ο Φίχτε γλυκαίνει την βαρβαρότητα και σκληρότητα των προτάσεων του και υπογραμμίζει τον απαραίτητο χαρακτήρα του Χριστού παρατηρώντας.
          1). Ότι πριν τον Χριστό η πιό βαθειά γνώση τής ενώσεως με τον Θεό δέν είχε φανερωθεί και ότι μετά απο αυτόν εξαφανίστηκε, μέχρι την επανανακάλυψή της απο τον συγγραφέα τής "θεωρίας της Επιστήμης". Η παρουσια στον Χριστό αυτής της γνώσεως είναι ένα θαυμαστό φαινόμενο που τον καθιστά τον μοναδικό και πρωτογενή Υιό, τον Μονογενή.
          2). Ότι ο φιλόσοφος μπορεί, για λογαριασμό του, να ξαναβρεί αυτή την αλήθεια και να την αναπτύξει στο εύρος της και στην συνέπειά της, ανεξαρτήτως του Χριστιανισμού. Αυτό δέν εμποδίζει τα γραπτά των αποστόλων να έχουν την προτεραιότητα και την αδυναμία να γίνει αφαίρεση απο ένα απόσπασμα τής Χριστιανικής κουλτούρας στην οποία είναι απασχολημένος ο Φιχτιανός φιλόσοφος. Μ'αυτή την σημασία, η ένωση με τον Θεό διέρχεται αναγκαστικά απο τον Χριστό, ο Χριστιανισμός έχει το δικαίωμα να το βεβαιώσει. Όλοι οι νόες γονατίζουν στον Ιησού, και αναγνωρίζουν την υπερβατική δόξα μίας τόσο υψηλής παρουσίας. Η διάκριση του μεταφυσικού και του ιστορικού, έτσι διατυπωμένη και ελαφρώς μετριασμένη, προσφέρει το κλειδί των αποσπασμάτων τού κατά Ιωάννην, τα οποία αντέγραψε ο Φίχτε στην συνέχεια, στα οποία τέντωσε την σημασία που τον συνέφερε και ιδιαιτέρως εκείνα που αφήρεσε απο τον Λόγο, του άρτου της ζωής. Να φάμε το σώμα του και να πιούμε το αίμα του σημαίνει να γίνουμε ολοκληρωτικώς αυτός ο ίδιος, να μεταμορφωθούμε στο πρόσωπό του, να μετουσιωθούμε σ'αυτόν". Και πράγματι ο Ιησούς δέν είναι ένα απρόσιτο ιδανικό και οι μαθητές του, ιδιαιτέρως ο Παύλος, μερικές φορές σε έμπνευση, δέν φοβούνται να ταυτισθούν μαζί του. Το αίμα λοιπόν δέν διαθέτει μία σημασία θυσίας. Ο Αμνός αφαιρεί την αμαρτία τού κόσμου, αλλά δέν είναι αγνό (ο Φίχτε ξεχνά Απ. 13,8) το αίμα του δέν χύθηκε για την ικανοποίηση και την άφεση. Το αίμα του Υιού του Θεού το οποίο μας εξαγνίζει απο κάθε αμαρτία είναι το αίμα του που χτυπά στις φλέβες μας, η ζωή του σε μας. Οι παλιές παρασιωπήσεις του Φίχτε παραμένουν απέναντι στο μυστήριο του θανάτου και της Ανάστασης. Ο ιστορικός, η φανέρωση εδώ και τώρα του Θεού στην σάρκα, η υπεροχή του Λόγου, έχει σαν έργο να δείξει το μεταφυσικό. Ο Ιησούς της Ναζαρέτ οδηγεί σ'αυτό και "θα ήταν μία προσπάθεια ολωσδιόλου μάταιη και παράλογη να συνεχίσουμε να θυμόμαστε μόνον τον δρόμο που ακολουθήθηκε, αντί να ζήσουμε στην Θεία πραγματικότητα.
          Παρ΄όλα αυτά σε ένα παράρτημα της "Μυήσεως" και ιδιαιτέρως πιό αργά στα Μαθήματα του 1813, ο Φίχτε αξιολόγησε με θετικό τρόπο το ιστορικό στοιχείο και το πρόσωπο του Χριστού, ο οποίος εξ'άλλου, σηματοδοτεί αυτός ο ίδιος μία επανένωση του μεταφυσικού και του ιστορικού. Αλλά αυτές οι διορθώσεις και τα συμπληρώματα δέν ανήκουν πλέον στην ερμηνεία του Προλόγου.
          Ο καλός ποιητής Glies, φίλος του Σέλλινγκ, αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι άκουσε τον Jacobi να λέει ότι οι αρχές της θεωρίας της Επιστήμης βρίσκονται στ'αλήθεια στην αρχή του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Και ένας ο οποίος αντάλλασσε σποραδικά αλληλογραφία με τον Φίχτε ο Schaumann, απο τα 1795 ακόμη έβρισκε σε εικόνες και σε σύμβολα "στο δόγμα του καθαρού Ευαγγελίου, αυτό που είναι εμπνευσμένο απο το Καθαρό Εγώ, χωρίς εμπειρικό περιτύλιγμα".
          Όλοι αυτοί ταύτιζαν το αληθινό Εγώ με τον Θεό και μ'αυτόν τον τρόπο προέβλεπαν την θρησκευτική φιλοσοφία του Φίχτε, αγνοώντας όμως, ενάντια στην δική του παραδοχή την εμπειρική συνείδηση ή οποία συνδέεται με την καθαρή συνείδηση. Αλλ'όμως οι προϋποθέσεις μίας απολύτου γνώσεως και ενός μακάριου διαλογισμού είχαν τεθεί. Σ'αυτή την γραμμή ο Φίχτε είχε ενεργοποιηθεί, παρά ξεπεραστεί απο τον Ιδιοφυή μαθητή του, τον Σέλλινγκ.
          Ο Σέλλινγκ περίμενε όμως την τελευταία του φιλοσοφία, την θετική, για να επεξεργαστεί μία πλήρη εξήγηση του προλόγου. Κατευθύνεται άμεσα εναντίον του Φίχτε και σε οδό υποταγής, εναντίον ενός φανταστικού Χέγκελ ο οποίος υποτίθεται έτεινε στην ίδια μείωση. Αλλά η Χρονολογία μάς καλεί να κάνουμε μία παράκαμψη πρός τον Σλαϊερμάχερ. Ο γοητευτικός διάλογος "Εορτή των Χριστουγέννων" του 1806, ο οποίος εκρίθη άξιος για μία εγκωμιαστική κριτική απο τον Σέλλινγκ, τελειώνει με μία εξήγηση του Προλόγου εκ μέρους του Edoardo, που εκπροσωπούσε τον συγγραφέα. Είναι η περίοδος κατά την οποία ο Σλαϊερμάχερ, μεταφραστής τού Πλάτωνος, μεταλλάσσεται απο φιλόσοφος σε Θεολόγος, αλλά δέν είχε ακόμη εγκαταλείψη τις χάρες της γλώσσας όπως συνέβη στην συνέχεια. Η Εορτή των Χριστουγέννων είναι ένα τελευταίο δαυλί ριγμένο στον ευγενικό καί πυρακτωμένο ακόμη κύριο απο το οποίο ξεπηδούν ακόμη ζωντανές σπίθες.

ΕΔΩ ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΑ ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΔΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ ΡΑΜΦΟ ΚΑΙ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ.

ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΡΑΜΦΟΣ

"Τὸ ἀδιέξοδο αἴρεται ἂν ἀξιοποιήσωμε ανθρωπολογικῶς τὸ ἐνυπόστατον, ἐν γνώσει ὅτι ἡ χριστολογία ἀνοίγει ἐμπειρικὰ τὸν δρόμο τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν πρὸς τὴν κτίσι. Γιὰ τὰ περὶ ἐνυποστάτου παραπέμπω τὸν ἐνδιαφερόμενο στο σύνολο τοῦ «Ὡς ἀστραπὴ τῶν ἔσχατων», ὅπου καὶ ἐκθέτω τὶς ἀντιλήψεις τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καὶ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ χωρὶς νὰ ὑπεισέρχωμαι στὰ εἰδικώτερα ζητήματα περὶ ὠριγενισμοῦ τοῦ πρώτου, ποὺ ἀναπτύσσει σὲ ἀξιοσημείωτη μελέτη του ὁ Μπῆτσερ Έβανς (βλ. David Beecher Evans: Leontius of Byzantium, an origenist christology, Dumbarton Oaks, 1970), διότι μὲ ἀπασχολεῖ ἀποκλειστικὰ ἡ ἔννοια τοῦ ἐνυποστάτου ὅπως ἐπέρασε στὴν ὀρθόδοξη θεολογική σκέψι. Ἐὰν λοιπὸν εἰσαγάγωμε στην προβληματικὴ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τὸ ἐνυπόστατο τοῦ προσώπου, την δυνατότητα ἑνὸς ἐμμενοῦς καὶ ὑπερβατικοῦ συγχρόνως ἑαυτοῦ ποὺ ἀνάγει σὲ ταυτότητα τὴν ὑποστατική μου καθολικότητα, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ χάριν τοῦ ὁποίου ὁ καθείς μας ὑπάρχει ὡς δοχεῖο τῆς οὐσιώδους καὶ ὑποστατικῆς πλέον δωρεᾶς, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ βιώσῃ τὴν ἀπειρία τοῦ θεοῦ σὲ μιὰ πρᾶξι ποιητικὴ ὅπου ὁ ἴδιος δημιουργεῖται.[EAN..!] Άνευ τοῦ λεοντινιανοῦ ἐνυποστάτου τὸ αἴτημα τῆς δημιουργίας θὰ παρέμενε ἀνέφικτο καὶ ἡ σχέσι μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο θὰ ἐπέτασσε βαθειὰ ῥήξι μὲ τὴν παράδοσι, ἀφοῦ μοναδική νόμιμη ενέργεια θὰ ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ πιστοῦ στὴν θεία ὁλότητα. Μὲ τὸ ἐνυπόστατο καθίσταται ἐφικτὴ ἡ ἀνθρώπινη παρέμβασι στὸ νόημα καὶ στὴν ἱστορία.

Στὸ ἐνυπόστατο διαβάζουμε τὸ πρόσωπο ὡς εὐρύτερη δική μας ἐπιφάνεια μεταξὺ τοῦ ἀτομικοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Τοῦτο ἐνθαρρύνει μιὰν ἐσωτερικὴ ἀντοψία καὶ οἰκοδομεῖ νέον ὁρίζοντα ὑπάρξεως, διὰ τοῦ ὁποίου εἰσερχόμεθα στὸν ἱστορικὸ χρόνο χωρὶς νὰ τραυματίζωμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν παράδοσι, ἐπιτρέπει να σκεφθοῦμε μιὰν ἐσωτερικότητα διάπλατη πρῶτα στην πληρότητα τοῦ εὖ ζῆν καὶ δευτερευόντως μόνο στην ηθική του χρέους. Μ' ἄλλα λόγια: Μπορούμε νὰ ὑπολογίζουμε ἀντὶ τῆς παραδοσίμου ἀποχῆς καὶ στερήσεως, ἑδραζομένης εἰς τὴν τάχα ἐγγενῆ ἁμαρτωλότητα τοῦ Ἐγώ, σὲ μιὰ ἀσκητικὴ τῆς πλησμονῆς, ἡ ὁποία νὰ προϋποθέτη σε καλλιέργεια μορφῶν ἀνθρωπίνης ἐκφράσεως, ὅπου ἡ συνείδησι βαθαίνει τὸν κόσμο της ἀξιώνοντας ἀπαύστως τὸ ἀληθινό. Δὲν ἐννοῶ τὴν αἴσθησι πληρότητος ὡς τέλος καὶ σκοπὸ τῆς ἀσκητικῆς ἀλλὰ ὡς γεγονὸς ἀποδεοντολογισμοῦ τῆς συνειδήσεως. Ἡ ἀσκητικὴ τῆς πλησμονῆς σ' ἕνα κόσμο ἀναλουμένης ἀφθονίας καὶ ἀπολαύσεως νοεῖται ὡς δημιουργὸς ἀφθονία, ὡς στροφὴ ἀπὸ τὴν μερικότητα στην καθολικότητα τοῦ προσωπικοῦ ἑαυτοῦ καὶ ὡς ἀναβαπτισμὸς στὸν πλοῦτο τοῦ βάθους του. Απέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῆς ἀπορρίψεως εἴτε ὑπερβάσεως τῶν ἐνστίκτων: Ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἠθικὴ τῆς πλησμονῆς δὲν ἀντιπαρατίθεται στὸ ἔνστικτο• τὴν ἐνδιαφέρει μᾶλλον πὼς τὸ ἔνστικτο λόγου χάριν τῆς αὐτοσυντηρήσεως δὲν ἀτροφεῖ οὔτε ἀφανίζεται ἀλλὰ τρέπεται συχνότατα σὲ ὄρεξι ἀλήθειας καὶ ὀμορφιᾶς, σὲ δύναμι ἀξιώσεως τοῦ εἶναι."

ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΓΩ, ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ.ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΕΩΣ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου