Η φιλοσοφία της υπάρξεως έχει μια ιστορία παληά τουλάχιστον εκατό ετών. Ξεκίνησε με τον τελευταίο Σέλλινγκ και τον Κίρκεγκαρντ, βρήκε στον Νίτσε μια ανάπτυξη κατά μήκος δυνατοτήτων που δεν έχουν εξαντληθεί ακόμη μέχρι σήμερα, καθόρισε ουσιωδώς την σκέψη του Μπεργκσόν και την λεγόμενη “φιλοσοφία της ζωής”, μέχρι να κατακτήσει στην μεταπολεμική Γερμανία, με τον Σέλερ, τον Χάιντεγκερ και τον Γιάσπερς, μια αξεπέραστη συνειδητοποίηση αυτού που παίζει αληθινά στην μοντέρνα φιλοσοφία.
Πρώτα απ’ όλα ο όρος “ύπαρξη” (existenz) δεν δείχνει παρά το Είναι του ανθρώπου, ανεξαρτήτως από όλες τις ποιότητες και τις ικανότητες του ατόμου, οι οποίες ερευνώνται ψυχολογικά. Αρμόζει μέχρις εδώ και για την φιλοσοφία τής υπάρξεως αυτό που είχε επισημάνει με το δίκηο του ο Χάιντεγκερ σχετικά με την φιλοσοφία της ζωής, δηλαδή πως αυτή η έκφραση ήταν τόσο μικρής σημασίας όσο και εκείνη της “βοτανικής των φυτών”. Παρόλα αυτά δεν είναι τυχαίο που η λέξη “Είναι” αντικατεστάθη από την λέξη “ύπαρξη”. Σ’ αυτή την αλλαγή ορολογίας, κρύβεται στην πραγματικότητα ένα από τα βασικότερα προβλήματα τής μοντέρνας φιλοσοφίας.
Η φιλοσοφία του Hegel που, με μια πρωτοφανή πληρότητα, είχε εξηγήσει όλα τα φυσικά και ιστορικά φαινόμενα και τα είχε οργανώσει σε ένα σύνολο με μια μυστηριώδη συνάφεια –και που δεν κατορθώσαμε να ορίσουμε με σιγουριά αν επρόκειτο για μια κατοικία ή για μια φυλακή– ήταν στην πραγματικότητα η «κουκουβάγια της Αθηνάς», η οποία ξεκινά το πέταγμά της μόνον όταν πέφτει το δειλινό. Αμέσως μετά τον θάνατο του Hegel, το σύστημά του φάνηκε σαν η τελευταία λέξη σύνολης της Δυτικής φιλοσοφίας, καθώς από τον Παρμενίδη ακόμη δεν αμφέβαλλε ποτέ της πως: Το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι, δηλαδή πως το Είναι και η σκέψη είναι ταυτόσημα. Αυτό που ακολούθησε τον Hegel ήταν μια επανάσταση των φιλοσόφων ενάντια στην ταυτότητα Είναι και σκέψης ή το χάσιμο της ελπίδας σ’ αυτή την ταυτότητα!
Όλες οι σημαντικές σχολές φιλοσοφίας που υπάρχουν σήμερα είναι σχολές επιγόνων! Όλες προσπαθούν να ξαναπετύχουν την ενότητα Είναι και σκέψης!
Μικρή σημασία έχει σ’ αυτή την προσπάθεια εάν δοκιμάζουν να πετύχουν αυτή την αρμονία ονομάζοντας κυρίαρχη την ύλη ή το πνεύμα. Όπως έχει μικρή σημασία επίσης πως, παίζοντας με τον όρο (Aspekt) “όψης”, δοκιμάζουν να ιδρύσουν ένα όλον Σπινοζικού χρώματος.
Πρώτο κεφάλαιο
Η προσπάθεια ανοικοδομήσεως μέσω τής Φαινομενολογίας
Ανάμεσα στους επιγόνους του Hegel, τα τελευταία εκατό χρονιά, τα πιο μοντέρνα και ενδιαφέροντα φιλοσοφικά ρεύματα είναι ο πραγματισμός και η φαινομενολογία. Πάνω απ’ όλα η φαινομενολογία άσκησε στην σύγχρονη φιλοσοφία μια τέτοια επιρροή που δεν μπορεί να είναι τυχαία, η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικώς από την μέθοδό της. Ο Χούσερλ έθεσε σαν στόχο να ξαναδέσει την αρχαία σχέση ανάμεσα στο Είναι και στην σκέψη, η οποία είχε εξασφαλίσει στον άνθρωπο μια κατοικία μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, μέσω μια παρακάμψεως, δια μέσου τής προθετικής δομής της συνειδήσεως. Επειδή κάθε πράξη τής συνειδήσεως έχει από την φύση της ένα αντικείμενο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι τουλάχιστον για ένα πράγμα, δηλαδή ότι εγώ “έχω” το αντικείμενο τής συνειδήσεώς μου. Χωρισμένη τοιουτοτρόπως εντελώς από το πρόβλημα τής πραγματικότητος, το θέμα τού Είναι μπορεί να μπει σε παρένθεση: Σαν συνειδητό ον εγώ κατέχω όλο το Είναι και σαν συνείδηση Είμαι, μέσα στον ανθρώπινο κόσμο μου, το Είναι του κόσμου (το ειδωμένο δένδρο, το δένδρο σαν αντικείμενο της συνειδήσεώς μου δεν έχει ανάγκη να είναι το πραγματικό δένδρο, αυτό είναι ούτως ή άλλως το πραγματικό αντικείμενο της συνειδήσεώς μου).
Το μοντέρνο αίσθημα της αποξενώσεως (unheimlichkeit) ξεκίνησε μπροστά στα μοναχικά πράγματα, στα πράγματα που ελευθερώθηκαν από το λειτουργικό τους πλαίσιο. Σημείο αυτού του πράγματος είναι η λογοτεχνία και ένα μεγάλο μέρος της ζωγραφικής. Όπως κι αν θελήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτή την αποξένωση, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά, αυτή η αποξένωση έχει τη φιλοσοφική της βάση στο γεγονός πως, παρότι το λειτουργικό πλαίσιο του κόσμου μέσα στο οποίο συμμετέχω μπορεί να εξηγήσει και να δικαιολογήσει πως για παράδειγμα υπάρχουν γενικώς τραπέζια και καρέκλες, αυτό το πλαίσιο δεν είναι σε θέση να με βοηθήσει να συλλάβω γιατί αυτό το τραπέζι υπάρχει. Και είναι ακριβώς η ύπαρξη αυτού του τραπεζιού, ανεξαρτήτως των τραπεζιών πού εννοούνται γενικώς πού προκαλεί το φιλοσοφικό σόκ.
H Φαινομενολογία φάνηκε ικανή να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό θεωρητικό πρόβλημα. Η περιγραφή από τον Χούσερλ της συνειδήσεως συνελάμβανε εκείνα ακριβώς τα μοναχικά πράγματα, απελευθερωμένα από το λειτουργικό τους πλαίσιο, σαν περιεχόμενο οποιασδήποτε συνειδησιακής πράξεως. Φάνηκε δε ακόμη πως κατόρθωνε να τα ξανασυνδέει με τον άνθρωπο μέσω της «ροής της συνειδήσεως». Στην πραγματικότητα ο Χούσερλ ισχυριζόταν πως παρακάμπτοντας διά μέσου της συνειδήσεως και ξεκινώντας από την λεπτομερή κατανόηση όλων των πραγματικών περιεχομένων της συνειδήσεως (μιά καινούρια mathesis universalis), θα κατόρθωνε να ξαναοικοδομήσει τον κόσμο που είχε γίνει κομμάτια. Αυτή η ανοικοδόμηση τού κόσμου μέσω της συνειδήσεως θα εξισούτο με μιά δεύτερη δημιουργία, διότι σ’ αυτήν την αναδημιουργία θα αφαιρείτο ο τυχαίος χαρακτήρας του κόσμου, ο οποίος είναι ταυτοχρόνως και ο πραγματικός του χαρακτήρας, έτσι ώστε τελικώς ο κόσμος δεν θα φαινόταν σαν κάτι δοσμένο στον άνθρωπο αλλά σαν κάτι δημιουργημένο από αυτόν.
Σ’ αυτή την βασική επιδίωξη της φαινομενολογίας, βρίσκεται, η πιο χαρακτηριστική και μοντέρνα προσπάθεια να βρεθεί μια καινούρια βάση τού ανθρωπισμού. Το διάσημο γράμμα τού αποχαιρετισμού τού Hofmannsthal στον Stefan George, στο οποίο ο ίδιος καθοδηγείται πλέον από τα «μικρά πράγματα» ενάντια στις μεγαλόστομες λέξεις, διότι το Μυστικό της πραγματικότητος κρύβεται μέσα σ’ αυτά ακριβώς τα «μικρά πράγματα», είναι εσωτερικά παραπλήσιο στο αίσθημα της ζωής από το οποίο γεννήθηκε και η φαινομενολογία. Ο Χούσερλ και ο Hofmannsthal είναι στο ίδιο μέτρο κλασσικοί, εάν ο κλασσικισμός είναι η προσπάθεια αναπαραγωγής μαγικά μιας κατοικίας μέσα σ’ έναν κόσμο αποξενωμένο πλέον, μέσω μιάς απολύτως λεπτομερούς και συνεπούς μιμήσεως των κλασσικών, μιάς μιμήσεως δηλαδή εκείνης της ανθρώπινης συνθήκης δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται στό σπίτι του μέσα στόν κόσμο. Η πρόταση «στά ίδια τα πράγματα» του Χούσερλ δεν είναι λιγότερο μαγική των «μικρών πραγμάτων» τού Χόφμανσταλ. Εάν μπορούμε ακόμη να κερδίσουμε κάτι με την μαγεία -σε μιά εποχή πού διαθέτει σάν μοναδικό της πλεονέκτημα το ξεκαθάρισμα κάθε μαγείας- τότε θα έπρεπε να ξεκινήσει κάποιος στά σίγουρα με τα μικρότερα και ταπεινότερα πράγματα, με τα μικρότερα πράγματα και με τις λιγότερο λαμπερές και πομπώδεις λέξεις.
Χάρη σ’ αυτό το φαινομενικό κρύψιμο οι αναλύσεις τής συνειδήσεως τού Χούσερλ (τίς οποίες ο Γιάσπερς δέν βρήκε τόσο σημαντικές γιά τήν φιλοσοφία, καθώς δέν διέθετε καμία συμπάθεια ούτε πρός την μαγεία ούτε πρός τον κλασσικισμό), επηρέασαν αποφασιστικά στήν νεότητά τους και τον Χάϊντεγκερ και τόν Σέλερ, παρότι ο Χούσερλ δέν κατόρθωσε να συμβάλλει αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση της φιλοσοφίας τής υπάρξεως. Αντιθέτως δέ από την διαδεδομένη γνώμη πως η επιρροή τού Χούσερλ υπήρξε σημαντική μόνον από το μέρος της μεθοδολογίας, είναι γεγονός πώς ελευθέρωσε τήν μοντέρνα φιλοσοφία από τίς αλυσίδες τού ιστορικισμού, στην οποία μοντέρνα φιλοσοφία εξάλλου δεν ανήκε ούτε ο ίδιος. Ακολουθώντας τον Χέγκελ και κάτω από την επιρροή ενός δυνατού ενδιαφέροντος για την ιστορία, η φιλοσοφία διέτρεξε τόν κίνδυνο να μειωθεί σέ στοχασμό πάνω στους πιθανούς και δυνατούς νόμους της ιστορικής ροής. Δεν είχε δε καμία σημασία άν αυτοί οι στοχασμοί ήταν αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, εάν στόχευαν να αναδείξουν αναπόφευκτη την πρόοδο, ή άν προέβλεπαν το τέλος της, Το πράγμα που μετρούσε ήταν πως και στίς δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος, με τα λόγια τού Herder, ήταν σάν ένα «μυρμήγκι πού δεν κάνει τίποτε άλλο από τού να έρπει πάνω στίς ρόδες τής μοίρας».
Η επιμονή τού Χούσερλ στά «ίδια τα πράγματα», πού σβύνει ένα τέτοιο κενό στοχασμό και οδεύει χωρίζοντας το περιεχόμενο ενός γεγονότος πού δίδεται φαινομενικώς από την γένεσή του, είχε μιά βαθειά απελευθερωτική επιρροή λόγω τού ότι επέτρεπε να ξαναγίνει θέμα τής φιλοσοφίας αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος και όχι η ιστορική ροή ή η φυσική ή η βιολογική ή η ψυχολογική, στίς οποίες ο άνθρωπος είχε καταβροχθισθεί.
Υπήρξαν πολλές οι συνέπειες πού προήλθαν από αυτή την απελευθέρωση της φιλοσοφίας, κάτι αρνητικό κατά κάποιο τρόπο γιά το οποίο ο Χούσερλ δεν απέκτησε ποτέ συνείδηση, καθώς στερείται εντελώς ιστορικής αίσθησης.
Αυτή πάντως η απελευθέρωση απεδείχθη πιό σημαντική από τήν ίδια τήν φιλοσοφική πρόταση τού Χούσερλ, με την οποία προσπαθεί να μάς καθησυχάσει γύρω από ένα γεγονός γιά το οποίο η μοντέρνα φιλοσοφία δέν μπορεί βεβαίως να ησυχάσει, δηλαδή για το γεγονός πως ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πει ναι σ’ ένα ον το οποίο ο ίδιος δεν δημιούργησε ποτέ του και σε σχέση με το οποίο ο ίδιος είναι ουσιαστικά ξένος. Με την μεταμόρφωση αυτού του ξένου όντος σε συνείδηση ζητά να ξανακάνει τον κόσμο ανθρώπινο, όπως ο Χόφμανσταλ με την μαγεία των μικρών πραγμάτων στόχευε να ξαναξυπνήσει την αρχαία τρυφερότητα για τον κόσμο. Αυτό όμως στο οποίο αυτός ο μοντέρνος ανθρωπισμός, αυτή η καλή βούληση προς ότι είναι ταπεινό, ναυαγεί, είναι η μοντέρνα επίσης ύβρις που βρίσκεται στην βάση του και η οποία πονηρά (στον Χόφμανσταλ) ή ανοικτά και αθώα (στον Χούσερλ) ελπίζει, μ’ αυτόν τον τρόπο τον τόσο τρυφερό και γαλήνιο, να μεταμορφώσει τον άνθρωπο σ’ αυτό που ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει, δηλαδή δημιουργός του κόσμου και του εαυτού του!
Σε αντίθεση με την υπερήφανη ταπεινότητα του Χούσερλ, η πιο πρωτότυπη μοντέρνα φιλοσοφία προσπαθεί με διάφορους τρόπους να δεχθεί το γεγονός πως ο άνθρωπος δεν είναι ο δημιουργός του κόσμου. Γι’ αυτόν τον σκοπό ερευνά όλο και περισσότερο προς τη διεύθυνση που διαγράφεται από τις καλύτερες προθέσεις της: να τοποθετήσει τον άνθρωπο εκεί, που με μια περίεργη άγνοια του εαυτού του, ο Σέλλινγκ τοποθέτησε τον θεό: στην θέση του «Κυρίου του Είναι».
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου