Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (2)

Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Ιανουαρίου 2023

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ

Η συζήτηση περί «ψυχικού οργάνου» περιείχε άγραφα, «λευκά» σημεία, τα οποία και συμπληρώθηκαν, όπως είναι αυτονόητο, λίγο καιρό αργότερα. Εκεί που γινόταν προηγουμένως λόγος για την ενότητα του Εγώ, ο λόγος γίνεται τώρα για πνευματικές ιδιότητες, ποιότητες ή λειτουργίες· εκεί που η υλική και επιστημική, γνωσιοθεωρητική ενότητα του «οργάνου τής ψυχής» κάλυπτε το σύνολο του προβληματισμού, εμφανίζεται τώρα ο εγκεφαλικός «εντοπισμός»· εκεί που γινόταν προηγουμένως αποδεκτή μια ιεραρχική διάρθρωση του εγκεφάλου, που κορυφωνόταν στο «ψυχικό όργανο», ξεκινάμε τώρα από μιαν ισοδύναμη διαφοροποίηση· αυτό που «συγκροτούνταν» προηγουμένως από τις αισθήσεις και την αντίληψη, θεωρείται τώρα ως μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση δεκτικών και ενεργητικών λειτουργιών, εγκατεστημένων στον εγκέφαλο· κι εκεί που το «ψυχικό όργανο» ήταν προηγουμένως αμετάβλητο και ανεξάρτητο απ’ τον χρόνο, καθίσταται η οργανική εξέλιξη ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό.

Θα ήταν βέβαια ανόητο να ισχυριστούμε, ότι στην εγκεφαλική έρευνα και γενικά στη βιολογία και ψυχολογία τού 19ου αιώνα δεν υπήρχε καμμιά πλέον ιεράρχηση ή ταξινόμηση: ένα γνωστό παράδειγμα είναι η διάκριση του Φρόυντ μεταξύ «Εγώ» και «Αυτό». Η ιεραρχία κατανοείται ωστόσο εδώ ως σύνδεση, με μια λειτουργική έννοια, συστημάτων, και όχι αναφορικά πλέον προς τη συνηθισμένη στους δυό προηγούμενους αιώνες «κύρια πηγή», που ονομάζεται ψυχή. Ακόμα και η ιεράρχηση των φλοιωδών και υποφλοιωδών λειτουργικών κέντρων στη νευροφυσιολογία τού όψιμου 19ου αιώνα αφορά μεν στον έλεγχο, την αναστολή και τη διέγερση, αλλά αυτά τα κέντρα δεν αναδεικνύουν πλέον - σε αντίθεση προς την παλιά παρομοίωση τεχνίτη και εργαλείου – καμμιά κατηγορηματική διαφορά, υποκείμενα στην ίδια σωματική διάταξη.

Αυτές οι μετατοπίσεις είναι καταστατικές για την εξέλιξη της εγκεφαλικής έρευνας και για τη σύγχρονη κατανόηση του ανθρώπου. Δεν γεννιούνται ωστόσο όλες την ίδια, κατά πρώτον, χρονική στιγμή, και δεν προστίθενται, κατά δεύτερον και σημαντικώτερο, αμέσως σ’ ένα καινούργιο λειτουργικό υπόδειγμα. Ακόμα και η ιστορία τής γνώσης περιλαμβάνει μεταβατικές φάσεις, που συνιστούν να είμαστε προσεχτικοί όταν χειριζόμαστε έννοιες όπως η «αλλαγή παραδείγματος», ή όταν ξεκινάμε από μια ριζική γνωσιοθεωρητική τομή μαζί με τον Φουκώ. Ακόμα κι αν φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να φανταστούμε σήμερα τη συγγραφή ενός κεφαλαίου και μόνον απ’ την ιστορία τών ανθρωπιστικών επιστημών χωρίς την παντελή παρουσία τής ισχυρής «σκιάς» τού Φουκώ, προκρίνω και προτιμώ μια πιο «ολιγαρκή» παραλλαγή τής θέσης περί ασυνέχειας. Μου φαίνεται πως είναι δυνατόν να μην αποκόψουμε, χρησιμοποιώντας έννοιες όπως «μετασχηματισμός», «αστάθεια» και «ασυμμετρία», υπαρκτές σχέσεις ανάμεσα στο Πριν και το Μετά, καθώς και να μην περιπέσουμε στην προπετή θέση περί συνεχούς ανοικοδόμησης της γνώσης. Σε μια τέτοια «στενωπό» έχει συμβάλει άλλωστε και η παλαιότερη ιστορία τής επιστήμης, που αντιλαμβανόταν μιαν (ενδεχόμενη) ιστορία τών ιδεών σαν μιαν αλληλουχία, εν είδει «μαργαριταρένιου κομβολογιού», θεωριών ή πειραματικών συμπερασμάτων, τα οποία και καθίστανται ολοένα και πιο «σωστά». Εγώ επιθυμώ να μεταφέρω εδώ αντίθετα, «μεγαλύτερα» επεισόδια απ’ την ιστορία τής «εντοπιστικής» σκέψης, με τις ειδικές ιστορικές διασυνδέσεις τους. Σ’ αυτό περιλαμβάνεται και η αναζήτηση ιστορικών αλλά και παράπλευρων «τοπίων», στα οποία και αναγγέλλονται και συζητούνται οι διάφορες ριζικές μεταβολές.

Οι ιστορικοί πρωταγωνιστές θεωρούσαν ως επερχόμενη μεταβολή ακόμα και μια λεπτή απόκλιση, έστω κι αν δεν είχε συμβή τίποτα το αποφασιστικό στην πραγματικότητα. Ένα τέτοιο επεισόδιο έλαβε χώρα στο Βερολίνο τού όψιμου 18ου αιώνα και παρέχει, πριν από κάθε συστηματική διατύπωση, μια σαφή μαρτυρία για την εγκατάλειψη του (εγκεφάλου ως) «ψυχικού οργάνου» και για τις συνδεδεμένες μ’ αυτό ανθρωπολογικές συνέπειες, που αφορούν σ’ αυτήν την περίπτωση τη γλώσσα ως μιαν ικανότητα της ανθρώπινης ψυχής. Μια θεώρηση που ανήκε απ’ την εποχή τού Descartes στα ασφαλή διακριτικά κριτήρια μεταξύ ανθρώπου και (αλόγου) ζώου ή μηχανής. Ένας άνθρωπος μπορούσε να είναι ακόμα και ηλίθιος, να έχη έρθη ακόμα και κωφάλαλος σ’ αυτόν τον κόσμο, και να είναι παρ’ όλ’ αυτά σε θέση να σχηματίση έναν λόγο ή να αναπτύξη κατάλληλα σημεία-κινήσεις, με τα οποία να καθιστά κατανοητές τις σκέψεις του. Και η διαφορά αυτή δεν αφορά σε μιαν κλίμακα, αλλά είναι «κατ’ αρχήν» και θεμελιακή. Αποδεικνύει κατά τον Descartes, ότι ο άνθρωπος έχει λόγο και λογική, ενώ τα ζώα κι οι μηχανές όχι. Η δε γλώσσα ή ομιλία μεταφέρεται μέσω φυσικών οργάνων, όπως τα νεύρα και οι μύες, διαμέσου τού σώματος, αποτελώντας μιαν αντιληπτή δραστηριότητα της πραγματικής σκέψης (res cogitans). Η ψυχή χρησιμοποιεί τη σωματική μηχανή για να εκφρασθή· κι ακόμα κι αν κάποια όργανα της μηχανής δεν λειτουργούν – η ακοή, ο λάρυγγας, το χέρι –, η ψυχή μπορεί ακόμα να προσδιορίση άλλα επαρκή όργανα, τα οποία και αναλαμβάνουν αυτή τη λειτουργία τής έκφρασης.

Στα 1783, η σχέση μεταξύ ψυχής, εγκεφάλου και γλώσσας δεν είναι ωστόσο τόσο πια απλή. Στο «Περιοδικό για την επιστήμη τών ψυχικών εμπειριών» τού Karl Philipp Moritz, o Βερολινέζος ανώτατος επισκοπικός σύμβουλος Johann Joachim Spalding περιγράφει κάποιες ιδιάζουσες εμπειρίες. Ύστερα από ένα πρωϊνό με ποικίλες «λαϊκές» συναντήσεις, που απαιτούσαν όλη του την προσοχή, έπρεπε να γράψη μιαν εξοφλητική ακόμα φορολογική απόδειξη για τους φτωχούς τής Εκκλησίας. «Κάθισα στο γραφείο και ξεκίνησα να γράφω τις δυό πρώτες, απαραίτητες λέξεις· εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα όμως να προχωρήσω παραπέρα, ούτε να βρω τις υπόλοιπες λέξεις στο μυαλό μου, ούτε να χαράξω τις κατάλληλες γραμμές. Ενέτεινα στο έπακρο την προσοχή μου, προσπάθησα να χαράξω αργά-αργά το ένα γράμμα μετά το άλλο, […] αλλά παρατηρούσα, και το έλεγα στον εαυτό μου, ότι δεν επρόκειτο για τις φράσεις που ήθελα να γράψω.» Ο Spalding διακόπτει την προσπάθεια, αφήνει στην άκρη το μολύβι, και προσπαθεί να συγκεντρωθή, η συγκέντρωση «δεν θέλει όμως να εμφανισθή». Κι αντί γι’ αυτό, γίνεται ο ίδιος μάρτυρας μιας μάχης που διεξάγεται μέσα του: απ’ τη μια πλευρά αταξία στις παραστάσεις, που επιβάλλονται χωρίς αυτός να «συμπράττη»· κι απ’ την άλλη η «ταξινομούσα» λογική, που ζητά να απωθήση τις συγκεχυμένες εικόνες. Ο Spalding παραμένει ακόμα και κείνη τη στιγμή εντελώς καρτεσιανός, γνωρίζοντας πως η ψυχή του είναι καθαρή και απρόσβλητη. «Είπα στον εαυτό μου με τη μεγαλύτερη σιγουριά και γνώση: αν εγώ, η πραγματικά σκεπτόμενη φύση, εκτέθηκα μόλις τώρα, μέσω κάποιου είδους θανάτου, σ’ αυτήν την οχλαγωγία που προκλήθηκε στον εγκέφαλό μου, κάτι το οποίο υπήρξε πάντοτε, σύμφωνα με την πιο εσωτερική μου αίσθηση, κάτι το ξένο, που συνέβαινε έξω από μένα, τότε (είμαι σίγουρος πως) θα εξακολουθούσα, μέσα στην καλύτερη δυνατή τάξη και ησυχία, να υπάρχω (παρ’ όλ’ αυτά) και να σκέπτομαι.» Τα προβλήματα ωστόσο που είχαν προκύψει απ’ αυτό το εκτεταμένο συμβάν στον εγκέφαλό του, του προκάλεσαν τους χειρότερους φόβους: «Προσπαθούσα να μιλήσω, τρόπον τινά ως άσκηση […]· όσο πολύ όμως κι αν πίεζα και υποχρέωνα τον εαυτό μου να προσέξη και να σκεφτή, […] παρατηρούσα σχεδόν αμέσως ότι προέκυπταν ασαφείς και εντελώς διαφορετικές λέξεις, από εκείνες που ήθελα· η ψυχή μου καθοδηγούσε τώρα τόσο ελάχιστα τα εσωτερικά όργανα της ομιλίας, όπως προηγουμένως τής γραφής.» Ήταν μια ταραχή, που σταμάτησε ευτυχώς ύστερα από λίγο. Οι καθαρές και σαφείς σκέψεις πήραν πάλι την πρωτοκαθεδρία, η ομιλία χρειάστηκε ακόμα λίγη εξάσκηση, αλλά αισθάνθηκε σύντομα πως όλα είχαν πάλι επανέλθει. Και έριξε πάλι μια ματιά στην εξοφλητική απόδειξη, με την οποίαν είχαν όλα ξεκινήσει. «Πενήντα τάλιρα για φόρους μισής χρονιάς», ήθελε να γράψει· «πενήντα τάλιρα από αγιασμό στηθόδεσμου-», προέκυψε. Ο Spalting θεώρησε τότε πως ευθύνονταν (κάποιες) «σκοτεινές και ακατανόητες επιδράσεις» γι’ αυτήν τη λεκτική «σαλάτα».

Δεν φαίνεται ωστόσο να εμπιστεύεται και τόσο απόλυτα τον επιχειρούμενο διαχωρισμό ανάμεσα στο «καθαρό» και σαφές, υπολογιζόμενο Εγώ και τη σκοτεινή και ανεξέλεγκτη ύλη, τον εγκέφαλο, πιστώνοντας αμέσως μετά μια μεγαλύτερη σημασία στον εγκέφαλο. «Αν όλη η διανοητική δυνατότητα εξαρτάται απ’ την εκάστοτε κατάσταση του εγκεφάλου, ή και βρίσκεται στην πραγματικότητα εκεί, τότε πρέπει να υπήρξε, στην περίπτωσή μου, το ένα μέρος τού εγκεφάλου μου υγιές, […] και το άλλο σε μιαν άτακτη και συγκεχυμένη κίνηση. Ποιο απ’ τα δυό μέρη έλεγε τότε: Εγώ, και διέκρινε τις διασταυρούμενες παραστάσεις απ’ τον εαυτό του; Και ποιο αποφάσιζε για το σωστό και λάθος τών παραστάσεων; Και αισθανόταν καθεαυτό τόσο εσώτατα, ως κάτι εντελώς διαφορετικό και διακεκριμένο απ’ αυτές;» Εδώ πρόκειται πια για μιαν εντελώς μη-καρτεσιανή προσπάθεια ερμηνείας. Δεν προϋποτίθενται πλέον η ασυμμετρία πνεύματος και ύλης και η ιεραρχική αναμεταξύ τους σχέση, αλλά μια ισότιμη παντελώς σχέση ανάμεσα στις δυό εγκεφαλικές περιοχές. Και δεν πρόκειται βέβαια ακόμα για μιαν προαναγγελία τής τόσο σημαντικής αργότερα ασυμμετρίας αριστερού και δεξιού (εγκεφαλικού) ημίσεως, αλλά το ότι δυό μέρη τού εγκεφάλου επικοινωνούν ή και ανταγωνίζονται ισότιμα αναμεταξύ τους, αυτό επιδηλώνει ένα «σχίσμα» στο όλο οικοδόμημα, ορατό ήδη ακόμα και από μόνη την υποκειμενοποίηση μιας ύλης, που ονομαζόταν ακόμα προηγουμένως «εργαλείο»: ένα απ’ τα δυό μέρη τού εγκεφάλου «λέει» κάτι, διακρίνει σκέψεις και παραστάσεις και αποφασίζει για την ορθότητά τους, διακρίνει ανάμεσα σε Ταυτό και Μη-Ταυτό. Και το κάνει, σε κάθε περίπτωση, χωρίς ή και ενάντια στο άλλο. Μήπως τότε υφίσταται, συμπτωματικά, το Εγώ, η αμέριστη δηλ. ψυχή, σ’ αυτό; Δεν θα υπήρχε όμως τότε πια ένα ενιαίο «ψυχικό όργανο», γιατί το άλλο μέρος παράγει κι αυτό τελικά ψυχικά βιώματα. Ενώ υπάρχει και η δεύτερη δυνατότητα, να είναι δηλ. το «να μπορώ Εγώ να πω» μια απλή και μόνο λειτουργία εκείνου τού εγκεφαλικού μέρους, χωρίς να είναι πλέον απαραίτητη η αποδοχή μιας μη υλικής ψυχής. Ό,τι απ’ τα δυό και να σκεφτούμε, έχει τις συνέπειές του. Η δεύτερη δυνατότητα θα ήταν υλιστική, με την έννοια του La Mettrie, ενώ η πρώτη παραπέμπει σε μια δυνητική πολλαπλότητα των εγκεφαλικών οργάνων, τα οποία και συγκλίνουν, υπό φυσιολογικές συνθήκες, σ’ έναν ενιαίο τρόπο συμπεριφοράς και εμπειρίας, αποκλίνοντας ωστόσο επίσης υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Αυτή δε η θέση είναι ακριβώς εκείνη τής «οργανολογίας» τού Franz Joseph Gall, που θα ακολουθήση λίγα μόλις χρόνια μετά το κείμενο του Spalding. Δεν πρόκειται ασφαλώς για το ότι ο Spalding είναι ένας «πρόδρομος», επειδή το δικό του διανοητικό παιχνίδι εμπεριέχει μιαν «αθωότητα»· που δεν κατανοείται ωστόσο ως τέτοια, όχι τουλάχιστον απ’ τον Moses Mendelssohn, που απαντά την ίδια χρονιά  στον Spalding…

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου